Μέρος 15ο
Μάρκος
Στα επόμενα δευτερόλεπτα είχα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου. Κυριολεκτικά. Το μόνο που θυμάμαι ήταν την Ειρήνη να χτυπάει πάνω στο καπό ενός αυτοκινήτου και να παρασύρει και εμένα μαζί της. Δεν ήξερα πόση ώρα βρισκόμουν αναίσθητος στον δρόμο ούτε για πόσο ακόμα θα παρέμενε η Ειρήνη. Γύρω κυριαρχούσε σιωπή, κανένας δεν κατάλαβε τίποτα. Άνοιξα αργά τα μάτια μου και είδα την Ειρήνη δίπλα μου να μην κουνιέται. Στηρίχτηκα στα χέρια μου για να σηκωθώ αλλά το αριστερό μου χέρι με εγκατέλειψε και λύγισε ενώ εγώ άφηνα μια κραυγή πόνου. Έβαλα όλη μου τη δύναμη στο δεξί χέρι και έφτασα δίπλα στην Ειρήνη. Την σκούνταγα, της φώναζα, την τράνταζα αλλά τίποτα. Υπάκουε σε ότι και να της έκανα σαν σπασμένη κούκλα, σαν νεκρή. Στην τελευταία σκέψη ξέχασα να αναπνεύσω. Το αίμα πίσω από το κεφάλι της είχε ξεραθεί στο οδόστρωμα σε ένα βαθύ κόκκινο χρώμα. Το μυαλό μου αργούσε να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε. Δεν θα άντεχα να τη χάσω και μόνο στην ιδέα τρελαινόμουν. Κάλεσα γρήγορα ένα ασθενοφόρο και εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό της. Το έβγαλα από την τσέπη της και το σήκωσα. Καλούσαν οι γονείς της γιατί είχαμε αργήσει και θα είχαν ανησυχήσει.
-‘’Ειρήνη είσαι καλά;’’ Άκουσα την ανήσυχη φωνή της μητέρας της.
-‘’Μας χτύπησε αυτοκίνητο, εγώ είμαι καλά αλλά η Ειρήνη…’’ ψέλλισα και άκουσα τη μητέρα της να ξεσπάει σε λυγμούς.
-‘’Θα πάμε στον Ευαγγελισμό, έχω καλέσει ασθενοφόρο, ελάτε εκεί. Συγνώμη.’’ Είπα αλλά το τελευταίο δεν το άκουσε είχε ήδη κλείσει το τηλέφωνο.
Την ησυχία της σιωπής έσπασε η σειρήνα του ασθενοφόρου που έφτανε. Αυτοί που ήρθαν να πάρουν την Ειρήνη με βρήκαν στο έδαφος να την κρατάω αγκαλιά με το κεφάλι της πάνω στο στήθος μου. Η μπλούζα μου είχε ματώσει όλη.
Την έβαλαν μέσα στο ασθενοφόρο και εγώ τους ακολουθούσα με τη μηχανή μου. Παρακαλούσα συνέχεια να μην πάθει κάτι γιατί θα έφταιγα εγώ. Δεν θα άντεχα αν πέθαινε. Δάκρυα θάμπωναν τα μάτια μου και έκαναν δύσκολο τον δρόμο μου προς το νοσοκομείο.
Όταν έφτασα την Ειρήνη την είχαν ήδη μεταφέρει στο χειρουργείο. Κάθισα στις καρέκλες και σκεφτόμουν. Είχα σκύψει το κεφάλι και αναλογιζόμουν το φταίξιμό μου. Ξαφνικά βρέθηκα στο πάτωμα. Γύρισα και είδα τον πατέρα της Ειρήνης που μόλις με είχε ρίξει κάτω. Αυτός ο γλυκός και στοργικός πατέρας που είχα γνωρίσει πριν από μία ώρα είχε μετατραπεί σε ένα εκδικητικό τέρας που ήθελε να σκοτώσει όποιον πλήγωνε την κόρη του. Είχε τα μάτια της Ειρήνης και αυτή τη φορά με κοίταζαν με μίσος. Ήλπιζα να μην με κοίταζε κι εκείνη έτσι μετά.
-‘’Μην ξαναπλησιάσεις την κόρη μου αλλιώς θα σε σκοτώσω. Εσύ φταις που βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση τώρα.’’ Γρύλισε πάνω από το πρόσωπό μου καθώς με τραβούσε από την μπλούζα. Όταν συνειδητοποίησε πως το αίμα στα χέρια του ήταν της κόρης του βλαστήμησε και βγήκε έξω. Η μητέρα της με βοήθησε να σηκωθώ και πήγα στη νοσοκόμα να περιποιηθεί τον σπασμένο μου καρπό. Αμίλητη πάντα αλλά φαινόταν η στενοχώρια στο πρόσωπό της και αισθανόμουν λες και κάποιος μου είχε καρφώσει το μαχαίρι στην καρδιά.
Όταν επέστρεψε και ο πατέρας της περιμέναμε στην είσοδο για να μας ενημερώσει κάποιος γιατρός για την κατάστασή της.
-‘’Είστε συγγενείς της κοπέλας που χειρουργείται;’’ Μας πλησίασε ένας γιατρός.
Πάνω στην ώρα. Λίγο ακόμα και θα με μετέφεραν στην διπλανή πτέρυγα του νοσοκομείου, στο τρελοκομείο. Κάπου κοντά θα υπήρχε.
-‘’Ναι είναι καλά;’’ Ρώτησα αγνοώντας τα απειλητικά βλέμματα του πατέρα της.
-‘’Η κατάστασή της είναι ακόμα κρίσιμη. Έχει υποστεί σοβαρό εσωτερικό αιμάτωμα στο κεφάλι, συγκεκριμένα στον μετωπιαίο λοβό και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι θα συμβεί. Ο οργανισμός της είναι αδύναμος γιατί έχει χάσει πολύ αίμα. Αν ξυπνήσει υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα στην κίνηση.’’ Είπε ο γιατρός αφήνοντάς μας όλους άφωνους.
-‘’Θα μπορούσα να δώσω εγώ αίμα; Έχουμε τον ίδιο τύπο αίματος.’’ Άκουσα τον πατέρα της να λέει αλλά παράλληλα άκουσα και το σπάσιμο στην φωνή του. Δεν μπορούσα ούτε να τον κοιτάξω στα μάτια. Ο γιατρός συμφώνησε και εξαφανίστηκαν μετά από λίγο στον λευκό μακρόστενο διάδρομο.
-‘’Συγνώμη για όλα’’ γύρισα και είπα στην μητέρα της.
-‘’Καλύτερα να φύγεις’’ απάντησε χωρίς να με κοιτάει στα μάτια.
-‘’Δεν μπορώ να την αφήσω μόνη της.’’ Της απάντησα.
-‘’Δεν θα είναι μόνη της, έχει εμάς. Την οικογένειά της.’’ Τόνισε.
-‘’Ενημερώστε με σας παρακαλώ ό,τι και να γίνει, ανησυχώ πολύ, την κόρη σας την αγ..’’ πήγα να πω αλλά με διέκοψε η μητέρα της.
-‘’Μην λες μεγάλα λόγια. Ό,τι θες πες της το όταν συνέλθει.’’
Ανέβηκα στη μηχανή με μισή καρδιά. Η άλλη μισή είχε μείνει στο νοσοκομείο μαζί με την Ειρήνη. Δεν κατάλαβα για πότε γύρισα σπίτι αλλά δεν μπορούσα να μείνω εκεί. Έβγαλα τη μπλούζα μου και την πέταξα στο δάπεδο. Έβαλα μία άλλη και έφυγα ξανά. Βρέθηκα σε ένα μπαρ που σύχναζα παλιά.
Όχι εντελώς τυχαία απλά θυμόμουν πως εδώ δούλευε ως ντι-τζέι ως ο Γιώργος από την Γ’ Λυκείου που ήταν υπεύθυνος για τη μουσική στην παράσταση του σχολείου. Μιλήσαμε προχθές στην πρόβα όταν είδε πως κοίταζα την Ειρήνη. Πώς να είναι εκείνη τώρα;
Τον είδα στην κονσόλα και τον χαιρέτησα από μακριά. Κάθισα στο μπαρ και παρήγγειλα ένα, δύο, αρκετά ποτά..
Μια ξανθούλα είχε βολευτεί πάνω μου και μιλούσε μόνη της. Δεν είχα την δύναμη ούτε να της μιλήσω ούτε να την διώξω. Ευτυχώς καθάρισε κάποιος άλλος για μένα.
-"Έφευγες λέμε" την πήρε ο Γιώργος από τα πόδια μου και την έδιωξε γρήγορα όσο αυτή παραπονιόταν.
-"Γιατί την έδιωξες;" τον ρώτησα (χαζο)χαρούμενα. Από που προήλθε τέτοια χαρά; Μάλλον από το μπουκάλι ουίσκι που βρισκόταν στο χέρι μου.
-"Γιατί θα έκανες κάτι που θα μετάνιωνες αύριο και άστο αυτό κάτω" είπε και πήρε το μπουκάλι από τα χέρια μου και ήπιε μια γουλιά.
-"Πέθανα φίλε" του είπα.
-"Μπα...μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι είσαι ζωντανός." Μου είπε και ήπιε μία ακόμα γουλιά.
-"Για εκείνη πέθανα δεν θα θέλει να με ξαναδεί και δώσμου το ουίσκι μου" του φώναξα.
-"Για ποια λες ρε; Δεν το ξαναπιάνεις αυτό είπαμε." Απάντησε με τη σειρά του.
-"Η Ειρήνη. Δεν θα θέλει ούτε να με ξέρει." Του είπα.
-"Πολύ ήπιες και δεν ξέρεις τι λες. Πριν στο πάρτι ήσασταν μια χαρά. Σας έβλεπα πώς κοιταζόσασταν." Απάντησε. Ακόμα δεν μπορούσε να με καταλάβει.
-"Βγήκαμε βόλτα μετά και την χτύπησε αμάξι ρε, είναι στο χειρουργείο." Η εικόνα απέναντι μου ήταν ένας Γιώργος σε κατάσταση σοκ που παραλίγο να χύσει αυτό που ήπιε.
-"Πες μου ότι δεν σοβαρολογείς." Όταν είδε πως δεν απαντούσα συνέχισε: "Τι κάνεις εδώ ρε; Πήγαινε δίπλα της."
-"Νομίζεις πώς θα καθόμουν να έλεγα τον πόνο μου σε έναν μουσικό αν δεν με είχαν διώξει οι δικοί της από το νοσοκομείο; "τον ρώτησα.
-"Πώς τα έμπλεξες έτσι;" ρώτησε αλλά πιο πολύ φάνηκε να το λέει στον εαυτό του. Ήπιε άλλη μια γουλιά. Η δικιά μου κοπέλα χαροπαλεύει και αυτός πίνει για να ξεχαστεί.
Κοπέλα.. πάει την έχασα. Δεν θα θέλει ούτε να με ξαναδεί, σιγά μην με θέλει και για αγόρι της.
-"Την αγαπάω ρε. Μου θυμίζει τον εαυτό μου και δεν είναι καλό αυτό."
-"Γιατί;" ρώτησε.
-"Γιατί πολλές φορές δεν μπορώ να ανεχτώ τον ίδιο μου τον εαυτό." Απάντησα.
-"Δεν είναι έτσι και το ξέρεις."
-"Τώρα την πλήγωσα οριστικά. Καλύτερα να απομακρυνθεί τώρα από το να με μισήσει μετά." Του είπα καθώς σκέφτηκα τα λόγια του Θάνου.
-"Κάτσε τι εννοείς;" με ρώτησε ο Γιώργος.
-"Δώσε" του πήρα το μπουκάλι, ήπια και άρχισα να του εξιστορώ.
Μία ώρα μετά είχα ήδη φτάσει σπίτι και έφτιαχνα τη βαλίτσα μου. Αφού άνοιξα τα χαρτιά μου στον Γιώργο και του εκμυστηρεύτηκα τα πάντα για τον Θάνο, το στοίχημα και τα πραγματικά μου συναισθήματα, αποφάσισα πως έπρεπε να ξεφύγω για λίγο. Έτσι κι αλλιώς δεν θα είχα την ευκαιρία να μάθω για την κατάσταση της Ειρήνης. Τηλεφώνησα στο νοσοκομείο αλλά δεν μου έλεγαν τίποτα λες και ήταν μυστικό. Τηλεφώνησα και στη Φαίη και την ενημέρωσα. Πέθανε από την αγωνία της στις 6 τα χαράματα. Την εκλιπαρούσα μόλις μάθει κάτι να μου το πει κατευθείαν. Εκείνη την εμπιστεύονταν οι γονείς της Ειρήνης, θα της μιλούσαν.
Ο ήλιος ανέτειλε και μου έκαιγε τα μάτια. Η κούραση και ο πόνος ήταν αισθητός σε όλο μου το κορμί αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το αλκοόλ επέπλεε μέσα στο στομάχι μου παρότι δεν είχε επηρεάσει έστω και αμυδρά τον εγκέφαλό μου ή τα αντανακλαστικά μου.
Τέσσερις ώρες πάνω στο μηχανάκι μου, τέσσερις ώρες να τρέχω στην Εθνική οδό μήπως και ξεφύγω από τις τύψεις μου και δραπετεύσω από την πραγματικότητα. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου ήταν η εικόνα της να βρίσκεται αναίσθητη στο έδαφος και το ίδιο της το αίμα να την περιτριγυρίζει. Μακάρι να πάθαινα εγώ κάτι, εκείνη δεν το άξιζε. Θα ήταν ακόμα υγιής αν δεν την πίεζα να βγούμε έξω. Το φταίξιμο είναι όλο δικό μου.
Έφτασα. Άνοιξα την μικρή πόρτα της αυλής πέρασα μέσα και χτύπησα την πόρτα. Το βάρος του σακιδίου στην πλάτη μου με βάραινε τόσο πολύ. Παραμέρισα τη γιαγιά μου που με κοιτούσε λες και μόλις είδε φάντασμα και μπήκα μέσα. Της έκοψα τη φόρα και της είπα:
-"Είμαι πτώμα, θα σου τα εξηγήσω όλα μετά. Σε αγαπάω" και κάπως έτσι αποκοιμήθηκα στο παλιό μου δωμάτιο.
Καλή Πρωτοχρονιά σας εύχομαι ♥ ευχαριστώ πολύ για τις ψήφους σας, το εκτιμώ αφάνταστα!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top