Κεφάλαιο 13.
Έκλαιγε καθώς προχωρούσε κάτω από τη βροχή. Η κατηφόρα ήταν επικίνδυνη λόγω του νερού αλλά δεν την ένοιαζε. Το πολύ-πολύ να έσπαγε το πόδι της, της φαινόταν το λιγότερο που μπορούσε να πάθει μετά τον ερχομό των γονιών της και της αποκάλυψης πως ο άντρας που κάποτε αγαπούσε, παντρευόταν με την αδερφή της. Φόρεσε το παλτό της πάνω από τα ρούχα της που ήταν μούσκεμα και κοίταξε τον εαυτό της σε μια βιτρίνα ενός καταστήματος. Είχε τα μαύρα της τα χάλια και δεν μπορούσε να διανοηθεί πως άφησε πάλι τη μητέρα της να την επηρεάσει τόσο πολύ. Μισούσε τον εαυτό της γιατί ζήλευε. Ναι, ζήλευε την αγάπη που έπαιρνε η αδερφή της γιατί ήθελε κι εκείνη να αγαπηθεί έτσι από τους γονείς της. Δε ζητούσε πολλά από αυτούς, να μοιράσουν την αγάπη τους ανάμεσα στα παιδιά τους, ζητούσε.
Προσπάθησε ανεπιτυχώς να φτιάξει λιγάκι τα μαλλιά της που κολλούσαν πάνω στο πρόσωπό της. Ευτυχώς δε βαφόταν αλλιώς με τόσο κλάμα και τη βροχή, θα έμοιαζε με ρακούν. Γέλασε με τη σκέψη της και παραιτήθηκε από το να ευπρεπιστεί, για τα καλά.
«Αμέλια!»
Ανακουφίστηκε όταν άκουσε τον Τριστάν να την καλεί. Δεν ήθελε να είναι μόνη της αλλά ήταν κι ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να ανεχτεί κοντά της. Στράφηκε προς το μέρος του με παράπονο κι άνοιξε τα χέρια της, κάνοντας έναν μορφασμό πόνου.
«Δεν μπορείς να πεις, η πρώτη μέρα με τους γονείς μου στέφθηκε με τεράστια επιτυχία», γέλασε νευρικά. Άφησε τα χέρια της να πέσουν στα πλαϊνά του σώματός της και σήκωσε το πρόσωπό της προς τη βροχή. «Πέφτω συνέχεια στην παγίδα της μάνας μου, σαν την ηλίθια», μουρμούρισε απογοητευμένη.
«Δεν είσαι ηλίθια, πληγωμένη είσαι και δεν έχεις καθόλου άδικο». Καθάρισε το πρόσωπό της από μερικές τούφες των μαλλιών της που κόλλησαν στο δέρμα της λόγω της βροχής και της χαμογέλασε τρυφερά. «Πάντως, μόνο βαρετή δε θα είναι αυτή η επίσκεψή τους».
«Ω, ναι, και δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει στη συνέχεια», τον προειδοποίησε γελώντας νευρικά, αλλά ο Τριστάν παρέμεινε σοβαρός να την κοιτάζει στα μάτια.
Ήταν ακόμα ομορφότερη έτσι, βρεγμένη ως το κόκαλο, πιο ευάλωτη από ποτέ. Ακούμπησε την παλάμη του στο παγωμένο μάγουλό της και χάιδεψε το σημείο πάνω από το μάτι της με τον αντίχειρά του. Τα χείλη της χώρισαν. Μπορούσε να δει το στέρνο της να ανεβοκατεβαίνει αργά, σα να καρτερούσε κάτι ανυπόμονα. Να ήθελε, άραγε, αυτό του ήθελε κι ο ίδιος εκείνη τη στιγμή;
«Τριστάν;»
Τη γνώριζε αυτή τη φωνή. Τράβηξε το χέρι του μακριά από το πρόσωπο της Αμέλια και στάθηκε προς το μέρος της Σοφί που τους κοιτούσε με ένα χαμόγελο έκπληξης, σα να μην μπορούσε να δεχτεί πως πέτυχε τον πρώην της σε μια τόσο τρυφερή στιγμή με άλλη γυναίκα. Στεκόταν κάτω από μία μεγάλη, κόκκινη ομπρέλα, ντυμένη στην τρίχα. Προφανώς πήγαινε στο ραντεβού της με τον νέο σύντροφό της και είχαν την ατυχία να βρεθούν μπροστά της.
«Σοφί, καλησπέρα, στις ομορφιές σου είσαι», απάντησε με χαμόγελο, μα η πικρία του δεν κρυβόταν. Ένιωσε την Αμέλια να μετακινείται κοντά του σχεδόν προστατευτικά, και να παίρνει το χέρι του στο δικό της. Το έσφιξε- ήταν ανακουφιστικό που ήταν δίπλα του.
«Ναι, έχω ραντεβού-»
«Κι εμείς γυρίζουμε σπίτι αλλά, όπως πάντα...»
«...ξεχάσαμε τις ομπρέλες μας!» συμπλήρωσε τη φράση του η Αμέλια και χαιρέτησε τη Σοφί. «Είμαι η Αμέλια», συστήθηκε. «Έχω ακούσει πολλά για σένα».
«Μόνο καλά ελπίζω», απάντησε με μια δόση ειρωνείας. Το χαμόγελό της πάγωσε όταν η Αμέλια δεν απάντησε. «Πρέπει να φύγω. Χάρηκα που σε είδα, Τριστάν».
Έφυγε με μεγάλο βήμα πριν καν την αποχαιρετήσουν. Η αντίδρασή της ήταν ικανή να τους κάνει να γελάσουν με την καρδιά τους.
«Ο εγωισμός είναι αστείο πράγμα», σχολίασε εκείνη, καθώς κρεμάστηκε από το μπράτσο του. «Πρώτα σε απάτησε, μετά σε παράτησε, σε έδιωξε από το σπίτι αλλά, δεν μπορεί να δεχτεί πως βρήκες άλλη, έστω κι αν είναι ένα ψέματα που η ίδια δε γνωρίζει».
Η ανάσα του βγήκε αργά και της φάνηκε πως τον προβλημάτιζε κάτι, πολύ έντονα. Κράτησε το βλέμμα του μπροστά όσο περπατούσαν. Η βροχή δεν έπεφτε δυνατή πια αλλά δεν είχε και σημασία γιατί ήταν και οι δύο μούσκεμα. Όμως, η συνάντησή τους με την Σοφί τον έριξε σε μελαγχολία και δεν της άρεσε να τον βλέπει έτσι. Δεν του άξιζε να σβήνει το χαμόγελό του εξαιτίας της.
«Είναι ψέμα ή μια μασκαρεμένη αλήθεια;»
Η ερώτησή του την έπιασε εξαπίνης και δεν το έκρυψε. Τον κοίταξε έντονα. Για την ίδια δεν υπήρχε κανένα ψέμα γιατί ό,τι ζούσε μαζί του το ένιωθε αληθινό. Μα δεν ήθελε να του το πει, ντρεπόταν να το παραδεχτεί. Αν δεν ίσχυε το ίδιο για αυτόν; Δε θα άντεχε ένα νέο εξευτελισμό.
«Πεινάω, θες να πάρουμε μια πίτσα και να πάμε σπίτι;» του πρότεινε, μήπως και καταφέρει να του φτιάξει τη διάθεση λιγάκι. Δεν ήταν καθόλου διακριτική η αλλαγή θέματος αλλά ο Τριστάν δεν είχε σκοπό να την πιέσει και να τη φέρει σε δύσκολη θέση.
«Φοβάμαι πως θα μας τη φάει όλη η οικογένειά σου», απάντησε γελώντας. Δεν είχε άδικο, αποκλείεται να χόρταιναν στο εστιατόριο που τους πήγε ο Πιέρ. Ειδικά ο πατέρας της, αν δεν είχε κοψίδια μπροστά του, ένιωθε σα να μην είχε φάει τίποτα. «Έχει μια ωραία πιτσαρία κοντά στο σπίτι. Πάμε να φάμε εκεί, μακριά από οτιδήποτε μας ρίχνει ψυχολογικά».
Συμφώνησε μαζί του και τον άφησε να την οδηγήσει στην κοντινότερη στάση λεωφορείου που θα τους πήγαινε στη γειτονιά τους. Στάθηκαν όρθιοι γιατί δεν ήθελαν να μουσκέψουν τα καθίσματα και η Αμέλια τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον κορμό του για να μείνει όρθια. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή αλλά την ηρεμούσε ο χτύπος της γι' αυτό δεν τράβηξε στιγμή το αυτί της από το στέρνο του. Λυπήθηκε πολύ που η διαδρομή δεν κράτησε περισσότερο, αλλά τουλάχιστον κατάφερε να βρει ξανά αυτό το αίσθημα ασφάλειας που της έλειπε, χάρις στον Τριστάν που της φερόταν με τρυφερότητα και σεβασμό.
Η ζεστή ατμόσφαιρα της πιτσαρίας ήταν βάλσαμο και για τους δύο τους. Κάθισαν κοντά στο τζάκι που έκαιγε, για να ζεσταθούν, και σύντομα στο τραπέζι τους βρέθηκε ένα καλάθι με φρέσκο ψωμί για να τσιμπολογήσουν όσο περίμεναν την πίτσα τους. Τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια που ακούγονταν από τα μεγάφωνα, έκαναν την ατμόσφαιρα ακόμα πιο όμορφη. Δεν ήθελε να φύγει από εκεί. Η Αμέλια μασουλούσε το σκορδόψωμο με το βούτυρο, που έλιωνε στο στόμα, με όρεξη. Οι φλόγες στο τζάκι έγλειφαν το ξύλο και χόρευαν τόσο αισθησιακά που δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα της μακριά. Άπλωσε τα πόδια της κάτω από το τραπέζι και στράφηκε απότομα προς τον Τριστάν όταν συνειδητοποίησε πως άγγιξε τα δικά του, πάνω που έκανε κι αυτός την ίδια κίνηση. Του χαμογέλασε και έγειρε ελαφρά προς το μέρος του με συνωμοτικό ύφος.
«Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα», του είπε, ξαφνιάζοντάς τον για μια φευγαλέα στιγμή. Τόσο χρειαζόταν μόνο για να επανέλθει και να φορέσει το πιο πονηρό του χαμόγελο.
«Τι θες να μάθεις για μένα;»
«Τα πάντα!»
Έγειρε πίσω στη θέση του κάνοντας πως το σκεφτόταν σοβαρά. Γέλασε με τον τρόπο που χάιδευε το πηγούνι του και του έκανε νόημα να πλησιάσει κοντά της. «Θα κάνω εγώ την αρχή. Ρώτα με κάτι, αλλά θα πρέπει μετά να απαντήσεις κι εσύ την ερώτηση».
«Ω, βλέπω έχεις σχέδιο!»
«Πάντα. Λοιπόν;»
«Χμ... δε θέλω να σε τρομάξω από τώρα οπότε θα ρωτήσω κάτι εύκολο-»
«Δεν τρομάζω εύκολα», τον διέκοψε με προκλητικό χαμόγελο.
Σήκωσε το φρύδι του σα να δεχόταν την πρόκληση και έγλειψε τα χείλη του. «Τι σκεφτόσουν πριν μας διακόψει η Σοφί;»
Το στόμα της Αμέλια στέγνωσε αλλά δεν έχασε την ψυχραιμία της. «Πως θα ήθελα να σε φιλήσω. Εσύ;»
«Το ίδιο», απάντησε χωρίς καθυστέρηση.
«Γιατί δεν το έκανες;»
«Γιατί δεν ξέρω πόσο έξυπνο είναι να περιπλέξουμε τα πράγματα», της είπε σοβαρός. «Είσαι πληγωμένη, είμαι πληγωμένος, είμαστε και οι δύο σε μια μεταβατική περίοδο, πόσο έξυπνο είναι να μπλέξουμε;»
«Καθόλου έξυπνο», συμφώνησε μαζί του, με βαριά καρδιά. «Μερικές φορές λέω πως η ζωή φέρεται πολύ άδικα».
«Από ποια έννοια το λες αυτό;»
Τον κοίταξε στα μάτια και το στομάχι της σφίχτηκε γλυκά ενώ στο βλέμμα του είδε καθαρά το πόσο ήθελε να μπορούσε να σπάσει όλα όσα έμπαιναν ανάμεσά τους. Πράγματα που μπορούσαν να επιδράσουν καταλυτικά στο να αποτύχει εντελώς η σχέση τους, κάτι που δε θα ήθελε κανείς τους.
«Πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα αν πριν τρία χρόνια, ήσουν εσύ εκείνος που γνώρισα, αντί για τον Πιέρ», ψιθύρισε, ανήμπορη να μην παραδεχτεί την αλήθεια. «Μη μου δίνεις σημασία, δεν έχεις άδικο, έτσι όπως είμαστε και οι δύο μόνο κακό μπορούμε να κάνουμε ο ένας στον άλλον-»
«Μόνο καλό μπορείς να μου κάνεις, γλυκιά Αμέλια, όμως φοβάμαι πως το γεγονός πως ακόμα δεν ξέρω τι θέλω από τη ζωή μου μπορεί να σε κουράσει. Κούρασε τη Σοφί. Μπορεί κι εσένα. Και παρότι σε ξέρω τόσο λίγο, δε θέλω να διακινδυνεύσω να σε χάσω από τη ζωή μου τόσο γρήγορα».
Μετακινήθηκε κοντά του και χωρίς να το σκεφτεί, τον αγκάλιασε με όλη της τη δύναμη, τόσο σφιχτά που του κόπηκε η ανάσα. Μύρισε τα μαλλιά της που εκτός του ότι είχαν το άρωμα καραμέλας, μύριζαν και σαν αυτή, και έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή. Τα άνοιξε όταν την ένιωσε να μετακινείται και να απομακρύνεται αργά από κοντά του. Κοιτάχτηκαν έντονα. Μερικά λάθη ήταν ό,τι πιο σωστό μπορούσες να κάνεις. Ίσως έπρεπε να τολμήσει, έστω μια φορά. Είδε τα χείλη της να χωρίζουν. Τον προσκαλούσε, του έδινε την άδεια να τη φιλήσει...
«Έτοιμη η πίτσα σας!»
Η ενθουσιώδης σερβιτόρα άφησε πάνω στο τραπέζι τον μεγάλο δίσκο, βάζοντας τέλος σε κάθε σκέψη που τους περνούσε από το μυαλό. Η Αμέλια επέστρεψε στη θέση της, χαμένη στις σκέψεις της όπου κυριαρχούσε η στιγμή που μόλις μοιράστηκε με τον Τριστάν. Έπρεπε να τη βάλει στην άκρη. Το μόνο που μπορούσε να μοιραστεί μαζί του για την ώρα, ήταν η λαχταριστή πίτσα που της θύμισε την έντονη πείνα της.
Λίγο πριν ετοιμαστούν να φύγουν άρχισε να λαμβάνει μηνύματα στο κινητό της από τη μητέρα και την αδερφή της, που απαιτούσαν να επιστρέψει σπίτι για να τους ανοίξει. Πέρασε τόσο όμορφα με τον Τριστάν που δεν ήθελε να τους αφήσει να της χαλάσουν τη βραδιά, έτσι δεν του ανέφερε κάτι, απάντησε στην αδερφή της πως αν έβρισκαν κάπου να μείνουν δε θα χρειαζόταν να περιμένουν στο κρύο για να επιστρέψει, και έκλεισε το κινητό της ευχαριστημένη με τον εαυτό της. Αυτό που δεν της άρεσε, όμως, ήταν η σιωπή που ξαφνικά κυριαρχούσε ανάμεσα σ' εκείνη και τον Τριστάν. Δεν τους ταίριαζε αυτή η σιωπή γιατί ήταν άτομα που η φασαρία που δημιουργούσαν μαζί, ήταν σαν την καλύτερη μουσική.
«Δε μου αρέσει που δε μου μιλάς», του είπε αγανακτισμένη. «Αν σε προβλημάτισαν τα όσα είπαμε τότε καλύτερα να τα ξεχάσεις γιατί-»
«Δεν είναι αυτό», τη διέκοψε γελώντας.
Την πλησίασε και στάθηκε μπροστά της εκμηδενίζοντας την απόσταση που τους χώριζε. Σήκωσε το χέρι του στο μάγουλό της και το χάιδεψε απαλά, ανατριχιάζοντάς τη με το άγγιγμά του. Το δέρμα της ήταν λευκό κάτω από τα φώτα της πόλης και τα μαλλιά της ακόμα νωπά. Τα μάγουλά της πήραν μια απαλή κόκκινη απόχρωση λόγω του κρύου, ή και του αγγίγματός του, δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς τι ακριβώς από τα δύο ίσχυε. Το μόνο που ήξερε με σιγουριά ήταν πως αν δεν τη φιλούσε, αν δεν γευόταν αυτά τα χείλη που τη δεδομένη στιγμή ήταν κόκκινα σαν κεράσια και τον προκαλούσαν, δε θα ησύχαζε καθόλου. Έγειρε προς το μέρος της και την άκουσε να κρατάει την ανάσα της.
«Στο διάβολο οι αμφιβολίες», ψιθύρισε κι ετοιμάστηκε να κολλήσει τα χείλη του στα δικά της.
«Εδώ είστε επιτέλους;» Η απότομη φωνή της Αγάπης τον ανάγκασε να αποτραβηχτεί βρίζοντας. Στεκόταν κοντά τους και χτυπούσε ανυπόμονα το πόδι της στο έδαφος, με τα χέρια σταυρωμένα και το ύφος της επικριτικό. «Αμέλια, το ξέρω πως μπορεί να ζηλεύεις για ό,τι έγινε αλλά το να μας αφήνεις στο κρύο είναι υπερβολικό ακόμα και για σένα!»
Την προσπέρασε και γέλασε ειρωνικά. «Να ζηλέψω τι;» ρώτησε καγχάζοντας. Η αδερφή της δε μίλησε και η Αμέλια τράβηξε κοντά της τον Τριστάν που παρατηρούσε και τις δύο με ενδιαφέρον. Στάθηκε στις μύτες των ποδιών της και ακούμπησε το χέρι της στο μάγουλό του για να τον αναγκάσει να την κοιτάξει. Μόλις οι ματιές του συναντήθηκαν, τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα πεινασμένο κι έντονο φιλί που ονειρεύονταν και οι δύο για ώρα. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση της και η Αμέλια κόλλησε πάνω του, ξεχνώντας τον κόσμο όλο. Η ανάσα του μύριζε κρασί και τη μεθούσε ακόμα περισσότερο. Δάγκωσε απαλά τα χείλη της και η Αμέλια αναστέναξε. Οι γλώσσες τους συναντήθηκαν και ρίγη κατέλαβε όλο της το σώμα. Δεν ήταν υπερβολή το γεγονός πως από όσα φιλιά αντάλλαξε στη ζωή της, αυτό ήταν το μοναδικό που τη συγκλόνισε. Δεν ήθελε να τελειώσει μα ο Τριστάν ήταν ο πρώτος που διέκοψε το φιλί και την κοίταξε σοκαρισμένος, λες και την έβλεπε πρώτη φορά.
«Εντάξει, σε πίστεψα, τώρα μπορούμε να πάμε σπίτι;» τσίριξε η Αγάπη και τράβηξε την αδερφή της μακριά από τον Τρίσταν. Εκείνη δεν αποτράβηξε το βλέμμα της από το πρόσωπό του. τον είδε να γλείφει τα χείλη του. Της χαμογέλασε και η καρδιά της χόρεψε σαν τρελή γιατί αυτό το φιλί δεν επηρέασε μόνο την ίδια... αυτό το φιλί μόλις βοήθησε στην κατάρρευση όλου του αφηγήματος πως δεν έπρεπε να μπλέξουν περισσότερο τα πράγματα μεταξύ τους. Τα πράγματα πλέον, ήταν ένα μεγάλο κουβάρι!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top