Μέρος 21ο

Ειρήνη

Τα επόμενα λεπτά πέρασαν πολύ γρήγορα. Ακόμα αντηχούσε στα αυτιά μου η σειρήνα του ασθενοφόρου. Είχα χάσει παντελώς την αίσθηση του χώρου και του χρόνου και δεν ήξερα τι να κάνω. Πανικοβλήθηκα και απλά άφησα τον Πάνο να χειριστεί την κατάσταση. Όλα συνέβαιναν τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινα να παρακολουθήσω. Μάλλον έτσι αισθάνονταν οι γονείς μου όσο ήμουν στο νοσοκομείο.

Ο Πάνος από την άλλη μεριά ατάραχος και συντόνιζε τα πάντα. Τον θαύμασα για την αυτοκυριαρχία του. Πήρε τηλέφωνο το ασθενοφόρο και φρόντισε να σηκώσει την λιπόθυμη γιαγιά μου από το πάτωμα έτσι ώστε να συνέλθει λιγάκι. Χωρίς να το καταλάβω βρισκόμουν μέσα στο ασθενοφόρο κρατώντας της το χέρι και προσευχόμουν μην πάθαινε κάτι. Τα δάκρυα που έτρεχαν σαν ποτάμι εμπόδιζαν την όρασή μου.

Η αναμονή ήταν τεράστια. Οι άσπροι τοίχοι του νοσοκομείου έκαναν όλο πιο ψυχρό και αποπνιχτικό αυτό το μέρος. Μετά από το δικό μου ατύχημα δεν ήθελα να ξαναπατήσω στο ίδιο μέρος αλλά να 'μαι πάλι εδώ να ανησυχώ για το αγαπημένο μου άτομο και κανείς να με ενημερώνει για την κατάστασή της. Δεν με χωρούσε ο τόπος. Ο Πάνος είχε εξαφανιστεί για λίγη ώρα. Περπατούσα πάνω κάτω στον διάδρομο του νοσοκομείου χωρίς σταματημό. Όλο μου το πόδι είχε μουδιάσει και σε ένα βήμα χωρίς καν να το νιώσω, έπεσα κάτω φωνάζοντας από τον πόνο.

-"Ειρήνη;" άφησε γρήγορα ο Πάνος τους καφέδες που κρατούσε καθώς ερχόταν προς το μέρος μου. Με πήρε στην αγκαλιά του και με πήγε σε ένα κρεβάτι να ξαπλώσω. Καθώς με είχε σηκώσει στα χέρια του εγώ είχα γύρει στο στήθος του και έκλαιγα.

-"Πάνο;" ρώτησα σιγανά.

-"Ναι;" με κοίταξε.

-"Θα γίνει καλά;" τον ρώτησα λες και όλα εξαρτιόντουσαν από την απάντησή του.

-"Φυσικά." μου χάιδεψε τα μαλλιά.

Δεν είχα ποτέ προσέξει τα μάτια του, ούτε καν τον ίδιο. Απόρησα και με τον ίδιο μου τον εαυτό. Τα μαλλιά του σκούρα καστανά αλλά ένα γλυκό καστανό έστω και σκούρο και με έντονα ~πολύ έντονα~ γαλάζια μάτια που στο βάθος έπαιρναν μία απόχρωση του γκρίζου. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο χρώμα μάτια. Είχε καθίσει στην άκρη του κρεβατιού και με παρατηρούσε όπως έκανα και εγώ σε αυτόν.

-"Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Αφού είχες τραυματιστεί και δεν κάνει να περπατάς τόσο. Η γιαγιά σου μου το είπε." με διέκοψε απαντώντας την ερώτηση που σκόπευα να του κάνω.

-"Δεν με νοιάζει για τον εαυτό μου." του απάντησα βάζοντας μπροστά τον εγωισμό μου.

Με κοίταξε εξεταστικά πάλι και έφυγε. Τον έπιασα που και που να με παρατηρεί καθώς περνούσε απέξω με τον καφέ στο χέρι. Μέσα σε όλη την αναταραχή ξέχασα εντελώς να ειδοποιήσω τους γονείς μου. Σηκώθηκα για να πιάσω το κινητό μου που είχα ακουμπήσει στο τραπεζάκι. Παρόλο που δεν είχα πάρει την τσάντα μου μαζί, δεν πήγαινα πουθενά χωρίς κινητό. Τα πόδια μου δεν άντεξαν το βάρος μου όμως και με εγκατέλειψαν ξανά.

Μόλις άκουσε τον θόρυβο, έτρεξε ο Πάνος να δει τι συνέβη και με βρήκε φαρδιά-πλατιά στο πάτωμα. Για ακόμη μία φορά πέρασε το χέρι του στους ώμους μου και με έβαλε στο κρεβάτι.

-"Εσένα δεν είναι να σε αφήνω λεπτό μόνη" αναφώνησε και πέρασε το χέρι του από τα μαλλιά του.

-"Ήθελα το κινητό μου να τηλεφωνήσω στους γονείς μου." του απάντησα.

-"Δεν μπορούσες απλά να μου το ζητήσεις;" ειρωνεύτηκε.

-"Έδειχνες πολύ απασχολημένος με το να αποκτάς και άλλα νεύρα." του απάντησα με τον ίδιο τόνο, εννοώντας όλους τους καφέδες που είχε πιει έως τώρα.

-"Απλά μου είναι δύσκολο. Από τότε που πέθανε η γιαγιά μου δεν..." ξεκίνησε να λέει αλλά τον διέκοψε κάποια άλλη φωνή.

-"Ειρήνη μου είσαι καλά;" είπε η μαμά μου τρέχοντας να με πάρει αγκαλιά. Η αγωνία της ήταν απλωμένη στο πρόσωπό της. Είχε χλομιάσει. Ο μπαμπάς μου ακολούθησε από πίσω.

-"Είσαι καλά;" με έσφιγγε πάνω της.

-"Εγώ ναι αλλά η γιαγιά..." προσπάθησα να της εξηγήσω.

-"Όλα θα πάνε καλά. Σας είπαν τίποτα οι γιατροί;" ρώτησε ο μπαμπάς μου.

-"Τίποτα απολύτως." απάντησε ο Πάνος. Κανείς τους δεν τον είχε προσέξει και χρειάστηκα λίγη ώρα για να καταλάβουν ότι είναι ο Παναγιώτης, που η γιαγιά του έκανε παρέα με την γιαγιά.

-"Δεν μπορείς να μείνεις εδώ Ειρήνη. Πρέπει κάπου να πας γιατί εμείς θα μείνουμε εδώ όλο το βράδυ και όσο ακόμα χρειαστεί." είπε η μαμά μου

-"Άμα συμφωνείτε μπορεί να μείνει με εμένα γιατί σπίτι της και να την πάω δεν νομίζω ότι πρέπει να μείνει μόνη." πρότεινε ο Πάνος και έμεινα να τον κοιτάζω βουβή και έκπληκτη. Παραδόξως οι γονείς μου συμφώνησαν!

Μόλις ξεκουράστηκα αρκετά, φύγαμε. Κανένα νέο από τους γιατρούς, μόνο ότι βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση.

Με κρατούσε από το χέρι ο Πάνος και πήγαμε στο μηχανάκι του. Το κρύο ήταν αφόρητο και είχα γαντζωθεί πάνω του. Στην αρχή ρίγησε μόλις τον ακούμπησε.

-"Κάνε στην άκρη." του φώναξα.

-"Είσαι με τα καλά σου κοπέλα μου;" με ρώτησε ξαφνιασμένος.

-"Θέλω αέρα νομίζω ότι πνίγομαι." του είπα.

-"Δεν με νοιάζει, πάμε σπίτι και πάρε εκεί όσο αέρα θες. Είναι δύο το πρωί."

-"Καλά." μουρμούρισα.

Ξαναέβαλε μπρος τη μηχανή. Ήταν εκνευρισμένος αλλά με καταλάβαινε ήθελα να ελπίζω. Μέχρι να φτάσουμε σπίτι του εγώ είχα μισοκοιμηθεί στην πλάτη του. Δεν κατάλαβα ούτε πότε φτάσαμε, ούτε που έμενε, ούτε πώς ήταν το σπίτι του. Τίποτα απολύτως. Ένιωθα μόνο το άγγιγμα του και τη θέρμη της αγκαλιάς του. Ένιωθα ήρεμη μετά από καιρό, παρόλα αυτά που συνέβαιναν γύρω μου. Με ηρεμούσε αν και ο ίδιος ήταν όλη μέρα μέσα στα νεύρα.

Την επόμενη μέρα ξύπνησα πιο αργά απότι συνηθίζω. Ο ήλιος είχε πλημμυρίσει το δωμάτιο. Στην αρχή ξαφνιάστηκα μέχρι να καταλάβω που ακριβώς βρισκόμουν και κοίταξα εξεταστικά το δωμάτιο-διαμέρισμα. Ήταν ενιαίος ο χώρος του σαλονιού, της κουζίνας και της κρεβατοκάμαρας. Ευτυχώς που δεν ήταν και το μπάνιο. Όλα ήταν κάτασπρα λες και βρισκόμουν σε σπίτι αγγέλου ή στον παράδεισο. Και στην κουζίνα στεκόταν ο αρχάγγελος...εε ο Πάνος εννοώ. Πήγα να μιλήσω αλλά σταμάτησα. Δεν ήθελα να χαλάσω τέτοια εικόνα. Για πρώτη φορά ήταν χαλαρός αλλά όχι για πολύ ~τώρα ετοίμαζε καφέ~ και ήταν...ημίγυμνος. Η μαύρη φόρμα του ήταν η μόνη που ερχόταν σε αντίθεση με όλο το σπίτι. Δεν φορούσε μπλούζα και αναρωτιόμουν αν το έκανε επίτηδες. Έμοιαζε αψεγάδιαστος. Είχε ωραίο αθλητικό σώμα και ένα μικρό τατουάζ στα πλάγια, κινέζικο για το οποίο δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι σήμαινε. Τα σκούρα καστανά μαλλιά του ήταν αχτένιστα και ατημέλητα αλλά του ταίριαζαν. Μάλλον μόλις θα είχε ξυπνήσει και εκείνος. Δεν σήκωσε στιγμή τα μάτια του από τον πάγκο της κουζίνας αλλά όσο περνούσε η ώρα θα είχε καταλάβει πως δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια του από πάνω μου. Πάνω από όλα διακριτικότητα, μόνο τα σάλια δεν μου έτρεχαν.

-"Ξέρω ότι ξύπνησες, σήκω." είπε χωρίς καν να με κοιτάξει. Αν και προσπάθησε να ακουστεί εκνευρισμένος τον πρόδωσε το χαμόγελο του.

Σηκώθηκα λιγάκι και ακούμπησα στην πλάτη του κρεβατιού.

-"Καλημέρα και σε εσένα." είπα ειρωνικά.

-"Πώς κοιμήθηκες εχθές;" ρώτησε χωρίς ακόμα να με κοιτάει. Τόσο αποκρουστικό θέαμα ήμουν;

-"Καλά αν και δεν θυμάμαι τίποτα." δεν απάντησε και συνέχισα: "Εσύ που κοιμήθηκες;"

-"Στον καναπέ γιατί;"

-"Δεν χρειαζόταν να φύγεις από το κρεβάτι σου." του είπα.

-"Καλά τότε σήμερα θα κοιμηθώ στο κρεβάτι μου."

-"Φυσικά αφού δεν θα είμαι εδώ."

-"Νομίζεις." είπε και μου έκλεισε το μάτι.

-"Τι εννοείς;" σηκώθηκα από το κρεβάτι.

-"Θα δεις." απάντησε.

-"Τι μου φόρεσες;" σχεδόν ούρλιαξα όταν κατάλαβα ότι βρισκόμουν μπροστά του φορώντας ένα λευκό πουκάμισο, το οποίο μου ήταν μεγάλο και τα εσώρουχά μου από μέσα. Το πουκάμισο έκρυβε και δεν έκρυβε το εσώρουχό μου.

Γύρισε να με κοιτάξει για να γελάσει με το ύφος που είχα εκείνη τη στιγμή, μιας και είχα γίνει κόκκινη από τον θυμό μου αλλά απλά κόλλησε τη ματιά του πάνω μου. Με τα μαλλιά μου λιτά κάτω και το πουκάμισο να αφήνει ακάλυπτο το μεγαλύτερο μέρος των ποδιών μου ~όλο βασικά~ έδειξε να τα χάνει λίγο.

-"Τρέχει κάτι;" τον ρώτησα σηκώνοντας το ένα φρύδι. "Δεν έχεις ξαναδεί καμία να φοράει τα ρούχα σου;"

-"Δεν πρόκειται να σε άφηνα να κοιμηθείς στο κρεβάτι μου με αυτό το κουρέλι που φορούσες." άλλαξε θέμα χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω μου. Το διασκέδαζα με το ύφος του.

-"Με ρώτησες αν ήθελα να με ξεντύσεις;" τον ρώτησα φανερά εκνευρισμένη.

-"Δεν φάνηκε να σε ενδιαφέρει τόσο. Αντίθετα έδειξες να το απολαμβάνεις." είπε και στήριξε τους αγκώνες του στο τραπέζι ακριβώς μπροστά μου. Ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο.

-"Θα θελες Παναγιώτη. Νυσταγμένη ήμουν, όχι μεθυσμένη. Που είναι το μπάνιο;" τον ρώτησα.

-"Πρώτη πόρτα δεξιά."

Πήρα τα "κουρέλια" μου και πήγα να αλλάξω μόνο και μόνο για να του πάω κόντρα. Μου άρεσε το ρούχο του και μύριζε απίστευτα. Βγήκα από το μπάνιο φορώντας το φόρεμά μου και χωρίς παπούτσια. Κάθισα στο τραπέζι μαζί του για να φάμε το πρωινό που ετοίμασε. Ήμουν απέναντί του και κοιταζόμασταν.

-"Τι εννοούσες πριν που είπες ότι θα μείνω και σήμερα εδώ;" τον ρώτησα και έσπασα τη σιωπή.

-"Μίλησα με τους γονείς σου σήμερα το πρωί όσο εσύ κοιμόσουν." απάντησε.

-"Και γιατί δεν με ξύπνησες; Δεν φαντάστηκες ότι μπορεί να ήθελα να τους μιλήσω;" είπα αφήνοντας το πιρούνι να χτυπήσει στο πιάτο δημιουργώντας κρότο.

-"Πήγα να το κάνω αλλά σε είδα τόσο ήρεμη και το μετάνιωσα." είπε και έστρεψα τα μάτια μου προς τα πάνω με αγανάκτηση.

-"Τι σου είπαν;" τον ρώτησα χωρίς να δώσω συνέχεια στον τσακωμό που πήγα να αρχίσω.

-"Πώς θα χρειαστεί να μείνεις ακόμα κάποιες μέρες μαζί μου." απάντησε.

-"Εκτός από αυτό. Η γιαγιά μου πώς είναι;" τον ρώτησα.

-"Είχε ένα εγκεφαλικό. Τώρα είναι πιο καλά, θα περάσουμε μετά από το νοσοκομείο.

-"Εγώ θέλω τώρα." άρχισα τα πείσματα.

-"Έτσι;" είπε και έδειξε το "φόρεμα" που φορούσα. Εντάξει έπρεπε να παριστάνω τη ζητιάνα στο έργο δεν φταίω εγώ. Αν μπορούσα να τον δολοφονήσω με ένα βλέμμα, θα είχε μείνει ήδη στον τόπο.

-"Θα πάμε πρώτα από το σπίτι μου να πάρω τα πράγματά μου."

-"Έτσι;" ξαναγέλασε με την εμφάνισή μου. Έσκασα στα γέλια μαζί του. Έμοιαζε με φυσιολογικό άνθρωπο όταν δεν μου πήγαινε κόντρα. Σπάνια δηλαδή αλλά και εγώ έψαχνα κάπου να ξεσπάσω. Τον περίμενα να ετοιμαστεί και του έδωσα οδηγίες για το πώς να πάμε σπίτι μου.

Γνώμη για τον Πάνο; :D Επίσης να πω ότι τα περισσότερα κεφάλαια από εδώ και πέρα θα είναι από την μεριά της Ειρήνης γιατί σε εκείνη συμβαίνουν τα περισσότερα! Ένα μεγάλο ευχαριστώ που δείχνετε πόσο πολύ σας αρέσει το βιβλίο μου και με παροτρύνετε να γράφω ❤

~Μάρτζι

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top

Tags: #gr#tys