Κεφάλαιο 26.

Η Σοφί πλησίασε τον Τριστάν με αργό βήμα κι ένα χαμόγελο που έσταζε ειρωνεία. Δεν καταλάβαινε γιατί αντιδρούσε έτσι αφού ήταν δική της απόφαση να χωρίσουν οι δρόμοι τους. Τώρα έκανε λες και την απατούσε εκείνος, λες και ήταν αυτός που την πέταξε από το σπίτι που μοιράζονταν... μόνο που οι ρόλοι δεν ήταν αντεστραμμένοι, όπως θα ήθελε εκείνη, αλλά η αλήθεια ήταν απλή και ξάστερη. Τον πρόδωσε. Κι η προδοσία της πόνεσε γιατί μπορεί η σχέση τους να έδειχνε πως όδευε προς το τέλος της, αλλά από το μυαλό του δεν πέρασε ποτέ να πάει με άλλη γυναίκα όσο ήταν μαζί.

«Χαίρομαι που φαίνεσαι ευτυχισμένος», ήταν το πρώτο πράγμα που του είπε, αλλά ήταν προφανές ότι έλεγε ψέματα.

«Δε φαίνομαι απλά, είμαι», τη διόρθωσε χαμογελώντας. «Πως είσαι;» θέλησε να μάθει. Δεν ήταν κακός άνθρωπος. Μπορεί να του κομμάτιασε την καρδιά αλλά νοιαζόταν κι αυτό δε θα άλλαζε.

«Μια χαρά. Σε σκεφτόμουν και την οικογένειά σου, επίσης, είναι τα πρώτα Χριστούγεννα που δε θα τα περάσω μαζί σας».

Μπορεί για χατίρι της να μετακόμισε στο Παρίσι και να άφησε τη δουλειά του στην εταιρεία του πατέρα του, αλλά ο όρος του για να την ακολουθήσει ήταν να επιστρέφουν στις γιορτές. Τουλάχιστον αυτό της το χρωστούσε, δεν περνούσε τα Χριστούγεννα χωρίς την οικογένειά του. Για εκείνη οι γιορτές δεν είχαν σημασία, είχε μάθει να μην τις αγαπά, οπότε δεν στερούταν τίποτα, έτσι του έλεγε, έρχομαι για να μη στερηθείς αυτό που εγώ δεν αγαπώ.

«Θα τους δώσω τα χαιρετίσματά σου, φεύγω αύριο για Νάντη, θα επιστρέψω μετά την πρωτοχρονιά».

«Μήπως να έρθω μαζί σου; Να τους δω και ίσως-»

«Ευχαριστώ, αλλά όχι, δεν έχει νόημα να έρθεις», τη διέκοψε με χαμόγελο.

«Θα έρθει το νέο σου αμόρε μαζί σου;» σάρκασε η Σοφί.

Την παρατήρησε για λίγο. Φαινόταν θλιμμένη. Δεν της βγήκε όπως το περίμενε η σχέση της για την οποία τον άφησε και τώρα έπρεπε να αντιμετωπίσει δύο πράγματα που μισούσε και φοβόταν: τον εαυτό της και τη μοναξιά. Σκέφτηκε πως ήταν δύσκολο να διαγράψει τέσσερα χρόνια αλλά από την άλλη, ήταν πολύ ευκολότερο να ξεκινήσει κάτι νέο με την Αμέλια. Όλα ήταν εύκολα και όμορφα με την Αμέλια. Δε χρωστούσε το παραμικρό, πια, στη Σοφί- ούτε καν μια εξήγηση, ή απάντηση, για το τι θα έκανε με τη ζωή του κι αν η Αμέλια θα τον ακολουθούσε στη Νάντη για τις γιορτές.

«Αντίο Σοφί, χάρηκα που σε είδα, ελπίζω να περάσεις όμορφα στις γιορτές», αρκέστηκε να της πει και είδε την έκφρασή της να αλλάζει ξανά και να γίνεται βλοσυρή.

«Τόσο εύκολα λες αντίο;» παραπονέθηκε. «Τουλάχιστον δώσε μου μια αγκαλιά, τόσα περάσαμε μαζί».

Μια αγκαλιά. Δεν κόστιζε τίποτα. Πήγε κοντά της και την έκλεισε μέσα στα χέρια του. Η Σοφί ακούμπησε το αυτί της στο μέρος της καρδιάς του και παραξενεύτηκε που δεν χτυπούσε σαν τρελή για εκείνη, όπως κάποτε. Σήκωσε το κεφάλι της και ταυτόχρονα έφερε τα χέρια της στο κεφάλι του Τριστάν για να το τραβήξει προς το μέρος της. Τα χείλη τους συναντήθηκαν σε ένα φιλί μονόπλευρο που έκανε τη Σοφί να αποτραβηχτεί απότομα. Δεν περίμενε ότι δε θα ανταποκρινόταν και ο Τριστάν δεν περίμενε πως θα έπεφτε τόσο χαμηλά, ξανά.

«Αντίο», της είπε, σκούπισε το στόμα της και στράφηκε προς το μαγαζί όπου ψώνιζε η Αμέλια. Πάγωσε όταν την είδε να στέκεται ακίνητη, με ένα περίεργο βλέμμα που δεν μπορούσε να διαβάσει...

Η Αμέλια ήξερε πολύ καλά τι δώρο ήθελε να πάρει του Τριστάν. Τον παρατηρούσε έντονα τον τελευταίο καιρό και παρότι μερικές φορές αντιδρούσε με χαοτικό τρόπο σε πολλά πράγματα, ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που έβαζε τα πάντα σε τάξη στο τέλος. Ξεκινούσε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή του, σύντομα, κι ήθελε να τον βοηθήσει να παραμείνει οργανωμένος, αλλά να μη γεμίζει το κεφάλι του με πληροφορίες που θα τον άγχωναν. Στην προηγούμενη βόλτα τους είδε ένα όμορφο οργκανάιζερ με δερμάτινο εξώφυλλο. Το μαγαζί του τα πουλούσε μπορούσε να χαράξει τα αρχικά του πάνω και μαζί με αυτό, θα του έδινε και ένα ακριβό στυλό για να γράφει. Ήταν χαρούμενη με την επιλογή της. Πλήρωσε στο ταμείο και πήρε την τσάντα με το δώρο του χαμογελώντας. Η Αγάπη την περίμενε υπομονετικά. Ήθελε να κάνει και σε εκείνη ένα δώρο για να της φτιάξει τη διάθεση. Ήξερε πόσο λάτρευε τα καλλυντικά γι' αυτό θα πήγαιναν μαζί να ψωνίσουν ένα σωρό πράγματα, χωρίς να σκεφτούν το κόστος.

«Πάμε, ο Τριστάν θα μας περιμένει», είπε κι έπιασε την αδερφή της από το χέρι.

Βγήκαν έξω μιλώντας ζωηρά, όταν ξάφνου το ύφος της Αγάπης άλλαξε. Έπιασε την Αμέλια από τους ώμους και την ανάγκασε να σταθεί με την πλάτη στο δρόμο, ενώ χαμογέλασε κάπως περίεργα, ξαφνιάζοντάς τη με τη συμπεριφορά της.

«Τι έπαθες ξαφνικά;»

Τα μάγουλα της Αγάπης κοκκίνισαν αλλά δεν μπορούσε να αποφασίσει αν ήταν από ντροπή ή από θυμό. Κοιτούσε πού και πού προς το απέναντι πεζοδρόμιο και η Αμέλια, εκνευρισμένη πια, έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της.

«Ποια είναι αυτή;» θέλησε να μάθει η Αγάπη.

«Η πρώην του», απάντησε αφηρημένα. «Τι θέλει πια. Τον πέταξε από το σπίτι και τώρα τον αγγίζει κιόλας!» Την είδε να κολλάει τα χείλη της σε αυτά του Τριστάν κι απέστρεψε το βλέμμα της γιατί δεν άντεχε την εικόνα. «Τι κάνουν;» ρώτησε επιτακτικά την αδερφή της.

«Φιλιούνται... όχι, περίμενε... την έσπρωξε μακριά του. Είναι έξαλλος και φεύγει», της περιέγραψε και η Αμέλια στράφηκε ολόκληρη προς τον Τριστάν που στεκόταν μερικά μέτρα μακριά της, τώρα, κοιτώντας τη γεμάτος ενοχές.

«Αμέλια, δεν...»

«Υπάρχει κάτι ακόμα μεταξύ σας;» τον διέκοψε, ήρεμη.

«Όχι βέβαια!»

«Τελείωσαν τα πάντα μεταξύ σας;»

Ο Τριστάν δε δίστασε στιγμή να απαντήσει. «Είχαν τελειώσει από την πρώτη στιγμή που σε είδα στο πάρκο, Αμέλια, κι επισφραγίστηκε το τέλος με το πρώτο μας φιλί», ήταν η απάντησή του που έκανε τον κόσμο να στριφογυρίσει. «Σε ξέρω τόσο λίγο αλλά κοιτάζω μέσα στα μάτια σου και νιώθω όλα όσα δεν ένιωσα με τη Σοφί. Και ναι, δε βγάζει νόημα, το έχουμε ξαναπεί αυτό αλλά πόσο νόημα πρέπει να βγάζει ο έρωτας;»

Του χαμογέλασε και τον χτύπησε απαλά στο μπράτσο, προκαλώντας του γέλιο. «Θα μου το πληρώσεις ακριβά», τον προειδοποίησε κι εκείνος την τράβηξε κοντά του από τη μέση με πειρακτικό ύφος.

«Αλήθεια ζήλεψες;» Δεν του απάντησε. Δάγκωσε το κάτω χείλος της δυνατά για να μη του δείξει πως παραλίγο να χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της αλλά εκείνος το ήξερε ήδη. Το έβλεπε στα μάτια της. Το ένιωσε στο άγγιγμά της.

«Ε, μήπως να φύγω;» ρώτησε η Αγάπη που παρακολουθούσε με χαμόγελο κι ένα αίσθημα ζήλιας, από εκείνο το καλό, γιατί θα ήθελε πολύ μία σχέση σαν τη δική τους.

«Πάμε να σας ταΐσω», γέλασε ο Τριστάν και τις κράτησε και τις δύο αγκαζέ σα σωστός κύριος, οδηγώντας τες μακριά από το πλήθος.

Η Αγάπη μετακόμισε στο δωμάτιο που έμεναν οι γονείς της ώστε η αδερφή της με τον Τριστάν να επιστρέψουν στο δικό τους δωμάτιο. Έβαλαν καθαρά σεντόνια αλλά το ύφος του Τριστάν έλεγε ξεκάθαρα πως δε θα παρέμεναν καθαρά για πολύ. Μόλις έριξαν το πάπλωμα πάνω του κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και τράβηξε την Αμέλια κοντά του. Έχασε λιγάκι το βήμα της και γέλασε με τον τρόπο που την κοίταξε, ένα βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις. Σήκωσε το φανελάκι της και φίλησε το σημείο πάνω από τον αφαλό της. Η ανάσα πιάστηκε στο στέρνο της όταν την άρπαξε από τους γοφούς και έκρυψε το πρόσωπό του ψηλά στο στομάχι της. Τη γευόταν και κάθε φορά που η γλώσσα του άγγιζε το δέρμα της, η Αμέλια έτρεμε κι ανατρίχιαζε. Την κοίταξε ερωτικά και τράβηξε το φανελάκι της πάνω από το κεφάλι της. Στάθηκε ημίγυμνη μπροστά του αναγνωρίζοντας τον πόθο στο βλέμμα του. Κάθισε πάνω στα πόδια του, αντικρίζοντάς τον, με τα γόνατά της να τον κρατάνε φυλακισμένο κοντά της. Τον φίλησε με ορμή και τα χέρια του αγκάλιασαν το σώμα της σφιχτά. Τα χείλη του άφησαν ένα μονοπάτι από φιλιά στο λαιμό της. Τη δάγκωνε απαλά και μετά περνούσε τη γλώσσα του πάνω από το σημείο σα να ήθελε να βεβαιωθεί πως θα έπαιρνε μακριά κάθε ίχνος πόνου που μπορεί να της προκαλούσε. Η Αμέλια έγειρε το σώμα της πίσω, τα χείλη του κύκλωσαν τη θηλή της που δάγκωσε ελαφριά αναγκάζοντάς τη να ελευθερώσει έναν απαλό λυγμό.

«Σςςς θα μας ακούσει η αδερφή σου», την πείραξε γελώντας κι εκείνη δάγκωσε το πηγούνι του.

«Λες να σοκαριστεί;»

«Μπορεί να ζηλέψει τις επιδόσεις μας».

Την άρπαξε από τους γλουτούς και την έριξε πάνω στο κρεβάτι. Δεν έχασε καιρό, έβγαλε την μπλούζα του και τράβηξε το παντελόνι της πιτζάμας της απότομα, για να την αφήσει γυμνή. Τον βοήθησε να ξεφορτωθεί τα δικά του ρούχα και τον έσπρωξε για να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Τον φίλησε με ένταση ενώ βολευόταν πάνω στο σώμα του. Ανυπομονούσε να τον νιώσει μέσα της αλλά από την άλλη, δεν ήθελε να βιαστεί. Θα περνούσαν μέρες μέχρι να μπορέσει να του κάνει έρωτα ξανά. Φίλησε το σώμα του αργά, τον άγγιξε τολμηρά και ένιωσε πόσο πολύ την ήθελε. Κι όταν πια έγιναν ένα, σκέφτηκε πως ο χωρισμός άξιζε γιατί η επανασύνδεση θα ήταν μαγική.

Το κεφάλι της ξεκουραζόταν πάνω στον ώμο του κι εκείνος δεν έχανε την ευκαιρία να φιλάει τα μαλλιά της. Χαμογελούσαν και οι δύο. Ήταν ήρεμοι και αισιόδοξοι για το μέλλον καθώς η τόσο δύσκολη χρονιά έφευγε σε μερικές μέρες.

«Μερικές φορές θέλω να βάλω τις φωνές, να ουρλιάξω ώσπου να κλείσει εντελώς η φωνή μου». Τα λόγια της Αμέλια βγήκαν από τα χείλη της σαν ψίθυρος κερδίζοντας την προσοχή του Τριστάν. Έκρυψε το πρόσωπό του στα μαλλιά της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Δε μίλησε, ήθελε να της πει να συνεχίσει τη σκέψη της αλλά περίμενε να το κάνει με την ηρεμία της, όποτε ένιωθε εκείνη έτοιμη. «Σου έχει τύχει να νιώθεις τόσα πολλά ταυτόχρονα που να θες να σηκώσεις το πρόσωπο προς τον ουρανό και να φωνάξεις μέχρι να γδάρεις το λαιμό σου;»

«Ναι, ειδικά αυτή τη χρονιά. Έμεινα άνεργος, με χώρισε η σύντροφός μου, έμεινα άστεγος, με κλέψανε αλλά ξέρεις τι μου έμεινε από όλα αυτά;» Τον κοίταξε με το αθώο βλέμμα της που ήταν ενδεικτικό για το πόσο καλή ψύχη ήταν, και ο Τριστάν φίλησε την άκρη της μύτης της. «Μου έμεινε αυτό το όμορφο κορίτσι που με πέρασε για άστεγο και μου πρόσφερε βοήθεια απλόχερα. Ήσουν μια ακτίνα φωτός μέσα στη σκοτεινιά μου». Φίλησε την παλάμη της και η Αμέλια μετακινήθηκε ώστε να κρυφτεί στην αγκαλιά του.

«Νομίζω ότι μας χρωστούσε η μοίρα», μουρμούρισε. «Έκανες τόσα πολλά για μένα, Τριστάν. Λες πως σε βοήθησα εγώ αλλά η αλήθεια είναι πως εσύ με βοήθησες με τρόπους που δε φανταζόμουν πως μπορούσε κάποιος να με βοηθήσει».

«Σου αξίζει να είσαι ευτυχισμένη», αποκρίθηκε. «Έλα μαζί μου στη Νάντη», πρότεινε μα η Αμέλια δε φάνηκε να ενθουσιάζεται τόσο στην ιδέα.

«Θα το ήθελα πολύ αλλά αυτό θα σήμαινε πως θα έπρεπε να πω στην Αγάπη να φύγει και δεν είμαι ακόμη έτοιμη να την αποχωριστώ», παραδέχτηκε με ενοχικό ύφος. «Έχω μια ευκαιρία να διορθώσω την κατάσταση μαζί της».

«Καταλαβαίνω», τη σταμάτησε από το να πει κάτι άλλο. Έπεσε σιωπή ανάμεσά τους που για πρώτη φορά ήταν βαριά, από εκείνη την παράξενη που τους προκαλούσε εκνευρισμό. «Μπορούμε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω στο σημείο που σου ζήτησα να έρθεις μαζί μου και να το διαγράψουμε;» γκρίνιαξε ο Τριστάν, προκαλώντας της γέλιο.

«Το ξέχασα ήδη!»

«Τέλεια, γιατί πραγματικά δε θέλω να έρθεις μαζί μου. Καλύτερα χώρια, θα σου λείψω περισσότερο», αστειεύτηκε και βρήκε ξανά τα χείλη της σε ένα φιλί που της έκοψε την ανάσα.

Το επόμενο πρωινό ήταν γεμάτο με χαμόγελα μελαγχολίας όσο περίμεναν στο αεροδρόμιο για να επιβιβαστεί στην πτήση του ο Τριστάν. Η νευρικότητα της Αμέλια ήταν έντονη αλλά προσπαθούσε να την κρύψει πίσω από αστεία. Όταν ήρθε η ώρα να του πει αντίο, τον αγκάλιασε σφιχτά για ώρα και έφυγε χωρίς να πει κουβέντα γιατί οι λέξεις δεν είχαν καμία αξία... αυτό που μετρούσε ήταν αυτό που ένιωθε και η αλήθεια ήταν πως την κατάτρωγε ένας παράλογος φόβος πως ίσως αυτό που έζησε με τον Τριστάν ήταν απλά ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top