Κεφάλαιο 19.

Η Αμέλια συνάντησε την οικογένειά της έξω από ένα κτίριο που πάντα θαύμαζε όταν περνούσε από εκείνα τα μέρη. Ανήκε σε ένα μεγάλο πολυκατάστημα και στο μέρος μέρος του υπήρχε ένας χώρο τον οποίο ενοικίαζαν για πάρτι και εκδηλώσεις, αλλά και για γάμους. Εκεί ήθελε να πάνε, η Αγάπη. Η ματιά της Αμέλια στάθηκε πάνω στον Πιέρ που έμοιαζε να υποφέρει. Τον ήξερε πολύ καλά κι έβλεπε το πόσο πάσχιζε να φαίνεται ευτυχισμένος. Προφανώς γιατί αν η αρραβωνιαστικιά του ήθελε την αίθουσα αυτή, θα έπρεπε να την πληρώσει ο ίδιος, μιας κι εκείνη δεν είχε σεντ στην άκρη. Οι γονείς της αποκλείεται να διέθεταν ένα τόσο μεγάλο ποσό για το γάμο, γενικά, κι η ίδια δεν υπήρχε περίπτωση να ανοίξει το πορτοφόλι της για να πληρώσει αυτή την παρωδία.

«Αμέλια, σου μιλάω». Κοίταξε προς την αδερφή της που περπατούσε δίπλα της. Δεν είχε πάρει είδηση ότι της μιλούσε. Ήταν συνηθισμένη στο να την αγνοεί και όταν της απηύθυνε το λόγο ξαφνιαζόταν πάντα.

«Συγγνώμη, αφηρέθηκα».

«Δεν πειράζει. Ήθελα να σου πω ευχαριστώ». Δεν έκρυψε την έκπληξή της και η Αγάπη γέλασε κοφτά, γιατί είχε κάθε λόγο να ξαφνιάζεται με την καλοσύνη της. «Μπορεί να μην είμαστε φίλες αλλά καταλαβαίνω πως σου φορτωθήκαμε και πως σου είναι δύσκολο. Αλλά, έτσι όπως τα είπε η μαμά, μου φάνηκε πως συμφώνησες να μείνουμε μαζί σου».

Κάγχασε νευριασμένη. Όχι που η Σία δε θα έλεγε ψέματα... «Λυπάμαι, δεν είναι πως δεν ήθελα να σας δω, αλλά δεν υπολόγιζα όλο αυτό», απάντησε, κάνοντας μια κίνηση με το χέρι της που συμπεριέλαβε όλους τους. «Τέλος πάντως, σ' ευχαριστώ που προσπαθείς να καταλάβεις».

Το βλέμμα της Αγάπης σκοτείνιασε. «Λυπάμαι που δεν μπορέσαμε να έρθουμε κοντά ποτέ, σαν αδέρφια».

«Ποιος φταίει γι' αυτό, πιστεύεις;» ρώτησε πικραμένη και η μικρή της αδερφή, αναστέναξε βαριά. «Με παραγκωνίσατε. Δεν υπήρχε κάτι δικό μου που να μην ήθελες, πάντα έπαιρνες ό,τι ζητούσες κι εγώ έμενα στο τίποτα. Προσπάθησα να σε πλησιάσω...ό,τι σου είπα το χρησιμοποίησες εναντίων μου και τώρα, παντρεύεσαι τον άντρα που αγαπούσα, στην πόλη που ήθελα να παντρευτώ, την περίοδο που ονειρευόμουν να γίνει ο γάμος μας».

Η Αγάπη προτίμησε να μη μιλήσει. Τι να έλεγε άλλωστε; όσα βγήκαν από τα χείλη της αδερφής της ήταν αλήθεια και το ήξερε, κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί. Της χάρισε ένα αχνό χαμόγελο γεμάτο θλίψη και έτρεξε να βρει τον Πιέρ, αφήνοντάς την πίσω να τους κοιτάζει και να αναρωτιέται αν ποτέ θα ταίριαζε σε αυτή την οικογένεια.

Τους ακολούθησε με αργό βήμα, ελπίζοντας ο Τριστάν να τελείωνε σύντομα τη δουλειά του, όταν ένιωσε ένα χέρι να την αρπάζει από τον καρπό. Κοίταξε προς τον Πιέρ που την κοιτούσε έντονα και τίναξε το χέρι της για να ελευθερωθεί από τη λαβή του.

«Θα ήθελα να μιλήσουμε», της είπε, διστακτικά, μα το ειρωνικό χαμόγελο της τον απέτρεψε από το να πει κάτι άλλο.

«Δε νομίζω πως έχουμε να πούμε κάτι».

«Αμέλια, ξέρω πως φαίνεται αυτό-»

«Κόψε τις αηδίες, Πιέρ», τον διέκοψε, νευριασμένη. «Δε φτάνει που με γελοιοποίησες, με τραβολογάτε και στις ετοιμασίες του γάμου σας και θες να δικαιολογήσεις τα αδικαιολόγητα», αποκρίθηκε. Δε θα τον συγχωρούσε ποτέ. Μπορεί κάποτε να συγχωρούσε την αδερφή της, αλλά αυτόν ποτέ, γιατί ήξερε τι περνούσε. Ήξερε πως της συμπεριφερόντουσαν. Ήξερε τα πάντα.

Κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη και κοίταξε το κινητό της. Ο Τριστάν ήταν ακόμα άφαντος και της έλειπε ήδη υπερβολικά η παρουσία του. Αν ένιωθε έτσι από τώρα, τι θα έκανε όταν θα έφτανε η ώρα να φύγει. Δεν της άρεσε καθόλου η ιδέα, αλλά πήρε την απόφασή της όταν παραδόθηκε σε ό,τι ένιωθε και έπρεπε να βρει έναν τρόπο να κάνει αυτή τη σχέση να λειτουργήσει. Πάση θυσία. Γιατί ο Τριστάν Λεκοντέ ήταν ένα θαύμα των Χριστουγέννων- εκείνο που περίμενε ένα χρόνο για να τη βγάλει από το βούρκο που την έριξε ο Πιέρ.

Τους υποδέχτηκε μια υπερενθουσιώδης γυναίκα που ήταν η υπεύθυνη του χώρου, και τους οδήγησε ως εκεί για να τους δείξει το πλάνο που σχεδίασε για τον γάμο. Μιλούσε γρήγορα και ο Πιέρ πάσχιζε να τα μεταφράσει όλα στα αγγλικά, μα την Αμέλια δεν την αφορούσε το θέμα κι έτσι έμεινε λίγο πιο πίσω να κοιτάζει αφηρημένα τριγύρω της. Ήταν όμορφο μέρος αλλά δεν ήταν αυτό που θα διάλεγε εκείνη. Χαμογέλασε μελαγχολικά όταν θυμήθηκε εκείνη την υποθετική κουβέντα που έκανε κάποτε με τον Πιέρ για το που θα έκαναν τον γάμο τους αν παντρευόντουσαν ποτέ. Ήταν στο γάμο μιας συναδέλφου του, το θυμόταν σαν χθες, που του είπε πως αν ήταν να δώσει λεφτά για έναν γάμο, τότε θα τον έκανε στο ξενοδοχείο Σανγκρί Λα Παρί. Στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου με την υπέροχη θέα προς τον πύργο του Άιφελ, υπήρχε μια ταράτσα που μπορούσαν να κλείσουν για τον γάμο ή απλά για ένα ακριβό πάρτι. Το είδε κάποτε διακοσμημένο, σε μια επίσκεψή της εκεί για να δώσει κάτι χαρτιά στον διευθυντή από το ταξιδιωτικό γραφείο, και ερωτεύτηκε το μέρος με την πρώτη ματιά. Ναι, παρότι ήταν πανάκριβο, εκεί θα έκανε τον γάμο της. Του περιέγραψε κιόλας πως φανταζόταν τη διακόσμηση. Όλα τα τραπέζια θα ήταν κάτω από ένα κιόσκι που θα τους προστάτευε από την πιθανότητα βροχής ενώ ο γάμος θα γινόταν μπροστά από μια όμορφη ασπίδα διακοσμημένη με χειμωνιάτικα λουλούδια όπως καμέλιες και κυκλάμινα- καθόλου συνηθισμένα λουλούδια για γάμους, αλλά τόσο όμορφα και ανθεκτικά. Για εκείνη είχαν μια σημασία τα συγκεκριμένα- ήταν ανθεκτικά και τα προτιμούσε γιατί ίσως να έδιναν στο γάμο την ίδια ανθεκτικότητα.

«Πόσο;»

Η δυνατή φωνή της μητέρας της την τράβηξε απότομα έξω από τις σκέψεις της. Κρίνοντας από το πως κουνούσε τα χέρια της σαν τρελή, δε συμφωνούσε με την τιμή. Δε θα έβρισκαν φθηνό μέρος για το γάμο, στο Παρίσι βρίσκονταν, αν περίμεναν πως οι γάμοι θα κόστιζαν λίγο στην πόλη του έρωτα τότε έτρεφαν αυταπάτες.

«Μαμά, μη κάνεις σκηνή, δε βρισκόμαστε στο χωριό σου!» τη μάλωσε η Αγάπη, που χαμογέλασε αφοπλιστικά στη γυναίκα που τους κοιτούσε σοκαρισμένη λόγω των αντιδράσεων τους.

«Ναι, ναι κοριτσάκι μου, έχεις δίκιο. Αλλά δεν αξίζει, αυτά τα λεφτά να τα δίναμε αν βλέπαμε τον πύργο του Άιφελ, όχι κλεισμένοι εδώ κάτω!»

«Πάμε να δούμε την επόμενη, μπορεί να είναι καλύτερη», είπε ο Πιέρ, ήρεμα, αλλά με ύφος τρομοκρατημένο λες και φοβόταν τη Σία.

Η Αμέλια δε μίλησε. Έτσι κι αλλιώς ήταν λες και δεν υπήρχε- αόρατη να ήταν θα την έβλεπαν περισσότερο. Ακολούθησε βαριεστημένα κι έστειλε ένα μήνυμα στον Τριστάν.

Ελπίζω να μη λήστεψες την τράπεζα. Δε θα ηθελα να φυγεις κυνηγημενος χωρις εμένα.

Η απάντησή του ήρθε χωρίς καθυστέρηση.

Δε θα πήγαιναν πουθενά χωρίς εσένα, Μπόνι.

Γέλασε στη σκέψη των δύο τους ντυμένοι Μπόνι και Κλάιντ να τρέχουν να σωθούν, όχι από την αστυνομία, αλλά από την οικογένειά της.

Έλα να με σώσεις από τη μαύρη μοίρα μου,  Κλάιντ!

Ένιωσε ένα ζευγάρι χέρια να τυλίγονται γύρω από τη μέση της. Τσίριξε κοφτά και έβαλε τα γέλια όταν τον ένιωσε να φιλάει το λαιμό της. Γύρισε προς το μέρος του και τον φίλησε δυνατά, με λαχτάρα. Πρώτη φορά αφηνόταν στα χέρια και στα φιλιά κάποιου, μέσα στη μέση του δρόμου, αλλά της άρεσε το συναίσθημα και δεν την ενόχλησαν στιγμή τα βλέμματα των περαστικών.

«Θα σταματήσετε να κάνετε σα μωρά;» τους μάλωσε η Σία και τράβηξε την κόρη της μακριά από τον Τριστάν που γελούσε σαν παιδί που έκανε σκανδαλιά. «Που ήσουν και μας έκανες μόλις την τιμή;» τον ρώτησε, ξαφνιάζοντάς τον που του απηύθυνε το λόγο.

«Είχα κάτι δουλειές, αλλά τώρα είμαι εδώ. Που πάμε;»

Ο Πιέρ πλησίασε κρατώντας αγκαζέ την Αγάπη. Φαινόταν νευριασμένος και κοιτούσε προς την Αμέλια λες κι ήταν εκείνη που τον απάτησε. Το θράσος του την εξέπληττε και δεν τον αναγνώριζε πια. Ο Πιέρ που ήξερε δεν ήταν έτσι, όπως τα πάντα γύρω της έτσι κι αυτόν τον χάλασε η Αγάπη.

«Πάμε στο Σανγκρί Λα Παρί».

Η απάντησή του τη σόκαρε και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το θυμό της. Πως μπορούσε να το της το κάνει αυτό;

«Πιέρ, μη», τον προειδοποίησε, αλλά εκείνος μειδίασε στραβά και έκανε νόημα στους υπόλοιπους- που δεν καταλάβαιναν τι συνέβαινε μεταξύ τους- να τον ακολουθήσουν. «Πιέρ, μπορώ να σου μιλήσω;» του φώναξε εκνευρισμένη και τον τράβηξε από το χέρι γιατί δεν σκόπευε να το αφήσει αυτό να περάσει έτσι.

«Μην κάνεις σκηνή-»

«Πάψε, Αγάπη, αυτό αφορά εμένα και τον Πιέρ». Τον τράβηξε παραπέρα και κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη. «Δε σε είχα για τόσο κάφρο. Στο Σανγκρί, εκεί που ονειρευόμουν τον δικό μας γάμο θα την πας; Δεν φτάνει που με ξεφτιλίσατε, πας να μου κλέψεις το όνειρο;»

Την κοιτούσε χωρίς ίχνος συναισθήματος. Πρώτη φορά συνειδητοποιούσε πως ο συνήθως ευγενικός Πιέρ είχε και μια διαβολική πλευρά που δεν της άρεσε καθόλου. Πρώτη φορά τον έβλεπε πραγματικά και ήταν τόσο, τόσο άσχημος!

«Δε σου ανήκει ο χώρος-»

«Μου ανήκει σαν ιδέα. Σαν όνειρο. Που να πάρει, κάναμε σχέδια για το γάμο μας εκεί!»

«Παίζαμε, Αμέλια, δεν κάναμε σχέδια. Υποθετικά μιλούσαμε. Και τώρα με συγχωρείς, πρέπει να δω τον χώρο μαζί με τη γυναίκα που θα παντρευτώ στην πραγματικότητα».

Τα λόγια του ήταν σαν μαχαιριά στην καρδιά. Ανακατεύτηκε στην ιδέα πως κάποτε έκανε όνειρα για ένα μέλλον μαζί του. Τον σιχάθηκε ακόμα περισσότερο. Τον μισούσε, μισούσε την αδερφή της και μισούσε τους γονείς της. Και πόνεσε πολύ, όχι για την προδοσία, αλλά για το μίσος που τη δηλητηρίαζε. Δεν ήταν έτσι, ήταν καλός άνθρωπος, δε θα τους έκανε τη χάρη να μετατραπεί σε κάτι που σιχαινόταν.

«Στο διάολο, Πιέρ, εσύ και ο γάμος σου», μουρμούρισε κουρασμένα.

Ο Τριστάν ήταν εκείνος που την κράτησε όρθια για μία ακόμη φορά. Την έκλεισε στην αγκαλιά του και φίλησε την κορυφή του κεφαλιού της. Αναστέναξε δυνατά και μετά γέλασε, τραβώντας την προσοχή της.

«Σου φαίνεται αστείο το δράμα μου;» τον ρώτησε, κατσουφιασμένη.

«Όχι, απλά θα ήθελα να ήμουν από μία μεριά να τους δω όταν πάνε στο Σανγκρί και τους διώξουν». Σήκωσε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει καλύτερα με την έκπληξη να χρωματίζει το βλέμμα της. «Ο διευθυντής είναι φίλος του πατέρα μου, σας άκουσα κι έκανα ένα τηλεφώνημα», ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα.

Το γέλιο της Αμέλια ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή του. Όχι πως δεν ευχαριστήθηκε το φιλί της, αλλά αυτό το γέλιο της... αυτό το χαμόγελο με τα μπροστινά δόντια που ξεχώριζαν, λειτουργούσαν πάνω του σαν χάπι της χαράς.

«Πάμε σπίτι; Θέλω να περάσω λίγο χρόνο μαζί σου, μόνοι μας, πριν κάνουν έφοδο στο διαμερισματάκι μας», γκρίνιαξε εκείνη.

«Διαμερισματάκι μας;»

Του έριξε μια ματιά όλο νάζι, πάνω από τον ώμο της. Δεν πρόσεξε ξανά πιο πριν τη λάμψη της, ήταν ένα φωτεινό πανέμορφο πλάσμα που δεν της ταίριαζε η σκοτεινιά στην οποία την έριχναν οι γονείς της.

«Ναι, όσο μένεις μαζί μου, θα είναι το διαμερισματάκι μας. Όταν φύγεις θα αλλάξω κλειδαριές σε περίπτωση που βγάλεις αντικλείδι», τον πείραξε, αλλά ο Τριστάν παρέμεινε σοβαρός να την παρατηρεί και να πέφτει όλο και πιο βαθιά μέσα στην παγίδα που τους έστησε ο θεός έρωτας... ή μήπως ήταν δώρο του Άη Βασίλη; Πόση σημασία είχε πια;

«Το διαμέρισμά σου να το κλειδώσεις, Αμέλια, την καρδιά σου δε θέλω να κλειδώσεις ξανά», αποκρίθηκε. Ένιωσε ένα δυνατό χτύπο στη δική του. Τα αυτιά του βούιζαν γιατί το αίμα έβραζε στις φλέβες. Το ύφος της ήταν περίεργο, έμοιαζε σα να περίμενε αυτή την απάντηση του, αλλά ταυτόχρονα σα να τον προκαλούσε να σπάσει για πάντα την κλειδαριά της καρδιάς της. Ήθελε πολύ να το κάνει, ίσως να το κατάφερνε κιόλας, αλλά ακόμα κι ο ίδιος δεν ήξερε πως κι να μπορούσε.

Επέστρεψαν στο διαμέρισμά αμίλητοι. Μόλις μπήκαν μέσα ο Τριστάν κόλλησε τα χείλη του στα δικά της και την έσπρωξε απαλά πάνω στην πόρτα. Πέταξε στην άκρη τα παλτά τους με κινήσεις νευρικές, ανυπόμονος για να τη νιώσει γυμνή πάνω του. Ξεκούμπωσε το πουκάμισό της με τρεμάμενα χέρια και φίλησε την καμπύλη του στήθους της. Η Αμέλια αναστέναξε δυνατά και ξεκούμπωσε το παντελόνι του γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να περιμένει άλλο, τον ήθελε εδώ και τώρα. Την πήγε στον καναπέ και την ξάπλωσε πάνω του, τράβηξε το παντελόνι της και εσώρουχό της κι εκείνη κατέβασε το παντελόνι του πριν τον τραβήξει πάνω της. Τόση λαχτάρα για κάποιον δεν ένιωσε ποτέ της. Μόλις μπήκε μέσα της άφησε ένα δυνατό λυγμό και πέρασε τα χέρια της κάτω από την μπλούζα του που τη φορούσε ακόμα. Έχωσε τα νύχια της στην πλάτη του αλλά ο πόνος δεν ήταν ικανός να τον σταματήσει, αντιθέτως, τον έκανε να τη θέλει ακόμα περισσότερο και ο ρυθμός του αυξήθηκε μέχρι που έφτασαν σχεδόν μαζί στην κορύφωση.

Γέλασε κοφτά και έπεσε πάνω της αποκαμωμένος. Τα χέρια και τα πόδια της τυλίχτηκαν γύρω του και κρατήθηκε πάνω του γερά γιατί αν τον άφηνε ένιωθε ότι θα πνιγόταν. Πως ήταν δυνατόν να επέπλεε χάρις σε αυτόν; Πόσο τυχερή ήταν... αν δεν ήταν εκεί, όταν έπρεπε, σίγουρα όλα θα ήταν διαφορετικά τη δεδομένη στιγμή.

«Μ' έχεις τρελάνει, Αμέλια από την Ελλάδα», ψιθύρισε στο αυτί της και φίλησε τον κρόταφό της. Το χαμόγελο που άρχισε να σχηματίζεται στο πρόσωπό της ήταν μεγάλο και φωτεινό. Ήταν χαρούμενη, πραγματικά χαρούμενη, για πρώτη φορά στη ζωή της.

«Κι εσύ μ' έχεις τρελάνει, Τριστάν από τη Νάντη», αποκρίθηκε χαμηλόφωνα και έκλεισε τα μάτια της για να μπορέσει να ευχαριστηθεί τη στιγμή πριν της την χαλάσει η οικογένειά της.

Ετοίμαζαν κάτι να φάνε όταν μπήκαν στο διαμέρισμα η Αγάπη με τον Πιέρ, ακολουθούμενοι από τους γονείς της. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Η αδερφή της πέταξε το παλτό της στο πάτωμα και στράφηκε προς την Αμέλια, διακόπτωντάς τη, πριν μιλήσει.

«Θα το μαζέψω σε λίγο», είπε απότομα και κοίταξε τον Πιέρ με μάτια που πετούσαν φλόγες. «Ευτυχώς που μας απέρριψαν στο Σανγκρί», του είπε.

«Παραλογίζεσαι-»

«Αλήθεια; Γιατί ήθελες να γίνει εκεί ο γάμος; Για να εκδικηθείς την Αμέλια!» τσίριξε και απόφυγε τη μητέρα της που ήθελε να την ηρεμήσει. «Μη με ακουμπάς, κι εσύ τα ίδια είσαι με αυτόν. Το θέμα μας δεν είναι η Αμέλια, εμείς θα έπρεπε να είμαστε το θέμα. Γιατί τόση πρεμούρα με την αδερφή μου; Τόσο πολύ σε πείραξε που βρήκε άλλον; Τη θες ακόμα;»

Το πρόσωπο της Αμέλια άσπρισε. Κοίταξε τον Τριστάν που δαγκωνόταν και κούνησε το κεφάλι της σα να του έλεγε πως δεν είχε σχέση με αυτό που ξεδιπλωνόταν μπροστά τους.

«Όχι βέβαια, δε θέλω την Αμέλια, αν ήταν έτσι δε θα τη χώριζα για να είμαστε μαζί!» φώναξε ο Πιέρ που έριξε μια ματιά προς το μέρος της πρώην του, σα να ήθελε να βεβαιωθεί ότι τα λόγια του την επηρέασαν. Απογοητεύτηκε όταν την είδε απαθή. «Απλά μου άρεσε το μέρος και το πρότεινα», συμπλήρωσε.

«Κι επέμενες να πάμε ενώ η Αμέλια σου ζήτησε να μην το κάνεις». Σήκωσε το χέρι της και τον σταμάτησε πριν απαντήσει. «Η Αμέλια αυτό, η Αμέλια εκείνο... εσύ και η μάνα μου έχετε μια εμμονή μαζί της που δεν καταλαβαίνω. Να την αφήσετε στην ησυχία της, με ακούτε;» έκλαψε και κλειδώθηκε στο δωμάτιό της αφού φρόντισε να κλείσει την πόρτα με πάταγο.

«Τι έγινε μόλις τώρα;» ψιθύρισε η Αμέλια.

«Μόλις σε υποστήριξε η αδερφή σου», απάντησε χαμηλόφωνα ο Τριστάν.

«Χριστέ μου... λες να πεθαίνω και να μην το ξέρω;» αστειεύτηκε αλλά κατά βάθος, ένιωσε όμορφα. Μπορεί να το πλήρωνε αργότερα, αλλά για την ώρα, ένιωθε όμορφα... 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top