Μέρος 5ο
Ειρήνη
Σάββατο πρωί! Παρά την κούραση μου είπα να ξυπνήσω νωρίς και να ετοιμάσω πρωινό στη γιαγιά μου η οποία με ανέχεται εδώ και λίγες μέρες. Έφτιαξα καφέ και έψησα τηγανίτες. Συνταγή της μαμάς μου την οποία εφάρμοσα με επιτυχία χωρίς να κάψω και να καταστρέψω κάτι. Θυμήθηκα τότε τους γονείς μου, στους οποίους δεν είχα μιλήσει εδώ και δύο μέρες. Παρότι ούτε εκείνοι είχαν μπει στον κόπο να μου τηλεφωνήσουν. Υπό άλλες συνθήκες, αν για παράδειγμα έμενα στο σπίτι κάποιας φίλης μου, το κινητό μου δεν θα είχε σταματήσει να χτυπάει. Πάντως να μην ξεχάσω να τους τηλεφωνήσω για να δω πως πάει η μετακόμιση. Έχω περιέργεια να μάθω πως θα είναι το καινούριο μου δωμάτιο. Δεν ζήτησα κάτι εξεζητημένο, όπως ήταν και πριν αλλά όλο και κάποια διαφορά θα υπάρχει.
Κατά τις 8 ξύπνησε η γιαγιά μου και όταν μπήκε στην κουζίνα και είδε τις ετοιμασίες, συγκινήθηκε. Είναι κάπως μοναχικός άνθρωπος από τότε που πέθανε ο παππούς μου. Έχουν περάσει πολλά χρόνια. Ήμουν πολύ μικρή τότε και δεν με αδικεί κανείς που δεν τον θυμάμαι, παρά μόνο από τις φωτογραφίες. Είναι από την πλευρά της μαμάς μου. Οι γονείς του μπαμπά μου είναι εξαφανισμένοι. Κάποτε, κάπου είχαν τσακωθεί απότι μου έχουν πει (δεν ξέρω αν όντως ισχύει) και έχουν χαθεί εντελώς από τη ζωή μας. Μόνο στην αρχή της χρονιάς μας στέλνουν ένα χρηματικό ποσό το οποίο καλύπτει τα γενέθλια όλων των μελών της οικογένειας αλλά ο μπαμπάς το δέχεται με βαριά καρδιά. Δεν λέει τίποτα αλλά το ξέρω πως θα προτιμούσε να έχει μια διαφορετική σχέση με τους γονείς του. Δεν θυμάμαι καν να τους έχω γνωρίσει ή να έχω δει ποτέ φωτογραφία τους και όποτε πάω να αναφέρω κάτι για αυτούς πάντα μου αλλάζουν το θέμα.
Χάρηκα πολύ που της άρεσαν. Της πασπαλίσαμε με μέλι και μετά αφού φάγαμε, ανέβηκα στο δωμάτιό μου και κοίταξα το κινητό μου. 1 νέο μήνυμα. Από τη Φαίη:
‘’Σήμερα θα έρθω να σε πάρω κατά τις 7 και θα πάμε Παγκράτι. Φόρα κάτι ωραίο! Ποτέ δεν ξέρεις…’’
Ωχ! Είναι να μην βάλει κάτι στο μυαλό της η κολλητή μου. Κατάλαβα τι είχε σχεδιάσει γι’ αυτό και από τη χαρά μου ένιωθα λες και είχα πεταλούδες στο στομάχι μου. Της απάντησα:
‘’Φαίη δεν παίζεσαι! Είσαι καταπληκτική! Λαβ γιου! Όμως δεν έχω τι να φορέσω…’’. Μόλις το έστειλα μου απάντησε:
‘’Θα σου βρω εγώ’’. Φάνηκε πως ήταν αποφασισμένη να δει την κολλητή της ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ με ένα αγόρι και θα χαιρόταν ακόμα περισσότερο αν βοηθούσε. Παραλίγο όμως να ξεχάσω το πιο βασικό. Δεν μου αρέσει! Νομίζω…
Παρόλα αυτά όλη μέρα σκεφτόμουν το αποψινό ‘’ραντεβού’’. Η ώρα δεν περνούσε με τίποτα. Γυρνούσα από εδώ και από εκεί χωρίς να με χωράει ο τόπος. Έκανα ένα ντους και κατά το μεσημεράκι και λούστηκα και για να φαίνονται πιο ωραία τα μαλλιά μου, δεν τα στέγνωσα αλλά τα έκανα κοτσίδες για να είναι πιο ωραία και φυσικά μετά.
Η ώρα περνούσε αργά και βασανιστικά. Όταν επιτέλους έφτασε 6:30 χτύπησε το κουδούνι. Αφού καλωσόρισα τη Φαίη, την πήγα γρήγορα στο δωμάτιό μου λέγοντας πως άργησε.
Η Φαίη έβγαλε έξω όλα τα ρούχα. Μπλούζες, παντελόνια, φούστες και ζακέτες απλωμένα από το κρεβάτι μέχρι και πάνω στο γραφείο. Κι εγώ θα έκανα το ίδιο νωρίτερα αλλά δεν ήθελα να δείξω πως καίγομαι για την αποψινή συνάντηση.
Θα έβαζα τα μαύρα allstarμου φυσικά και ένα τζιν με σκισίματα. Στο τι μπλούζα θα βάλω υπήρξε μεγάλη διαφωνία. Εγώ ήθελα να βάλω ένα απλό μπλουζάκι, ενώ η Φαίη μία γκρι στράπλες μπλούζα με μαύρη ζακέτα από πάνω. Μπορώ να πω ότι η ιδέα με ενθουσίασε αλλά δεν ήθελα να υποχωρήσω τόσο γρήγορα. Στο τέλος φυσικά έβαλα ότι αποφάσισε η Φαίη και άφησα τα μαλλιά μου κάτω όπως είχα αποφασίσει και πραγματικά ήταν υπέροχα. Με έβαψε κιόλας και μόλις τελείωσα με το makeoverμου παρατήρησε σχολαστικά το αποτέλεσμα.
‘’Ουάου! Δεν σε έχω ξαναδεί πιο όμορφη’’ αναφώνησε.
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως είχε δίκιο.
‘’Πάμε πια’’ είπα. Είχα αγχωθεί τόσο πολύ που δεν άκουγα το τι έλεγε η Φαίη, ούτε και τους χτύπους της καρδιάς μου. Πρέπει να ηρεμήσω. Να δω εκεί πως θα μπορέσω να είμαι. Θα κοκκινίσω και θα γίνω ρεζίλι.
-‘’Ηρέμησε βρε ερωτοχτυπημένη! Όλα καλά θα πάνε’’ είπε αφού κατάλαβε τι σκεφτόμουνα.
-‘’Αυτό να το πεις όταν δεν θα μπορώ να μιλήσω από το άγχος μου’’ απάντησα.
Φτάσαμε πια. Είχαμε ραντεβού μπροστά στα VillageCinemasκαι μετά θα πηγαίναμε για καφέ. Ευτυχώς που έχω και την κολλητή μου μαζί. Κατεβήκαμε από το αμάξι, χαιρετήσαμε τη μαμά της Φαίης που μας έφερε ως εδώ και προχωρήσαμε προς το σημείο συνάντησης. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και ούτε που κατάλαβα πως φτάσαμε . Ναι, ήταν εκεί. Με το τζιν του και το πράσινο μπλουζάκι του, το μπλε μπουφάν του (απ’ότι φαίνεται δεν είμαι η μόνη που κρυώνει) και τα φθαρμένα αθλητικά του. Τόσο όμορφος. Εκεί. Ο χρόνος για μένα σταμάτησε. Άρχισα να κοιτάζω τα πανέμορφα μελί του μάτια. Άδικος κόπος. Κανένας δεν θα μπορούσε να με προσγειώσει πια στην πραγματικότητα. Μόνο η φωνή του. Έτσι όπως τον κοιτάζω χαμένη, βλέπω την κολλητή μου να τρέχει να φιλάει ένα αγόρι που άνηκε στην τετράδα. Με δυσκολία αναγνώρισα το πρόσωπό του. Ήταν ο Στέφανος. Ένας συμμαθητής του Μάρκου, όμως τι σχέση έχει με τη Φαίη;
Έμεινα να τους κοιτάζω έκπληκτη.Τώρα θυμήθηκα. Μου τα εξηγούσε όλα με λεπτομέρειες στο αυτοκίνητο αλλά εγώ δεν την άκουγα. Ότι κάτι τρέχει με τον κολλητό του Μάρκου, το Στέφανο. Όχι λάθος! Ότι τα είχανε φτιάξει. Είμαι η χειρότερη φίλη. Η κολλητή μου ήταν τόσο χαρούμενη γι’ αυτό το λόγο και εγώ ενδιαφερόμουνα μόνο για τον εαυτό μου.
Πήγα και της ψιθύρισα ‘’Συγνώμη’’ και μου απάντησε: ‘’Συγχωρεμένη! Τώρα διασκέδασε’’ και μου έκλεισε το μάτι. Αυτό θα έκανα.
<<Αναγκαστικά>> αφήσαμε το ζευγαράκι να προχωρήσει μπροστά ενώ εμείς μείναμε πίσω και αρχίσαμε να μιλάμε.
-‘’Τελικά πώς πήγε η μετακόμιση’’ μου είπε χαμογελώντας και κοιτάζοντας με στα μάτια. Αχ αυτά τα μάτια…
Ειρήνη συγκεντρώσου
-‘’Μια χαρά. Ακόμα όμως δεν έχουμε τελειώσει’’ απάντησα.
-‘’Δεν πειράζει!’’ μου είπε και άλλαξε την κουβέντα λέγοντας: ‘’Τελικά το τζιν το αγόρασες;’’
-‘’Ναι φυσικά! Ευχαριστώ για τη βοήθειά σου πάντως’’ του απάντησα. Ωχ! Άρχισα να κοκκινίζω!
Μην κοκκινίζεις…
-‘’Τίποτα’’ μου απάντησε χαμογελώντας.
Μέχρι στιγμής η συζήτηση μας δεν είχε τόσο ενδιαφέρον όσο περίμενα αλλά ήτανε μία αρχή για να σπάσει ο πάγος. Έτσι κι αλλιώς ήτανε η πρώτη φορά που μιλούσαμε πρόσωπο με πρόσωπο σαν φυσιολογικοί ερωτευμένοι άνθρωποι.
-‘’Το φόρεσα την Παρασκευή αλλά εσύ έλειπες μάλλον, έτσι δεν είναι;’’ Συνέχισα.
-‘’Ναι! Έπρεπε να κάνω μία εργασία για τη Φυσική’’ είπε.
Οι πηγές μου τελικά δεν ήταν λανθασμένες…
Και κάπως έτσι συνεχίστηκε η κουβέντα μας χωρίς πολλές εκπλήξεις. Το ένα θέμα έφερνε το άλλο και έτσι έμαθα διάφορα πράγματα για τον εαυτό του και εκείνος για μένα. Για πρώτη συζήτηση που κάναμε δεν περίμενα κάτι παραπάνω αλλά σιγά σιγά ανοιγόμασταν και φάνηκε πως συμπαθούσαμε ο ένας τον άλλον όλο και πιο πολύ. Είχαμε αφήσει τη Φαίη και τον Στέφανο μόνους τους και εμείς είχαμε δημιουργήσει το δικό μας πηγαδάκι. Και για τι δεν είπαμε… Για τους καθηγητές, για το σχολείο, για τα παιδιά, για το μπάσκετ (Όχι πως γνώριζα πολλά, απλά τον άφηνα να μιλάει και εγώ συμφωνούσα) και γενικά ότι έφερνε η κουβέντα. Εγώ πάντως ήμουνα ευχαριστημένη! Και για όλα αυτά μιλήσαμε για κανένα δεκάλεπτο μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας.
Καθίσαμε σε μία καφετέρια. Η Φαίη και ο Στέφανος καθίσανε στον έναν καναπέ, ενώ εγώ με τον Μάρκο στον άλλον. Δεν μιλούσαμε τόσο πολύ σαν τετράδα αλλά ο καθένας με τον διπλανό του. Προσωπικά δεν με χάλαγε καθόλου. Ήταν όμως κάπως άβολη η κατάσταση όταν προσπαθείς να μιλήσεις με αυτόν που σου αρέσει και η φίλη σου φιλιέται ακατάπαυστα με το αγόρι της.
Παρόλο που ήταν τέλη Μαρτίου, ήπια έναν κρύο καφέ γιατί αν έκανα το λάθος να πάρω ζεστό, θα ζεσταινόμουνα με αποτέλεσμα να κοκκινίσω κι άλλο και δεν είχα άλλα περιθώρια.
Μπορεί να έχω μάθει πολλά από τις φίλες μου και τις σχέσεις τους τόσο καιρό και να γνωρίζω πώς να ανταπεξέλθω σε μία συγκεκριμένη κατάσταση αφού κιόλας τις συμβουλεύω τι να κάνουν αλλά στην πραγματικότητα ακόμα δεν έχω αποβάλλει το τρακ μου και γενικά την αγωνία που έχω όταν μιλάω με ένα αγόρι, γι’ αυτό και βέβαια κοκκινίζω. Ήταν λες και όλα όσα έλεγα ή έπρεπε να κάνω απλά δεν μου έβγαιναν. Η καρδιά λειτουργούσε αυθαίρετα από το μυαλό. Φυσικά και συμβαίνει σε όλα τα κορίτσια από την αρχή αλλά με τον καιρό συνηθίζουνε. Εγώ πάλι είχα καιρό να βρεθώ σε μία τέτοια θέση, μιας και μετά από τον Θάνο δεν είχα ξαναδώσει σημασία σε κανέναν και δεν ήμουνα πολύ καλά προετοιμασμένη. Ένα ελάττωμα όμως που έχω είναι πως έτσι όπως μιλούσαμε κοιτούσα συνέχεια μέσα στα μάτια του με αποτέλεσμα να φεύγω τελείως από την πραγματικότητα και να χάνομαι μέσα στο βλέμμα του. Γι αυτό και κάποιες φορές κόλλαγα και δεν ήξερα καν για ποιο πράγμα μου μιλούσε. Δεν το κάνω επίτηδες, απλά δεν καταλαβαίνω πως το κάνω. Αν και δεν θέλω. Τουλάχιστον με σώζει το χαμόγελό μου…. Χαμογελώντας κρύβεις όλα τα άλλα συναισθήματα που αισθάνεσαι εκείνη τη στιγμή και δείχνεις στον άλλον πως περνάς καλά μαζί του και σου αρέσει η παρέα του. Γι’ αυτό λένε πως το χαμόγελο είναι το κρυφό όπλο μιας γυναίκας. Κάπου χρησιμεύει και σε μένα τελικά.
Ξαφνικά μου λέει:
-‘’Είσαι πολύ όμορφη σήμερα! Δεν σε έχω συνηθίσει έτσι αλλά σου πηγαίνει!’’
Αν και χαμένη στις σκέψεις μου, σιγά μην δεν το πρόσεχα αυτό που είπε. Αλλά και να μην το έκανα, η Φαίη πρώτη φορά είχε σταματήσει αυτό που έκανε και γύρισε να μας κοιτάξει.
Με αυτό που είπε κατάφερε να με προσγειώσει στη γη και να σταματήσω να κοιτάζω έντονα τα μάτια του. Του χαμογέλασα ελπίζοντας να μην καταλάβει κανένας άλλος εκτός από εμένα την ταχυπαλμία που ένιωθα εκείνη τη στιγμή, εκτός από την Φαίη και του απάντησα:
-‘’Ευχαριστώ και να φανταστείς ότι ούτε εγώ με έχω συνηθίσει έτσι. Ιδέα της Φαίης ήτανε αυτή η μεταμόρφωση’’ είπα γελώντας ενώ η ίδια έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό της.
Κάπως έτσι πέρασε η ώρα. Η Φαίη με τον Στέφανο από δίπλα ήτανε μέσα στις γλύκες και φαίνονταν πως ήτανε ευτυχισμένοι. Και δεν με έκανε τίποτα πιο χαρούμενη από το να βλέπω την κολλητή μου ευτυχισμένη. Ενώ εγώ με τον Μάρκο ήμασταν πιο συγκροτημένοι από το ζευγαράκι. Μιλούσαμε σε φιλικό επίπεδο ακόμα αλλά κάτι μέσα μου, μου έλεγε πως θα υπάρξει κάτι παραπάνω με τον καιρό. Με τα αποφασίσαμε να πάμε στα Village για να παίξουμε μπιλιάρδο. Ιδέα των αγοριών ήταν αυτή! Δεν μας ενθουσίαζε εμάς τα κορίτσια αλλά δεν ήταν και άσχημη επιλογή. Το μόνο πρόβλημα που υπήρχε ήτανε πως ούτε εγώ ούτε η Φαίη γνωρίζαμε, αλλά τα αγόρια της παρέας επειδή δεν ήθελαν να χάσουν αυτήν την ευκαιρία αποφάσισαν να μας μάθουν. Φυσικά οι ομάδες ήταν οι γνωστές: Ειρήνη-Μάρκος, Φαίη-Στέφανος. Ο Μάρκος όπως και ο Στέφανος σαν κύριοι μας έδειχναν πώς να παίζουμε κρατώντας μας από την μέση (ειδικά εκεί η καρδιά μου είχε σπάσει), πώς να κρατάμε τη στέκα και πώς να στοχεύουμε βάζοντας τις μπάλες μέσα στις τρύπες. Δεν γνώριζα παραπάνω για να κάνω μια καλύτερη ανάλυση, αλλά στο τέλος δικαιώθηκα και εγώ και ο Μάρκος αφού ήμασταν η ομάδα που νίκησε με διαφορά. Το καλύτερο όμως για μένα ήτανε η τελευταία μπαλιά την οποία έριξα μόνη μου. Όχι πως μέσα σε μισή ώρα είχα μάθει να παίζω καλά αλλά είχα την τύχη του πρωτάρη, που έσπασε τα νεύρα της Φαίης και του Στέφανου. Επίσης έτσι κατάφερα να κερδίσω μία αγκαλιά για τη νίκη μου από τον Μάρκο σηκώνοντάς με όρθια. Έλα όμως που έχω υψοφοβία και δεν μπορώ ούτε στο απειροελάχιστο τα ύψη, με αποτέλεσμα να έχω γαντζωθεί πάνω του σαν μικρό παιδί και να τον παρακαλάω να με κατεβάσει. Δεν υπάκουσε με τη μία, όχι γιατί δεν άκουσε αλλά φάνηκε να το απολαμβάνει… Όπως και να το κάνω εγώ δεν μπορούσα να του θυμώσω αν και το προσποιήθηκα. Το κατάλαβε, χαμογέλασε αλλά δεν είπε τίποτα παρά με έπιασε από τη μέση και φύγαμε όλη η παρέα.
Δυστυχώς όταν έφτασε η ώρα να φύγουμε, φάνηκε πως όλοι μας απογοητευτήκαμε. Εκεί που κυριαρχούσε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα, ψυχρανθήκαμε. Απλά να μην τελείωνε αυτή η μέρα.
Καθώς η Φαίη αποχαιρετούσε με τον δικό της τρόπο τον Στέφανο, ο Μάρκος βρήκε την ευκαιρία να μου ζητήσει τον αριθμό μου. Δεν χρειαζόμουν και πολύ για να του τον δώσω. Αγκαλιαστήκαμε, με έσφιξε αρκετά πάνω του και φύγαμε. Στο δρόμο για την επιστροφή λίγες κουβέντες ανταλλάξαμε με την κολλητή μου επειδή η καθεμία ήταν χαμένη στο δικό της κόσμο με τον δικό της πρίγκιπα.
Όταν γύρισα σπίτι συνέχισα να είμαι τόσο χαρούμενη, που ήθελα να τα πω όλα σε όλους αλλά δεν μπορούσα ακόμα… Έπρεπε να το σιγουρέψω πρώτα. Το τελευταίο που χρειαζόμουν τώρα ήταν να κολλήσω με κάποιον που δεν με βλέπει αλλιώς παρά φιλικά.
Και τότε το είδα. Ακόμα μέσα στη σακούλα το ημερολόγιο το οποίο αγόρασα το μεσημέρι. Χωρίς να χάσω χρόνο το άρπαξα και ξεκίνησα να γράφω και με την παραμικρή λεπτομέρεια ό,τι συνέβη εκείνο το απόγευμα. Τα λόγια του, το βλέμμα του, το χαμόγελό του και ότι άλλο συναίσθημα μου προκαλούσε. Έγραφα όλη νύχτα χωρίς να έχω την παραμικρή αίσθηση του χρόνου. Όλα ήταν τέλεια.
Τέλεια. Πολύς καιρός πέρασε για να είναι όλα τέλεια. Πως μπορούν να φτιάξουν όλα σε μία στιγμή…
Τα πάντα οδηγούσαν σε ένα μοναδικό συμπέρασμα: Όντως ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Μόλις τελείωσα με το γράψιμο προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά τελικά φάνηκε δύσκολο εώς ακατόρθωτο. Είχα πεταλούδες στο στομάχι μου και το πρόσωπό του κολλημένο στο μυαλό μου. Κάτι πολύ διαφορετικό από αυτά που είχα συνηθίσει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top