Μέρος 12ο

Ειρήνη

Το κουδούνι του σπιτιού χτυπούσε ακατάπαυστα και με έκανε να σηκωθώ. Άνοιξα και βρήκα στην πόρτα τη Φαίη με την Ιωάννα και μία σακούλα με ντόνατ. Ήταν και οι δύο πολύ περιποιημένες σε αντίθεση με εμένα που έδειχνα σαν σκιάχτρο. Τις άφησα να περιμένουν στην κουζίνα και εγώ ανέβηκα στο δωμάτιο να ντυθώ, παίρνοντας κάποια ντόνατ μαζί μου γιατί μέχρι να κατέβω δεν θα υπήρχαν.

Η γιαγιά μου είχε φύγει πάλι νωρίς και δεν ήξερα τον λόγο. Φόρεσα τα adidasμου, πήρα την τσάντα και τα χρήματα που μου είχε αφήσει η γιαγιά στο κομοδίνο μου και φύγαμε με τα κορίτσια.

-‘’Δεν είχαμε πει να συναντηθούμε στην είσοδο του εμπορικού;’’ Τις ρώτησα καθώς πηγαίναμε.

-‘’Αν δεν ερχόμασταν όμως, δεν θα είχες τα ντόνατ.’’ Μου απάντησε η Ιωάννα και δεν διαφώνησα. Πριν αρχίσουμε το ατελείωτο shopping, μιας και ήταν Παρασκευή και δεν ήταν γεμάτα τα μαγαζιά καθίσαμε σε μία καφετέρια για να πιούμε καφέ και να πάρουμε ενέργεια.

Αυτό ήταν το εμπορικό που πριν σχεδόν μία βδομάδα είχα συναντήσει τον Μάρκο. Πριν λίγο καιρό ανακαινίστηκε και έχει πολλά καινούρια μαγαζιά και καφετέριες. Μάλιστα σχεδόν κάθε βδομάδα διοργανώνονται συναυλίες στον τελευταίο όροφο, στην ταράτσα.

Παρά λίγο να μας διώξουν όμως από την καφετέρια. Εγώ και η Φαίη παραγγείλαμε μια ζεστή σοκολάτα ενώ η Ιωάννα ένα σουφλέ σοκολάτας. Ξεχνώντας όμως πόσο ζεστό είναι, όταν έβαλε ένα κομμάτι στο στόμα της κάηκε τόσο πολύ και κουνώντας τα χέρια της το περιεχόμενο του κουταλιού (δεν είχε μείνει και λίγο) εκτοξεύτηκε πάνω στον σερβιτόρο που μας εξυπηρετούσε. Θα ήταν καλό αν τουλάχιστον έπεφτε πάνω στη στολή του και όχι στο πρόσωπό του.

Η Φαίη γελώντας του έδωσε ένα χαρτομάντιλο για να σκουπιστεί ενώ εγώ είχα γυρίσει το πρόσωπό μου από την άλλη για να μην δει πως είχα αναψοκοκκινίσει από τα γέλια. Μεταξύ μας δεν μπορούσαμε ούτε να κοιταχτούμε. Ήπιαμε γρήγορα τους καφέδες μας, πληρώσαμε και φύγαμε άρων-άρων. Η Ιωάννα δεν ξανάγγιξε το σουφλέ της.

Μόλις στρίψαμε στη γωνία και δεν μας έβλεπε κανείς πια λυθήκαμε στα γέλια.

-‘’Δεν φταίω εγώ… έκαιγε’’ είπε με δυσκολία η Ιωάννα ενώ πνιγόταν στα γέλια.

-‘’Έπρεπε να το ρίξεις κι εσύ στον σερβιτόρο; Κρίμα ήταν και ομορφούλης.’’ Είπα με τη σειρά μου.

-‘’Ενώ η Φαίη όταν τον πλησίασε και άρχιζε να τον καθαρίζει;’’ Είπε η Ιωάννα, ενώ η Φαίη ήταν ανίκανη να μιλήσει από τα γέλια.

-‘’Δεν φταίω εγώ, ήταν ομορφούλης.’’ Είπε μετά από ώρα.

Όταν αποφασίσαμε να σοβαρευτούμε είχε πάει μεσημέρι αλλά τα μαγαζιά ήταν ακόμα ανοιχτά.

Μέχρι στιγμής η Ιωάννα είχε αγοράσει μία κοντή τζιν ολόσωμη φόρμα με vansενώ η Φαίη αγόρασε ένα μακρύ μπεζ στενό παντελόνι, μια λουλουδάτη στράπλες μπλούζα και ένα αμάνικο τζιν μπουφάν.

Εγώ μέχρι στιγμής δεν είχα αγοράσει τίποτα μέχρι να τελειώσουν οι κολλητές μου με τα ψώνια τους. Μετά θα αναλάμβαναν χρέη προσωπικού στυλίστα. Αν και μεταξύ τους ήταν τελείως αναποφάσιστες καθώς είχαν τελείως διαφορετικό στυλ στο τέλος βρίσκαμε μια άκρη.

-‘’Εδώ θα μπούμε’’ μου είπε η Φαίη και με τράβηξε μέσα σε ένα μαγαζί. Μετά από πολλά ρούχα που με έβαλαν να δοκιμάσω κατέληξα από μόνη μου σε ένα πανέμορφο άσπρο πουκάμισο με δαντέλα μπροστά και μια κοντή πολύχρωμη μπαλούν φούστα με μικρά λουλούδια και ταιριαστές εσπαντρίγιες.

Υπάρχει πάντα και αυτό το μαγαζί στον 2ο όροφο από το οποίο ψωνίζουμε πάντα και έχει μόνο φορέματα. Είναι πανάκριβο και φέρνει μόνο γνωστές μάρκες αλλά εμείς τα αγοράζουμε σχεδόν φτηνά καθώς το μαγαζί αυτό το έχει η μητέρα της Ιωάννας.

-‘’Κορίτσια χαίρομαι πολύ που σας βλέπω. Η Ιωάννα δεν μου είπε πως θα περνούσατε από εδώ’’ είπε η κυρία Νικολέτα και μας χαιρέτησε.

-‘’Ήρθαμε για να αγοράσουμε κάποια φορέματα.’’ Της απάντησα.

-‘’Ψάξτε εδώ και πάω να σας φέρω να δείτε κάποια καινούρια που έφτασαν πριν λίγες μέρες και δεν είναι κρεμασμένα.’’ Είπε και έφυγε στο εσωτερικό του καταστήματος.

Εγώ με μία ματιά που έριξα δεν μου άρεσε κάποιο ιδιαίτερα. Μετά από πέντε λεπτά κατέφθασε η κ.Νικολέτα με τρία φορέματα. Έδωσε το πρώτο στη Φαίη το οποίο ήταν λευκό και στενό με όλη την πλάτη έξω και κάτω είχε δαντέλα.

Το επόμενο που δοκίμασε η Ιωάννα ήταν μπλε σκούρο που ερχόταν σε αντίθεση με τα ξανθά μαλλιά της και ήταν στράπλες  και έπεφτε κάτω ασύμμετρα.

Τέλος η κυρία Νικολέτα μου έδωσε ένα κόκκινο φόρεμα και ενθουσιάστηκα με το που το είδα. Το φόρεσα γρήγορα και με το που με είδαν τα κορίτσια, έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Κόκκινη δαντέλα σε όλο το μήκος του μανικιού κάλυπτε τα χέρια μου και το λαιμό μου ενώ στη μέση αν και κοντό άνοιγε κιόλας ενώ η δαντέλα κάλυπτε την φόδρα.

Εννοείται πως τα αγοράσαμε και φύγαμε από εκεί ευχαριστημένες. Έτσι όπως περπατούσαμε φορτωμένες με τις σακούλες η Ιωάννα τραβάει εμένα και τη Φαίη πίσω από κάτι μεγάλες κολώνες για να κρυφτούμε.

-‘’Κοιτάξτε’’ μας κάνει πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε. Γυρίζουμε όλες ταυτόχρονα και βλέπουμε την Άντα να περπατάει παρέα με τη Χριστίνα.

ΕΕ;; Πώς προέκυψε αυτό;

Πέρασαν πολύ κοντά από εκεί που βρισκόμασταν, παρά λίγο να μας δούνε αλλά ευτυχώς δεν συνέβη αυτό. Το σημαντικότερο ήταν πως εκείνη τη στιγμή είχα χάσει την εμπιστοσύνη μου σε εκείνη. Αλλά δεν θα το άφηνα έτσι, μου χρωστούσε κάποιες εξηγήσεις. Προσπάθησα να το ξεχάσω για να περάσω την επόμενη ώρα καλά και θα τη ρωτούσα αργότερα για το τι συνέβαινε.

Όταν γύρισα σπίτι είχε βραδιάσει και έπεσα για ύπνο χωρίς να μιλήσω σε κανέναν άλλον. Με πονούσαν τόσο πολύ τα πόδια μου από τις ατελείωτες βόλτες στα μαγαζιά που δεν έβλεπα άλλη λύση από το να κοιμηθώ.

Ξύπνησα με ένα χαμόγελο στα χείλη, πρώτη φορά στα χρονικά. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είπα: ‘’Χρόνια μου πολλά. Επιτέλους 16’’

Δεν απενεργοποίησα το κινητό μου το βράδυ έτσι ώστε μόλις ξυπνήσω να δω κατευθείαν τα μηνύματα που είχα. Δυστυχώς όπως συνειδητοποίησα αργότερα κανένας δεν μου είχε στείλει.

Φταίω εγώ να μην ξαναστείλω στις κολλητές μου, που όταν γιορτάζουν τους στέλνω από τα μεσάνυχτα για να τους ευχηθώ πρώτη;

Έβαλα τα ακουστικά στα αυτιά μου με δυνατή τη μουσική και άρχισα να χορεύω και να χοροπηδάω πάνω στο κρεβάτι. Σε λίγο θα έσπαγε αν δεν επενέβαινε η γιαγιά να με καλημερίσει επειδή άκουγε τον θόρυβο.

Τι; Δεν θα το πει;

-‘’Χρόνια σου πολλά κούκλα μου. Πάντα ευτυχισμένη και με υγεία. Να ζήσεις να σε χαιρόμαστε.’’ Μου είπε και με αγκαλιάσει.

Να και κάποιος που με θυμήθηκε! Οι κολλητές μου να δω.

-‘’Δεν έχεις κανονίσει τίποτα για απόψε;’’ Με ρώτησε η γιαγιά Ειρήνη καθώς τρώγαμε πρωινό.

-‘’Απολύτως τίποτα.’’ Ψέμα.

-‘’Κρίμα. Άρα θα μείνεις μέσα;’’ Με ρώτησε.

-‘’Όχι ακριβώς, έχω κανονίσει.

-‘’Με τις κολλητές σου;’’

-‘’Πολλά ρωτάς γιαγιά.’’

-‘’Γιατί να μην ξέρω με ποιον βγαίνεις; Μην κυκλοφορείς με τίποτα αγνώστους. Ξέρεις τι συμβαίνει έξω καθημερινά στον κόσμο; Δεν βλέπεις ειδήσεις; Έτσι νομίζεις πως θα σε αφήσω να τριγυρίζεις από εδώ και από εκεί με τον κάθε τυχόντα; Να σου συμβεί τίποτα και να τρέχουμε μετά; Έχω αναλάβει την ευθύνη σου. Τι θα πω στους γονείς σου άμα συμβεί κάτι; Δεν ακούω κουβέντα μέσα θα μείνεις.’’ Είπε γρήγορα ενώ εγώ είχα μείνει αποσβολωμένη και την κοιτούσα. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην πλαντάξω σε γέλια ή σε κλάματα μάλλον αν δεν μπορούσα να βγω με τον Μάρκο.

-‘’Γιαγιά με τις κολλητές μου θα βγω, πλάκα σου έκανα.’’ Κι άλλο ψέμα.

-‘’Εντάξει τότε σου επιτρέπω και από τη στιγμή που είναι τα γενέθλιά σου θα βάλεις και το ωραίο σου φόρεμα που αγόρασες χθες. Το έπλυνα και το σιδέρωσα, είναι έτοιμο.

-‘’Μα γιαγιά..’’ δεν πρόλαβα να παραπονεθώ.

-‘’Αυτό θα βάλεις αλλιώς δεν βγαίνεις έξω.’’

-‘’Καλά θα δω.’’ Απάντησα με νεύρα.

Σε πιο δύσκολη θέση δεν θα μπορούσα να είμαι. Θα εμφανιστώ στο κατώφλι του σπιτιού του με κόκκινο κοντό φόρεμα και γόβες. Θα μοιάζω με αυτά τα τσουλάκια που προτιμάει. Με περιμένει η πιο ντροπιαστική μέρα της ζωής μου. Δεν μπορώ να το αποφύγω γιατί είτε θα πάω έτσι είτε δεν θα πάω καθόλου,

Γύρισα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Στο ένα χέρι κρατούσα το σταθερό τηλέφωνο, στο άλλο το κινητό ενώ στα πόδια μου είχα στερεώσει το λάπτοπ. Τρία σε ένα, σαν διαφήμιση της cosmote. Όμως κανένα από τα δύο τηλέφωνα δεν χτυπούσε και στο facebookάσχετοι μου είχαν ευχηθεί.

Τη στιγμή που είχα αρχίσει να απελπίζομαι, χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο και το σήκωσα όλο χαρά χωρίς να δω τον αριθμό.

Και ας μην είναι οι κολλητές μου, μακάρι να ήταν οι γονείς μου.

-‘’Παρακαλώ;… Γεια σας κυρία Βούλα. Καλά είμαι κι εγώ, ένα λεπτάκι να σας τη δώσω.’’ Είπα.

-‘’Γιαγιάααααα’’ φώναξα. ‘’Τηλέφωνο.’’

-‘’Ευχαριστώ’’ μου απάντησε.

Έκατσα στο κρεβάτι και έβαλα το κεφάλι μου κάτω από το μαξιλάρι. Ήταν αποφασισμένο από τη μοίρα ότι κανείς δεν θα θυμόταν τα γενέθλιά μου.

Αυτό το απαίσιο συναίσθημα όταν κάποιος ξεχνάει κάτι σημαντικό για εσένα.

Μου ήρθε εκείνη τη στιγμή να βάλω τα κλάματα αλλά συγκρατήθηκα. Έδωσα λίγο χρόνο σε όλους, δεν θα έκανα τη χάρη σε κανέναν να μου χαλούσε την ημέρα, άμα όμως δεν το θυμόντουσαν θα τους θύμωνα πολύ. Ο Μάρκος από πού κι ως που να το ξέρει όμως; Ούτε καν που του το έχω αναφέρει.

Μόνο το όνομά του χρειάστηκε να σκεφτώ για να χαμογελάσω. Φανταζόμουν το βλέμμα του να αντικρίζει το δικό μου και τα χείλη του να κολλάνε πάνω στα δικά μου. Είναι περίεργο, πρώτη φορά θα είμαστε εντελώς μόνοι.

Το υπόλοιπο πρωινό και το μεσημέρι πέρασαν χωρίς εκπλήξεις αλλά με νεύρα και λίγα κλάματα. Φυσικά όλη μέρα δεν διάβασα απολύτως τίποτα. Είναι νόμος: Ποτέ δεν διαβάζεις την ημέρα των γενεθλίων σου.

Το ‘’ραντεβού’’ μπορεί να ήταν στις 7 αλλά εγώ ξεκίνησα τις ετοιμασίες από τις 5… ή και πιο νωρίς. Έκανα ένα χαλαρωτικό μπάνιο, ίσιωσα τα μαλλιά μου και βάφτηκα ελαφριά. Από την άλλη μεριά η γιαγιά μου είχε καθίσει πάνω από το κεφάλι μου με το φόρεμα στο χέρι. Έβλεπα την αποφασιστικότητα στο βλέμμα της και δεν έπρεπε να της πάω κόντρα.

Φόρεσα το φόρεμα το οποίο ήταν εντυπωσιακό απλά δεν ταίριαζε τόσο με την περίσταση. Ευτυχώς φόρεσα από κάτω τα μποτάκια μου και όχι τα τακούνια που είχα αγοράσει. Αυτό συνέβη επειδή δεν είχε καταλάβει η γιαγιά μου πως είχα αγοράσει και τακούνια και δεν θα της το αποκάλυπτα σύντομα. Πάνω από το φόρεμα έβαλα μια μακριά μαύρη καπαρντίνα που κάλυπτε το φόρεμα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και γέλασα. Έμοιαζα με ντεντέκτιβ.

Πήρα ταξί και έφτασα στη διεύθυνση που μου είχε δώσει τις προάλλες ο Μάρκος. Μπήκα στην πολυκατοικία, έφτιαξα τα μαλλιά μου και χτύπησα το κουδούνι του διαμερίσματος του Μάρκου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top

Tags: #gr#tys