Κεφάλαιο 10.
Αγαπούσε τα αεροδρόμια όσο τίποτ' άλλο γιατί ήταν η πόρτα προς νέους κόσμους. Λάτρευε να παρατηρεί και τους ανθρώπους που πηγαινοερχόταν ψάχνοντας τους δικούς τους αλλά κυρίως ανυπομονούσε για τη στιγμή για εκείνες τις συναντήσεις τους, μετά από καιρό, για εκείνες τις αγκαλιές και τα γέλια που γέμιζαν την καρδιά της χαρά.
Αυτό υπό κανονικές συνθήκες, όταν πήγαινε κάποιο ταξίδι, γιατί τώρα το αεροδρόμιο της φαινόταν τόπος βασανιστηρίου. Σε μισή ώρα θα προσγειωνόταν το αεροπλάνο από Ελλάδα με την οικογένειά της μέσα. Η μητέρα της την κάλεσε τέσσερις φορές από το πρωί για να της υπενθυμίσει πως έπρεπε να πάει να τους παραλάβει λες και υπήρχε περίπτωση να μπορούσε να το ξεχάσει. Και να ήθελε δεν την άφηνε. Τα νεύρα της ήδη ήταν τσιτωμένα. Ο Τριστάν καθόταν δίπλα της σιωπηλός γνωρίζοντας πως ό,τι κι αν της έλεγε, δε θα τη βοηθούσε πολύ, αφού αναγκαζόταν να ζήσει μια κατάσταση που της προκαλούσε εκνευρισμό κι όχι μόνο... ήταν θλιμμένη.
«Πάω να φέρω καφέ να πιούμε και κάτι να φας», της είπε, αναγκάζοντάς τη να τραβηχτεί απότομα από τις σκέψεις της.
«Δεν πεινάω...»
«Αμέλια, θα φας», επέμεινε και την κοίταξε ανήσυχος. «Κοίτα, καταλαβαίνω πως νιώθεις αλλά δε θα σε αφήσω να κάνεις κακό στον εαυτό σου. Μπορείς να βασιστείς πάνω μου, δε θα σε αφήσω μόνη σου στιγμή, εντάξει;»
Έγνεψε με χαμόγελο πως τον πίστεψε κι εκείνος σηκώθηκε αμέσως για να πάει να φέρει πρωινό. Έτρεξε στο κοντινότερο καφέ έξω από το αεροδρόμιο κι η Αμέλια έκανε τις ασκήσεις αναπνοής που τη βοήθησαν να ηρεμήσει λιγάκι. Αντιδρούσε υπερβολικά, σίγουρα τα πράγματα δε θα ήταν τόσο τραγικά όσο τα φανταζόταν. Η οικογένειά της ήταν υπερβολική σε όλα της αλλά ήταν η οικογένειά της και σίγουρα θα έβρισκαν έναν τρόπο να συνεννοηθούν για τον λίγο καιρό που θα έμεναν μαζί. Λίγος θα ήταν ο καιρός... θα περνούσαν γρήγορα οι μέρες σίγουρα!
Όταν επέστρεψε ο Τριστάν ένιωθε αρκετά καλύτερα και πιο ανάλαφρη. Βοηθούσε πολύ το γεγονός πως έβλεπε μια αποφασιστικότητα στο βλέμμα του. Ήθελε πραγματικά να τη βοηθήσει κι αυτό ήταν ικανό να τη γεμίσει με περισσότερη δύναμη. Πήρε τον καφέ και το κρουασάν που της αγόρασε και δάγκωσε με όρεξη, αφήνοντας τη γέμιση σοκολάτα να γαργαλήσει τις αισθήσεις της και να γεμίσει με γλύκα το στόμα της.
«Μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο, λογικά θα παραλάβουν και βαλίτσες οπότε-» Σταμάτησε να μιλάει γιατί το κινητό της άρχισε να δονείται ξανά, αυτή τη φορά ασταμάτητα. «Τι στο διάολο θέλει και με καλεί συνέχεια;» γρύλισε όταν είδε το όνομα του Πιέρ στην οθόνη. Δεν άντεχε άλλο, δύο μέρες τώρα απλά δεν καταλάβαινε πως δεν ήθελε να του μιλήσεις, ίσως έπρεπε να του το πει κατάμουτρα για να την αφήσει στην ηρεμία της. «Πιέρ, μα τω Θεώ, αν δε σταματήσεις να με καλείς θα σου κάνω καταγγελία και θα ζητήσω περιοριστικά μέτρα!» του έβαλε τις φωνές, όταν απάντησε την κλήση, με τον Τριστάν δίπλα της να γελάει πνιχτά.
«Μην κλείσεις, πρέπει να σου μιλήσω!» ικέτευσε ο Πιέρ.
«Δε με ενδιαφέρει να σε ακούσω. Δε θέλω να σε δω, δε θέλω να σε ξέρω, πως αλλιώς να στο πω;»
«Αμέλια, δε γίνεται να μη με ακούσεις-»
«Αφορά τους γονείς σου το τηλεφώνημα, τους συνέβη κάτι;»
«Όχι, είναι μια χαρά-»
Τερμάτισε την κλήση αμέσως και πήρε μια βαθιά ανάσα γιατί δεν ένιωσε ποτέ ξανά τόσο όμορφα. Ήταν εύκολο να πετάξει από πάνω της ένα από τα προβλήματά της, έτσι νόμιζε έστω, αλλά τουλάχιστον ήταν πιο ανάλαφρη και πανέτοιμη να συναντήσει την οικογένειά της.
Κατευθύνθηκαν προς την πύλη απ' όπου θα έβγαιναν περνώντας ανάμεσα από κόσμο που ξεχυνόταν προς όλες τις κατευθύνσεις χωρίς να λογαριάζουν τίποτα. Κάποιος την έσπρωξε ενώ πέρασε από δίπλα της με αποτέλεσμα να πέσει πάνω στον Τριστάν που έσπευσε να την κρατήσει όρθια. Έδειχνε να μην αντέχει την πολυκοσμία και τη φασαρία και καταλάβαινε απόλυτα πως ένιωθε. Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει.
Πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και την οδήγησε προσεκτικά ως την πύλη. Άφησε το απαλό, ζεστό άρωμά του να την τυλίξει κι αμέσως αισθάνθηκε πως όλες οι έγνοιες της έκαναν φτερά. Ηρέμησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε έχοντας την αίσθηση πως τίποτα δεν μπορούσε να την αγγίξει και να της χαλάσει τη διάθεση.
«Πρέπει να πάω στο μπάνιο, σε πειράζει να σε αφήσω λίγο;» ρώτησε ο Τριστάν, όταν κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους.
«Ναι, θα σε περιμένω».
Δίστασε να φύγει αλλά τελικά έτρεξε ως το κοντινότερο μπάνιο αφήνοντας την Αμέλια να περιμένει μόνη της. Οι επιβάτες από την πτήση της οικογένειάς της άρχισα να βγαίνουν σιγά-σιγά αλλά δεν είδε κάποιο γνωστό πρόσωπο. Για μία στιγμή ευχήθηκε να είχαν χάσει την πτήση, αλλά ήξερε πως αν γινόταν αυτό το θαύμα, η μητέρα της θα την τάραζε στα τηλέφωνα. Προφανώς άργησαν να παραλάβουν τις βαλίτσες. Άρχισε να ρίχνει το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο, κοιτώντας νευρικά τριγύρω της, όταν ένιωσε ένα χέρι στον ώμο της.
«Δεν φάνηκαν ακόμα», είπε, νομίζοντας πως επέστρεψε ο Τριστάν, αλλά όταν στράφηκε προς το μέρος του σοκαρίστηκε γιατί αντί για τον συγκάτοικό της, μπροστά της στεκόταν ο Πιέρ.
Δεν περίμενε ποτέ πως θα της ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι όταν τον έβλεπε πάλι, αλλά να που ο θυμός της ξεχείλισε για τα καλά. Ένα χρόνο δεν τον είδε καθόλου και τώρα συνειδητοποιούσε πως δεν της έλειψε και πολύ. Φορούσε τα γυαλιά του και ένα κουστούμι, όπως συνήθως, ενώ ήτα φρεσκοξυρισμένος και μύριζε καθαριότητα. Αυτό της έκανε εντύπωση ήταν πως στα γαλανά μάτια του είδε μια στάλα θλίψης καθώς την κοιτούσε. Αυτή η μελαγχολία που είδε ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για τον Πιέρ που συνήθιζε να έχει μία μόνο έκφραση.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;» ρώτησε, ανήμπορη να κρύψει τον εκνευρισμό της.
«Αν σήκωνες το τηλέφωνο και δε μου το έκλεινες στα μούτρα-»
Δεν κατάφερε να τελειώσει ποτέ τη φράση του. Οι πόρτες πίσω τους άνοιξαν και η οικογένειά της Αμέλια ξεχύθηκε προς το μέρος τους. Η αδερφή της άφησε μια χαρούμενη κραυγή κι έτρεξε προς το μέρος της. Ξαφνιάστηκε γιατί δεν περίμενε στιγμή πως θα έκανε σαν τρελή επειδή την έβλεπε. Ετοιμάστηκε να την αγκαλιάσει, μήπως και επιτέλους άφηναν πίσω τους αυτή την κόντρα που αναπτύχθηκε από τόσο μικρή ηλικία, μα η Αγάπη την προσπέρασε χωρίς να της δώσει σημασία. Η Αμέλια έκανε μία γκριμάτσα και την ακολούθησε με το βλέμμα. Άφησε έναν κοφτό λυγμό να βγει από τα χείλη της όταν την είδε να πέφτει στην αγκαλιά του Πιέρ και να τον φιλάει με πάθος. Κοίταξε προς τον Τριστάν που μόλις πλησίασε και του έδειξε προς την αδερφή της και τον πρώην της.
«Αμέλια;» ρώτησε, ανήσυχος, γιατί έμοιαζε έτοιμη να καταρρεύσει. «Αμέλια, με τρομάζεις», ψιθύρισε στο αυτί της.
Τον κοίταξε πάλι. Έδειχνε και η ίδια να μην καταλαβαίνει τι γινόταν. Ένα ζευγάρι- οι γονείς της όπως κατάλαβε- την πλησίασε. Η γυναίκα την αγκάλιασε αδέξια μιλώντας ενθουσιασμένη στα ελληνικά, αλλά η Αμέλια στεκόταν σαν άγαλμα με το βλέμμα πάνω στο ζευγάρι που φιλιόταν ακόμα. Δεν μπορούσε να κατανοήσει τι ήταν αυτό που την έκανε να αντιδράσει έτσι. Οι γονείς της την προσπέρασαν, αγκάλιασαν θερμά τον Πιέρ, και μαζί με το ζευγάρι προχώρησαν προς την έξοδο, αλλά η Αμέλια δεν έκανε βήμα.
«Αμέλια, η οικογένειά σου φεύγει», είπε με ήρεμο τόνο. Έφερε το πρόσωπό του μπροστά από το δικό της κι εκείνη τον κοίταξε έκπληκτη σα να ξέχασε πως βρισκόταν εκεί. «Τι έγινε; Δεν κατάλαβα τίποτα...»
«Εγώ μόλις κατάλαβα τα πάντα», απάντησε με πικρία. «Θεέ μου, πόσο ηλίθια ήμουν», ψιθύρισε.
«Γιατί; Τι έγινε;»
Έβαλε τα γέλια, το σώμα της τρανταζόταν ολόκληρο κι εκείνη δεν μπορούσε να σταματήσει. Γελούσε αλλά τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Φοβήθηκε που την είδε έτσι, μπορεί να μη την γνώριζε καλά αλλά κάτι του έλεγε πως δεν ήταν επιρρεπής σε τέτοια ξεσπάσματα. Τα μάτια της καρφώθηκαν στη μητέρα της που επέστρεφε με ένα ύφος ενοχλημένο. Ο Τριστάν την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια και αυτομάτως αποφάσισε ότι δεν την συμπαθούσε ιδιαίτερα. Κάτι της είπε στα ελληνικά και η Αμέλια κάγχασε νευριασμένα.
«Από δω και μπρος μιλάμε μόνο στα αγγλικά», απάντησε και τράβηξε τον Τριστάν κοντά της. «Πάμε, μη σας καθυστερώ άλλο», σάρκασε.
«Πρόσεξε τον τόνο σου. Δε θα μου συστήσεις αυτόν... τύπο... δίπλα σου;» αποκρίθηκε, δείχνοντας προς τον Τριστάν που ήταν φανερό πως δεν ενέκρινε. Κάτι ήξερε η Βανέσα που έλεγε ότι με το στυλ που είχε, θα τον μισούσε, γιατί τον κοιτούσε σα να ήταν βρόμικος.
«Είμαι ο σύντροφός της, ο Τριστάν», ανέλαβε να συστηθεί, αφού η Αμέλια δεν έβγαζε άχνα. Έδωσε το χέρι του στη μητέρα της μα εκείνη το κοίταξε φευγαλέα με μια δόση αηδίας και προτίμησε να κάνει ότι δεν το είδε.
«Μάλιστα», απάντησε με αδιάφορο τόνο. «Πάμε, μας περιμένει ο Πιέρ στο αμάξι του», τιτίβισε περήφανη και προπορεύτηκε.
Τα μάτια του Τριστάν άνοιξαν διάπλατα από το σοκ. «Ο πρώην σου; Τι κάνει εδώ;» ζήτησε να μάθει.
Η Αμέλια προτίμησε να μείνει σιωπηλή άλλη μία φορά. Την τράβηξε από το χέρι ως έξω όπου η οικογένειά της επιβιβαζόταν στο πολυτελές αυτοκίνητο του άντρα με το κουστούμι και τα γυαλιά. Δίπλα του στεκόταν μια όμορφη κοπέλα, σχεδόν αγγελική, με ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια, και δέρμα λευκό λες και δεν την είδε ποτέ της ήλιος. Άθελά του σύγκρινε τις δύο αδερφές, την Αμέλια με τις καμπύλες και τα μαλλιά σαν καραμέλα, και την αγγελική Αγάπη με το σώμα που θα ζήλευε και μοντέλο. Η ματιά του έμεινε πάνω στην Αμέλια, στο τέλος. Ήταν τόσο ευάλωτη και τόσο όμορφη που πόνεσε η καρδιά του που την έβλεπε σε αυτό το χάλι.
«Δε μου αρέσει που είσαι σιωπηλή, αλλά δε θα σε πιέσω να μιλήσεις. Θα πάρουμε ένα ταξί να γυρίσουμε, εντάξει;»
Έγνεψε πως συμφωνεί και ο Τριστάν έκανε νόημα σε ένα ταξί να πάει κοντά τους. Για μία στιγμή πίστεψε πως η Αμέλια υπέρβαλε όταν μιλούσε για την οικογένειά της, αλλά βλέποντας τώρα πως την αγνοούσαν, ένιωσε άσχημα που δεν την πίστεψε ολοκληρωτικά. Τη βοήθησε να μπει στο πίσω κάθισμα και κάθισε δίπλα της ενώ έδινε ταυτόχρονα τη διεύθυνσή του διαμερίσματός της. Κράτησε το χέρι της στο δικό του και δεν πήρε στιγμή τα μάτια του από πάνω της, λες και φοβόταν πως αν δεν την κοιτούσε, κάτι κακό θα της συνέβαινε.
«Θες να μου μιλήσεις πριν φτάσουμε, να μου πεις τι συμβαίνει;» την ικέτευσε.
Την είδε να σκουπίζει τα μάτια της. Δεν τον κοίταξε. Ήταν σα να ντρεπόταν για κάτι. «Νιώθω εντελώς ηλίθια», ψιθύρισε με παράπονο. «Όταν σύστησα την Αγάπη στον Πιέρ είδα στο βλέμμα της καθαρά ότι της άρεσε. Δεν ξέρω να ήταν γιατί όντως τον βρήκε όμορφο ή αν τον έβαλε στο μάτι γιατί ήταν ο σύντροφός μου, αλλά είδα αυτή τη λάμψη και αποφάσισα να την αγνοήσω». Έγειρε το κεφάλι της πίσω και πήρε δύο βαθιές ανάσες τις οποίες κράτησε για λίγο πριν τις ελευθερώσει. «Με χώρισε γιατί ήταν ερωτευμένος με άλλη. Και τώρα παντρεύεται την αδερφή μου με την οποία είναι ήδη δύο χρόνια ζευγάρι που σημαίνει πως για ένα χρόνο με κεράτωνε μαζί της. Που σημαίνει πως με το που γνωρίστηκαν έγιναν ζευγάρι και οι γονείς μου το ήξεραν».
Ο Τριστάν κάγχασε και την τράβηξε προς το μέρος του. Την άφησε να ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο του και ασυναίσθητα, χωρίς να ορίζει τις κινήσεις του, φίλησε τα μαλλιά της.
«Αυτό που σου κάνανε είναι απλά, τραγικό, αλλά μην τους αφήσεις να δουν ότι σε άγγιξε όλο αυτό», την παρακάλεσε.
Την άκουσε να πνίγει έναν λυγμό και το στομάχι του σφίχτηκε. «Πως μπορώ να το κάνω αυτό;»
«Η μεγαλύτερή τους τιμωρία θα είναι να σε δουν ευτυχισμένη, Αμέλια».
Τον κοίταξε έκπληκτη γιατί τα λόγια του έκρυβαν μια μεγάλη αλήθεια. Χρόνια τώρα πηγή της δυστυχίας της ήταν η οικογένειά της, ό,τι κι αν έκαναν είχε ως αποτέλεσμα να της προκαλείται πόνος στην ψυχή. Ίσως ήρθε η ώρα να πάρει το αίμα της πίσω.
«Τι πρέπει να κάνω;» τον ρώτησε και ένα δαιμονικό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του Τριστάν.
«Παίξε το παιχνίδι τους», αρκέστηκε να απαντήσει και η Αμέλια χαμογέλασε αχνά γιατί, αν μη τι άλλο, ήξερε πως να παίζει κι αυτή τη φορά, έπαιζε στο δικό της γήπεδο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top