Κεφάλαιο 25.

Τα μάτια του Τριστάν δεν έλεγαν να μετακινηθούν πάνω από την Αγάπη. Την παρακολουθούσε όσο μάζευε τα πράγματά της αμίλητη, σαν το γεράκι, περιμένοντας να κάνει μια λάθος κίνηση. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της και τον αντίκρισε σα να ένιωσε πως την κοιτούσε τόσο έντονα, και κράτησε πάνω της την μπλούζα που είχε στα χέρια της.

«Συνέβη κάτι;» ρώτησε, τρομαγμένη.

«Προσπαθώ να αποφασίσω αν όντως είσαι μετανιωμένη ή όχι».

Χαμογέλασε γιατί της άρεσε που δε μασούσε τα λόγια του. Ήταν από εκείνους του άντρες που δε φοβόταν την αλήθεια, έστω κι αν ήξερε πως η σχέση του με την αδερφή της ξεκίνησε από ένα ψέμα. Τους άκουσε κάποια στιγμή να μιλάνε, ήξερε πως η Αμέλια κατέφυγε στη λύση να παρουσιάσει έναν άγνωστο για σύντροφό της ώστε να σωθεί από εκείνη και τη μητέρα της, και τότε μόνο συνειδητοποίησε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ως τότε αρνιόταν την αλήθεια. Τους παρακολουθούσε στην πορεία να ερωτεύονται και ζήλεψε γιατί ο Πιέρ δε θα μπορούσε ποτέ να την αγαπήσει έτσι. Τουλάχιστον η Αμέλια βγήκε νικήτρια σε αυτό το παιχνίδι. Ένιωσε κάπως καλύτερα στη σκέψη αυτή.

«Δε σε αδικώ», του είπε με έναν αναστεναγμό. «Τη νοιάζεσαι πολύ έτσι;»

Τα μάγουλά του πήραν μια ελαφριά ροζ απόχρωση που τον έκανε να μοιάζει πιο αξιολάτρευτος από ποτέ.

«Ναι, πολύ», αποκρίθηκε, ξύνοντας το κεφάλι του.

«Είσαι ερωτευμένος μαζί της;»

Χαμογέλασε κι ας προσπάθησε να καταπιέσει το χαμόγελο που άρχισε να σχηματίζεται στα χείλη του. «Νομίζω πως την ερωτεύομαι, ναι», ψιθύρισε ντροπαλά. «Είναι καλός άνθρωπος».

Συμφώνησε μαζί του με ένα ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού της. «Θα σας αδειάσω τη γωνιά να ζήσετε τον έρωτά σας χωρίς δράματα. Αρκετό κακό έκανα».

«Ξέρεις, η Αμέλια δε βιάζεται να σε ξεφορτωθεί», αποκρίθηκε ο Τριστάν και κοίταξαν ταυτόχρονα προς το μέρος της.

Καθόταν στο τραπέζι και σημείωνε κάτι με πολλή προσήλωση, στη λίστα με τα ψώνια της για τα Χριστούγεννα. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια πρόχειρη κοτσίδα και η ξεχειλισμένη μπλούζα της φανέρωνε την κλείδα της. Φαντάστηκε τον εαυτό του να φιλάει τον γυμνό λαιμό της, να περνάει τη γλώσσα του πάνω από το δέρμα της και να της προκαλεί τόση ευχαρίστηση που θα την έκανε να αφήσει εκείνους του μικρούς κοφτούς λυγμούς που άφηνε όταν της έκανε έρωτα. Έχασε τον ειρμό των σκέψεών του για τα καλά μα επανήλθε στην πραγματικότητα όταν άκουσε την Αγάπη να χαχανίζει.

«Τι έλεγα... ναι, λέω να μείνεις», της είπε καθαρίζοντας δυνατά το λαιμό του.

«Θα πάω με τον μπαμπά στην Αθήνα, να δούμε τι θα κάνουμε με τη Σία», χαμογέλασε μελαγχολικά.

«Θα σου έκανε καλό να μείνεις λίγο μακριά τους».

«Μπορεί, αλλά θα είμαι στην ίδια πόλη με τον Πιέρ», μούγκρισε νευριασμένη.

«Το Παρίσι είναι μεγάλη πόλη, δε σημαίνει πως θα τον πετύχεις και λίγος χρόνος με την Αμέλια, μόνο καλό μπορεί να σας κάνει». Της έκλεισε το μάτι φιλικά και πλησίασε τη γυναίκα που τον τρέλαινε. Εκείνη έκρυψε τη λίστα μόλις τον είδε, χαμογελώντας πονηρά, και ο Τριστάν φίλησε το μάγουλό της. «Τι κρύβεις εκεί;» την πείραξε.

«Γράφω γράμμα στον Άη Βασίλη», αποκρίθηκε με σκέρτσο.

«Α, και τι του ζήτησες για δώρο;»

«Ευχαριστήριο γράμμα», του εξήγησε και αναστέναξε δυνατά. «Κοίτα με, δεν μπορώ να σταματήσω να χαμογελάω». Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα αλλά δεν έχυσε δάκρυ, ήταν συγκινημένη, ξαλαφρωμένη από όσα τη βάραιναν για χρόνια. «Μόλις πάμε τον μπαμπά στο αεροδρόμιο, πάμε για ψώνια;»

«Φυσικά, αλλά φεύγει και η αδερφή σου μαζί του».

Δε χρειάστηκε να της πει κάτι άλλο. Η Αμέλια τινάχτηκε από τη θέση της κι έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα, προκαλώντας του γέλιο. Ήταν όντως αλλαγμένη κι απαλλαγμένη από έγνοιες που έκαναν τη ζωή της δύσκολη. Χαιρόταν για εκείνη, της άξιζε μια οικογένεια που θα την αγαπά και θα τη στηρίζει, κάπου όπου θα πήγαινε να βρει λιμάνι όταν στη ζωή της υπήρχε θαλασσοταραχή. Σκέφτηκε τη δική του οικογένεια. Δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί πως ήταν τυχερός. Ακόμα και οι κόντρες με τον πατέρα του ήταν από αγάπη, ήταν γιατί ήθελε να τον δει να μεγαλουργεί γιατί πίστευε σε αυτόν περισσότερο από όσο πίστευε ο Τριστάν στον εαυτό του.

Πάνω στην ώρα άκουσε το τηλέφωνό του να χτυπάει. Είδε τη φωτογραφία της μητέρας του στην οθόνη και χαμογέλασε γλυκά καθώς απαντούσε στην κλήση της.

«Πως είναι η αγαπημένη μου μανούλα;»

«Ωχ τι θες πάλι;» τον πείραξε και ο Τριστάν ξέσπασε σε δυνατά γέλια.

«Να σου πω πόσο τυχερός είμαι που έχω εσάς για γονείς», αποκρίθηκε με τρυφερότητα.

«Όχι πως με πειράζει να το ακούω, αλλά τι προέκυψε;» γέλασε συγκινημένη η μητέρα του.

«Όταν δεις τα πραγματικά άσχημα, εκτιμάς τα καλά, μητέρα». Πήρε μια βαθιά ανάσα γιατί η επόμενη ερώτησή του ήταν κρίσιμη. «Είχαμε νέα με την υπόθεσή μου;»

«Ναι, κι η αλήθεια είναι πως ότι ετοιμαζόμουν να σου τηλεφωνήσω», απάντησε η γυναίκα και του Τριστάν του φάνηκε σα να τον έλουζε κρύος ιδρώτας ξαφνικά. «Είχαμε θετικές απαντήσεις και από τις δύο πλευρές με τη μόνη διαφορά ότι ο πατέρας σου έχει έναν όρο».

«Φυσικά κι έχει. Τι θέλει;»

«Να επιστρέψεις άμεσα στη Νάντη και να περάσεις τις γιορτές μαζί μας». Εκνευρίστηκε με την εμμονή του πατέρα του αλλά ο Λεκοντέ ο πρεσβύτερος δεν το έβαζε εύκολα κάτω. «Ξέρω πως δε θες να αφήσεις το κορίτσι σου πίσω αλλά σκέψου μακροπρόθεσμα, Τριστάν».

«Δεν μπορώ να την αφήσω ακόμα. Πέρασε άσχημα-»

«Ο πατέρας σου έπαθε ένα ελαφρύ καρδιακό επεισόδιο, πριν ένα μήνα, που ήταν ικανό να τον τρομάξει. Δεν ήθελε να σας το πούμε για να μη φοβηθείτε, αλλά αυτός είναι ο λόγος που θέλει να έρθετε. Φοβάται πως ίσως πάθει κάτι και δεν προλάβει να περάσει μερικές στιγμές μαζί σας».

Το σοκ του ήταν τεράστιο, υπέθετε πως ο πατέρας του απλά έκανε του κεφαλιού του, ποτέ δεν πήγε το μυαλό του στο κακό γιατί τον έβλεπε ως ένα παντοδύναμο ον που μπορούσε να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο. Ήταν αήττητος στα μάτια του, αλλά να που η καρδιά του μπορούσε ανά πάσα ώρα και στιγμή να τον κερδίσει στον αγώνα της ζωής.

«Έπρεπε να μου το πεις», ψιθύρισε συγκλονισμένος.

«Κανονικά έπρεπε, αλλά δε με άφηνε, και τώρα μόλις καταπάτησα την υπόσχεση που του έδωσα γι' αυτό φρόντισε να μην το μάθει».

«Δε θα πω κουβέντα. Αύριο θα φύγω με την πρώτη πτήση», της υποσχέθηκε και τερμάτισε την κλήση με βαριά καρδιά γιατί όφειλε πολλά στον πατέρα του, δεν ήθελε να τον απογοητεύσει. Όφειλε και στον εαυτό του άλλα τόσα, όμως, και το να αποχωριστεί τόσο νωρίς με την Αμέλια τον πονούσε. Ένα πράγμα σκεφτόταν και έπαιρνε δύναμη. Αυτά τα δύο "ναι" που περίμενε ειπώθηκαν.

Άκουσε γέλια από το δωμάτιο της Αμέλια και πήγε κοντά για να δει τι συνέβαινε. Είδε τις δύο αδερφές καθισμένες στο κρεβάτι οκλαδόν, να μιλάνε σα δύο φιλενάδες, και χάρηκε όλο του το είναι. Το πρόσωπο της Αμέλια έλαμπε και το χαμόγελό της δεν έλεγε να σβήσει.

«Το ωραιότερο θέαμα», άκουσε τον Ντίνο να λέει. Στράφηκε προς το μέρος του και είδε πως ο σάκος του ήταν έτοιμος, αφημένος δίπλα στα πόδια του. «Το ομορφότερο δημιούργημά μου είναι αυτά τα δύο πλάσματα».

«Κρίμα που άφησες τη Σία να τα κάνει μπάχαλο», αποκρίθηκε ο Τριστάν, χωρίς να θέλει να τον προσβάλει. «Θα κέρδιζες πολλές στιγμές μαζί τους».

«Δεν έχεις άδικο. Εσύ τα πας καλά με την οικογένειά σου;»

«Ναι, μπορεί με τον πατέρα μου να διαφωνούμε σε πολλά, αλλά είμαστε δεμένοι».

«Μπράβο, έτσι πρέπει να είναι», ψιθύρισε και κοίταξε το ρολόι του. «Πρέπει να ξεκινήσω-»

«Θα σε πάμε εμείς-»

«Καλύτερα να μπω στο ταξί που με περιμένει, και να φύγω μόνος», επέμεινε ο Ντίνος. Οι κόρες του στράφηκαν προς το μέρος τους και σηκώθηκαν ταυτόχρονα να πάνε κοντά τους. «Είναι ώρα να φεύγω, με περιμένει ταξί κάτω», τις ενημέρωσε.

Η Αγάπη χαμήλωσε το βλέμμα και έκανε έναν μορφασμό. «Εγώ θα μείνω λίγο ακόμα».

«Χαίρομαι που άλλαξες γνώμη. Θα σε ενημερώσω για το που θα μπορείς να με βρεις όταν επιστρέψεις».

Η Αγάπη τον αγκάλιασε σφιχτά και ψιθύρισε στο αυτί του ένα ευχαριστώ που του χρωστούσε. Ο Ντίνος γέλασε απαλά, χαρούμενος, κι ελευθέρωσε τη μικρή του κόρη. Η Αμέλια τον κοιτούσε με λαχτάρα. Κάτι την κρατούσε πίσω αλλά μπορούσε να δει πως ήθελε πολύ να έχει μια δική του αγκαλιά για ανάμνηση. Τον πλησίασε και ο Ντίνος τύλιξε τα χέρια της γύρω του για να την κρατήσει σφιχτά πάνω του.

«Σε αγαπώ, Αμελίτσα», ψιθύρισε στο αυτί της κι εκείνη έβαλε τα κλάματα γιατί ευχόταν χρόνια να το ακούσει.

«Θα βρεθούμε ξανά σύντομα», απάντησε και σκούπισε τα μάτια της. «Να προσέχεις».

Της χάρισε ένα χάδι στο μάγουλο και σήκωσε τον σάκο του. Η Αμέλια ένιωσε σα να γύρισε πίσω στο χρόνο, τότε που ήταν παιδί και τον θυμόταν να ετοιμάζεται για να ξεκινήσει δουλειά σε κάποιο πλοίο. Πάντα σήκωνε το σάκο του κρατώντας την πλάτη του γυρισμένη προς το μέρος της κι έφευγε χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά πίσω του. Το αίσθημα εγκατάλειψης που της χάριζε αυτή η κίνηση ήταν ικανό να την πνίξει, αλλά όχι αυτή τη φορά, γιατί τώρα έκανε μια στάση στην πόρτα πριν την ανοίξει και τις κοίταξε πάνω από τον ώμο του με χαμόγελο. Σήκωσαν ταυτόχρονα το χέρι και τον αποχαιρέτησαν χαμογελώντας. Ο Τρίσταν του έσφιξε το χέρι και όταν χάθηκε από το οπτικό τους πεδίο, έκλεισε ξανά την πόρτα, ρίχνοντας το διαμέρισμα στη σιωπή για λίγες στιγμές μέχρι που ήταν ο ίδιος που την έσπασε με τα επόμενα λόγια του.

«Αγάπη, χαίρομαι που αποφάσισες να μείνεις», είπε και με βαριά καρδιά, στράφηκε προς την Αμέλια που ήδη διάβασε στο ύφος του τι ήθελε να της πει.

«Πότε φεύγεις;» τον ρώτησε, συγκρατώντας τα αισθήματά της.

«Αύριο το πρωί».

«Που πας; Που πάει;» πετάχτηκε έντρομη η Αγάπη, γιατί ήδη οι δύο αποχωρισμοί της έπεσαν πολύ.

«Στην οικογένειά του, στη Νάντη», χαμογέλασε η Αμέλια. «Άρα, έχουμε μισή μέρα για ψώνια. Πρέπει να βιαστούμε, δε θέλω να φύγεις χωρίς το δώρο σου και θέλω να στείλω κάτι στους δικούς σου. Λες να το βρουν παράξενο που μία άγνωστη τους στέλνει Χριστουγεννιάτικο δώρο;»

Η καρδιά του φούσκωσε από έρωτα. Τι πλάσμα. Του μιλούσε με ενθουσιασμό και εννοούσε όλα όσα έλεγε, δεν προσποιούταν στο ελάχιστο. Τη σταμάτησε καθώς πέρασε δίπλα του και την τράβηξε κοντά του για να της δώσει ένα βαθύ φιλί που την ανάγκασε να γαντζωθεί από πάνω του για να μη χάσει το βήμα της. Ένιωσε το χαμόγελο της μέσα από το φιλί τους. Λίγο υπομονή έπρεπε να κάνουν και όλα θα άλλαζαν υπέρ τους σύντομα, είχε αυτά τα δύο "ναι" να αποδεικνύουν αυτό που έλεγε.

Η αγορά ήταν γεμάτη από ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν νευρικά για τα ψώνια τους. Η διάθεση του Τριστάν είχε μεγάλες μεταπτώσεις αλλά τουλάχιστον ήταν ευτυχισμένη η Αμέλια κι αυτό ήταν μια νίκη. Μιλούσε ζωηρά με την αδερφή της. Είχαν καταφέρει να βρουν έναν κώδικα επικοινωνίας παρότι μόλις άρχισαν να γνωρίζονται ξανά. Τις ακολουθούσε σαν πιστός φρουρός όταν στράφηκε προς το μέρος του η Αμέλια με ένα ύφος πονηρό, που τον τάραξε γλυκά.

«Εδώ θα χωρίσουν οι δρόμοι μας για λίγη ώρα», του είπε, κερδίζοντας το ενδιαφέρον του.

«Γιατί;»

«Για να πάρω το δώρο σου, βέβαια!» τον έσπρωξε απαλά μακριά της αλλά την τράβηξε μαζί του κι αναζήτησε τα χείλη της. Του φαινόταν αδύνατον να χορτάσει τα φιλιά της ή και την ίδια. Πόσο διαφορετική ήταν από τη Σοφί που στεκόταν απέναντι, την ίδια στιγμή, και τον κοιτούσε σαν προδομένη. «Ραντεβού σε μισή ώρα εδώ», ψιθύρισε η Αμέλια κι αφού φίλησε το μάγουλό του, έφυγε, για να τον αφήσει μόνο να αντιμετωπίσει τη γυναίκα που επί τέσσερα χρόνια νόμιζε πως ήταν αυτό που έψαχνε...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top