Κεφάλαιο 18.
Δεν κατάφεραν να κοιμηθούν εκείνο το βράδυ. Ήταν και οι δύο κουρασμένοι αλλά όλα όσα μοιράζονταν ήταν ικανά να τους κρατήσουν ξύπνιους. Δεν ήθελαν να χάσουν λεπτό γιατί σύντομα θα έπρεπε να αποχωριστούν. Κανείς δεν ανέφερε το γεγονός πως εκείνος θα έφευγε μετά τα Χριστούγεννα, ούτε πως δε θα βλέπονταν τόσο συχνά, γιατί δεν είχε πια καμία σημασία. Μιλούσαν ασταμάτητα. Μοιράζονταν ιστορίες από το παρελθόν, από περασμένες σχέσεις και περασμένα Χριστούγεννα ενώ δεν έπαψαν να γελάνε και να ανταλλάσσουν φιλιά και χάδια. Της έκανε ξανά έρωτα γιατί δε χόρταινε το σώμα της. Του άρεσε να την κρατάει ολόγυμνη στα χέρια του και η Αμέλια γινόταν όλο και πιο τολμηρή όσο περνούσε η ώρα, κάτι που του άρεσε γιατί σήμαινε πως ένιωθε πραγματικά όμορφα μαζί του.
«Θέλω να δοκιμάσουμε», του είπε, απολαμβάνοντας τα φιλιά που άφηνε κατά μήκους της σπονδυλικής της στήλης.
«Ποιο πράγμα;»
«Τη σχέση εξ' αποστάσεως, αν το θες κι εσύ». Τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της και ο Τριστάν χαμογέλασε, δαγκώνοντας το κάτω χείλος του. Ξάπλωσε στην πλάτη της και τύλιξε τα πόδια της γύρω του. Τον τράβηξε κοντά της και φίλησε τα όμορφα χείλη του. Ο Τριστάν ανταπέδωσε το φιλί με πάθος, δάγκωσε τα χείλη της και χάιδεψε το γυμνό της σώμα, αλλά αυτό που λάτρευε να κάνει ήταν να κρύβει το πρόσωπό του στα μαλλιά της και να ανασαίνει βαθιά το άρωμά της.
«Το θέλω. Αλλά θα είναι δύσκολο...»
«Το ξέρω», αναστέναξε και γαντζώθηκε πάνω του γερά. «Δε θα το έκανα για κανέναν άλλον. Θα βρούμε τρόπο-»
«Η Νάντη είναι μια ώρα μακριά με το αεροπλάνο. Θα έρχομαι, θα έρχεσαι, θα περνάω και χρόνο στο Παρίσι για δουλειές...»
«Ναι, θα τα καταφέρουμε», γέλασε, ανήμπορη να πιστέψει πως πήρε τελικά αυτή την απόφαση. Ήταν υπέρβαση, αλλά για τον έρωτα κάνεις υπερβάσεις χωρίς δεύτερη σκέψη, ειδικά για άτομα που αγγίζουν την ψυχή σου όπως έκανε ο Τριστάν στη δική της ψυχή. Τα υπόλοιπα θα τα έβρισκαν στην πορεία, στην κοινή τους πορεία, που θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μην έχει το παραμικρό εμπόδιο.
«Τελικά αυτά τα Χριστούγεννα δεν είναι τα χειρότερα», την πείραξε, κατά τις εφτά το πρωί, όταν αποφάσισαν να ντυθούν και να τακτοποιήσουν το σπίτι πριν καταφτάσουν οι δικοί της.
«Όχι, αλλά χάρη σε σένα δεν είναι, αν δεν ήσουν εδώ σίγουρα δε θα περνούσα καλά», τον διαβεβαίωσε. «Τώρα που το σκέφτομαι, ούτε καν τα περσινά δεν ήταν τα χειρότερα Χριστούγεννα», κάγχασε και αμέσως είδε την κακή της διάθεση να επανέρχεται.
«Θες να μου πεις;»
Τη γύρισε προς το μέρος του και φίλησε το πρόσωπό της αργά, κάνοντάς τη να γελάσει ευτυχισμένη. Για μία στιγμή κάθε άσχημη σκέψη έκανε φτερά, αλλά οι αναμνήσεις ήταν σκληρές και η Αμέλια δεν μπορούσε να ξεχάσει εύκολα.
«Από μικρή ονειρευόμουν να αποκτήσω ένα ξύλινο κουκλόσπιτο, από εκείνα που έχουν ορόφους και δωμάτια και μπορείς να διακοσμήσεις όπως θες. Οι γονείς μου δεν μου έπαιρναν ποτέ ακριβά δώρα και δεν ήθελα να ζητήσω από τους παππούδες μου λεφτά γιατί ήταν φτωχοί άνθρωποι, οπότε άρχισα να μαζεύω χρήματα από τα δέκα μου για να πάρω ένα, μαζί με έπιπλα που ήθελα να βάλω μέσα. Ήμουν δεκάξι όταν κατάφερα να το αποκτήσω. Πήρα το μεγαλύτερο σπίτι που βρήκα, με μια οροφή από κόκκινα κεραμίδια- όλο ζωγραφισμένο στο χέρι- και διάλεξα προσεκτικά τα έπιπλά μου. Όλο μαζί μου κόστισε τριακόσια ευρώ, αλλά δε με ένοιαξε καθόλου. Ήταν δικό μου, το πήρα με τα δικά μου χρήματα και ήμουν περήφανη».
Απομακρύνθηκε από κοντά του για να μη δει πόσο βουρκωμένα ήταν τα μάτια της. Η ιστορία άρχισε να την επηρεάζει πάλι, και να της φέρνει αρνητικά συναισθήματα προς τα έξω.
«Δε χρειάζεται να συνεχίσουμε αν δε θες», της είπε ο Τριστάν, λυπημένος που η καλή της διάθεση έκανε φτερά.
«Δε με πειράζει. Το πήγα σπίτι, όλοι έλειπαν εκείνη την ώρα οπότε μπορούσα να ασχοληθώ μαζί του λίγο. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη, δε θυμόμουν καν πότε ένιωσα τόση χαρά τελευταία. Ήταν χαζό γιατί ήταν απλά ένα ξύλινο κουκλόσπιτο, αλλά το ονειρευόμουν χρόνια».
«Ήταν σημαντικό για σένα, δεν ήταν χαζό», τη μάλωσε και του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο που, όμως, δεν κατάφερε να διώξει τη λύπη από τα μάτια της.
«Όταν γύρισαν σπίτι έγινε χαμός αφού η μητέρα μου αντέδρασε άσχημα. Πρώτα γιατί πήρα ένα τόσο ακριβό πράγμα και γιατί, ενώ είχα λεφτά, δεν πήρα κάτι και στην Αγάπη. Τους είπα ότι τα φυλούσα γι' αυτό το σπίτι και τότε, η Αγάπη άρχισε να κλαίει και να λέει πως το ήθελε το σπίτι. Όχι ένα νέο. Το δικό μου σπίτι. Τσακώθηκα με τη μητέρα μου όταν είπε πως θα έπρεπε να της το δώσω γιατί δεν είναι παιχνίδι για την ηλικία μου. Τους είπα πως δε θα το έκανα, γιατί το πήρα με δικά μου χρήματα. Κλείστηκα στο δωμάτιο... την επόμενη μέρα γύρισα από το σχολείο και βρήκα την πόρτα μου ανοιχτή. Το σπίτι μου ήταν κατεστραμμένο, τα έπιπλα κομμάτια, δε σωζόταν τίποτα». Σκούπισε τα μάτια της ενώ ο Τριστάν παρακολουθούσε σοκαρισμένος. «Όταν έδειξα στη μητέρα μου τι έκανε η μικρή, η απάντησή της ήταν: αυτό δε θα συνέβαινε αν της το έδινες. Τότε ήταν που τα μάζεψα και μετακόμισα στους παππούδες μου. Τους είπα ότι χρειαζόμουν ησυχία για να διαβάζω αλλά στην πραγματικότητα απλά δεν ήθελα να είμαι με την οικογένεια μου γιατί ήταν προφανές πως δεν ήμουν σημαντική για εκείνους».
Φίλησε τα μαλλιά της και την κράτησε στην αγκαλιά του με τόση δύναμη, που της κόπηκε η ανάσα. Ξάφνου ένιωσε καλά, ξανά, λες και τίποτα δεν μπορούσε να την αγγίξει, μα ο Τριστάν έβραζε από θυμό μέσα του. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως μία μητέρα έκανε τόσες μεγάλες διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά της. Πως της έκανε καρδιά να συμπεριφέρεται έτσι στην κόρη της; Η Αμέλια ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος που της άξιζε κάτι καλύτερο από τρεις ξένοι που τους αποκαλούσε οικογένεια.
Την ελευθέρωσε όταν άκουσαν την πόρτα να ανοίγει. Οι γονείς της μπήκαν μέσα γελώντας πάνω που η Αμέλια σκούπιζε τα μάτια της. Η μητέρα της την κοίταξε αποδοκιμαστικά ενώ ο πατέρας της φάνηκε να ανησυχεί λιγάκι.
«Γιατί κλαίει;» ρώτησε τον Τρίσταν που συγκρατιόταν να μη βάλει τις φωνές.
«Τίποτα, συζητούσαμε κάτι προσωπικό», απάντησε ψυχρά.
«Μη μου πεις ότι χωρίσατε;» σάρκασε η Σία.
«Θα χαιρόσουν αν χωρίζαμε;» ζήτησε να μάθει και το χαμόγελό της πάγωσε. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί βρίσκεις τόση ευχαρίστηση στο να βλέπεις το παιδί σου λυπημένο», συνέχισε κι άρχισε να μαζεύει τα πράγματά τους, νευρικά. Έδωσε την τσάντα της στην Αμέλια και μετά τη βοήθησε να φορέσει το παλτό της, πριν βάλει κι ο ίδιος το δικό του. «Πάμε, καρδιά μου...»
«Που πάτε; Το απόγευμα έχουμε δουλειές, πρέπει να βρούμε μέρος για τον γάμο-»
«Καλή επιτυχία», τη διέκοψε ο Τριστάν κι άνοιξε την πόρτα.
«Τον είδες πως μιλάει;» άκουσε η Αμέλια τη μάνα της να λέει.
«Το παρατράβηξες, δε ξέρεις που να βάλεις τελεία», απάντησε ήρεμα ο πατέρας της και για λίγο ένιωσε μια μικρή ικανοποίηση.
Έκαναν μια βόλτα στο πάρκο όπου γνωρίστηκαν, χωρίς να ανταλλάσουν πολλές κουβέντες. Μπορούσε να νιώσει τη συναισθηματική εξουθένωσή της και δεν ήθελε να συμβάλλει περισσότερο σε αυτή. Δεν του άρεσε να τη βλέπει θλιμμένη, ήθελε να βλέπει το χαμόγελό της να φωτίζει το πρόσωπό της που του άρεσε τόσο πολύ.
«Εσένα ποια ήταν τα χειρότερα Χριστούγεννά σου;» τον ρώτησε αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.
«Όταν ήμουν δεκαοχτώ, είχα βγει έξω με τον κολλητό μου το βράδυ και καθώς γυρίζαμε κατέρρευσε μπροστά μου». Κράτησε την ανάσα της μόλις άκουσε την απάντησή του. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα και η Αμέλια ένιωσε άσχημα που το δράμα της ήταν ένα ξύλινο σπίτι, παιχνίδι, ενώ υπήρχαν πιο σοβαρά πράγματα που έπρεπε κάποιοι να αντιμετωπίσουν. «Δεν είχαμε πιει, δεν είχαμε καπνίσει τίποτα περίεργο, ήμασταν νηφάλιοι κι όμως κατέρρευσε και πέθανε στα χέρια μου».
«Τριστάν, δεν ξέρεις πόσο λυπάμαι...»
«Έτσι τα φέρνει η ζωή. Ήταν αθλητής, μαζί κάναμε κολύμβηση και στίβο αλλά η καρδιά του για κάποιο λόγο τον πρόδωσε».
«Έχασες έναν άνθρωπο κι εγώ κλαίω για ένα παιχνίδι!»
Τη σταμάτησε κλείνοντάς της το δρόμο και την κοίταξε στα μάτια με αυστηρό ύφος. «Ήταν σημαντικός για μένα, όπως ήταν σημαντικό για σένα το σπίτι- αντιπροσώπευε κάτι που ήθελες και που είχες ανάγκη, γι' αυτό μη μειώνεις τον πόνο που ένιωσες».
«Με μαλώνεις;» χαμογέλασε στραβά και τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν. «Μου αρέσει, δείχνεις ότι νοιάζεσαι».
«Μπορώ να στο δείξω με πολλαπλούς τρόπους», ψιθύρισε πάνω στα χείλη της, τα οποία έκλεισε με ένα πεταχτό φιλί.
«Αλήθεια, δε σε ρώτησα, όλα εντάξει με την ταυτότητά σου;»
«Ναι, μη ανησυχείς, έκλεισα ραντεβού και με την τράπεζα σήμερα για αλλαγή στοιχείων και για ξεκλείδωμα των λογαριασμών μου».
«Θα έρθω μαζί σου», αποκρίθηκε και κόλλησε πάνω του. «Θα σε πείραζε να πάμε για ψώνια- βασικά για να φτιάξω τη λίστα μου; Πρέπει να αγοράσω δώρα για τις γιορτές και ψάχνω και λόγους να μείνω μακριά από το σπίτι».
«Θα σε κάνει χαρούμενη αν πάμε για ψώνια;»
Γέλασε και κούνησε το κεφάλι της παθιασμένα. «Πολύ!»
«Φύγαμε τότε!»
Μισή ώρα αργότερα περνούσαν την πύλη του ομορφότερου- κατά τη γνώμη της Αμέλια- εμπορικού κέντρου στο Παρίσι. Το Μπερσί Βιλάζ δεν ήταν ένα τυπικό εμπορικό κέντρο, αλλά αυτό που έλεγε το όνομά του, ένα χωριό με καταστήματα στις δύο πλευρές του δρόμου, κτίσματα που έμοιαζαν εξωτερικά πιο πολύ με γουστόζικα μικρά σαλέ, ενώ αντί για ουρανό από πάνω από τον πλακόστρωτο δρόμο έβλεπες ένα ιπτάμενο χαλί από φωτάκια. Στις κολώνες είχαν τοποθετηθεί μεγάλοι κόκκινοι φιόγκοι ενώ οι μυρωδιές από τα περίπτερα που πουλούσαν λιχουδιές, ήταν ικανές να τρελάνουν όλες τις αισθήσεις.
«Το αγαπημένο μου μέρος», είπε η Αμέλια, που κοιτούσε τριγύρω της σα μικρό παιδί. Στο τέλος του δρόμου με τα καταστήματα στεκόταν μεγαλοπρεπές ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο, ενώ από εκεί έβρισκες όλες τις λιχουδιές του κόσμου αφού τα περίπτερα ήταν τοποθετημένα κοντά του. Το παγοδρόμιο ήδη λειτουργούσε παρότι ήταν νωρίς το πρωί ενώ τα δύο εστιατόρια ήταν ακόμη κλειστά, αλλά όχι και τα καφέ που ήδη σέρβιραν ζεστές σοκολάτες.
«Ήρθα πέρυσι αλλά με τη Σοφί δεν ευχαριστιόμουν ποτέ τα ψώνια, ήταν πολύ νευρική».
«Ούτε εγώ ευχαριστιόμουν με τον Πιέρ, πάντα μου έλεγε να βιαστώ και να μη παίρνω ακριβά πράγματα λες και ξόδευα τα δικά του χρήματα».
«Καθόλου έξυπνος και τσιγκούνης!» σχολίασε ο Τριστάν και έβγαλε το κινητό του από την τσέπη, όταν το ένιωσε να δονείται. «Πρέπει να απαντήσω. Μπες μέσα κι έρχομαι», της είπε, και της έδειξε το πρώτο κατάστημα. «Θα πάμε σε όλα», την προειδοποίησε και απάντησε στην κλήση. «Καλημέρα μητέρα».
Η Αμέλια του έστειλε ένα φιλί και μπήκε στο κατάστημα για να τον αφήσει να μιλήσει με την ησυχία του.
«Που σε πετυχαίνω;»
«Για ψώνια με την Αμέλια».
«Έτσι τη λένε;» ρώτησε και ο Τριστάν γέλασε απαλά. Αν τον έβλεπε τώρα θα τον πείραζε γιατί ένιωσε τα μάγουλά του να καίνε. «Ελπίζω να αξίζει αυτή», συνέχισε η μητέρα του.
«Στ' ορκίζομαι ότι αξίζει».
Μίλησαν περίπου δέκα λεπτά και όταν ο Τριστάν πήγε να βρει την Αμέλια, έδειχνε χαρούμενος. Την αγκάλιασε και φίλησε το μέτωπό της, και μετά, την ακολούθησε σε όλα τα καταστήματα.
Είχε περάσει ένα δίωρο περίπου όταν μπήκαν στο τελευταίο κατάστημα. Ήταν γεμάτο με παιχνίδια. Ήθελε να πάρει κάτι για την κόρη της Αντελίν και του Αλέν, όπως έκανε κάθε χρόνο. Το κοριτσάκι ήταν τώρα πέντε ετών και το λάτρευε. Τη στεναχωρούσε το γεγονός πως δεν την είδε τόσους μήνες γιατί άφησε τον χωρισμό της να της καταστρέψει τα πάντα.
«Είναι το πιο έξυπνο πιτσιρίκι που ξέρω. Της αρέσει η ζωγραφική οπότε αυτό το τρίποδο για να ακουμπάει τους καμβάδες της, είναι τέλειο δώρο», του εξήγησε ενθουσιασμένη. «Πάω να δω αν έχει καμβάδες για να της πάρω δύο μαζί με αυτό, κι έρχομαι».
Μόλις τον άφησε μόνο ο Τριστάν πλησίασε έναν πάγκο πάνω στον οποίο ήταν τοποθετημένο ένα μεγάλο, ξύλινο κουκλόσπιτο, σαν αυτό που του περιέγραψε η Αμέλια πριν μερικές ώρες. Την είδε πως το κοιτούσε. Πλησίασε την υπάλληλο που τον παρατηρούσε κι εκείνη χαμογέλασε καλοσυνάτα.
«Μπορώ να αφήσω να μια προκαταβολή για το σπίτι και να έρθω σε μερικές ώρες να το αποπληρώσω; Η κοπέλα μου τρελαίνεται γι' αυτά και θέλω να της κάνω έκπληξη».
«Δε χρειάζεται να πεις περισσότερα, ακολούθησέ με!»
Συναντήθηκαν ξανά μετά από μερικά λεπτά. Η λίστα της Αμέλια ήταν ήδη γεμάτη με τα δώρα που θα αγόραζε, και η διάθεσή της ήταν στα ύψη. Κρεμάστηκε πάνω στον Τριστάν και του χάρισε ένα φιλί που έκανε την καρδιά του να τρέχει σαν τρελή.
«Αυτά τα φιλιά σου... είναι αμβροσία, Αμέλια», μουρμούρισε, ενώ τα χείλη τους ακουμπούσαν ακόμα.
«Και τα δικά σου το ίδιο».
«Δε θέλω να χαλάσω αυτή την ωραία ατμόσφαιρα, αλλά τι ώρα πρέπει να συναντήσουμε τα πεθερικά μου;»
Έβαλε τα γέλια κι άφησε ένα φιλί στο λαιμό του. «Έχουμε ραντεβού στις τρεις στο κέντρο, θα δούμε κάποιες αίθουσες για το πανηγύρι μετά το γάμο», ειρωνεύτηκε.
«Είσαι καλά;» θέλησε να βεβαιωθεί ο Τριστάν και η Αμέλια για πρώτη φορά ένιωθε πως η απάντησή της ήταν αληθινή.
«Είμαι πολύ καλά, Τριστάν».
«Κοίτα να δεις που όλο πάνω σας θα πέφτω!» Η γνώριμη φωνή από πίσω τους έκανε και τους δύο να δαγκωθούν. Στράφηκαν ταυτόχρονα προς τη Σοφί κι εκείνη χαμογέλασε ψεύτικα γιατί η εικόνα που αντίκριζε δεν της άρεσε. «Γεια σου Τριστάν, μπορώ να σου μιλήσω λίγο;»
Δίστασε να την ακολουθήσει αλλά ήταν περίεργος να μάθει τι ήθελε να του πει. Η Σοφί μπορεί να τον πλήγωσε αλλά ήταν ο άνθρωπός του για πολλά χρόνια. Μπορεί κατά βάθος να μην της άξιζε να την ακούσει αλλά το έκανε για να μπορέσει να βάλει μια τελεία σε ό,τι είχαν.
«Έχω ένα ραντεβού σε λίγο, οπότε...»
Η Σοφί συμφώνησε με ένα νεύμα. «Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη», άρχισε να λέει, με τη φωνή της να τρέμει αρκετά όσο μιλούσε. «Σου φέρθηκα άδικα αλλά θέλω να ξέρεις πως το μετάνιωσα. Είμαι μόνη μου ξανά κι αν θες, μπορούμε να δοκιμάσουμε να σώσουμε τη σχέση μας-»
«Θα σε σταματήσω εδώ πριν πεις κι άλλα πράγματα που δεν εννοείς», γέλασε κοφτά, και η Σοφί σοβάρεψε απότομα. «Δε με θες πίσω, απλά δε θες να είσαι μόνη σου. Μου είχες έτοιμα τα πράγματά μου, με πέταξες έξω χωρίς εξήγηση και τώρα θες να γυρίσω πίσω γιατί ποτέ σου δεν άντεξες τον εαυτό σου και δε θες να είσαι μόνη. Λυπάμαι πολύ-»
«Εξαιτίας της δε θες να γυρίσεις;»
Δεν ήθελε να παραδεχτεί αυτό που της έλεγε. «Όχι, εξαιτίας σου. Δε σε αγαπώ πια, σταμάτησα να σε αγαπώ εδώ και καιρό, όπως σταμάτησες να με αγαπάς κι εσύ. Καλές γιορτές, Σοφί».
Ένιωσε ανάλαφρος όταν της γύρισε την πλάτη. Δε μετάνιωσε για καμία του λέξη κι ας ήξερε πως αυτό το "σταμάτησα να σε αγαπώ εδώ και καιρό" έμοιαζε σα να έριχνε αλάτι σε ανοιχτή πληγή, κάτι που δε θα έκανε ποτέ του επίτηδες για να πληγώσει κάποιον. Αγκάλιασε την Αμέλια που περίμενε υπομονετικά και μαζί βγήκαν από το εμπορικό κέντρο κάνοντας σχέδια για το υπόλοιπο της μέρας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top