Μέρος 13ο

Μάρκος

Άκουσα το κουδούνι να χτυπάει και άνοιξα την πόρτα. Χαιρετηθήκαμε και μπήκε μέσα. Το σπίτι μου έδειχνε πολύ καλύτερο από ότι έδειχνε πριν δύο ώρες. Μπόρεσα να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα, πράγμα που θεωρούσα ακατόρθωτο. Δεν ήθελα με την καμία να βρει το μποξεράκι μου πάνω στη λάμπα, εκεί που βρισκόταν πριν.

Μπήκαμε στο δωμάτιό μου και την περιεργάστηκα. Στεκόταν άβολα όρθια κρατώντας σφιχτά πάνω της την κάπα που φορούσε. Ήταν λες και ή θα πήγαινε για κατασκοπεία ή θα μου έκανε στριπτίζ. Στην τελευταία ιδέα χαμογέλασα.

Ευτυχώς που δεν ξέρει τι σκέφτομαι.

-‘’Λοιπόν’’ είπε μετά από λίγη ώρα ‘’υπόσχεσαι πώς ότι και να δεις δεν θα γελάσεις;’’

Την κοίταζα ανέκφραστος ενώ σκεφτόμουν πως μπορεί όντως να ήθελε να μου κάνει στριπτίζ.

-‘’Εμμ..’’ δεν πρόλαβα να μιλήσω και μου αποκάλυψε το κόκκινο φόρεμα που σκέπαζε το κορμί της. Μου είχε κοπεί η μιλιά.

Έμεινα να την κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα σαν χάνος, όπως ακριβώς στα κινούμενα σχέδια που στο καρτούν βγαίνουν τα μάτια έξω, η γλώσσα κρέμεται μέχρι κάτω και πετάγεται η καρδιά έξω; Κάτι παρόμοιο. Το φόρεμα έκανε τα πόδια της να φαίνονται ατελείωτα και παρατήρησα για πρώτη φορά πόσο ωραίο σώμα έχει. Το κόκκινο ήταν το χρώμα της, την έκανε να θυμίζει τη φωτιά. Ήταν φωτιά και θα καιγόμουν.

-‘’Πες μου ότι αυτό θα το βάλεις στην παράσταση και προσπάθησες τώρα να μπεις στο κλίμα.’’ Τη ρώτησα ενώ ταυτόχρονα γέλαγα.

Η Ειρήνη παρά το γεγονός ότι ντρεπόταν είχε ένα ικανοποιητικό χαμόγελο στα χείλη της. Σηκώθηκα και την πλησίασα αργά και την κοιτούσα σταθερά μέσα στα μάτια της. Πήγα από πίσω της, της αγκάλιασα με τα χέρια μου τη μέση της και την τράβηξα κι άλλο πάνω μου. Έστριψε το κεφάλι της για να με κοιτάξει και άφησε το λαιμό της ακάλυπτο. Όλες οι άμυνες μου εξαφανίστηκαν,

-‘’Θα με τρελάνεις εσύ’’ της είπα και ακούμπησα τα χείλη μου στο γυμνό δέρμα της. Ανατρίχιασε.

-‘’Μακάρι’’ μου απάντησε και άστραψαν τα μάτια της.

Με το ζόρι την άφησα από τα χέρια μου και της έδειξα να καθίσει.

-‘’Πρόσεχε γιατί άμα με ξεμυαλίσεις δεν θα κάνουμε πρόβα.’’ Της είπα. Το τελευταίο που με ένοιαζε. Δικαιολογία ήταν η πρόβα για να την δω.

Κάθισε απέναντί μου και ξεκινήσαμε με το σενάριο. Όσο πιο πολύ προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στον ρόλο μου τόσο πιο πολύ με αποσυντόνιζαν τα πόδια της που τα είχε σε κοινή θέα.

Μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια να τη φιλήσω της ζήτησα να πάμε στη γιαγιά μου να της δώσω κάτι. Με το ‘’αποτυχημένη προσπάθεια’’ εννοούσα ότι σε μια φιγούρα στο χορευτικό παραπάτησα, καταλάθως πάντα, με αποτέλεσμα να βρεθούμε στο πάτωμα με εκείνη από κάτω μου. Ίσα ίσα που άγγιξα τα χείλη της πριν αρχίσει το τηλέφωνό μου να χτυπά καταστρέφοντας τη στιγμή. Και ποιος ήταν; Ο Θάνος που ήθελε να ρωτήσει τι κάνω. Φυσικά και δεν του είπα πως η Ειρήνη ήταν εκεί μαζί μου, δεν ήθελα για άλλη μια φορά να βγει στη φόρα ο εκδικητικός του εαυτός.

Την άφησα στο σαλόνι και πήγα στο δωμάτιο με την πρόφαση να φορέσω κάτι πιο επίσημο για να μην ήμασταν τελείως αταίριαστοι. Βρήκα έτσι την ευκαιρία να τηλεφωνήσω στη Φαίη να της πω πως ξεκινούσαμε. Δεν πίστευα ότι η Ειρήνη θα παρέλειπε να μου αναφέρει ότι είχε σήμερα τα γενέθλιά της. Αν ήταν οποιαδήποτε άλλη θα μου είχε πει από ένα μήνα πριν και τι να της πάρω.

Πριν λίγες μέρες με είχε πλησιάσει η Φαίη και μου είχε μιλήσει:

-‘’Μάρκο’’ με φώναξε η Φαίη όταν κατέβαινα τις σκάλες στο σχολείο. ’’Το Σάββατο θα είσαι με την Ειρήνη;’’ Με ρώτησε.

Μμμ.. της τα πρόλαβε.

-‘’Ναι γιατί;’’ Της απάντησα.

-‘’Το Σάββατο έχει τα γενέθλιά της για αυτό’’ μου είπε.

-‘’Αλήθεια; Δεν μου το είπε.’’ Σκέφτηκα.

-‘’Ούτε καν που το θυμάται η ίδια. Θες να της κάνουμε μια έκπληξη; Βασικά ούτως ή άλλως θα της έκανα αλλά μπορείς να βοηθήσεις αν δεν έχεις αντίρρηση.''

-‘’Μέσα’’ θυμάμαι πως απάντησα.

Έβαλα ένα άσπρο πουκάμισο, έβαλα το δώρο της στην τσέπη του παντελονιού μου και τη βρήκα στο σαλόνι να περιεργάζεται τις ‘’οικογενειακές’’ φωτογραφίες. Ήταν οι μόνες που μαρτυρούσαν ότι όντως είχα οικογένεια.

-‘’Με τους γονείς σου δεν μένεις;’’ Με ρώτησε όταν αντιλήφθηκε την παρουσία μου λίγα μέτρα πίσω της.

-‘’Μόνος μου μένω.’’ Της απάντησα. Δεν ήθελα να κάνω αυτήν την κουβέντα, δεν ήθελα να με λυπηθεί. Δεν ήθελα να σκεφτεί πως είμαι το παιδί που ούτε οι γονείς του δεν θέλουν. Γιατί με νοιάζει τόσο πολύ τι θα σκεφτεί για μένα;

‘’Γιατί σου αρέσει’’ πέταξε το υποσυνείδητό μου.

-‘’Οι δικοί σου;’’ Ρώτησε. Σιγά μην δεν ρωτούσε. Όλες οι κοπέλες θέλουν να το παίξουν ψυχολόγοι ότι μπορούν να με ακούσουν, να με βοηθήσουν και ότι τα γνωρίζουν όλα.

-‘’Είναι μόνιμα στο εξωτερικό για επιχειρήσεις, βλέπεις είναι πολυάσχολοι.’’ Είπα ειρωνικά το τελευταίο. Περίμενα τώρα τον μονόλογο της ψυχολόγου να ξεπηδήσει από τα χείλη της.

-‘’Τέλειο’’ αντιθέτως απάντησε ενώ ξαφνιάστηκε που την κοιτούσα περίεργα.

-‘’Τι εννοείς;’’ Τη ρώτησα σμίγοντας τα φρύδια μου.

-‘’Είναι ωραίο να μένεις μόνος σου, θα το ήθελα πολύ.’’ Μου είπε.

-‘’Ό,τι πεις.. φεύγουμε;’’ Είπα και τη συνόδεψα έξω από το διαμέρισμά μου. Δεν ήθελα να συνεχίσω τη συζήτηση περί γονιών για να μην τσακωθούμε.  Κοίταξα κρυφά το μήνυμα της Φαίης που μου είχε στείλει τη διεύθυνση του νέου σπιτιού της Ειρήνης. Της είπα ως δικαιολογία ότι θα έπρεπε να περάσουμε από τη γιαγιά μου να της αφήσω κάτι, με βόλεψε αυτό καθώς δεν γνώριζε πως ο παππούς μου και η γιαγιά μου ζούσαν στην Κόρινθο. Ελπίζω να μην κατάλαβε ότι της έλεγα ψέματα αφού έψαχνα το σπίτι της ‘’γιαγιάς’’ μου λες και δεν γνώριζα που έμενε.

Η Φαίη ήταν εκείνη που είχε αναλάβει τη λίστα των καλεσμένων και τη διακόσμηση. Ειδικά στο τελευταίο είχα κάποιους ενδοιασμούς αλλά της εξηγήθηκα από την αρχή δηλαδή η τελευταία της επιλογή να είναι το ροζ χρώμα.

Όταν φτάσαμε μπροστά από το σπίτι της την έπιασα από τη μέση της και έβγαλα τα κλειδιά της από την τσέπη μου. Μου τα είχε δώσει η Φαίη το πρωί και αμέσως μετά τα πέρασα στο μπρελόκ που της αγόρασα, ένα Ε.

Την έπιασα από τη μέση για να δείξω σε όλους εκεί μέσα πως ήταν δική μου. Ξεκλείδωσα, άνοιξα τα φώτα και την κοίταξα όταν όλοι ξεπετάγονταν από τις θέσεις τους και φώναζαν ‘’Έκπληξη’’

-‘’Αυτά είναι δικά σου’’ είπα και της έδωσα τα κλειδιά. ‘’Χρόνια πολλά’’ πήγα να τη φιλήσω αλλά έστριψε τελευταία στιγμή και φίλησα το μάγουλό της. Ήταν το τελευταίο που της είπα πριν εξαφανιστεί μέσα στα άτομα που την περικύκλωσαν για να της ευχηθούν.

Απομακρύνθηκα γρήγορα από όλους, βγήκα στο μπαλκόνι που είχε ησυχία και έψαξα τις επαφές στο κινητό μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και πάτησα κλήση.

-‘’Έλα ρε τι έγινε;’’ Είπε όταν το σήκωσε.

-‘’Θάνο θέλω να μιλήσουμε.’’ Του απάντησα αφού άφησα κάποια δευτερόλεπτα να κυλήσουν.

-‘’Σαν γκόμενα που θέλει να μου πει να χωρίσουμε κάνεις’’ γέλασε αλλά όταν είδε ότι παρέμενα σοβαρός συνέχισε: ‘’Τι συνέβη;’’

-‘’Θέλω να ακυρωθεί το στοίχημα. Δεν πρόκειται να παίξω άλλο μαζί της. Τη γνώρισα και δεν αξίζει αυτό που της κάνεις, δεν ξέρω τι σόι παιχνίδι θες να κάνεις αλλά κάντο μόνος σου. Είναι άδικο αυτό και δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι.’’ Είπα. Αισθάνθηκα πως έβγαλα ότι ένιωθα όλη αυτήν την εβδομάδα.

-‘’Τι σε έπιασε έτσι ξαφνικά; Νόμιζα ότι συμφωνούσες’’ απάντησε.

-‘’Πότε συμφώνησα; Όταν ήμουν μεθυσμένος;’’ Ρώτησα εξαγριωμένος.

-‘’Τέλος πάντων το στοίχημα δεν ακυρώνεται.’’ Μου είπε.

-‘’Δεν παίζω μαζί της έτσι κι αλλιώς άρα δεν υπάρχει στοίχημα.’’

-‘’Τι εννοείς ότι δεν υπάρχει στοίχημα;’’

-‘’Είμαι δίπλα της επειδή θέλω όχι επειδή μου το επιβάλλεις εσύ.’’ Του απάντησα.

-‘’Ώπα, κάποιος ερωτεύτηκε; Θα την πληγώσεις θες δεν θες.’’ Είπε ειρωνικά.

-‘’Όχι ρε δεν θα το κάνω.’’

-‘’Όταν της πω πώς της την έπεσες για ένα στοίχημα, νομίζεις πως δεν θα πληγωθεί;’’ Με ρώτησε.

-‘’Γιατί να το κάνεις αυτό; Τι κόλλημα έχεις μαζί της;’’ Τον ρώτησα.

-‘’Ότι θέλω και θα με ακούσεις γιατί έτσι σου το λέω εγώ ο κολλητός σου.’’ Απάντησε. Και οι δύο ουρλιάζαμε στο τηλέφωνο.

-‘’Ξέρεις κάτι; Αϊ στο διάολο κολλητέ’’ είπα και του το έκλεισα.

Γύρισα πίσω και βρήκα τον Στέφανο να με κοιτάζει ανέκφραστος.

-‘’Φέρτο εδώ’’ μου πήρε το κινητό πριν προλάβω να αντιδράσω και κοίταξε τις επαφές.

-‘’Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί δεν ξέκοψες μαζί του;’’ Με ρώτησε. ‘’Αυτός έχει εμμονή με την Ειρήνη. Τι προσπαθείς να κάνεις; Είναι η πρώτη φορά που αν και φλώρος είσαι και ευτυχισμένος μαζί με κάποια.’’ Μου είπε φανερά εκνευρισμένος.

-‘’Που το ξέρεις ότι έχει σχέση με την Ειρήνη;’’ Τον ρώτησα.

-‘’Γιατί μου είχε προτείνει να της την πέσω αλλά δεν φαντάστηκα πως εσύ έκανες ότι ήθελε, ηλίθιε.’’ Μου απάντησε.

-‘’Δεν της την έπεσα ποτέ για αυτόν αλλά.. επειδή το ήθελα.’’ Του εξομολογήθηκα και με κοίταζε λες και ήμουν εξωγήινος.

-‘’Σου αρέσει; Στα αλήθεια;’’ Είπε και έγνεψα. ‘’Επιτέλους έζησα να το δω κι αυτό’’ άρχισε να φωνάζει. Τον χτύπησα φιλικά στον ώμο και μπήκαμε ξανά μέσα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top

Tags: #gr#tys