Εκείνη η μέρα ξημέρωνε διαφορετική και σημαδιακή και ας έδινε την εντύπωση της χαρμόσυνης και ομαλής για την Βαλσαμία. Δεν θα μπορούσε ούτε να φανταστεί τις ερινύες που θα την κυνηγούσαν από στιγμή σε στιγμή.
Τα είχαν κανονισμένα όλα, τα εισιτήρια και γενικότερα τα διαδικαστικά για τη μετανάστευση τους στην μακρινή χώρα. Η Βαλσαμία στη πραγματικότητα έδωσε ψεύτικες και ανέφικτες για τήρηση υποσχέσεις στην ανιψιά της πως τάχα θα έλεγε την αλήθεια στον σύζυγο της, για να την κάνει να ηρεμήσει. Για την ακρίβεια όμως, το μόνο που θα έκανε θα ήταν να άφηνε ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στον άντρα της, χωρίς πολλές ειλικρίνειες και επεξηγήσεις της αλήθειας σχετικά με τον Ροδόλφο και την επιρροή του στη ζωή της.
Δεν είχε σκοπό να πει τίποτα στον Αδαμάντιο και δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα η έντονη λύπη και απογοήτευση του όταν θα τον παρατούσε. Όποια αρνητική σκέψη ήθελε να κάνει για αυτήν ας έκανε, από τη στιγμή που η ίδια θα ταξίδευε και θα ξεκινούσε την καινούρια ζωή της στο πλάι του άντρα που αγαπούσε μοναδικά στον κόσμο, της έφτανε για να αντιμετωπίζει τα πράγματα θετικά, αισιόδοξα και ας τα μετέφραζαν οι άλλοι οι σώφρονες τίμιοι ''επιπόλαια''.
Το συμβάν που ερχόταν θα έκανε την Βαλσαμία να μετανιώσει οικτρά, όχι μόνο για τα ψέματα της προς τον άντρα της αλλά και προς την αγαπημένη της Νεφέλη η οποία θα δοκιμαζόταν σκληρά απ τη μοίρα...
[...]
Η Νεφέλη παρευρέθηκε στο σπίτι μιας ξαδέρφης του Ροδόλφου καθώς την είχαν καλέσει για μεσημεριανό φαγητό. Η επικοινωνία μεταξύ του Ροδόλφου, της Βαλσαμίας, της ξαδέρφης του και της Νεφέλης συνοδευόταν από το άκουσμα της απαλής τζαζ μουσικής στο κήπο και μια γενικότερη ευχάριστη ατμόσφαιρα που θύμιζε τον τρόπο ζωής αμερικάνικων οικογενειών της υπαίθρου και συγκεκριμένων προαστίων έξω απ τις μεγαλύτερες πολύβουες πόλεις επικρατούσε.
Ο Ροδόλφος κάποια στιγμή έκανε μια πρόταση στη Νεφέλη χωρίς να πάρει πρωτοβουλία να του το ζητήσει καν η ξαδέρφη του. Το κορίτσι ανυποψίαστο και αφελώς δέχτηκε να τον ακολουθήσει μέχρι την αποθήκη επειδή χρειαζόταν τη βοήθεια της: ήθελε να συλλέξουν και να πακετάρουν σε κουτιά ορισμένα παιχνίδια τα οποία του άνηκαν τον καιρό που έπαιζε με την συνομίληκη ξαδέρφη του.
Τώρα όμως η εποχή των παιδικών του αναμνήσεων του πέρασε ανεπιστρεπτί, επομένως δεν υπήρχε λόγος να κρατάνε άλλο τα παιχνίδια στην σοφίτα-για τη συντήρηση της νοσταλγίας τους και την τήρηση της παράδοσης ενός εθίμου των προγόνων τους ως ένδειξη σεβασμού προς εκείνους-αλλά αντιθέτως μπορούσαν να τα στείλουν σε ορφανοτροφεία και παιδιά προερχόμενα από οικογένειες με οικονομικές δυσχέρειες.
Την στιγμή που η Νεφέλη περιεργαζόταν με τρυφερότητα τα αμέτρητα παιχνίδια επειδή της θύμιζαν τα δικά της, σχολίασε με γλύκα καλοσύνης στη φωνή: «πόσο χαίρομαι για το ότι τόσα πολλά παιχνίδια θα παραδοθούν στα χέρια παιδικών ψυχών τα οποία δεν υπήρξαν τυχερά στη ζωή τους και αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στη ζωή των αυστηρών οικοτροφείων.
Ή έστω... εύχομαι ορισμένα απ αυτά τα ιδρύματα να μην είναι στερημένα από αγάπη » Χωρίς να το καταλάβει πότε το τόλμησε ο αγαπημένος της θείας της, ένιωσε τα χείλη του να εισβάλλουν στα δικά της κάνοντας την να δυσφορήσει και να νιώσει σιχασιά.
Ο άτιμος και βρομερός άντρας-αρπακτικό σήκωσε το στρίφωμα του φορέματος της και την άγγιξε παραλίγο σε σημεία ανεπίτρεπτα, κάνοντας τη να τρομάξει και να βάλει τα κλάματα. Εκείνη τον απέτρεψε με τη κοφτή κατεύθυνση του χεριού της.
«Φοβάσαι κ τρέμεις...αλλά πόσο με τρελαίνεις και δεν έχανα ευκαιρία να θαυμάζω την ομορφιά σου σήμερα Νεφελάκι » την έριξε με δύναμη στο παγωμένο πάτωμα της αποθήκης.
« Μπορεί να είσαι παρθένα αλλά συντομα θα χάσεις αυτό το πολύτιμο πραγμα που φυλάς, σου εγγυώμαι ότι θα απολαύσεις τον έρωτα μου, αυτό που ετοιμάζομαι να σου κάνω » της είπε λάγνα και στη συνέχεια πρόσθεσε: « μη τολμήσεις να φωνάξεις για βοήθεια »
Θα σου κανω έρωτα και εσύ δεν θα βγαλεις μιλιά.
Επειτα θα γυρίσουμε στη τραπεζαρία και θα φοράς το εύθυμο προσωπείο σου, θα το παίζεις δηλαδή χαρούμενη σε όλους για να μην κινήσουμε υποψίες. Δεν θα με εκθέσεις και μη τυχόν μιλήσεις για οποιοδήποτε θέμα αν δεν σου απευθύνω το λόγο, κατάλαβες; » τη ρώτησε αδίστακτα.
Η Βαλσαμία περνούσε έξω απ την αποθήκη επειδή κάτι περίεργο μέσα στη διαίσθηση του κεφαλιού της, τη παρακινούσε σαν ένστικτο . Μόλις πήρε το αυτί της κάτι περίεργους ψιθύρους, το μυαλό της σήμανε συναγερμό και δεν έχασε χρόνο. Αναγκάστηκε να σπρώξει με δύναμη τη πόρτα και με τη δεύτερη φορά την άνοιξε...για να αντικρίσει ένα σοκαριστικό θέαμα...
Ο άντρας τον οποίο είχε εξιδανικεύσει και ετοιμαζόταν για χάρη του να θυσιάσει τη συζυγική της πίστη και αφοσίωση, βρισκόταν πάνω από το νεανικό κορμάκι της ανιψιάς της, σαν αιμοδιψή θηρίο που ήταν αποφασισμένο να μην δείξει κανένα έλεος. Η Νεφέλη ένα αθώο δύστυχο μικρό κορίτσι οδύρονταν και ένιωθε σαν να ερχόταν το τέλος του πιο πολύτιμου πράγμα που φυλούσε, την κοριτσίστικη της 'τιμή'.
Όμως η πραγματικότητα τη διέψευσε απρόσμενα, χωρίς να την αφήσει καλά καλά να αντιδράσει. Τα πάντα ταρακουνήθηκαν μέσα σε μερικά δραματικά κλάσματα του δευτερολέπτου.
Το χτύπημα που δέχτηκε ο Ροδόλφος από το πορτατίφ ήταν ισχυρό με αποτέλεσμα να πέσει αναίσθητος στο πάτωμα. Η Νεφέλη σηκώθηκε απ το πάτωμα και παρατήρησε εμφανώς τρομαγμένη την θεία της μετά το σοκ που πήγε να βιώσει από την απόπειρα βιασμού.
« Πάμε να φύγουμε από αυτό το μέρος όσο πιο νωρίς γίνεται. Έλα, δώσε μου το χέρι σου » της το έτεινε αποφασιστικά η Βαλσαμία. Η Νεφέλη της το πρόσφερε και βγήκαν από την αποθήκη με πόδια που έτρεμαν και ταυτόχρονα ανέπτυσσαν ταχύτητα.
« Σε ευχαριστώ θεία που με έσωσες και με βοήθησες. Πίστευα πως θα αντιδρούσες άσχημα και δεν θα με υπερασπιζόσουν, όταν θα με έβλεπες κοντά στον κύριο Ροδόλφο επειδή θα θεωρούσες πως του ρίχτηκα. Δεν έκανα τίποτα τέτοιο θεία, σε διαβεβαιώ » της επεξηγούσε σχεδόν ικετευτικά η κοπέλα.
«Το ξέρω ότι δεν του ρίχτηκες κοριτσάκι μου, σώπα. Εκείνος ο παλιάνθρωπος αχρείος πήγε να πάρει τη ευάλωτη γλυκιά αθωότητα σου. Δεν θα εχω καμία αντίσταση και δισταγμό να τον εξολοθρεύσω, αν τολμήσει να σου επιτεθεί ξανά. Δεν έφταιγες σε τίποτα »
« Όχι θεία δεν αξίζει να πας φυλακή γι αυτόν, δεν θέλω να σε χάσω. Μην προβείς σε καμία εγκληματική ενέργεια σε παρακαλώ »
Οι δύο τους κρύφτηκαν λίγο αργότερα στον ξενώνα μιας συγγενούς της Βαλσαμίας, το μοναδικό μέρος που αποτέλεσε το καταφύγιο τους, ιδανικό και όχι πολύ μακρινό σε απόσταση με το αυτοκίνητο και ένα από τα λίγα μέρη για τα οποία η Βαλσαμία δεν είχε μιλήσει στον Ροδόλφο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top