Μέρος 1ο
Ειρήνη
Πόσο άδειοι είναι οι δρόμοι την Πέμπτη το πρωί. Καλύτερα για να μπορέσω να ψωνίσω με την ησυχία μου. Πρώτα αγόρασα κάτι μαύρα ακουστικά ξανά, καθώς όσα αγοράζω μέσα σε δύο άντε τρεις μήνες τα έχω καταστρέψει και μετά πήγα στο εμπορικό κέντρο. Εκεί υπάρχουν τόσα πολλά μαγαζιά με τόσα υπέροχα ρούχα, όπου μία φυσιολογική κοπέλα θα εντυπωσιαζόταν και θα χανόταν ανάμεσα στα υφάσματα και στα χρώματα. Εγώ πάλι δεν είμαι έτσι. Χωρίς να προσέξω καθόλου τις βιτρίνες των άλλων μαγαζιών, κατευθύνθηκα αμέσως στο τελευταίο μαγαζί του διαδρόμου. Ένα μαγαζί με τζιν παντελόνια και σπορ μπλούζες. Ο παράδεισός μου. Δοκίμασα το παντελόνι το οποίο είχα βάλει στο μάτι εδώ και δύο εβδομάδες . Ένα απλό, σκουρόχρωμο με λίγα σκισίματα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Τα ανάλαφρα σπαστά μαλλιά μου έπεφταν στο πρόσωπό μου. Έχουν ένα έντονο καστανό χρώμα που αν κάποιος το παρατηρήσει καλύτερα είναι σαν σοκολατί. Το καλοκαίρι μάλιστα που κοκκινίζει γίνεται ακόμα πιο ωραίο. Τα μάτια μου; Ίδια απόχρωση με τα μαλλιά μου. Το σώμα μου ακόμα κι αν δεν γυμνάζομαι είναι ωραίο και λεπτό παρόλα αυτά που τρώω κάθε μέρα. Χωρίς να το προσέξω, ένα αγόρι ήρθε ξαφνικά δίπλα μου και μου είπε:
-‘’Ωραίο παντελόνι! Αγόρασέ το!’’
Τρόμαξα επειδή δεν τον είχα αντιληφθεί. Μόλις γύρισα και τον είδα κατάλαβα ότι ήταν ο Μάρκος. Ένα από τα πιο δημοφιλή αγόρια του σχολείου, τον θεωρούσα σνομπ γιατί συνήθως ένα παιδί της Β’ Λυκείου σαν κι αυτόν δεν ενδιαφερόταν να μιλήσει με τους μικρότερους, ειδικά με ένα κορίτσι της Α’ Λυκείου που δεν ήταν και από τους πιο δημοφιλείς.
Ήταν το αγόρι που μπορούσε να έχει όποια κοπέλα θέλει. Ήταν στην ομάδα ποδοσφαίρου του σχολείου, πρόεδρος της τάξης, όλου του λυκείου… ήταν μελαχρινός με μελί μάτια, που έκαναν μεγάλη αντίθεση στην άσπρη επιδερμίδα του. Είχε αυτό το στυλ του χαλαρού τύπου, το οποίο σε σαγήνευε. Σε κοίταζε βαθιά μέσα στα μάτια, χωρίς να σου αφήνει περιθώρια να κοιτάξεις αλλού και συνήθως χαμογέλαγε λοξά. Μόνο εκείνος το κατάφερνε τόσο καλά. Δεν ήταν τυχαίο που όλες κοίταζαν να κάνουν κάτι μαζί του και τον περιτριγύριζαν σαν τα κοράκια.
Δεν είχα κάτι εναντίον του, ούτε καν τον γνώριζα και πίστευα πως και εκείνος αγνοούσε την ύπαρξη μου. Απλά η συμπεριφορά του «παίκτη» που νομίζει πως μπορεί να τις έχει όλες με ένα του βλέμμα, δεν ήταν και η αγαπημένη μου.
-‘’Ευχαριστώ πολύ’’ απάντησα σκύβοντας το κεφάλι.
Κακώς. Δεν έπρεπε να σκύψω κάτω. Έπρεπε να τον κοιτάξω μέσα στα μάτια, να μην νομίζει ότι έχει κάποιο είδος επιρροής πάνω μου και νομίζει πως ντρέπομαι.
Χαμογέλασε και μου είπε: ‘’Θα σε δω αύριο στο σχολείο έτσι; Έχεις καιρό που δεν έρχεσαι.’’
-‘’Εμ… ναι! Θα έρθω αύριο’’ είπα σαστισμένη και πρόσθεσα: ‘’Βλέπεις μετακομίζουμε στο Παγκράτι και βοηθούσα τους γονείς μου τόσο καιρό.’’
-‘’Στο Παγκράτι; Τέλεια! Εγώ μένω στο Βύρωνα, άρα θα σε βλέπω πιο συχνά.’’, απάντησε ο Μάρκος ρίχνοντάς μου ένα χαμόγελο και συμπλήρωσε: ‘’Τέλος πάντων πρέπει να φύγω! Τα λέμε αύριο τότε!’’
-‘’Οκ τα λέμε!’’ είπα και έμεινα να τον κοιτάω να φεύγει. Σάστισα. Πώς γίνεται να με ξέρει και όχι μόνο αυτό αλλά να πρόσεξε και την απουσία μου; Πολλά ερωτήματα αλλά σε κανένα δεν μπορούσα να βρω μία ξεκάθαρη απάντηση. Τελικά αγόρασα το παντελόνι και γύρισα στο σπίτι χωρίς να δώσω άλλα περιθώρια στον εαυτό μου να τον σκεφτεί γιατί όλο αυτό δεν θα είχε καθόλου καλή κατάληξη.
Εξάλλου δεν θα ήθελα να μπλέξω τα προσωπικά μου. Τα ανύπαρκτα.. αλλά τέλος πάντων. Καλύτερα έτσι από το να μετανιώνω αργότερα. Η αλήθεια είναι ότι από τότε που έφυγε ο Θάνος από το σχολείο δεν ξανασχολήθηκα με κανέναν. Ο Θάνος ήταν συνομίληκος του Μάρκου και αυτός ένα χρόνο μεγαλύτερος μου αλλά τα χαμε φτιάξει για περίπου μισό χρόνο. Ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του και αυτός το ίδιο προφανώς αλλά προέκυψε το θέμα ότι δεν μπορούσε να μείνει άλλο στην Αθήνα καθώς ο πατέρας του πήρε μετάθεση στην Κόρινθο. Αν και του έλεγα πως ήμουν εντάξει, στην πραγματικότητα με πλήγωσε πολύ. Το καλοκαίρι που μετακόμισε δεν είχαμε ακόμα χωρίσει και τις πρώτες εβδομάδες μιλάγαμε στο τηλέφωνο και από μηνύματα και εντελώς ξαφνικά σταμάτησε να μου απαντάει, αγνοούσε τις κλήσεις μου και έχασα κάθε επικοινωνία μαζί του χωρίς την παραμικρή εξήγηση. Για πολύ καιρό ήταν πεσμένη η ψυχολογία μου και δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν αλλά το αποφάσισα να τον ξεπεράσω και να πάω παρακάτω. Το τελευταίο μπορεί να μην συνέβη αλλά σίγουρα είμαι σε καλύτερη ψυχολογική κατάσταση από εκείνη που με άφησε. Όσες φορές τον σκέφτομαι στενοχωριέμαι όμως προσπαθώ να δείχνω καλά. Έτσι κι αλλιώς έχω τις φίλες μου που με στηρίζουν και με βοηθάνε εδώ και καιρό.
‘’Επιτέλους! Σπίτι μου σπιτάκι!’’ μονολόγησα. Γρήγορα έφτασα σπίτι, σκεπτόμενη όλα αυτά. Ούτε που το κατάλαβα. Και τότε θυμήθηκα πώς είχα υποσχεθεί στη μαμά μου ότι δεν θα ξεχάσω να αγοράσω κολλητική ταινία από το βιβλιοπωλείο για να σφραγίσουμε τις κούτες. Ευτυχώς που το βιβλιοπωλείο βρίσκεται στο επόμενο στενό του δρόμου. Έφυγα βιαστικά. Σε λιγότερο από 2 λεπτά ήμουνα εκεί.
-‘’Γεια σας!’’ είπα και χαιρέτησα τον υπάλληλο.
Το γωνιακό βιβλιοπωλείο έμοιαζε με εστία. Μικρό σαν σπιτάκι, πολύ ζεστό μέσα. Ήταν όλο ξύλινο λες και βγήκε από παραμύθι. Πάντα μέσα κυριαρχούσε μία διαφορετική ατμόσφαιρα και όταν ήμουν πιο μικρή καθόμουν με τις ώρες εκεί κοίταζα όλα τα βιβλία. Πάνω δεξιά η ξένη λογοτεχνία, ακριβώς αριστερά οι ιστοριογραφίες….
-‘’Καλημέρα σας, πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;’’ Είπε με μία ευγενική φωνή που φανέρωνε ότι πραγματικά ήθελε να με βοηθήσει.
Όταν πέθανε η κυρία που είχε ανοίξει αυτό το βιβλιοπωλείο, πολύ σπάνια πήγαινα. Το κληρονόμησε ο εγγονός της που ούτε καν τον γνώριζα. Πάντως ευτυχώς που το κράτησε.
-‘’Θα ήθελα μία 5μετρη κολλητική ταινία’’ απάντησα.
-‘’Αμέσως! Περιμένετε για 2 λεπτά’’ είπε και εξαφανίστηκε στο βάθος του μαγαζιού.’’
Άρχισα τότε να περπατάω μέσα στο μαγαζί και να κοιτάω τα εξώφυλλα των βιβλίων. Ξαφνικά παρατήρησα ένα ράφι το οποίο είχε διάφορα τετράδια. Όχι όμως απλά αλλά ωραία, χρωματιστά. Άρπαξα κατευθείαν το πιο ωραίο και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Ήταν μεγάλο, καφέ, με χοντρό ξύλινο εξώφυλλο, κύκλους στη μέση που δημιουργούσαν λουλούδια και χρυσά καλλιγραφικά γράμματα που φαίνονταν μαγικά. Μέσα οι σελίδες του είχαν ένα περίεργο αλλά ωραίο χρώμα. Σαν από κάτασπρες λόγω των χρόνων να… πάλιωσαν! Τι ωραίο που ήταν. Δεν μπορούσα να το αφήσω στο ράφι. Έτσι αποφάσισα να το αγοράσω. Είχα πολύ καιρό να γράψω ημερολόγιο αλλά δεν έχανα και τίποτα να δοκιμάσω. Καθώς πλησίαζα στο ταμείο κρατώντας το ημερολόγιο, ήρθε και ο υπάλληλος φέρνοντας την κολλητική ταινία.
-‘’Θα πάρω και αυτό’’ είπα, δείχνοντας το ημερολόγιο.
-‘’Εντάξει’’ απάντησε χαμογελώντας.
Κοίταξα από πάνω του τις διάφορες φωτογραφίες στον τοίχο, παλιές με την κυρία που είχε το βιβλιοπωλείο. Η μία έδειχνε τα εγκαίνια, η άλλη καθημερινές στιγμές και μία άλλη παραπέρα έδειχνε την κυρία μαζί με ένα μικρό κοριτσάκι με κοτσίδες. Έμεινα να κοιτάζω τη φωτογραφία.
-‘’Αυτή ήταν η γιαγιά μου. Εκείνη άνοιξε αυτό το βιβλιοπωλείο και δεν μου έκανε καρδιά να το κλείσω αν και η πελατεία έχει πέσει λίγο τελευταία.’’ μου είπε ο υπάλληλος καταλαβαίνοντας που είχε στραφεί το βλέμμα μου.
-‘’Το ξέρω..’’ απάντησα. ‘’Τη θυμάμαι. Ερχόμουν πολύ συχνά εδώ παλιά. Την αγαπούσα αυτήν την κυρία. Το κοριτσάκι στη φωτογραφία είμαι εγώ’’ και του έδειξα τη συγκεκριμένη φωτογραφία.
-‘’Αλήθεια; Θυμάμαι ότι μου μιλούσε για σένα, ένα κοριτσάκι με κοτσίδες που ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα και κοίταζε τα βιβλία.’’
Στο άκουσμα αυτού χαμογέλασα.
-‘’Εγώ είμαι ο εγγονός της. Πάνος χάρηκα’’ μου είπε και μου άπλωσε το χέρι του.
-‘’Ειρήνη, επίσης. Το συντηρείς πολύ καλά. Όλη μέρα εδώ είσαι;’’ Τον ρώτησα.
-‘’Όχι έχω και σχολείο. Φέτος δίνω πανελλήνιες αλλά επειδή χάνομαι όλα τα απογεύματα στο φροντιστήριο, προτιμώ τα μεσημέρια να τα περνάω εδώ’’
-‘’Και το σχολείο σου;’’
-‘’Σχολάμε νωρίς. Όλοι οι καθηγητές γνωρίζουν ότι πάμε στα φροντιστήρια άρα δεν έχουν και τι να μας παραδώσουν’’ είπε. ‘’Φαντάσου ότι μας ρωτάνε κιόλας αν υπάρχει κάτι που δεν καταλάβαμε στο φροντιστήριο να μας το εξηγήσουν.’’ χαμογέλασε.
Γέλασα.
-‘’Κατάλαβα τι θα τραβήξω εγώ αργότερα…’’ του είπα.
-‘’Τι τάξη είσαι;’’
-‘’Πρώτη Λυκείου ακόμη’’
-‘’Αλήθεια; Σε πέρναγα για μεγαλύτερη’’
-‘’Κι όμως..’’
Του έδωσα τα πράγματα που ήθελα, πλήρωσα, τα έβαλε σε μία σακούλα τον χαιρέτησα και έφυγα.
-‘’Αν ξαναπεράσεις μπες μέσα, βαριέμαι μόνος μου.’’ Είπε καθώς απομακρυνόμουν.
Μόλις γύρισα στο σπίτι είπα να κάνω και καμία δουλειά αφού όλο το πρωί δεν βοήθησα καθόλου στο πακετάρισμα. Έφτιαξα μία ωραία σπιτική μακαρονάδα! Η αγαπημένη του μπαμπά.
Τώρα είχα εξασκηθεί κάπως. Τις πρώτες είκοσι φορές που είχα προσπαθήσει τα είχα κάνει μαντάρα. Είτε ήταν ανάλατη, είτε δεν τρωγόταν από το πολύ αλάτι, είτε τα μακαρόνια δεν είχαν προλάβει να βράσουν, είτε.. είτε… είτε…
Έκανα ένα γρήγορο ζεστό μπάνιο και έβαλα καθαρά ρούχα. Μία γκρι βελουτέ φόρμα και ένα ζεστό μάλλινο πουλόβερ. Παρότι είχε μπει η άνοιξη, εγώ συνέχιζα να κρυώνω λες και ήταν Ιανουάριος. Δεν ένιωθα καν τις άκρες των δαχτύλων μου. Τυλίχτηκα γύρων από την κουβέρτα μήπως και αυξηθεί η θερμότητα του σώματος μου, αλλά η θερμοκρασία του δωματίου μου όσο βράδιαζε μειωνόταν κι άλλο. Πρόλαβα επίσης να σφραγίσω όλες τις κούτες με την κολλητική ταινία από διπλή φορά.
Το απόγευμα αφού έφαγαν οι γονείς μου, με συγχάρηκαν που επιτέλους έφτιαξα ένα σωστό φαγητό. Καθίσαμε μαζί για λίγη ώρα πριν πάω στη γιαγιά. Όσο καιρό οι γονείς μου προετοίμαζαν το νέο σπίτι εγώ θα έμενα με τη γιαγιά μου για να μην είμαι στα πόδια τους. Έτσι κι αλλιώς κι εγώ το ήθελα πολύ. Έπειτα από λίγο ήρθαν οι μεταφορείς οι οποίοι πήραν όλα τα έπιπλα και το σπίτι μας άδειασε. Ευτυχώς που τίποτα δεν έσπασε ή ράγισε γιατί φοβόμουν πως μόλις σηκώσουν τις κούτες που είχα ετοιμάσει, όλα θα έπεφταν κάτω.
Σε μία ώρα οι μεταφορείς είχαν τελειώσει και εγώ με τη βαλίτσα μου κατευθυνόμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου. 10 λεπτά από το ΠΡΩΗΝ σπίτι μου. Το κεφάλι μου ακόμα βούιζε από τις υποχρεώσεις μου και τις απαγορεύσεις, σύμφωνα πάντα με τη λογική των γονιών μου. Λες και δεν τα ξέρω… Ευτυχώς η γιαγιά μου είναι μία υπέροχη γυναίκα πολύ ανεξάρτητη που με αφήνει πιο ελεύθερη απ’ ότι οι γονείς μου. Είναι ο μόνος συγγενής που με υποστηρίζει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top