Last Christmas

Χριστούγεννα 2023

Η ατμόσφαιρα μύριζε καραμέλα και βανίλια, ανακατεμένα με κανέλα. Τι πιο χριστουγεννιάτικο, δηλαδή; Ένας πλανόδιος πωλητής έψηνε κάστανα δίπλα στο ποτάμι και δεν μπόρεσε να μη σταματήσει να πάρει ένα σακουλάκι. Δοκίμασε δύο και έκλεισε τα μάτια από την ευχαρίστηση που της πρόσφεραν. Θα μπορούσε να τα φάει όλα αν δεν την περίμενε το άλλος της μισό για φαγητό. Η αλήθεια ήταν πως είχε αργήσει και δεν του άρεσε να τον στήνουν. Έχωσε τα κάστανα στην τσάντα της, τύλιξε καλά το κασκόλ γύρω από το λαιμό της και σιγοτραγουδώντας, προχώρησε με μεγάλο βήμα προς τον προορισμό της, κάτω από τις ψιλές σταγόνες που έπεφταν πού και πού από τον ουρανό.

Το εστιατόριο όπου έδωσε ραντεβού βρισκόταν πάνω στο ένα από τα δύο μικρά νησάκια στον Σηκουάνα. Πέρασε τη γέφυρα του Λουί-Φιλίπ για να φτάσει ως εκεί, και παρότι ήταν ένα απόγευμα όπου ο κόσμος βγήκε για να απολαύσει το κρύο και τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, δεν την ενόχλησε καθόλου που βρέθηκε πολλές φορές ανάμεσα σε μεγάλα πλήθη που την παρέσερναν. Δεν είχε καμία σημασία που η φασαρία της προκαλούσε ελαφρύ πονοκέφαλο. Έτσι κι αλλιώς ήταν μια μόνιμη κατάσταση τον τελευταίο καιρό, τα πλήθη, μιας και όλοι ξεχύνονταν στους δρόμους για να απολαύσουν τους στολισμούς και τη χαρούμενη ατμόσφαιρα που χάριζε στην πόλη, η ομορφότερη γιορτή της χρονιάς.

Τα λάτρευε τα Χριστούγεννα. Πως να μην της άρεσαν, άλλωστε, όταν όλα από γκρίζα μετατρέπονταν σε μια φωτεινή και χρωματιστή πανδαισία; Όλα τα όμορφα πράγματα στη ζωή της συνέβησαν την περίοδο των Χριστουγέννων με αποκορύφωμα τη μετακόμισή της στο Παρίσι, πριν τρία χρόνια, και τη γνωριμία της με τον Πιέρ, τον άντρα που τρία χρόνια τη συνάρπαζε όσο κανείς άλλος. Ήταν ό,τι ομορφότερο συνέβη στη ζωή της. Οι γονείς της τον λάτρεψαν, το ίδιο και οι φίλοι της ενώ η αδερφή της δε σταματούσε να μιλάει γι' αυτόν και το πως θα ήθελε να βρει ένα άντρα τόσο περιποιητικό και γλυκό σαν τον Πιέρ. Καμάρωνε γιατί τα κατάφερε καλά τελικά. Στα τριάντα-δύο της μπορούσε να κοκορευτεί πως δούλευε σε μια εταιρεία όπου οι προαγωγές έρχονταν η μία μετά την άλλη συχνά, τον τελευταίο καιρό, ενώ η προσωπική της ζωή έθρυβε. Τι άλλο να ζητούσε;

Χαμογέλασε στον άντρα στην πόρτα του εστιατορίου κι εκείνος της την κράτησε ανοιχτή για να περάσει. Η ζεστασιά τη χτύπησε μεμιάς κάνοντας τη να νιώσει ασφάλεια. Έδωσε το παλτό της στην όμορφη κοπέλα στην υποδοχή κι εκείνη την οδήγησε αμέσως στο τραπέζι όπου την περίμενε ο Πιέρ. Φαινόταν πιο νευρικός από άλλες φορές. Έπαιζε με μια πετσέτα που κρατούσε στα χέρια του ενώ κάθε τρεις και λίγο έσπρωχνε τα γυαλιά του πάνω στη μύτη του, σημάδι πως κάτι ετοίμαζε. Έτσι έκανε πάντα. Έκλειναν τρία χρόνια σχέσης αυτή τη μέρα και ήδη ήξερε κάθε του κίνηση, κάθε χαμόγελο και κάθε ματιά. Έσκυψε για να τον φιλήσει μα πρόλαβε και ακούμπησε τα χείλη του στο μάγουλό της, προβληματίζοντάς τη με τον τρόπο που τη σταμάτησε από το να τον φιλήσει. Δεν ήταν κάτι που συνήθιζε. Αποφάσισε να μη δώσει μεγάλη σημασία σε μια τόσο απλή κίνηση, πάντα έδειχνε την αγάπη και την τρυφερότητά του με διαφορετικό τρόπο, έτσι και τώρα. Κάθισε απέναντί του και του χάρισε το πιο όμορφο χαμόγελό της.

«Χρόνια μας πολλά, αγάπη μου!» αναφώνησε, κι έπιασε τα χέρια του στα δικά της. Ο Πιέρ χάιδεψε τα δάχτυλά της με τα δικά του μα σύντομα τα τράβηξε μακριά, αφήνοντας τα χέρια της παγωμένα.

«Χρόνια πολλά, Αμέλια», χαμογέλασε αχνά, σα να φοβόταν κάτι. «Όμορφη είσαι σήμερα».

Της φάνηκε περίεργο το σχόλιό του και δεν το έκρυψε.

«Δεν είμαι κάθε μέρα όμορφη;» γέλασε. Η αλήθεια ήταν πως ξεχώριζε με τα μακριά μαλλιά της στο χρώμα της καραμέλας, ένα χρώμα για το οποίο περηφανευόταν γιατί ήταν απόλυτα φυσικό, και τα υπέροχα διεισδυτικά ανοιχτά μελί μάτια της. Ήταν όμορφη και το γνώριζε, μα δε στηρίχθηκε ποτέ πάνω στην ομορφιά της ή τις πληθωρικές καμπύλες της. Αυτό για το οποίο ήταν πραγματικά περήφανη, ήταν το μυαλό της που πάντα την έβγαζε ασπροπρόσωπη.

«Είσαι, απλά σήμερα-»

«Έλα, σε πειράζω, ξέρεις πως ποτέ δεν ψάρεψα κοπλιμέντα και δε θα το κάνω τώρα για πρώτη φορά», τον διέκοψε χαχανίζοντας. «Πως ήταν η μέρα σου; Πεινάω σα λύκος!»

«Ναι, να παραγγείλουμε», απάντησε αφηρημένα. «Ξέρεις τι μου αρέσει, παρήγγειλε κι έρχομαι, έχω μια δουλειά».

Φερόταν τόσο παράξενα, τουλάχιστον πιο παράξενα από συνήθως γιατί ο Πιέρ είχε κάτι περίεργα ξεσπάσματα πού και πού. Σηκώθηκε από τη θέση του σα να είχε ελατήριο κι έφυγε τρέχοντας προς τις τουαλέτες αφήνοντάς τη να τον κοιτάζει ξαφνιασμένη μέχρι που χάθηκε πίσω από την πόρτα του μπάνιου. Ήταν πολύ κουρασμένη για να ασχοληθεί με τις χαζομάρες του, σκέφτηκε, και σίγουρα απλά θα ήταν κουρασμένος και νευρικός κι ο ίδιος λόγω της μέρας. Σήκωσε τον κατάλογο για να δει το μενού της ημέρας όταν ένα καμπανάκι χτύπησε μέσα στο μυαλό της. Γιόρταζαν τρία χρόνια σχέσης. Ο Πιέρ φερόταν παράξενα και ήταν πιο νευρικός από ποτέ. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από το σοκ γιατί τώρα έβγαζαν όλα νόημα.

«Θα μου κάνει πρόταση γάμου», ψιθύρισε και η καρδιά της φτερούγισε μέσα στην ευτυχία. «Χριστέ μου... θα μου ζητήσει να τον παντρευτώ!»

Χιλιάδες εικόνες πέρασαν από το μυαλό της. Είδε το γάμο τους, είδε τον εαυτό της έγκυο, να κρατάει το πρώτο τους παιδί στα χέρια της, να αγοράζουν μαζί ένα υπέροχο σπίτι... τα είδε όλα και συνειδητοποίησε πως ήθελε να τα ζήσει. Περίμενε με ανυπομονησία να χτίσει μια ζωή με τον άνθρωπο που αγαπούσε και τώρα υπήρχε μεγάλη περίπτωση το όνειρό της να γινόταν πραγματικότητα. Δαγκώθηκε για να μη γελάσει από ευτυχία και έδωσε την παραγγελία της στο σερβιτόρο που την πλησίασε. Ζήτησε δύο ποτήρια από το ακριβότερο κρασί και, φυσικά, γλυκό για το τέλος. Κάθισε καλύτερα στην καρέκλα της και ίσιωσε το φόρεμά της για να μην έχει ούτε μια ζάρα. Ήθελε να είναι όλα τέλεια!

Ο Πιέρ επέστρεψε λίγη ώρα μετά πιο νευρικός από ποτέ κι όλη αυτή την ώρα η Αμέλια εστίασε στην πανέμορφη διακόσμηση του εστιατορίου. Το ταβάνι ήταν καλυμμένο με πράσινες γιρλάντες που γύρω τους ήταν τυλιγμένα λευκά φωτάκια, ενώ δίπλα στο τζάκι στο τέρμα του μαγαζιού, στεκόταν μεγαλοπρεπές ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο που ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Το τζάκι άναβε και ζέσταινε τον χώρο. Ήταν το τέλειο μέρος για μια πρόταση γάμου.

Το φαγητό τους ήταν ήδη σερβιρισμένο όταν ο Πιέρ κάθισε στη θέση του. Δε μίλησε, τα μάγουλά του ήταν κόκκινα και προτίμησε να πέσει με τα μούτρα στο φαγητό αντί να κάνει κουβέντα. Η Αμέλια χαμογέλασε με κατανόηση. Δε θα έπρεπε, όμως, να είναι τόσο νευρικός γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να του πει όχι. Ήταν έτοιμη να ακούσει την πρόταση γάμου που θα της έκανε και ήταν πανέτοιμη να του πει ένα μεγάλο 'ναι' γιατί αυτό ήθελε.

«Νιώθεις καλά; Δεν έχεις πει κουβέντα εδώ και ώρα, ενώ έφαγες το φαγητό σου μέσα σε πέντε λεπτά. Ανησυχώ», του είπε, εντέλει, γιατί δεν άντεχε να τον βλέπει σε αυτή την κατάσταση.

Ταράχτηκε, δεν περίμενε πως θα επισήμανε την περίεργη συμπεριφορά του γιατί συνήθως ήταν διακριτική και τον άφηνε να της μιλήσει όταν ήθελε αυτός, μα ήταν λες και έπαθε μετάλλαξη και δεν μπορούσε να το αγνοήσει πια.

«Απλά είναι πράγματα που σκέφτομαι και δεν μπορώ να διαχειριστώ», αποκρίθηκε, αποφεύγοντας να της πει τι ακριβώς τον προβλημάτιζε.

«Μπορείς να μου πεις τα πάντα, ξέρεις πως νοιάζομαι για σένα και πως είμαι πάντα δίπλα σου». Άφησε έναν κοφτό λυγμό που την τρόμαξε, έμοιαζε λες και πάλευε να μη βάλει τα κλάματα. «Πιέρ, δεν ξέρω τι σου συμβαίνει αλλά συμπεριφέρεσαι παράξενα. Μήπως θες να μου πεις κάτι;»

Ήλπιζε πως μπορούσε να τον βοηθήσει να βρει το κουράγιο να της μιλήσει. Δεν του έκανε καλό που αντιδρούσε έτσι, ειδικά γιατί υπέφερε από το άγχος.

«Ναι, ναι, θέλω να σου πω κάτι», απάντησε ανακουφισμένος. Η Αμέλια χαμογέλασε για να του δώσει θάρρος να συνεχίσει. «Ξέρεις πως νιώθω για σένα, έτσι;»

«Βεβαίως, αλλά είναι πραγματικά όμορφο να ακούω να μου λες πως νιώθεις».

«Σε σέβομαι και σε θαυμάζω, σε θεωρώ καλή μου φίλη και άνθρωπο στον οποίο μπορώ να βασιστώ».

Το χαμόγελό της πάγωσε. Καλή φίλη; Άκουσε καλά; Την αποκάλεσε καλή φίλη;

«Ε... ευχαριστώ, υποθέτω».

«Σε εκτιμώ, είσαι μοναδική», συνέχισε, με δισταγμό.

«Να 'σαι καλά. Δεν καταλαβαίνω που το πας», γέλασε νευρικά.

«Αμέλια... είσαι σημαντικό κομμάτι της ζωής μου», άρχισε να της λέει, και η καρδιά της φτερούγισε. Ερχόταν η πρόταση γάμου, το ένιωθε. «Κάθε άντρας θα ήταν τυχερός να σε έχει στο πλευρό του, και είμαι σίγουρος πως θα τον βρεις σύντομα αυτόν τον άντρα».

Ο χρόνος πάγωσε. Κάπως έτσι ένιωσε μόλις ο εγκέφαλός της επεξεργάστηκε τα λόγια που ξεστόμισε. Τι άκουσε μόλις τώρα;

«Συγγνώμη, τι είπες;»

«Αμέλια, εγώ...»

«Θα βρω σύντομα αυτόν τον άντρα;»

«Ναι, εγώ...»

«Νόμιζα πως τον βρήκα ήδη αυτόν τον άντρα!» ύψωσε τη φωνή της. «Πιέρ, πίστευα πως εγώ κι εσύ-»

«Είμαι ερωτευμένος με άλλη!»

Το ξεστόμισε με τόση ευκολία που η Αμέλια άκουσε την καρδιά της να ραγίζει. Ούτε η ίδια δεν κατάλαβε πως βρήκε τη δύναμη να μείνει ψύχραιμη, να σηκωθεί από τη θέση της και να προχωρήσει ως την έξοδο για να σώσει όση αξιοπρέπεια της απέμενε. Δεν την ακολούθησε. Τουλάχιστον δεν είχε το θράσος να το κάνει και το εκτίμησε γιατί ήταν ικανή να τον ρίξει μέσα στο ποτάμι. Φόρεσε το παλτό της και βγήκε στο κρύο που την ξύπνησε για τα καλά. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως άλλαξε έτσι το βράδυ της. Περίμενε μια πρόταση γάμου και τελικά πήρε έναν ωραιότατο χωρισμό. Δεν μπορούσε να το δεχτεί αυτό... τα Χριστούγεννα μόνο καλά πράγματα της συνέβαιναν!!!

Περπάτησε για ώρα άσκοπα κατά μήκους του ποταμιού ψάχνοντας να βρει λογική σε αυτό που της συνέβη. Δεν καταλάβαινε πως φτάσανε ως εκεί, μέχρι πριν λίγες μέρες διατυμπάνιζε πόσο ερωτευμένος ήταν, πόσο την αγαπούσε, πόσο του έλειπε όταν- λόγω δουλειάς- έπρεπε να φεύγει από την πόλη για μερικές μέρες και ξαφνικά της ξεφούρνισε πως ήταν ερωτευμένος με άλλη. Φυσικά, γι' αυτό τα έλεγε όλα, για να καλύψει το γεγονός πως την απατούσε. Τα μάτια της άρχισαν να καίνε αλλά κατάφερε να πείσει τον εαυτό της να μην κλάψει, όχι ακόμα, όχι μέσα στον κόσμο. Αγνόησε τις απανωτές κλήσεις του μα ο Πιέρ δεν σκόπευε να την αφήσει σε ηρεμία. Της έστειλε ένα ηχητικό μήνυμα που η Αμέλια δίστασε να ακούσει. Μπήκε σε ένα ταξί και έδωσε τη διεύθυνσή της. Δεν έπαψε να κοιτάζει την οθόνη του κινητού της κι όταν ανέβηκε στο διαμέρισμά της, έπεσε στην παγίδα που της έβαλε ο ίδιος της ο εαυτός κι άκουσε το μήνυμά του.

Μην κάνεις έτσι, Αμέλια, δεν είσαι ανώριμη! Συμβαίνουν αυτά, λυπάμαι πολύ που ήρθαν έτσι τα πράγματα αλλά εσύ πάντα μου έλεγες πως πρέπει να ακολουθώ την καρδιά μου... ξέρω πως σε πλήγωσα αλλά θέλω μια χάρη, θέλω να έρθεις στο χριστουγεννιάτικο δείπνο των γονιών μου, να προσποιηθείς ότι είμαστε μαζί για μερικές ώρες ακόμα... θα τους το πω ότι χωρίσαμε αλλά όχι μέσα στα Χριστούγεννα γιατί σε αγαπάνε... πες ναι, σε παρακαλώ, για χάρη όσων ζήσαμε μαζί!

Τα αυτιά της βούιζαν από το θυμό που της προκάλεσε το μήνυμα. Πόσο θράσος είχε για να της ζητάει κάτι τέτοιο; Τους αγαπούσε τους γονείς του, ήταν καλοί άνθρωποι, αλλά εκείνη τη στιγμή τον Πιέρ τον σιχαινόταν. Τα πάντα την εκνεύριζαν, ειδικά οι στολισμοί μέσα στο σπίτι. Τα φωτάκια της έκαιγαν τα μάτια, το κόκκινο και το χρυσό της προκαλούσαν αηδία... δεν ήθελε τίποτα χαρούμενο στο διαμέρισμά της γιατί δεν ήταν χαρούμενη. Ήταν δυστυχισμένη. Ήταν κομματιασμένη και το χρώμα την πλήγωνε περισσότερο. Ελευθέρωσε μια κραυγή γιατί πλέον τα νεύρα της ήταν ανεξέλεγκτα, και χωρίς να το σκεφτεί, άρχισε να ξεστολίζει το σπίτι της. Δεν έκανε καν τον κόπο να βγάλει το παλτό της. Η μανία της ήταν τόση που πετούσε μέσα σε άδειες κούτες ό,τι έβρισκε μπροστά της ώσπου το σπίτι επέστρεψε στους καθημερινούς γήινους τόνους του. Η Αμέλια έριξε μια ματιά γύρω της, απογοητευμένη. Κάθισε στο πάτωμα και ξέσπασε σε κλάματα ενώ το κινητό της δε σταματούσε να χτυπάει. Το άρπαξε έτοιμη να το πετάξει στην άλλη άκρη του δωματίου αλλά προτίμησε να αντιδράσει αλλιώς στις κλήσεις του Πιέρ.

Καλά Χριστούγεννα κι άντε γαμήσου! Του έγραψε και πάτησε αποστολή. Μπορεί η καρδιά της να ήταν ακόμη κομματιασμένη αλλά τουλάχιστον ένιωσε λιγάκι καλύτερα. Έβγαλε ένα μπουκάλι από το αγαπημένο της κρασί, από το ψυγείο, και άρχισε να πίνει- δε σκόπευε να σταματήσει μέχρι να ξεραθεί στον καναπέ. Μόνο έτσι θα μαλάκωνε ο πόνος της. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top