Κεφάλαιο 27.
Το ταξί σταμάτησε έξω από την πολυτελή μονοκατοικία στη Νάντη, εκεί όπου ο Τριστάν πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του με τους γονείς του και την αδερφή του. Ήταν στολισμένο όμορφα, όπως κάθε Χριστούγεννα και η μητέρα του δε λυπόταν τα χρήματα- πάντα προσλάμβανε την ίδια εταιρεία να αναλάβει τον στολισμό και κάθε χρόνο ήταν διαφορετικό το θέμα. Φέτος τα πάντα έμοιαζαν λες και βγήκαν από το παλάτι της Έλσας στο Ψυχρά κι ανάποδα. Πλήρωσε τον οδηγό γελώντας και σήκωσε τα πράγματά του για να μπει, επιτέλους, στο σπίτι.
Πριν φτάσει ως την εξώπορτα, την είδε να ανοίγει, κι ένα κεφάλι με καστανόξανθες μπούκες ξεχύθηκε στο κατόφλι. Η Βιβιέν άφησε μια τσιρίδα πριν πέσει με φόρα στην αγκαλιά του. Ήταν μικροσκοπική και παρότι ήταν τριάντα ετών, με το ζόρι έμοιαζε για είκοσι δύο. Τη σήκωσε στα χέρια του και έκανε μια στροφή πριν την αφήσει να πατήσει πάλι στο έδαφος.
«Τι κάνεις μικρό τρολ;» τη ρώτησε, παίζοντας με τα μαλλιά της που πάντα λάτρευε για τις μπούκλες της.
«Καλά είμαι, χαίρομαι που ήρθες γιατί μ' έχει πρήξει ο μπαμπάς με τα δικά του. Σώνει και καλά να μετακομίσω πάλι εδώ».
«Καλά να πάθεις, η τιμωρία σου που του είπες πως με έκλεψαν ενώ σου είπα να μην το κάνεις».
Η Βιβιέν του έδειξε τη γλώσσα της κοροϊδευτικά αλλά τον βοήθησε να κουβαλήσει τα πράγματά του ως το χολ του σπιτιού. Τίποτα δεν άλλαξε μέσα τα χρόνια που έλειπε. Οι γονείς του ήταν πλάσματα της συνήθειας και δεν έκαναν μόνιμες αλλαγές συχνά. Μερικές φορές σκεφτόταν πως μόνο τον γιορτινό στολισμό ανέχονταν να αλλάζει κάθε χρόνο. Το τζάκι στο μεγάλο σαλόνι ήταν αναμμένο. Από πάνω του κρέμονταν οι τέσσερις μεγάλες κάλτσες σε κόκκινο χρώμα, με τα ονόματά τους κεντημένα με πράσινη κλωστή από τους ίδιους. Ήταν δεκαπέντε όταν τους ανάγκασε η μητέρα τους να το κάνουν σαν οικογενειακή εργασία που θα τους έφερνε πιο κοντά. Δεν τολμούσε κανείς να της χαλάσει χατίρι αλλά στα κρυφά καμάρωνε για το πόσο όμορφα κέντησε εκείνο το πρωινό. Το δέντρο που ξεπερνούσε τα δύο μέτρα ήταν στολισμένο στην εντέλεια, αλλά του έλειπε εκείνο που στόλισε με την Αμέλια, που τα στολίδια ήταν όλα ξύλινα και το δέντρο έμοιαζε σα να βγήκε από παιδικό παραμύθι. Ήταν παράξενο αλλά του έλειπε ήδη και η ίδια η Αμέλια.
Ανέβηκε στο δωμάτιο του κι άφησε τα πράγματά του στο κρεβάτι πάνω. Πήρε τα δώρα της οικογένειάς του- αυτά που τους έστειλε η Αμέλια, μαζί με τα δικά του- και κατέβηκε ξανά στο σαλόνι. Αυτή τη φορά τον περίμενε όλη η οικογένειά του εκεί. Αγκάλιασε τη μητέρα του σφιχτά και έσφιξε το χέρι του πατέρα του που χαμογελούσε χαρούμενος που τον έβλεπε.
«Σας έφερα δώρα. Έστειλε και η Αμέλια τα δικά της, για το καλό».
«Το κορίτσι σου που δεν έχουμε γνωρίσει ακόμα, έστειλε δώρα;» είπε εντυπωσιασμένη η μητέρα του.
«Έτσι είναι η Αμέλια», χαμογέλασε περήφανος ο Τριστάν.
«Γιατί δεν την έφερες να τη γνωρίσουμε;» ρώτησε ο πατέρας του κάπως αποδοκιμαστικά.
«Είναι η αδερφή της στο Παρίσι, ήθελε να περάσει χρόνο μαζί της», αρκέστηκε να τους πει αλλά ο πατέρας του φάνηκε να χαίρεται με αυτή την απάντηση. Πάντα μετρούσε τους ανθρώπους με το πόσο αγαπούσαν την οικογένειά τους. Αν μάθαινε τι πέρασε η Αμέλια λόγω της δικής της, σίγουρα θα τη σεβόταν λιγάκι παραπάνω, αλλά δεν ήταν δική του ιστορία για να την πει. «Μου ζήτησε να σας δώσω τα δώρα σας μόλις σας δω, οπότε...»
Άρχισε να τους μοιράζει τα κουτιά της Αμέλιας που δεν ήταν μεγάλα αλλά έκρυβαν μέσα τους πράγματα που της φάνηκαν ταιριαστά για όλους τους. Ένα άρωμα για τη μητέρα του, καλλυντικά για την Βιβιέν, μία ακριβή πένα για τον πατέρα του και για εκείνον, ένα πανέμορφο οργανάιζερ με τα αρχικά του, για να βάλει τη ζωή του σε τάξη. Για να μην ξεχνάς ποτέ τους στόχους και τα θέλω σου, έγραφε στην πρώτη σελίδα και η καρδιά του χτύπησε σαν τρελή.
«Με συγκίνησε, να την καλέσεις για να της μιλήσουμε», απαίτησε η μητέρα του και ο Τριστάν δεν έχασε χρόνο. Έβγαλε το κινητό του και την κάλεσε με βιντεοκλήση αφού έπρεπε να την ενημερώσει πως έφτασε σώος. Το πρόσωπό της φωτίστηκε μόλις τον είδε. Η χαρά του ήταν αδύνατον να κρυφτεί και για μία στιγμή ξέχασε ότι ήταν με την οικογένειά του.
«Έφτασες καλά;» τον ρώτησε. Η Αγάπη τον χαιρέτησε από απόσταση και είπε κάτι στα ελληνικά πριν κλειστεί στο μπάνιο. «Με πειράζει... τι κάνει η οικογένειά σου; Τους έδωσες τα δώρα;»
«Είναι μια χαρά και ναι, τους τα έδωσα, και τα λάτρεψαν. Θέλουν να σε γνωρίσουν».
Η Αμέλια έστρωσε τα μαλλιά της και κάθισε με την πλάτη ίσια για να κερδίσει τις εντυπώσεις. Η οικογένειά του Τριστάν της μίλησε με ενθουσιασμό κι εκείνη γελούσε με την ψυχή της γιατί ως και ο ψυχρός πατέρας του έδειχνε να την αποδέχεται.
Μόλις της αποχαιρέτησαν έφυγαν από το σαλόνι για να τους δώσουν λίγο χώρο και χρόνο να μιλήσουν.
«Είναι υπέροχοι όλοι τους. Η αδερφή σου είναι ίδια ο μπαμπάς σου κι εσύ μοιάζεις στη μαμά σου», διαπίστωσε.
«Μου λείπεις», της απάντησε, αντί να σχολιάσει τα λεγόμενά της.
«Κι εμένα. Δε μου είπες, το δικό σου δώρο σου άρεσε;»
«Ποιο από τα δύο», αποκρίθηκε, μπερδεύοντάς τη. «Η ατζέντα ή εσύ; Γιατί το πρώτο μου αρέσει τρελά αλλά το δεύτερο το ερωτεύτηκα».
Τα μάτια της Αμέλια βούρκωσαν. «Είσαι ηλίθιος που με κάνεις να θέλω να κλάψω, έστω κι αν είναι από συγκίνηση», γέλασε νευρικά κι έριξε μια ματιά προς την πόρτα του διαμερίσματος. «Κάποιος μου χτυπάει, μην κλείσεις». Έτρεξε να ανοίξει στον άντρα από το μαγαζί απ' όπου αγόρασε το δώρο της. Τους είχε δώσει εντολές να το παραδώσουν εκείνη τη μέρα και να που έτυχε να μιλάει μαζί της όσο το παραλάμβανε. Γέλασε όταν την είδε να παλεύει με το μεγάλο, βαρύ κουτί, κι ήταν σίγουρος πως τα ελληνικά που άκουγε ήταν βρισιές. «Τι στο καλό είναι αυτό;» φώναξε και άνοιξε την κάρτα που βρήκε πάνω στο κουτί. «Τριστάν;» είπε, μόλις διάβασε το μήνυμα που της έγραφε. Τα όνειρα πρέπει να πραγματοποιούνται- ακόμα κι αν πρέπει να τα δεις να γίνονται κομμάτια στην αρχή, πάντα υπάρχει τρόπος να χτιστούν από την αρχή.
«Άνοιξέ το, θέλω να μου πεις αν σου αρέσει».
Στερέωσε το κινητό της για να μπορεί να τη βλέπει καλύτερα και τράβηξε την ταινία που κρατούσε το κουτί κλειστό. Το άνοιξε κι έβγαλε πρώτα τα προστατευτικά από μέσα, αλλά όταν είδε το περιεχόμενο, έμεινε να το κοιτάζει μαρμαρωμένη με τα χέρια της μπροστά από το στόμα της, φανερά σοκαρισμένη. Της πήρε λίγη ώρα μέχρι να το βγάλει εντελώς μέσα από το κουτί. Το ξύλινο σπίτι με τους τρεις ορόφους και την κόκκινη οροφή της έφτανε ως τους μηρούς. Έβαλε τα κλάματα και κάθισε στο πάτωμα μπροστά του. Ο κάτω όροφος ήταν η αυλή και η κουζίνα. Είχε μια εξωτερική σκάλα που πήγαινε στο μεγάλο σαλόνι και το μικρό μπάνιο και μετά μια εσωτερική για τις δύο κρεβατοκάμαρες και το κανονικό μπάνιο. Βρήκε και μερικά έπιπλα που της αγόρασε μέσα στην κούτα. Έτρεμε ολόκληρη αλλά χαμογελούσε, μπορούσε να δει την δεκαεξάχρονη Αμέλια να γιατρεύεται και ήξερε πως πλέον η ζωή της θα άλλαζε προς το καλύτερο.
Σκούπισε τα μάτια της κι επέστρεψε στην οθόνη του κινητού της. «Είσαι χαρούμενη;» τη ρώτησε, με τον τόνο του να κρύβει όλη την τρυφερότητα και την αγάπη που ένιωθε για εκείνη.
«Είμαι ευτυχισμένη. Από τη μέρα που σε γνώρισα μόνο ευτυχία έχω βιώσει, ακόμα και στις χειρότερες στιγμές μου».
«Τέλεια, αυτό ήθελα να ακούσω», αποκρίθηκε και της έστειλε ένα φιλί. «Πήγαινε παίξε με το σπίτι σου, Αμελίτσα, κι όταν έρθω πίσω στο Παρίσι, θα πάμε μαζί να βρούμε έπιπλα».
«Το υπόσχεσαι;»
«Το υπόσχομαι», απάντησε, φέρνοντας το χέρι στο μέρος της καρδιάς.
Αναστέναξε πλημμυρισμένος από όμορφα συναισθήματα. Άκουσε βήματα πίσω του και είδε τον πατέρα του να επιστρέφει στο σαλόνι. Κάθισε στην πολυθρόνα απέναντί του κι άναψε ένα πούρο από εκείνα που λάτρευε να καπνίζει όταν ήθελε να χαλαρώσει.
«Μήπως δεν είναι καλό που καπνίζεις;» σχολίασε ο Τριστάν.
Ο πατέρας του τον αντίκρισε με μισό χαμόγελο γιατί δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει πως έμαθε για το πρόβλημα υγείας που τον ταλαιπώρησε.
«Βλέπω η μητέρα σου δεν μπόρεσε να κρατήσει το μυστικό μου», σχολίασε αλλά δε φαινόταν ενοχλημένος.
«Πότε θα μας το έλεγες, όταν πέθαινες;» σάρκασε ο Τριστάν και του άρπαξε το πούρο. Έκοψε προσεκτικά την άκρη του πριν το βάλει πίσω στο κουτί του. Κάθισε ξανά στη θέση του και κοίταξε προκλητικά τον πατέρα του, περιμένοντας την αντίδρασή του, που δεν ήρθε ποτέ. «Τι σου είπε ο γιατρός;»
«Να χαλαρώνω και να μην αγχώνομαι».
«Εδώ γελάμε», χαχάνισε ο Τριστάν, μα ο πατέρας του έμεινε ανέκφραστος. «Πως θα το κάνεις αυτό; Όλη σου η ζωή είναι οι επιχειρήσεις σου».
«Αυτή είναι η αλήθεια», παραδέχτηκε ο άντρας απέναντί του. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχε πρόβλημα με την καρδιά του. Έδειχνε υγιής και δυνατός όπως πάντα, αλλά πίσω από το σκληρό παρουσιαστικό του ο χρόνος δούλευε εναντίων του. «Γι' αυτό ήθελα να έρθεις εδώ, για να συζητήσουμε για το μέλλον», συμπλήρωσε, κι ένα άσχημο προαίσθημα κατέκλεισε τον Τριστάν. «Θέλω να αναλάβεις τα πάντα εσύ».
Έβαλε τα γέλια. Μιλούσε σοβαρά, του ζητούσε να κάνει αυτό που μισούσε όσο τίποτα στη ζωή του, να γίνει ένας εργασιομανής σαν εκείνον που οι επιχειρήσεις του έμπαιναν πάνω από όλα.
«Δεν υπάρχει περίπτωση-»
«Αν δεν αναλάβεις σε λίγα χρόνια θα αναγκαστώ να πουλήσω τα πάντα...»
«Μην προσπαθείς να μου δημιουργήσει τύψεις», τον διέκοψε. «Πούλα τα. Ζήσε τα γηρατειά σου πλουσιοπάροχα όπως σου αξίζει, πάρε τη μαμά και κάντε ταξίδια όπως ονειρευόταν όταν σε παντρευόταν, δώσε ένα μέρος στην Βιβιέν να χτίσει τη ζωή της όπως θέλει!»
«Εσύ δε θες τίποτα από αυτή την περιουσία;» τον ρώτησε ο πατέρας του και ο Τριστάν χαμογέλασε κάπως θλιμμένα με την αντιμετώπισή του.
«Ποτέ δε θέλησα. Μου φτάνει που με βοήθησες με αυτό που θέλω να κάνω. Από εκεί θα ξεκινήσω και βλέπουμε στην πορεία, αλλά δε θέλω τίποτα άλλο, μόνο να μπορέσω να σταθώ στα πόδια μου μόνος μου και να σου επιστρέψω τα χρήματα που επένδυσες στο νέο μου πρότζεκτ-»
«Δε θέλω να μου δώσεις τίποτα πίσω», αναστέναξε ο πατέρας του, προβληματισμένος. «Ήλπιζα πως θα μου έκανες το χατίρι να περάσουν στα χέρια σου όσα έχτισα».
«Μίλα στη Βιβιέν», τον παρακάλεσε. «Γιατί την υποτιμάς; Έχει σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων και ξέρεις πως είναι πανέξυπνη και ικανή».
«Φοβάμαι πως θα τη φάνε ζωντανή. Υποτιμούν τις γυναίκες και συμπεριφέρονται σα να είναι αδύναμες και ικανές μόνο για την κουζίνα», μουρμούρισε ο πατέρας του.
Ο Τριστάν έγειρε προς το μέρος του και χαμογέλασε πονηρά. «Έχεις ταλέντο στο να αποδεικνύεις στον κόσμο πως κάνει λάθος για πολλά πράγματα, καιρός να τους δείξεις πως κάνουν λάθος και σε αυτό. Θα είσαι δίπλα της για καιρό, θα της δείξεις τα κόλπα και η Βιβιέν θα σε βγάλει ασπροπρόσωπο. Εγώ θα τα παρατήσω, το ξέρεις καλά, δε θα τα βγάλω πέρα».
Τα μάτια του πατέρα του έλαμψαν από περηφάνια. «Μου έχει μοιάσει σε χαρακτήρα», σχολίασε και οι δυο τους ξέσπασαν σε δυνατά γέλια. «Είσαι απόλυτα σίγουρος γι' αυτό που ξεκινάς;»
Του φάνηκε πως η ερώτησή του είχες δύο ερμηνείες. «Ποιο από τα δύο εννοείς;» ρώτησε με μισό χαμόγελο.
«Και για τα δύο. Αξίζει αυτό το κορίτσι, πραγματικά, όλα όσα κάνεις;»
Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τη Σοφί την ήξερες, ήξερες την οικογένειά της, ήξερες τι έκανες όταν μας έφερες κοντά αλλά η Σοφί, με πρόδωσε», άρχισε να του λέει με απόλυτη σοβαρότητα. «Ήταν δική σου επιλογή και δεν ήταν καλή», χαμογέλασε πονηρά προκαλώντας γέλιο στο πατέρα του. «Καταλαβαίνεις που το πάω;»
«Ναι, καταλαβαίνω», αναστέναξε και έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Σε ένα πράγμα συμφωνώ μαζί σου, για καιρό έπαιρνα εγώ αποφάσεις για τη ζωή σου, καιρός είναι να πάρεις τις δικές σου αποφάσεις- καλές ή όχι, θα είμαι δίπλα σου».
«Το εκτιμώ πολύ, πατέρα, αυτό ήθελα πάντα για εμάς τους δύο, να είσαι δίπλα σου σε ό,τι αποφάσεις πάρω για τη δική μου ζωή». Κοίταξε το κινητό του και γέλασε απαλά όταν είδε τη φωτογραφία που του έστειλε η Αμέλια, μ' εκείνη αγκαλιά με το νέο της ξύλινο σπίτι, χαρούμενη και γελαστή σα μικρό παιδί. Λυπόταν που δε θα περνούσε τις γιορτές μαζί της αλλά κάτι του έλεγε πως μελλοντικά, θα περνούσαν πολλές μαζί, κι αυτό τον ηρεμούσε. Ο πατέρας του τον παρακολουθούσε όσο κοιτούσε την οθόνη, και χαμογέλασε αχνά όταν είδε πόσο πολύ νοιαζόταν γι' αυτό το κορίτσι.
«Η κοπέλα είναι;» ζήτησε να μάθει.
«Ναι, της πήρα ένα δώρο που ήθελε από παιδί και είναι μέσα στην τρελή χαρά». Του έδειξε τη φωτογραφία. Στα μάτια του πατέρα του είδε πόσο εντυπωσιάστηκε γιατί η Αμέλια, μπορεί να μην ήταν καλλονή σαν την Αγάπη, ήταν όμως όμορφη- τόσο που σου έκοβε την ανάσα με το χαμόγελό της και την καλοσύνη στα μάτια της.
«Έχω μια δουλειά να κάνω. Έμαθα ότι ήρθε κι ο Φαμπιάν για τις γιορτές», τον ενημέρωσε ο πατέρας του και ο Τριστάν έτριψε τα χέρια του γιατί ένας από τους δύο παιδικούς του φίλους ήταν εκεί και σίγουρα οι γιορτές μαζί του θα ήταν τρομερά ενδιαφέρουσες.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top