2.5 Ευλυγισία στην εκφραστικότητα - 'Ασκήσεις Ύφους'

«Η δημιουργικότητα είναι έξω απ' τα κουτάκια. Μα πρέπει πρώτα να μάθουμε τα κουτάκια», -Βαγγέλης Κωνσταντινίδης

2.5 Ευλυγισία στην εκφραστικότητα - 'Ασκήσεις Ύφους'

Στο προηγούμενο κεφάλαιο, αναφέραμε ότι ο τρόπος έκφρασης κάθε συγγραφέα είναι μοναδικός. Στο παρόν κεφάλαιο θα προσθέσω ότι πολλές φορές ο συγγραφέας ταυτίζεται με τον αφηγητή αναπόφευκτα. Στην επέκτασή του, αυτό σημαίνει ότι διαβάζοντας κανείς ένα βιβλίο, αν είναι παρατηρητικός, συναισθηματικά ευφυής κι έχει και μερικές γνώσεις ψυχανάλυσης, θα καταλάβει ουκ ολίγα για τον άνθρωπο πίσω από το βιβλίο: πώς βλέπει τον κόσμο, πώς βλέπει τον εαυτό του και τους άλλους, κατά πόσο αντιλαμβάνεται και συναισθάνεται όσα γράφει και πολλά, πολλά άλλα. Κι όλα αυτά διότι όταν γράφουμε, ακουμπάμε πάνω στο κείμενό μας ένα κομμάτι της προσωπικότητάς μας, είτε το κάνουμε εσκεμμένα, είτε όχι. Δεν σας το λέω για να σας τρομάξω και ν' αρχίσετε ν' ανησυχείτε για το τι συμπεράσματα μπορεί να βγάλει για εσάς ο κάθε αναγνώστης. Όπως έχουμε ξαναπεί, τα συμπεράσματα του αναγνώστη εξαρτόνται κατά το πλείστο από τον ίδιο. Και οι περισσότεροι αναγνώστες δεν προσπαθούν να καταλάβουν την ψυχολογική κατάσταση του συγγραφέα, παρά βιώνουν την επιρροή των δικών τους συναισθημάτων μέσω του έργου με το οποίο έρχονται σε επαφή. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το αποτύπωμά σας μένει στο έργο σας. Και το ότι μένει στο έργο σας αποτελεί ένα από τα πιο υπέροχα κομμάτια της συγγραφής!

Όσον αφορά τώρα το ίδιο το έργο, υπάρχουν αναρίθμητοι τρόποι με τους οποίους μπορεί να παρουσιαστεί. Ο όγκος των πληροφοριών, της περιπλοκότητας και του βάθους που θα δώσουμε στο δημιούργημά μας θα εξαρτηθεί από τους εξής παράγοντες:

1) το λογοτεχνικό είδος που θα επιλέξουμε
Το αναφέραμε και προηγουμένως ότι το λογοτεχνικό είδος μας 'κατευθύνει' στο πώς θα διαχειριστούμε την έκφραση και τις περιγραφές μας. Συνηθίζεται να έχουμε άλλη ατμόσφαιρα σε μια σκηνή ρομαντική, άλλη σε μια σκηνή κωμική, άλλη σε μια σκηνή θρίλερ. Φυσικά, δεν αποκλείουμε την πρωτοτυπία να ξεφύγει κανείς από τα κουτάκια αυτά και να δημιουργήσει ατμόσφαιρα δυσανάλογη με το είδος, αλλά όπως μας λέει κι ο στιχουργός Βαγγέλης Κωνσταντινίδης στην ατάκα που σας έχω στην αρχή του κεφαλαίου, για να βγούμε έξω από τα κουτάκια, πρώτα πρέπει να μάθουμε τα κουτάκια.

2) το κοινό στο οποίο θέλουμε να απευθυνθούμε
Ποια είναι η ηλικία του κοινού μας; Ποιο είναι το μορφωτικό του επίπεδο; Πόση φαντασία διαθέτει; Όλα αυτά καλούμαστε να τα λάβουμε σοβαρά υπόψιν. Ο αντικειμενικός σκοπός μας είναι να τραβήξουμε και κυρίως να κρατήσουμε την προσοχή του κοινού μας. Για να τον πετύχουμε, πρέπει να ξέρουμε πώς θα επικοινωνήσουμε την ιστορία μας σε αυτό το κοινό. Κι ο τρόπος επικοινωνίας θα διαμορφωθεί αλλιώς αν θέλουμε να περάσουμε το μήνυμά μας σε παιδιά, αλλιώς σε μεγάλους και πάει λέγοντας.

3) το πλαίσιο της εποχής στην οποία διαδραματίζεται
Το ύφος της αφήγησης, η οπτική του αφηγητή, ο τρόπος που περιγράφει και φυσικά οι διάλογοι μεταξύ των χαρακτήρων εξαρτώνται άμεσα από την εποχή! Θα περιγράψουμε αλλιώς το φαινόμενο μίας κοπέλας που βγαίνει έξω φορώντας μίνι φούστα αν η ιστορία διαδραματίζεται στη δεκαετία του 1930, αλλιώς στην δεκαετία του 1960, αλλιώς σήμερα, το 2024. Η προσαρμογή των παραπάνω και ακόμα των κοινωνικών αντιλήψεων, του χιούμορ και της αργκό της κάθε εποχής μπορεί να μας βάλει στο ιστορικό πλαίσιο πολύ καλύτερα από το να αναφέρουμε απλώς πως 'ήταν εκείνη η χρονιά που συνέβη το τάδε ιστορικό γεγονός'.

4) η ισορροπία μεταξύ ρεαλισμού και τρέλας
Βασίζεται η ιστορία μας περισσότερο στο να παρουσιάσει τα γεγονότα αυστηρά όπως θα γινόντουσαν στην πραγματική ζωή ή τα βλέπει μέσα από ένα πλαίσιο πιο 'καρτουνίστικο', θα λέγαμε, όπου μπορούν να γίνουν οι μεγαλύτερες ανατροπές και τα πιο τρελά πράγματα; Έχει μεγάλη σημασία αν ένα έργο εξελίσσεται σύμφωνα με τη λογική ή σύμφωνα με τη φαντασία ή σε μία ισορροπία των δύο. Παραδείγματος χάρη, αν θέλουμε να παρουσιάσουμε έναν κύριο με τον υπηρέτη του σε ρεαλιστικό πλαίσιο, θα είναι και οι δύο σοβαροί, ο υπηρέτης θα μιλάει με σεβασμό στον κύριο, γιατί από αυτόν πληρώνεται και θα φροντίσει να κάνει τα καθήκοντά του όσο το δυνατόν πιο σωστά για να συνεχίσει να εργάζεται. Αν τους παρουσιάσουμε σε ένα πιο τρελό πλαίσιο, ο υπηρέτης θα μπορούσε να έχει χιούμορ, να πειράζει τον κύριό του κάνοντάς του φάρσες και ο τρόπος που μιλάνε ο ένας στον άλλον να θυμίζει περισσότερο δύο καλούς φίλους, παρά την σχέση αφεντικού και υπαλλήλου.

5) η δική μας, εσωτερική ανάγκη
Ίσως το σημαντικότερο από τα πέντε. Τι έχουμε ανάγκη να βγάλουμε προς τα έξω και πού έχουμε ανάγκη να πάμε, χρησιμοποιώντας την ιστορία μας σαν μονοπάτι; Θέλουμε να εκφράσουμε τη θλίψη μας; Ή μήπως θέλουμε να ξεφύγουμε από τη θλίψη μας; Επιθυμούμε να πάμε πίσω στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας ή να ταξιδέψουμε βαθιά στα σκοτεινότερα μονοπάτια της ανθρώπινης διαστροφής; Αποζητάμε τη σύνδεση με άλλους ανθρώπους, παρουσιάζοντας στο έργο μας ένα προσωπικό θέμα που μας απασχολεί και πιστεύουμε ότι θα απασχολεί κι άλλους; Ή μήπως να καταγγείλουμε ένα κοινωνικό φαινόμενο που μας εξοργίζει; Ζητάμε μήπως να πάμε σε εναν κόσμο πιο όμορφο, πιο μαγικό, πιο περιπετειώδη; Σας αφήνω να το σκεφτείτε και μόνοι σας, μιας κι οι απαντήσεις είναι πάρα πολλές για να τις γράψω όλες εδώ. Το μόνο που θα σας αναφέρω είναι πως σε κάθε περίοδο της ζωής μας η εσωτερική ανάγκη που μας ωθεί στη συγγραφή είναι διαφορετική. Μπορεί να μην είναι προφανής στο κείμενο για τους άλλους, αλλά εμείς μπορούμε να το καταλάβουμε.

Υπάρχουν συγγραφείς που γράφουν εξαιρετικά απλοϊκά, σαν να λένε ένα παραμύθι κι άλλοι που διεισδύουν πολύ βαθιά σε μπερδεμένες έννοιες σε σημείο που δεν ξέρεις αν διαβάζεις μυθιστόρημα ή φιλοσοφικό δοκίμιο. Και το ένα και το άλλο έχουν τη χρησιμότητά τους κι εμπίπτουν στους πέντε παράγοντες που αναφέραμε. Αυτό σας το λέω γιατί έχω βρεθεί και στα δύο αυτά 'αντικρινά στρατόπεδα'. Είναι και τα δύο δύσκολα στο να γραφούν, αλλά παράλληλα και το ένα και το άλλο 'γεμίζει' αποτελεσματικά το δικό του 'κενό': νιώθω μεγάλο θαυμασμό και συγκίνηση απέναντι στις ιστορίες που απευθύνονται σε παιδιά και που καταφέρνουν με τόση καθαρότητα κι ευθύτητα να μεταφέρουν όμορφα μηνύματα, ψυχαγωγώντας παράλληλα το κοινό τους. Επίσης, έχω νιώσει έντονα το αίσθημα της κάθαρσης διαβάζοντας πολύπλοκα κείμενα που βολιδοσκοπούσαν σφαιρικά όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής και μιλούσαν για λεπτά ζητήματα που δύσκολα θα μπορούσε να εκφράσει κάποιος. Το συμπέρασμά μου: όλα έχουν κάτι να μας δώσουν και σαν συγγραφείς και σαν αναγνώστες, εφόσον είναι τοποθετημένα εκεί όπου είναι ταιριαστά. Γι' αυτό κρατήστε το μυαλό σας ανοιχτό και μη βιάζεστε ν' απορρίψετε τίποτα!

Πόσο διαφορετική ατμόσφαιρα, συναισθήματα και συμπεράσματα μπορεί να βγάλει μία σκηνή με βάση την εκφραστικότητα: Πάρα πολύ! Για να σας το αποδείξω, θα σας γράψω μερικές σκηνές-παραδείγματα, χρησιμοποιώντας μία ατάκα από το θεατρικό έργο του Γρηγόριου Ξενόπουλου, 'Στέλλα Βιολάντη'. Η ατάκα είναι: «Να, ο Χρήστος ο Ζαμάνος, ο γιος του πολυαγαπημένου μου φίλου, μου έκανε το ονόρε να μου γυρέψει τη Στέλλα. Και με βεβαιώνει πως και η Στέλλα, λέει, δεν θα πει όχι» και την λέει ο Παναγής Βιολάντης, ο πατέρας της Στέλλας. Όσοι έχετε υπόψιν το έργο, γνωρίζετε και τι πατέρας είναι ο Παναγής Βιολάντης και γιατί λέει ό,τι λέει. Αλλά αυτή τη στιγμή δεν μας ενδιαφέρει, αφού θα χρησιμοποιήσουμε την ατάκα του με εναλλακτικούς τρόπους, σε εναλλακτικές καταστάσεις. Για να δούμε, λοιπόν, τι μπορεί να προκύψει:

Χαρούμενος:
Ο Παναγής με το ζόρι βάσταγε τον ενθουσιασμό του: όλοι γύρω του, κυρίως η Μαρία, η γυναίκα του, τον κοίταζαν με περιέργεια, έχοντας καταλάβει ότι κάτι τους έκρυβε. Το βλέμμα του έπεσε μια στιγμή στη Στέλλα, που είχε το κεφάλι της κατεβασμένο. Από το ελάχιστο που κατάφερνε να διακρίνει το πρόσωπό της, είδε ότι τα μάγουλά της ήταν κόκκινα. Μικρή κατεργάρα, σκέφτηκε. Ντρέπεσαι τον παπάκη σου, ε; Ντρέπεσαι να του πεις 'παπάκη μου, ερωτεύτηκα.' Τι νομίζεις τάχα; Ότι θα σε μαλώσω; Μόνο το καλό σου θέλω, τζόγια μου. Το τελευταίο που είπε από μέσα του τον έπεισε. Αρκετά είχε σωπάσει. 

«Να...», άρχισε να λέει με ύφος δήθεν διστακτικό, απαντώντας στις τουλάχιστον δέκα φορές που η Μαρία τον ρώτησε τι συμβαίνει. «...ο Χρήστος ο Ζαμάνος, ο γιος του πολυαγαπημένου μου φίλου», συνέχισε, υπενθυμίζοντάς της ποιος ακριβώς ήταν ο Χρήστος Ζαμάνος. Με την άκρη του ματιού του είδε τη Στέλλα να μαζεύεται τρομαγμένη και να κοκκινίζει περισσότερο στην αναφορά του ονόματος του νέου. Από μέσα του χαμογέλασε. «...μου έκανε το ονόρε να μου γυρέψει τη Στέλλα! Και με βεβαιώνει πως και η Στέλλα, λέει, δεν θα πει όχι!», κατέληξε να φωνάζει χαρούμενος, αφήνοντας επιτέλους ελεύθερο τον ενθουσιασμό του και ξεσηκώνοντας και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ν' αντιδράσουν χαρούμενα. Η Στέλλα τον κοίταξε στα μάτια έκπληκτη. Ο πατέρας της τής χαμογέλασε με στοργή. Ήθελε να τη ρωτήσει αν αγαπούσε τον Χρηστάκη κι αν ήθελε πράγματι να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της μαζί του. Όμως η απάντηση ήταν φανερή από την ευτυχία που ακτινοβολούσε στο χαμόγελό της. Το ήξερε κι ο ίδιος: αν και φτωχός, ήταν καλό παλικάρι ο Ζαμάνος και θα την αγαπούσε ολόψυχα. Έσκαγε από ευγνωμοσύνη και υπερηφάνεια που η κόρη του διάλεξε σύζυγο υπολογίζοντας με την καρδιά της κι όχι με το χρήμα. Συγκινημένος, την αγκάλιασε και της έδωσε την ευχή του.

Τι έχουμε εδώ; Έναν πατέρα καλό, στοργικό, αλλά και λίγο παιχνιδιάρη, που νοιάζεται για την ευτυχία της κόρης του. Έχουμε επίσης ένα ζεστό, οικογενειακό κλίμα. Τι άλλες εναλλαγές θα μπορούσαμε να δούμε;

Θλιμμένος
Δεν μίλησε καθόλου κατά την ώρα του βραδινού. Έφαγε στα γρήγορα δυο-τρεις μπουκιές κι αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαρα αμίλητος. Οι άλλοι δεν πολυέδωσαν σημασία, άλλωστε γνώριζαν καλά ότι ο Παναγής Βιολάντης δεν ήταν άνθρωπος της κουβέντας κι ειδικά στο τραπέζι. Μόνο η Μαρία έκανε εμφανή τον προβληματισμό της με μια γκριμάτσα που φρόντισε να μην περάσει απαρατήρητη από τον σύζυγό της. Μόλις τελείωσε με το μάζεμα του τραπεζιού, μπήκε κι αυτή στην κρεβατοκάμαρα, αποφασισμένη να μάθει τι τον απασχολούσε. Τον βρήκε να στέκεται μπροστά στο παράθυρο, με το φως του φεγγαριού να φωτίζει ψυχρά το πρόσωπό του. Άρχισε να της μιλάει μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της, πριν εκείνη προλάβει ν' ανοίξει τη συζήτησή. 

«Να, ο Χρήστος ο Ζαμάνος, ο γιος του πολυαγαπημένου μου φίλου...», ξεκίνησε μ' έναν αναστεναγμό, τονίζοντας όσο μπορούσε πιο ειρωνικά τη λέξη 'πολυαγαπημένου'. Η Μαρία ανατρίχιασε: ήξερε πόσο μισούσε ο άντρας της εκείνο το τιποτένιο κάθαρμα, τον Ζαμάνο, που του είχε φάει τόσα λεφτά στη δουλειά και που τον εκβίαζε για να μην τον καταγγείλει. Σίγουρα ένα τέτοιο κάθαρμα θα 'χε γίνει κι ο γιος του, εκείνος ο χαραμοφάης τηλεγραφητής, που κάθε βδομάδα κόρταρε άλλο κοριτσόπουλο. Η αποστροφή της στην τελευταία υπόθεση δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση μ' αυτήν που ένιωσε στα επόμενα λόγια του άντρα της: «...μου έκανε το ονόρε να μου γυρέψει τη Στέλλα», αποκάλυψε εκείνος κι ένα μικρό ξεφωνητό ξέφυγε της γυναίκας του. Μα δεν το άκουσε, αφού του ίδιου του ξέφυγε ένας λυγμός. «Και με βεβαιώνει πως και η Στέλλα, λέει, δεν θα πει όχι». Η Μαρία δεν μπορούσε να πιστέψει στ' αυτιά της. Πώς ήταν δυνατόν η αγαπημένη της Στέλλα να 'θελε να παντρευτεί αυτόν τον ανάξιο; Ποιος ξέρει με τι δόλο ξεγέλασε ο νεαρός Ζαμάνος την αθώα κόρη τους! Τι ψέματα για αγάπες και λουλούδια! Ή μήπως την απείλησε, όπως έκανε ο πατέρας του με τον Παναγή; Η Μαρία πλησίασε τον άντρα της, που έχοντας αφήσει πίσω όλους τους τύπους, έκλαιγε. Τον αγκάλιασε παρηγορητικά. Έπρεπε να κάνουν κάτι! Έπρεπε να μιλήσουν στο παιδί τους, να δουν πώς το έβλεπε η Στέλλα και να την προστατεύσουν προτού μπλέξει μ' εκείνη την άτιμη οικογένεια.

Εδώ πάλι έχουμε έναν πατέρα που ναι μεν νοιάζεται επίσης για την κόρη του, αλλά είναι και σε μια πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Η ατάκα είναι η ίδια, αλλά σε αντίθεση με πριν, εδώ το κλίμα είναι πιο βαρύ και οι συνθήκες διαφορετικές. Μήπως προσέξατε και κάτι άλλο; Πολύ σωστά, ενώ πριν ο αφηγητής εστίαζε την οπτική του στον Παναγή, τώρα την εστίασε στην Μαρία. Τα είδαμε όλα μέσα από το πρίσμα των δικών της συναισθημάτων και σκέψεων. Ας πάμε και σε μια τρίτη εναλλακτική.

Χαιρέκακος
Έχω ήδη αδειάσει το τρίτο ποτήρι, αλλά δεν με νοιάζει! Απόψε νιώθω σαν να 'μαι στην κορυφή του κόσμου! Νιώθω σαν να 'μαι βασιλιάς! Και θα πιω και θα φωνάξω και θα κάνω ό,τι γουστάρω! Λογαριασμό δε θα δώσω κανενού! Ούτε της Μαρίας, ούτε της Νιόνιας, ούτε του θεού του ίδιου! Τα μάτια μου δακρύζουν από την κάπνα στο καπηλιό κι ήδη έχω μια ευχάριστη ζαλούρα στο κεφάλι. Α, ρε Μαράκι, σού 'φεξε! Θα καλοπεράσουμε απόψε οι δυο μας, εκτός, βέβαια, αν παραζαλιστώ και ξεραθώ κατευθείαν στον ύπνο. Το ξέρω, θα μου σκυλιάζεις αύριο που δεν τήρησα τα συζυγικά μου καθήκοντα, αλλά τι να σου κάνω ο άνθρωπος; Η αγριεμένη φάτσα της, που μου εμφανίζεται απότομα στο νου μου χαλά τα κέφια. Τσουγκρίζω ξανά με τα φιλαράκια κι αυτή τη φορά βάζω περισσότερη δύναμη για να διώξω την εικόνα της στρίγγλας από το μυαλό. Το ποτήρι του Θόδωρα κοντεύει να φύγει από το χέρι του, κάνοντάς του ένα ωραίο κρασόλουτρο. Γελάω βροντερά και οι άλλοι γελούν μαζί μου.

Το μάτι μου πέφτει τότε στον Ζαμάνο, που γελάει σα βόιδι. Με κοιτά κι αυτός και μέσα στο μεθύσι του μου κλείνει το μάτι. Εγώ το πιάνω το υπονοούμενο και χτυπάω με κρότο το ποτήρι στο τραπέζι, μπας και τους τραβήξω την προσοχή. Πιάνει. Μπορεί και να το έσπασα κι ο κάπελας να με βάλει να του τα σκάσω, αλλά βράσ' τον κι αυτόν και την ιδιοτροπία του. Λεφτά έχω! Θα πληρώσω! Ξαναστρέφω την προσοχή στην παρέα! Τρομαγμένος από το κοπάνημα, ο Θόδωρας έριξε το δικό του ποτήρι στο πάτωμα. Τον βλάκα! Εγώ θα το πληρώσω κι αυτό, αφού σκοπεύω να τα κεράσω τα χαμένα κορμιά. Αλλά, όπως είπα, λεφτά έχω! Τι ένα σπασμένο κρασοπότηρο, τι δυο;

«Να!», ρίχνω έτσι κι αλλιώς ένα φάσκελο στο Θόδωρα, που είναι σε όλα του άτσαλος και με ρεζιλεύει. Αυτός τρέμει σα βρεγμένο γατί και μου είναι αρκετή αυτή η αντίδραση ως τιμωρία. «Ο Χρήστος ο Ζαμάνος...», αναφωνώ κι όλοι στο τραπέζι με κοιτάζουν μέσ' στα μάτια, περιμένοντας σαν ευλαβείς πιστοί ν' ακούσουν πώς θα συνεχίσω. Και συνεχίζω χτυπώντας στην πλάτη του πατέρα του Χρήστου, που καμαρώνει σαν το γύφτικο σκεπάρνι. «...ο γιος του πολυαγαπημένου μου φίλου, μου έκανε το ονόρε να μου γυρέψει τη Στέλλα!», φωνάζω και τούτη τη φορά όλο το μαγαζί με ακούει. Οι φίλοι μου πανηγυρίζουν ενθουσιασμένοι. Τώρα, ενθουσιάζονται γιατί θα παντρέψω την κόρη μου; Ενθουσιάζονται γιατί υποψιάζονται το κέρασμα για τα συγχαρίκια; Ούτε ξέρω, ούτε με κόφτει! Τσουγκρίζουμε άλλη μια φορά κι ο Ζαμάνος δείχνει τρισευτυχισμένος που θα συγγενέψουμε.

«Και με βεβαιώνει πως και η Στέλλα, λέει, δεν θα πει όχι», μου 'ρχεται η αναλαμπή για όσα μου είπε ο γιος του και την πετάω αργότερα, εισπράττοντας κι άλλες επευφημίες. Εμ τι; Θα 'λεγε η Στέλλα 'όχι'; Ας τόλμαγε να φέρει αντίρρηση σ' έναν τόσο καλό γάμο! Φαίνεται ότι ο Χρηστάκης ξέρει να το βάζει καλά το χαλινάρι. Έτσι θέλουν οι γυναίκες! Χαλινάρι απ' την αρχή! Βέβαια, η Στέλλα έχει πάρει απ' τη θειά της τη Νιόνια και δεν ελέγχεται εύκολα. Άτιμο θηλυκό! Αλλά αν ο γαμπρούλης μου φανεί άξιος να της δείξει ποιος είν' ο άντρας, δεν θα 'χει πρόβλημα. Έτσι και τις περιουσίες μας θα ενώσουμε με τον Ζαμάνο και θ' απαλλαγώ κι εγώ απ' αυτό το άχρηστο πλάσμα που μου 'λαχε για πρωτότοκο. Να δοξάζει την τύχη της η Μαρία που το δεύτερο παιδί βγήκε σερνικό, αλλιώς θα την είχα πετάξει στο δρόμο πριν χρόνια. Τώρα πια ο Νταντής θα είναι ο πρώτος. Χαρά που θα κάνει ο άτιμος όταν μάθει ότι η μεγάλη αδελφή του μας κουνάει μαντήλι. Κατεβάζω με τη μία όλο το ποτήρι μου και το ρίχνω στο πάτωμα. Όπως σπάει αυτό, έτσι θα σπάσουν κι όλες μου οι σκοτούρες σύντομα. Εβίβα του Παναγή του Βιολάντη! Στην υγειά μου!

Εδώ έχουμε έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, έχουμε αυτό που στη λογοτεχνία αποκαλούν 'τύπο γκροτέσκο': έναν χοντροκομμένο και άξεστο χαρακτήρα, που όμως μπορεί να μας προκαλέσει και γέλιο κάπου-κάπου. Ο συγκεκριμένος είναι κάποιος που όχι μόνο δε νοιάζεται για το παιδί του, αλλά θέλει να το ξεφορτωθεί κιόλας. Σκέφτεται πολύ υποτιμητικά για τις γυναίκες, κάνει ό,τι του κατέβει, χωρίς να υπολογίζει ούτε τους φίλους του, ούτε κανέναν άλλο και προφανώς 'έχει τα μυαλά πάνω από το κεφάλι', που λένε. Έτσι, ενώ στα προηγούμενα δύο κείμενα είδαμε έναν Παναγή που μας ήταν συμπαθής, εδώ είδαμε έναν που μας έγινε αντιπαθής και που εύκολα θα μπορούσε να είναι ο κεντρικός κακός της ιστορίας μας. Επίσης, άλλαξε ο χώρος που διαδραματίζεται η σκηνή (πριν ήμασταν στο σπίτι, τώρα είμαστε σε ένα καπηλιό) κι άλλαξε και το είδος του αφηγητή (ενώ πριν ήταν τριτοπρόσωπος, τώρα έγινε πρωτοπρόσωπος). Η ατάκα επίσης υπόθηκε με διαφορετικό τρόπο. αφού το 'να' που λειτουργούσε επεξηγηματικά πριν, τώρα έγινε το 'να' που λέμε όταν μουτζώνουμε. Θα προσθέσω, τέλος, ότι όσο πηγαίναμε από κομμάτι σε κομμάτι, δηλαδή όσο προχωρούσαμε από το πρώτο παράδειγμα στο δεύτερο και μετά στο τρίτο, το βάθος μεγάλωνε: είχαμε πιο πολλή ανάλυση και πιο πολλές πληροφορίες.

Τι συμπέρασμα βγαίνει από τα τρία αυτά παραδείγματα: ο τρόπος και το πλαίσιο που λέμε κάτι, μπορούν να διαμορφωθούν με αμέτρητες εναλλακτικές, αρκεί να είμαστε δημιουργικοί κι ευφάνταστοι! Είναι όλα θέμα ύφους και πού αυτό επικεντρώνεται.

Όπως οι ηθοποιοί έχουν μια μεγαλύτερη ευκολία κι ένα παραπάνω 'ταλέντο' στο να παίζουν ένα συγκεκριμένο είδος ρόλου, έτσι κι οι συγγραφείς έχουν ένα αγαπημένο ύφος και τεχνοτροπία που γράφουν πιο πετυχημένα από τα άλλα. Κάποιοι, ας πούμε, έχουν έφεση στο ρομάντζο: στο να παρουσιάζουν την ιστορία ενός ερωτευμένου ζευγαριού με τέτοιον τρόπο, ώστε να κάνουν και τους αναγνώστες να νιώσουν τα συναισθήματα των ηρώων και να ευχηθούν να βρίσκονταν στη θέση τους. Άλλοι μπορεί να περιγράψουν το ταξίδι ενός ήρωα τόσο παραστατικά, που να είναι σαν να ταξιδεύουμε κι εμείς μαζί του, χωρίς καν να πλησιάσουμε την εξώπορτα του σπιτιού μας.

Ποιο είναι το δικό σας αγαπημένο συγγραφικό ύφος; Τι νομίζετε ότι είναι αυτό που το κάνει μοναδικό; Μοιραστείτε την απάντησή σας στα σχόλια από εδώ:

Κάπου σε αυτό το σημείο υπάρχει ένα πολύ σημαντικό 'όμως'. Όμως όπως ένας ηθοποιός δεν είναι δυνατόν να παίζει διαρκώς μόνο ένα είδος ρόλου, έτσι κι ο συγγραφέας δεν μπορεί να γράφει διαρκώς μόνο μ' ένα ύφος. Ο καθορισμένος τρόπος παιξίματος στην υποκριτική ονομάζεται στον κόσμο του θεάτρου 'μανιέρα', που στα ιταλικά θα πει 'τρόπος'. Όπως η λέξη 'τρόπος' δεν έχει ούτε θετική, ούτε αρνητική χροιά, έτσι δεν έχει και το να 'ειδικεύεται' κάποιος σε κάτι, είτε αυτό είναι ρόλος, είτε είναι λογοτεχνική έκφραση. Όλοι έχουμε κάτι που μας είναι λίγο πιο εύκολο από τα άλλα και ναι, το αγαπάμε περισσότερο. Το κακό είναι να μην είμαστε καλοί σε τίποτα άλλο και να επαναπαυόμαστε σε αυτό που γράφουμε καλά και μόνο σ' αυτό!

Στην αρχή θα το γράψουμε και θα είναι πολύ καλό! Θα ξαναγράψουμε κάτι παρόμοιο μία, δύο, πέντε, δέκα, είκοσι φορές και μετά τι; Θα γίνει ανιαρό και για τους αναγνώστες, αλλά και για εμάς! Κι επειδή οι ιστορίες έχουν μέσα πολλές καταστάσεις, πολλά συναισθήματα, πολλούς χαρακτήρες κι όλα αυτά ανακατεύονται μεταξύ τους, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να δοκιμάζουμε νέα πράγματα! Νέα είδη, νέες ατμόσφαιρες, νέους τρόπους αφήγησης και πάει λέγοντας. Να είμαστε, με άλλα λόγια, ευλύγιστοι! Κάποια από όσα θα δοκιμάσουμε ενδεχομένως να μην μας πάνε τόσο, αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ αν δεν δοκιμάσουμε. Αν δεν δούμε με θετικό μάτι πράγματα που δεν δοκιμάσαμε ποτέ και που ίσως να είμαστε αρνητικοί απέναντί τους. Σας διαβεβαιώ ότι μόνο κερδισμένοι θα βγείτε δοκιμάζοντας διαφορετικούς τρόπους γραφής: θα σιγουρευτείτε ακόμα περισσότερο γι' αυτό που αγαπάτε, θα βρείτε και κάτι άλλο που θα αγαπήσετε και θα εξελιχθείτε ως καλλιτέχνες, διευρύνοντας τους ορίζοντές σας! Για να δούμε τώρα, πώς μπορούμε να δοκιμάσουμε καινούρια πράγματα και να πλουτίσουμε τη 'συγγραφική μας γκαλερί'...

ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΟ:

Η σημερινή μου πρόταση έχει να κάνει με ένα πραγματικά απίθανο και μοναδικό βιβλίο που γράφτηκε από τον γάλλο συγγραφέα Ραιημόν Κενώ και δημοσιεύτηκε το 1947. Η υπόθεσή του; Ο πρωταγωνιστής επιβαίνει σ' ένα λεωφορείο. Εκεί βλέπει έναν νεαρό με αλλόκοτη εμφάνιση να διαπληκτίζεται με έναν συνεπιβάτη του. Πιο μετά, ξαναβλέπει τον ίδιο νεαρό έξω, μαζί με έναν φίλο του, που τον συμβουλεύει να ράψει ένα ακόμα κουμπί στο πανοφόρι του. 'Αρκετά απλοϊκό κι όχι ενδιαφέρον', θα γυρίσει κάποιος να μου πει, αλλά μη βιάζεστε! Η συγκεκριμένη ιστοριούλα που, όπως καταλάβατε, είναι μικρή, παρουσιάζεται μέσα στο βιβλίο 'Ασκήσεις Ύφους' γραμμένη όχι με έναν, όχι με δύο, όχι με δέκα, αλλά με εκατό διαφορετικούς τρόπους! Ναι, καλά διαβάσατε! Εκατό διαφορετικούς τρόπους, που ποικίλουν στο ύφος, στην οπτική, στην αφήγηση και την παρουσιάζουν σε ό,τι τρελό πλαίσιο μπορείτε να φανταστείτε! Ας δούμε μερικά δείγματα:

Η αρχική παρουσίαση της ιστορίας:
'Σ' ένα λεωφορείο της γραμμής S. Συνωστισμός. Ένας τύπος γύρω στα είκοσι έξι, καπέλο μαλακό με μια πλεξούδα στη θέση της κορδέλας, πολύ μακρύς λαιμός σα να του τον είχανε τραβήξει. Κόσμος κατεβαίνει. Ο περί ου ο λόγος αρπάζεται μ' ένα διπλανό του. Τον κατηγορεί πως τον σπρώχνει κάθε φορά που κάποιος θέλει να περάσει. Τόνος κλαψιάρικος με κακές διαθέσεις. Καθώς βλέπει να ελευθερώνεται ένα κάθισμα, τρέχει και κάθεται.

Δυο ώρες αργότερα, τον ξαναβλέπω στην Κουρ ντε Ρομ, μπροστά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ. Είναι μαζί μ' ένα φίλο του που του λέει: «Πρέπει να ράψεις άλλο ένα κουμπί στο παλτό σου». Του δείχνει πού (στο πέτο) και γιατί.'

Η υποκειμενική άποψη:
'Δεν ήμουν διόλου δυσαρεστημένος με το ντύσιμό μου εκείνη τη μέρα. Πρωτοφορούσα ένα παρδαλούτσικο καπέλο κι ένα παλτό, για το οποίο πολύ καμάρωνα. Μπροστά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ συνάντησα τον Χ που προσπάθησε να μου χαλάσει το κέφι, θέλοντας να μου αποδείξει πως το παλτό μου ήταν πολύ ανοιχτό στο πέτο και πως θα 'πρεπε να προσθέσω εκεί ένα κουμπί. Πάλι καλά που δεν τόλμησε να θίξει το καπέλο μου.

Λίγο νωρίτερα, έβαλα όπως έπρεπε στη θέση του ένα παλιοτόμαρο, που το 'κανε επίτηδες να με ξενυχιάζει κάθε φορά που περνούσε κόσμος, ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας. Αυτό συνέβη σ' ένα από κείνα τα βρωμερά λεωφορεία που πήζουν στη λαϊκούρα ακριβώς εκείνες τις ώρες που είμαι υποχρεωμένος να τα χρησιμοποιώ.'

Κι άλλη υποκειμενική άποψη: 
Ήταν σήμερα δίπλα μου στο λεωφορείο ένα από κείνα τα μυξιάρικα που, ευτυχώς, εκλείπουν σιγά σιγά, γιατί καμιά μέρα θα σκότωνα κανένα από δαύτα. Ο λεγόμενος, ένα τσογλάνι γύρω στα είκοσι έξι, τριάντα, μου την έδινε πολύ, όχι μόνο για το μακρύ λαιμό του σαν ξεπουπουλιασμένης γαλοπούλας, αλλά και γιατί είχε στο καπέλο του αντί για κορδέλα ένα λεπτό μελιτζανί κορδόνι. Α το κάθαρμα! Πόση αηδία μου προκαλούσε! Όπως λοιπόν είχε πολύ κόσμο στο λεωφορείο εκείνη την ώρα, έβρισκα την ευκαιρία, κάθε φορά που στριμωχνόμασταν για να κατέβει ή να ανέβει ο κόσμος, να του χώνω τον αγκώνα μου στα παΐδια του. Στο τέλος μου την κοπάνησε, πάνω που ήμουν έτοιμος να του τραβήξω ένα ξεγυρισμένο ξενύχιασμα. Θα του 'λεγα ακόμα, μόνο και μόνο για να τον φτιάξω, πως το παλτό του ήταν πολύ ανοιχτό στο πέτο.'

Ομοιοτέλευτο: 
Ένα μεσημέρι, μέσ' στο καλοκαίρι, μπήκα στο S για να με μεταφέρει στου Σαμπερέ τα μέρη. Δεν φυσούσε αγέρι κι όπως είχε μαζευτεί εκεί μέσα ένα ασκέρι, κινδύνευα να κολλήσω μπέρι μπέρι. Ακούω ένα μακρυχέρη, λιγνό σαν αγιοκέρι, να βρίζει κάποιον: «μαουνιέρη», για τα πλήγματα που του επιφέρει και που τον κάνουν να υποφέρει. Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει, καταλαβαίνοντας πως είναι χαμένος από χέρι, παρατά το νταραβέρι και, ενώ όλος ο κόσμος επιχαίρει, την κοπανά σαν περιστέρι.

Τον ξαναείδα πιο πέρι, έξω απ' το σταθμό του Σαιν Λαζέρι, που 'χε ανοίξει κουβεντέρι για το πέτο στο παλτέρι.'

Σονέτο:
'Ένας φτωχοταλαίπωρος, που θύμιζεν απάχη,
μ' ένα καπέλο παρδαλό και με λαιμό μακρύ,
περίμενε — τι βάσανο! — στη στάση ένα πρωί,
να 'ρθει το λεωφορείο του για να ριχτεί στη μάχη.

Σα στάθη ομπρός του τ' όχημα, μέσα του είπε «όρμα!»,
τι η απαντοχή τον έλιωσ' ώσπου νά 'ρθει εκείνο το S,
και νιώθοντας πρωτόγνωρες και άγριες ηδονές,
έδωσε μια και βρέθηκε στου κήτους την πλατφόρμα.

Αλίμονο όμως του 'λαχε μπροστά του ένα γομάρι,
που μια, δυο, τρεις δεν άντεξε, τον έβρισε αφού
σε κάθε απότομη στροφή του πάταε το ποδάρι,

μα πήε και κάθισε μακριά, να διαλυθούν τα νέφη.
Αργότερα, ένας φίλος του, στην πόρτα ενός σταθμού,
για ένα μικρό σκατόκουμπο του χάλασε το κέφι.'

Ιταλισμοί:
'Κοντά στο μετσοτζόρνο ήρθε το λεωφορέττο. Αβάντι! είπα μέσα μου και μ' ένα σάλτο ήμουνα τροβάτος στο γκρίζο μαρσεπιέτο του. Εκεί είδα ένα τζόβενο σαν αρλεκίνο: λούνγκος σαν κατσαβίδι και πάνω στην τέστα του φορούσε ένα καπέλο με γαρνιτούρα μία τρέσα. Ξαφνικαμέντε, τα 'βαλε με τον βιτσίνο του (ένα σινιόρε ντελικάτο, όλο φινέτσα), γιατί — λέει — του πατούσε τα ποδαρίνια του. Καπάτσος όμως καθώς ήτανε, μόλις είδε ένα καθισματίνο λίμπερο, πήγε πρέστο να ριποζάρει τον καβάλο του.

Ντόπο δυο ωρίνες, τον ξαναείδα τον κανάγια. Ήταν στην πιάτσα Σάντο Λάζαρο, κομπανία μ' ένα αμίκο του τάλε κουάλε, που του 'δινε κονσίλιες για ένα μποτόνι στο παλτό του.

Φινάλε."

Αμερικανισμοί:
'Ένα ντέι, γύρω στο νούνι, πάνω στο μπούσι που μας πήγαινε στο Σαμπερέι, λουκάρω ένα τζούνιορ σαν κλόουν: το νέκι του ήταν δέκα ίντσες και στο χάτι του είχε αντί για ριμπόνι ένα στρίνγκο. Στα ξαφνικέισιον, ο τζούνιορ έγινε φουντούκια κι ακιουζάρισε ένα τζέντλεμαν πως του πάταγε τα φούτια. Πριν όμως ο άλλος του δώσει κάνα σουτ και τον βγάλει μπι-ελ-αρ, διάλεξε ένα άδειο τσέρι σ' ένα κόρνερ και βγήκε άουτ.

Δυο ώρες αργότερα, πήρα ένα νέο σοκ: είδα ξανά τον σταρ του σκετς έξω απ' το μπαρ της Κουρ ντε Ρόουμ. Ήταν μ' ένα φρέντι του του ίδιου σεξ, που του 'δινε οπίνιες για το κολάρο της ρεντιγκότας του.'

Χωριάτικο:
'Ελόου μας, ματάκια μ', διν ίχαμ' αυτούνα τα χαρτάκια με τσ' αριθιμοί απού παν', αλλά στου καρ' ανιβίκαμ' που να μην έσωνε. Μουόλις πατήσαμ' του πόδι μας (τι πατήσαμ' δηλαδή, που λέει ο λόγος — πιτάμεν' ήμασταν), τι ζούληγμα ήταν δαύτου γιόκα μ', τι στριμουξίδ'! Δουόσαμ' τα χριέματ' δόξα να 'χει ου Κύριους μη μας πουν και τιέπουτ', κάναμ' μια γυρουβουλιά μι τ' ματ' και τι βλέπουμ' μαθές: ίνα ντ'ρεκ' ίσαμ' κει παν' μι κατ' λαιμά κι ίνα καπέλου Βαγγελίστρα μ'! Του καπέλ' εί­χε τριγύρ' μια πλιεξούδ'! Και τι τούνα τσίμπησε κει που καθόντανε, γυρνάει μαθές κι λέει κατ' λόγια στουν κύριου που 'ταν σμα 'τ κι μια κι δυο ιπίγ' κι καθ'σ.

Τι βλέπουν τα ματάκια μας στην πολ'! Αμ δι σ' είπ'! Που τουν ματάδαμ' το ντ'ρεκ! Μπρουστά σ' ίνα μεγάααλου σπιτ' που κι ιγώ διν ξέρου τι 'ντουνα, να τους πάλ' πάαινε κι ιρχούντανε μ' ιν' άλλου ντ'ρεκ ίδιου μπόι κι αμ τι θαρρείς που του 'κρέεν τ' άλλου ντ'ρεκ ίδιου μπόι; Του 'κρεν «αυτούν' τ' κουμπί πριέπ' να τ' ράψ' λίγου πιου παν' να σ' χαρώ». Σ' αρσ'; Αυτά του 'κρεν' του ντ'ρεκ τ' άλλου ντ'ρεκ ίδιου μπόι.'

Μάγκικο:
'Νταν μεσημέρι καβαλάω το ες. Σκάω τα λεφτά ως είναι φυσικόν και προχωράω στα παραμέσα. Να σου που λες κι ο δικός σου, ένας φιόγκος μ' ένα σβέρκο σα τηλεσκόπιο κι ένα σπάγκο στην καπελαδούρα. Εγώ το κόβω το παιδί να πούμε γιατί έχει χάζι, όταν όλως αιφνιδίως γυρνά στον παραδίπλα και του τη βγαίνει ούτω πως: Λίγη προσοχή δε βλάφτει, πάτα και λίγο λεωφορείο, πώς μου ξηγιέσαι έτσι, κοντεύεις να μου δώσεις τα νύχια μου στο χέρι, και ούτω καθεξής. Πάνω που αδειάζει όμως μια θέση, γίνεται μπουχός και μην τον είδατε.

Διελθών αργότερα της Κουρ ντε Ρομ, τον ξαναπαίρνει ο οφθαλμός μου να 'χει πιάσει λακριντί μ' έναν άλλο φιόγκο, σουλούπι τάλε κουάλε. Και τι γυρνάει ο δικός του και του λέει! Να ράψει κι άλλο ένα κουμπί άμα λάχει στο μπαρντεσού του!'

(μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης)

Το βιβλίο αυτό, που κατ' εμέ αποτελεί μεγάλη έμπνευση και παράδειγμα δημιουργικότητας, σας συνιστώ να το διαβάσετε οπωσδήποτε! Όπως είδατε, είναι πολύ ευχάριστο στην ανάγνωση. Τα κακά νέα είναι ότι, επειδή είναι σχετικά παλιά η έκδοση, είναι δύσκολο να το βρείτε στα βιβλιοπωλεία σε απτή μορφή. Τα καλά είναι ότι υπάρχει ολόκληρο δωρεάν στο ίντερνετ, σε μορφή PDF από το monoskop:

Βρείτε το εδώ: https://monoskop.org/images/3/3a/Queneau_Raymond_%CE%91%CF%83%CE%BA%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CF%8D%CF%86%CE%BF%CF%85%CF%82.pdf

Κι αφού μπορείτε να έχετε όλοι πρόσβαση σε αυτό το βιβλίο, προτείνω να το μελετήσετε, γιατί σε αυτό βασίζεται η σημερινή μας άσκηση!

ΑΣΚΗΣΗ: 'Ασκήσεις Ύφους'

Θα σας γράψω μία μικρή ιστορία. Αφού την αντιγράψετε πάνω-πάνω στην άσκησή σας, θέλω να την ξαναγράψετε με τουλάχιστον πέντε διαφορετικούς τρόπους! Δηλαδή πέντε ιστορίες, που η καθεμία θα έχει για τίτλο το είδος του τρόπου που επιλέξατε, όπως γίνεται και στο βιβλίο του φίλου μας του Κενώ. Βάλτε τη φαντασία σας να δουλέψει, σκεφτείτε τα μέρη στα οποία θα μπορούσατε να δείτε το παρακάτω κείμενο, πειραματιστείτε με ύφη και λογοτεχνικά είδη που μπορεί να σας αρέσουν ή και να μην σας αρέσουν και θα εκπλαγείτε από τα αποτελέσματα που θα προκύψουν! Οι ιστορίες σας μπορούν να είναι περισσότερες από πέντε, αν έχετε έμπνευση και το θέλετε, αλλά όχι λιγότερες από πέντε. Φροντίστε επίσης να μην πέσετε στην παγίδα του να μοιάζουν μεταξύ τους.

Η αρχική παρουσίαση της ιστορίας:
Βγαίνω από την είσοδο της πολυκατοικίας μου στα Κάτω Πατήσια γύρω στις 11 το πρωί και βλέπω μία κυρία με ροζ ψάθινο καπέλο, ηλικίας γύρω στα πενήντα, να τρακάρει μ' έναν περαστικό. Ο περαστικός, με ύφος αποδοκιμαστικό κι ειρωνικό, τη ρωτά αν δεν βλέπει μπροστά της. Εκείνη τον αγνοεί και φεύγει.

Δύο ώρες αργότερα, ξαναβλέπω την ίδια κυρία σ' ένα ζαχαροπλαστείο στο Γαλάτσι, να ρωτά αν έχουν πάστες αμυγδάλου. Ο υπάλληλος ρίχνει μια ματιά στη βιτρίνα του ψυγείου και της απαντά ότι τελείωσαν.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΑΣΚΗΣΗΣ:

Προφητεία:
Καθώς τα κύματα στην κλεψύδρα του χρόνου χωρίζονται, το μέλλον αποκαλύπτεται: η σωτηρία της υφηλίου θα έρθει σ' εμάς με τη μορφή μιας πεντηκονταετούς γυναίκας. Πήλο ρόδινο θα φορά και θα βαδίζει στης ζωής τη στράτα αγέρωχη κι ανώτερη από τα άλλα πλάσματα. Εξ αρχής θε να 'ναι φανερή η θεϊκότητά της. Μα αλίμονο! Ο κόσμος μας θα 'χει ξεχάσει πια πώς να κρίνει τους καλούς απ' τους κακούς ανθρώπους! Η προφητεία λέει πως μια μέρα κρίσεως θ' απαντήσει έναν άνδρα ο οποίος, εχθρευόμενος τη θεϊκή ταυτότητά της, θα της μιλήσει με μένος, θα την κάνει να νιώσει άδικα την οργή, θέτοντας σε κίνδυνο ολάκερη την άνθρωπότητα. Η αιθέρια ύπαρξη, αν και δεν θα απαντήσει στην άδικη επίθεσή του, θε να βρεθεί εξαιτίας της στου πειρασμού τα λημέρια.

Θε να βρεθεί σε έναν τόπο σκοτεινό, μα παραπλανητικά φωτισμένο με ποικιλόχρωμες λάμψεις χίλιες, όπου όντα κοιλιόδουλα προμηθεύονται γλυκές παραισθήσεις, επιθυμώντας μάταια να λησμονήσουν τη δύσκολη ζωή τους. Η μεσσίας θα πέσει για λίγο στον βούρκο της ακολασίας, ζητώντας να προμηθευθεί και 'κείνη τον απαγορευμένο καρπό. Μα... Όπως ένας άνθρωπος με την κακία του την οδήγησε εκεί, ένας άνθρωπος με την καλοσύνη του θα τη γλιτώσει: δεν θα της επιτρέψει να παραστρατήσει! Ο απαγορευμένος καρπός θα έχει σωθεί, όπως θα την πληροφορήσει ο ευγενής άνδρας που θα εργάζεται εκεί: ένας άνδρας διαφορετικός από τον προηγούμενο, που χάρη στη δική του παρέμβαση, ο κόσμος θε να σωθεί!

Ανυπομονώ να δω πόσο διαφορετικά θα παρουσιάσετε εσείς τα γεγονότα αυτών των δύο μικρών παραγράφων! Είμαι σίγουρη ότι θα είναι και διασκεδαστικό και οφέλιμο για εσάς!

📚✍️📚✍️📚✍️📚✍️📚✍️

Μην ξεχάσετε να προσθέσετε το βιβλίο αυτό στη βιβλιοθήκη σας, για να ενημερώνεστε κάθε φορά που ανεβαίνει καινούργιο κεφάλαιο! Κι αν έχετε σχόλια, απορίες ή συγκεκριμένα ζητήματα που θα θέλατε να λύσετε, γράψτε τα μου και θα προσπαθήσω να σας βοηθήσω σε ένα μελλοντικό κεφάλαιο!

Μέχρι τότε, παραμείνετε δημιουργικοί!!! 💜

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top