Κεφάλαιο 21.
Η ταραχή που της δημιούργησαν τα λόγια του πατέρα της, κράτησε μέρες. Κατάφερε να αποφύγει την οικογένειά της για αρκετές ώρες, αφού έτρεχαν με τον Πιέρ σε δουλειές, αλλά αυτά τα λόγια κολυμπούσαν μέσα στο μυαλό της ασταμάτητα. Έκαναν κύκλους και μετά μεγάλες βουτιές για να μείνουν το υποσυνείδητό της για πάντα. Την ξυπνούσαν το βράδυ, τη γέμιζαν με περισσότερες τύψεις αν και δε θα έπρεπε να τις αφήνει να την ταράζουν. Μα έτσι λειτουργούσε η Αμέλια, πάντα βάραινε τον εαυτό της με πράγματα που δε θα έπρεπε να την αφορούν καν γιατί η ευαισθησία της ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της, αλλά και η Αχίλλειος πτέρνα της ταυτόχρονα.
Το μόνο πράγμα που την ηρεμούσε ήταν η ανάσα του Τριστάν που κοιμόταν δίπλα της ήρεμος. Φαινομενικά ήρεμος γιατί μπορούσε να δει καθαρά πως κάτι τον βασάνιζε. Της έλεγε πως την παρατηρούσε και τη γνώριζε, αλλά το ίδιο έπραττε και η ίδια κυρίως γιατί δεν ανοιγόταν τόσο εύκολα όσο εκείνη. Κάθε φορά που μιλούσε με τον πατέρα του χανόταν μέσα στους λαβύρινθους του μυαλού του για ώρα αλλά όταν τον ρωτούσε αν ήταν καλά, η απάντησή του ήταν πάντα μια: είμαι μια χαρά, μην ανησυχείς για μένα. Εγώ πάντα βρίσκω λύσεις στο τέλος. Μην ανησυχείς... μα ανησυχούσε γιατί τον νοιαζόταν πολύ κι όταν του το έλεγε, απλά τη φιλούσε τρυφερά και χαμογελούσε λες και αυτό του έφτανε. Δεν ανοιγόταν εύκολα. Ανέβαζε κάτι απροσπέλαστα τοίχοι πού και πού, που την κρατούσαν σε απόσταση. Άραγε αυτό εννοούσε η Σοφί όταν της έλεγε πως ήταν δύσκολος άνθρωπος; Μπορεί... αλλά όλα τα κάστρα πέφτουν κάποια στιγμή και ήταν σίγουρη πως θα έριχνε και το δικό του.
Σηκώθηκε από τον καναπέ όσο πιο σιγά μπορούσε για να μην τον ξυπνήσει και πήγε ως την κουζίνα περπατώντας στις μύτες των ποδιών της. Γέλασε με τον εαυτό της γιατί όσο έψαχνε να βρει το παγωτό στην κατάψυξη, σκεφτόταν πως έπρεπε να φτιάξει μελομακάρονα γιατί αλλιώς δε θα ένιωθε σα να γιόρταζε Χριστούγεννα. Έκανε κάθε χρόνο λίγα για εκείνη και τη Βανέσα, που τα λάτρευε, και ήταν ώρα να βγάλει τα υλικά της και να κάνει τα μαγικά της. Το πρωί θα ξεκινούσε σιγά-σιγά, θα ζητούσε από τον Τριστάν να τη βοηθήσει και θα περνούσαν λίγη ώρα μαζί. Μέχρι τότε, χρειαζόταν να χαθεί μέσα σε ένα λίτρο παγωτό με γεύση φιστίκι που αγόραζε από μια ιταλική τζελατερία στην καρδιά του Παρισιού. Πήρε ένα κουτάλι και κάθισε οκλαδόν στο χαλί, πίσω από τον πάγκο για να μη φαίνεται.
Άρχισε να τρώει αφηρημένα με τη σκέψη της να γυρνάει ξανά και ξανά στη μητέρα της. Της φερόταν έτσι γιατί όταν ήταν μωρό προτιμούσε τον πατέρα της; Ποια μάνα αντιδράει έτσι; Ποτέ δεν αισθάνθηκε να δένεται μαζί της αλλά ποιανού το φταίξιμο ήταν αυτό; Η γιαγιά της έλεγε πάντα πως η αύρα της κόρης της δεν ταίριαζε με κανενός και πως δε θα έπρεπε να τρέφει τύψεις επειδή δεν ήταν κοντά σαν άλλες μάνες με τις κόρες τους, αλλά τώρα σκεφτόταν πως ίσως να έφταιγε λιγάκι που την απομάκρυνε από κοντά της.
Είδε δύο πόδια να ξεπροβάλουν από τον πάγκο και σήκωσε το βλέμμα της πάνω στον Τριστάν που έτριβε το μάτι του νυσταγμένος. Όταν είδε πως έτρωγε παγωτό, πήρε ένα κουτάλι και κάθισε δίπλα της. Χασμουρήθηκε δυνατά αλλά ήταν το πιο γλυκό χασμουρητό που άκουσε ποτέ της.
«Γιατί τρώμε παγωτό ξημερώματα;»
«Γιατί αναρωτιέμαι αν μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα πράγματα με τη μητέρα μου».
Αναστέναξε κι έχωσε ξανά το κουτάλι του στο παγωτό για να βγάλει μια μεγάλη κουταλιά. «Και που κατέληξες;»
«Δεν ξέρω. Ίσως να μην προσπάθησα κι εγώ πολύ να την πλησιάσω. Μπορεί να ένιωσε ότι διάλεξα τον πατέρα μου και εκείνη όχι...»
«Αμέλια, είσαι πολύ καλή γι' αυτόν τον κόσμο, το ξέρεις αυτό;» Ένιωσε τα μάγουλά της να παίρνουν φωτιά. «Πρέπει να κουβαλάει πολύ εγωισμό κάποιος μέσα του για να θυμώσει που ένα παιδί έδειξε κάποτε περισσότερη προτίμηση στον άλλον γονέα. Η μητέρα σου είναι νάρκισσος, θέλει να είναι το κέντρο του σύμπαντος κι όταν δεν έγινε το κέντρο του δικού σου, απλά αποφάσισε να σε μισήσει».
Δεν είχε άδικο, αυτό δεν της είπε και ο πατέρας της; Όταν γεννήθηκε η Αγάπη η μητέρα της βεβαιώθηκε πως αυτό το παιδί θα τη διάλεγε και στην πορεία βεβαιώθηκε πως το παιδί που την απέρριψε, θα το μετάνιωνε.
«Είναι αρρωστημένο, έτσι;» ψιθύρισε, αυτή τη φορά πιο ήρεμη γιατί τουλάχιστον είχε μια απάντηση στην απορία που τη βασάνιζε χρόνια.
«Πολύ», αποκρίθηκε ο Τριστάν. Τα μάτια του έπεσαν πάνω στα χείλη της, εκεί που έμεινε λιγάκι παγωτό, και χωρίς να το σκεφτεί τη φίλησε και πέρασε τη γλώσσα του πάνω από το σημείο, προκαλώντας της ένα άλλου είδους ταραχής που της έκοψε την ανάσα. «Τι θα κάνεις;» τη ρώτησε, μα της πήρε ώρα να καταλάβει πως ρωτούσε για την κατάσταση με τη μητέρα της κι όχι τι θα έκανε μαζί του...
«Λέω το πρωί να φτιάξουμε μελομακάρονα. Θα της πω να τα κάνουμε μαζί, ίσως έρθουμε κοντά έτσι».
«Ωραία, δε σε πειράζει να παρακολουθώ σα το γεράκι;»
Έβαλε τα γέλια και χώθηκε στην αγκαλιά του. «Καθόλου», του είπε νυσταγμένα. «Έχουμε τρεις ώρες καιρό μέχρι να ξυπνήσει ο σίφουνας, πάμε να τις εκμεταλλευτούμε;»
«Μμμμ, με ποιον τρόπο;» την προκάλεσε και η Αμέλια δάγκωσε τα χείλη της ενώ έφερνε το σώμα της πάνω στο δικό του.
«Με τον καλύτερο... θα σε πάω εκεί, θα σε γεμίσω με φιλιά και μετά θα ακουμπήσω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι και θα κοιμηθώ».
Σηκώθηκε γελώντας με το ύφος του που ήταν μια μάσκα απογοήτευσης. Έβαλε το παγωτό στο ψυγείο και έκανε ό,τι του υποσχέθηκε, τον πήγε στο κρεβάτι τους, τον φίλησε και μοιράστηκαν το μαξιλάρι αφού κόλλησε ολόκληρη πάνω του για να μπορέσει να κοιμηθεί.
Βγήκε από έναν βαθύ ύπνο που διέκοψαν μουρμουρητά από την κουζίνα. Ο Τριστάν δεν ήταν δίπλα της, αλλά αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν πως βρισκόταν στην κουζίνα μαζί με τους γονείς της και την αδερφή της. Μιλούσαν ζωηρά. Της φάνηκε πως ως και η μητέρα της τον συμπαθούσε. Κοίταξε το ρολόι της και άφησε έναν κοφτό λυγμό γιατί κόντευε δέκα το πρωί.
«Ξύπνησε το κορίτσι μου;» άκουσε τον Τριστάν να λέει. Πήγε κοντά της με την κούπα της γεμάτη καφέ και φίλησε το μάγουλό της. «Σε άφησα να κοιμηθείς λιγάκι γιατί είσαι κουρασμένη», της εξήγησε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.
Το στέρνο της σφίχτηκε γιατί γέμισε με ένα συναίσθημα στο οποίο δεν ήταν συνηθισμένη. Δεν την φρόντισε έτσι κανείς για πολλά χρόνια. Μερικές φορές αναρωτιόταν αν του έδινε πίσω όσα του άξιζαν, γιατί ο Τριστάν μέσα σε λίγες μέρες της χάρισε όσα δεν της έδωσε τρία χρόνια ο Πιέρ. Τον ερωτευόταν. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Από την πρώτη στιγμή ήταν χαμένη από χέρι και το αστείο ήταν πως πίστευε ότι είχε τα αισθήματά της φυλακισμένα... εκείνα, όμως, κυκλοφορούσαν ελεύθερα κι έκαναν πάρτι.
«Η μητέρα σου έχει καλή διάθεση. Θα φτιάξετε μελο...πως τα λένε;» γέλασε, γιατί δυσκολευόταν να πει τη λέξη.
«Ναι, κι ο Θεός βοηθός».
Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της, σήκωσε τα μαλλιά της ψηλά και χαμογελώντας πήγε στην κουζίνα για να τους βρει όλους να απολαμβάνουν το πρωινό τους. Της άρεσε αυτή η εικόνα που αντίκρισε, δεν ήταν κάτι στο οποίο ήταν μαθημένη και μόνο τότε κατάλαβε πως είχε ανάγκη την οικογένεια... όχι αποκλειστικά τη δική της... είχε ανάγκη από ανθρώπους να αποκαλεί οικογένειά της.
«Έλεγα αφού σήμερα το πρωί δεν έχουμε να πάμε κάπου, να φτιάξουμε μελομακάρονα», είπε στη μητέρα της.
Την κοίταξε ξαφνιασμένη που πρότεινε κάτι τέτοιο. Δεν ήταν εύκολο για την Αμέλια να την πλησιάσει, ειδικά μετά από όσα της είπε ο πατέρας της, αλλά ήθελε να προσπαθήσει. Ίσως καταλάβαινε πως τη χρειαζόταν μεγαλώνοντας. Τώρα πια, όχι, αλλά μπορεί περνώντας λίγο χρόνο μαζί της να έβλεπε πόσο κακό της έκανε που θύμωσε για κάτι πάνω στο οποίο το μωρό Αμέλια, δεν είχε έλεγχο. Από την άλλη δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ο λόγος που της φερόταν έτσι ήταν γιατί δεν τη διάλεξε. Ποια μάνα έκανε κάτι τέτοιο; Η θεωρία της πως ήταν νάρκισσος απλά επιβεβαιώθηκε- όποιος δεν την έκανε το επίκεντρο του κόσμου του, παραγκωνιζόταν. Το ίδιο έκανε με τους γονείς της, κρατούσε τυπικές σχέσεις γιατί πάντα της τόνιζαν τα λάθη της.
«Υποθέτω πως είναι καλή ιδέα», χαμογέλασε παράξενα η Σία. Παγωμένα. Χωρίς ίχνος συναισθήματος.
Για μια στιγμή το μετάνιωσε αλλά δεν ήθελε να πάρει πίσω την πρότασή της και να χειροτερέψει τη σχέση τους. Άρχισε να βγάζει πράγματα από τα ντουλάπια με τη βοήθεια του Τριστάν που την καμάρωνε για τις προσπάθειές της. Φρόντιζαν να ακουμπούν ο ένας τον άλλον συχνά και κάθε φορά που οι ματιές τους κλείδωναν, όλα μέσα της άλλαζαν, γίνονταν πιο φωτεινά και ζεστά. Της έδωσε ένα πεταχτό φιλί και πήγε να ανάψει το καλοριφέρ γιατί το κρύο ήταν αβάσταχτο μέσα στο σπίτι.
«Αμέλια!» τη φώναξε, ενώ κοιτούσε έξω από το παράθυρο. «Χιονίζει!»
Έτρεξαν όλοι κοντά του για να δουν το χιόνι. Την αγκάλιασε και εκείνη χαμογέλασε γιατί η ζεστασιά από τα σώματα της οικογένειάς της την τύλιξε και για πρώτη φορά ένιωσε πως ανήκε σε αυτή. Επέστρεψαν στην κουζίνα χαμογελώντας. Υπήρχε περίπτωση να άλλαζαν τα πράγματα προς το καλύτερο; Γίνονταν θαύματα στ' αλήθεια την περίοδο των Χριστουγέννων; Ίσως, ναι, τουλάχιστον ήλπιζε και δεν ήθελε να σταματήσει να πιστεύει σε αυτά.
«Μέσα στο συρτάρι έχω το βιβλίο με τις συνταγές, λέω να κάνουμε τα μελομακάρονα της γιαγιάς», είπε, ελπίζοντας πως η οικογενειακή συνταγή θα τις έφερνε πιο κοντά.
Το πρόσωπο της μητέρας της σκοτείνιασε λιγάκι. «Η δική μου συνταγή δε σου αρέσει;» ρώτησε με εχθρικό τόνο.
«Την ίδια δε χρησιμοποιείς;»
«Όχι βέβαια, δε μου άρεσαν ποτέ τα μελομακάρονα της μάνας μου», απάντησε απαξιωτικά, σοκάροντας την Αμέλια που κρατούσε το βάζο με το μέλι στα χέρια της. «Για να δω τι κρατάς εκεί;»
«Μου το έστειλε ο παππούς, είναι από τα μελίσσια του θείου-»
«Δε θα κάνουμε σιρόπι με αυτό το μέλι, δώσε το εδώ!»
Προσπάθησε να το πάρει από τα χέρια της αλλά η Αμέλια το κράτησε γερά πάνω της. «Είναι καλό μέλι, θα γίνουν νόστιμα!» επέμεινε.
«Θα τα κάνουμε όπως σου πω εγώ-»
«Γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε θυμωμένα η Αμέλια. «Η συνταγή της γιαγιάς είναι πετυχημένη και το μέλι του θείου νόστιμο!»
«Δεν ξέρεις εσύ», απάντησε έξαλλη η μάνα της και τράβηξε το βάζο απότομα από τα χέρια της. Δεν κατάφερε να το σώσει αυτή τη φορά. Γλίστρησε από τα χέρια τους και της Αμέλια της φάνηκε πως ο χρόνος σταμάτησε για λίγο όσο το βάζο έπεφτε προς το έδαφος. Το είδε να ακουμπάει το δάπεδο και να γίνεται κομμάτια και νόμιζε πως μαζί του κομματιάστηκε και η καρδιά της.
«Ρε μαμά!» άκουσε την Αγάπη να λέει.
«Αμάν ρε Σία», είπε ο πατέρας της.
«Αμέλια, κοίταξε με».
Η φωνή του Τριστάν επικράτησε όλων. Τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια μα δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Τρομοκρατήθηκε. Ήταν λες και κάποιος την κρατούσε από το λαιμό και της απαγόρευε να ανασάνει. Ο Τριστάν την τράβηξε μαζί του, της φόρεσε τις μπότες για το χιόνι που βρήκε ανάμεσα στα παπούτσια της και μετά, τη βοήθησε να βάλει το παλτό της, ένα κασκόλ και έναν σκούφο. Άρπαξε το κινητό της και τα πράγματά του και βγήκαν από το διαμέρισμα χωρίς να ρίξουν δεύτερη ματιά πίσω τους. Την έβγαλε έξω στο δρόμο, κάτω από το χιόνι, και την πήγε στο πάρκο τους μακριά από την τοξικότητα που τους έπνιγε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξε σα χαμένη. Ξαφνιάστηκε με το πόσο τρομοκρατημένος έδειχνε. Γύρω της το χιόνι έπεφτε αργά κι έκανε την ατμόσφαιρα μαγική λόγω των στολισμών. Τα λαμπάκια στα χριστουγεννιάτικα δέντρα αναβόσβηναν χαρούμενα αλλά για εκείνη άλλη μια φορά οι γιορτές όδευαν προς την καταστροφή.
«Δεν πρόκειται να με αγαπήσει ποτέ, έτσι δεν είναι;» ρώτησε παραπονεμένα και μπορούσε να δει στα μάτια του ότι πονούσε η καρδιά του για εκείνη.
«Δεν αξίζει καν τη δική σου αγάπη», ήταν η απάντησή του.
Ήταν έξαλλος. Δεν είχε δει ποτέ ξανά τέτοια συμπεριφορά. Η δική του σχέση με τον πατέρα του μπορεί να ήταν περίπλοκη αλλά δεν ήταν έτσι, ο πατέρας του τον αγαπούσε. Τον πίεζε παραπάνω μερικές φορές αλλά γνώριζε καλά τις δυνατότητές του και ήθελε να τον δει να πετυχαίνει. Τώρα το καταλάβαινε αυτό- δεν του άρεσε, αλλά το καταλάβαινε. Μα η μητέρα της Αμέλια... σκοπός της ήταν να κάνει το παιδί της δυστυχισμένο.
Σκούπισε τα μάτια της και τη φίλησε τρυφερά, όμως το φιλί τους διέκοψε το κινητό της που χτυπούσε. Έριξε μια ματιά στην οθόνη και αμέσως το πρόσωπό της φωτίστηκε από αγάπη.
«Πως είμαι; Φαίνομαι κλαμένη;»
«Φαίνεσαι σα να πέρασες πολλή ώρα στο κρύο», τη διαβεβαίωσε και την παρακολούθησε όσο χαμογελούσε για να δεχτεί τη βιντεοκλήση της.
«Παππού!»
«Αμελίτσα μου, πως είσαι καρδούλα μου;»
Τώρα ήταν όλα καλά που τον έβλεπε, αλλά δε θα του έδειχνε στιγμή πως μέσα της τα πάντα έγιναν κομμάτια.
«Είμαι μια χαρά, παππού, κοίτα χιονίζει!» Του έδειξε το πάρκο με το κινητό και στάθηκε πάνω στον Τριστάν για λίγο, που τον χαιρέτησε. «Αυτός είναι ο Τριστάν, είναι... το αγόρι μου... εννοώ... δεν ξέρω τι είναι ακόμα αλλά να...»
«Φαίνεται συμπαθητικό παιδί, σου φέρεται καλά;»
«Πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά... σε σημείο να αναρωτιέμαι τι κουσούρι έχει και δεν το έχω ανακαλύψει ακόμα». Έβαλαν τα γέλια και ο Τριστάν μισόκλεισε τα μάτια πασχίζοντας να καταλάβει τι έλεγαν. «Πως είναι η γιαγιά;»
«Περίμενε να τη δεις! Περιστέρι μου, έλα εδώ να δεις με ποια μιλάω».
Η γιαγιά της κάθισε μπροστά από την κάμερα του κινητού και κοίταξε την οθόνη ξαφνιασμένη. «Εγώ είμαι!» είπε, αλλά την επόμενη στιγμή μια αναλαμπή αναγνώρισης φώτισε τα μάτια της και γέλασε ευτυχισμένη. «Αμελίτσα μου», ψιθύρισε με αγάπη. Με το ζόρι δεν έβαλε τα κλάματα η Αμέλια, γιατί πήγαινε καιρός από την τελευταία φορά που την αναγνώρισε. «Πόσο όμορφη είσαι καρδούλα μου».
«Κι εσύ είσαι όμορφη, γιαγιά, μου αρέσουν τα μαλλιά σου έτσι».
Χαχάνισε σαν κοριτσάκι κι έπιασε τον κότσο της. «Ο παππούς σου τον έκανε», αποκρίθηκε. «Πάω να ξαπλώσω, κουράζομαι εύκολα».
«Να πας, γιαγιά μου, σε αγαπώ πολύ».
«Κι εγώ, Αμελίτσα μου».
Χαιρέτησε τη γυναίκα που τη φρόντιζε και σκούπισε τα μάτια της πριν μπει ξανά ο παππούς της στο πλάνο.
«Τα νέα χάπια τη βοηθάνε, αν και είναι μέρες που δυσκολευόμαστε πολύ, και κάθε πρωί της δείχνω φωτογραφίες και της λέω ιστορίες παλιές. Η Άντα μας βοηθάει πάρα πολύ, την προσέχει και της κάνει ασκήσεις για να μην χάσει τη λειτουργία των άκρων της και της μιλάει όλη μέρα», της εξήγησε και η Αμέλια ευχήθηκε να είχαν όλοι έναν σύντροφο σαν τον παππού της, που δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό της γυναίκας του. «Πως πάει η επίσκεψη των γονιών σου εκεί; μου φάνηκε περίεργο που ήρθαν να σε δουν».
«Δεν ήρθα να με δουν απλά, για τον γάμο της μικρής ήρθαν-»
«Παντρεύεται η μικρή;» διέκοψε ο παππούς.
«Ναι, δε σου είπαν τίποτα; Και που να ήξερες με ποιον», κάγχασε η Αμέλια. «Η Αγάπη παντρεύεται με τον Πιέρ, παππού. Με απατούσε μαζί της ένα χρόνο πριν με χωρίσει και τώρα το ευτυχές ζευγάρι ετοιμάζει τον γάμο εξπρές».
Το πρόσωπο του παππού της σκλήρυνε όπως σκλήρυνε και η καρδιά της. «Μάλιστα. Χαίρομαι που μου το είπες, καρδούλα μου. Θέλω να θυμάσαι πως δε τους αξίζεις. Είσαι ανώτερή τους, μην το ξεχνάς ποτέ αυτό, εντάξει;»
«Σ' αγαπώ, παππού. Θα έρθω να σας δω όσο πιο σύντομα μπορέσω».
«Να φέρεις και το ομορφόπαιδο να τον γνωρίσω».
Θα το ήθελε αλλά με το ομορφόπαιδο δεν είχε ιδέα αν είχε μέλλον, γι' αυτό φρόντιζε να ευχαριστιέται το παρόν όσο περισσότερο γινόταν. Αποχαιρέτησε τον παππού της και έβαλε το κινητό ξανά στην τσέπη. Το ύφος της ήταν αλλαγμένο όταν κοίταξε πάλι προς το μέρος του Τριστάν. Είδε μια άλλη Αμέλια, αποφασισμένη για τα πάντα. Δεν τη ρώτησε τι σκεφτόταν. Την ακολούθησε ως το διαμέρισμά της και την είδε να στέκεται μπροστά από τη μητέρα της που έμοιαζε με βρεγμένη γάτα μετά από όσα συνέβησαν.
«Δε με νοιάζει που με αντιπαθείς. Δε με νοιάζει καν που αγαπάς την Αγάπη χίλιες φορές περισσότερο από μένα, αλλά όσο είσαι μέσα σε αυτό το διαμέρισμα θα κάνεις ό,τι πω εγώ. Είναι δικό μου το σπίτι, δικοί μου οι κανόνες και θα φτιάξουμε τα μελομακάρονα της γιαγιάς θες δε θες».
«Εγώ, δεν-»
«Δε με ενδιαφέρει τι έχεις να πεις», τη σταμάτησε απότομα, και η Σία μαζεύτηκε σε μια γωνιά. «Εμείς οι δύο ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε δύο ξένοι, αφού έτσι το θες. Κάνε με τον κακό της ιστορίας σου, κράτα μου κακία, πες ότι εγώ φταίω για όλα αλλά όσο είσαι εδώ μέσα απαιτώ σεβασμό», συνέχισε και με αποφασιστικότητα πήγε στην κουζίνα για να φτιάξει τα μελομακάρονά της.
«Θα με μάθεις;» ρώτησε ο Τριστάν, το χέρι του χάιδεψε διακριτικά τη μέση της χαμηλά όσο της έδινε ένα φιλί στον κρόταφο.
«Φυσικά, είναι τα καλύτερα μελομακάρονα που θα δοκιμάσεις ποτέ σου».
«Είναι η πρώτη φορά που θα δοκιμάσω».
«Ε τότε δε θα θες να φας άλλα παρά μόνο τα δικά μου», χαχάνισε και έκλεψε ένα φιλί του.
«Θα ήθελα να βοηθήσω αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω». Ξαφνιάστηκε ευχάριστα με την προθυμία που έδειξε ο πατέρας της. Χαμογέλασε και του έδωσε ένα μεγάλο μπολ με καρύδια.
«Ξέρεις τι να κάνεις!» του έκλεισε το μάτι.
Παρατήρησε το σοκαρισμένο ύφος της μητέρας της αλλά και τον τρόπο που κοιτούσε η Αγάπη, σα να ήθελε να είναι μέρος αυτής της παρέας που στηνόταν γύρω από την Αμέλια.
«Αν θες μπορείς να φτιάξεις το σιρόπι, θα σου πω πως», της είπε και η Αγάπη χοροπήδησε σα μικρό παιδί.
«Μπορώ, αλήθεια;» πήγε κοντά και στάθηκε αβέβαιη μπροστά από την Αμέλια. «Δεν έχω ξαναφτιάξει, θα περάσουμε όμορφα!» τσίριξε.
Τα μάτια της Αμέλια στάθηκαν πάνω στη μητέρα της. Σχεδόν την παρακαλούσε να συμμετάσχει αλλά εκείνη προτίμησε να κλειστεί στο δωμάτιό της. Αναστέναξε βαριά και αναρωτήθηκε πως θα ήταν τα πράγματα αν δεν την απομάκρυνε από την αδερφή της, αν τις άφησε να μεγαλώσουν μαζί, να γίνουν φίλες, αντί να στρέφει τη μία ενάντια της άλλης... δεν την αγάπησε σα μωρό, δε δέθηκε μαζί της όπως δένεται ένα παιδί με τη μητέρα του, αλλά λένε πως τα μωρά έχουν ένστικτο και προφανώς το δικό της έλεγε πως μπορεί να βγήκε από την κοιλιά της αλλά δε θα έμπαινε ποτέ στην καρδιά της...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top