Μέρος 10ο
Μάρκος
Ξύπνησα από τον ήχο του κινητού μου. Στην οθόνη αναβόσβηνε ο αριθμός του Στέφανου.
-‘’Έλα τι έγινε;’’ Τον ρώτησα και χασμουρήθηκα.
-‘’Ζήτησα από τη Φαίη να χωρίσουμε.’’
Ώπα τι;
-‘’Γιατί;’’ Τον ρώτησα.
-‘’Αφού δεν θα μπορέσω να συνεχίσω στο σχολείο, δεν θα έχω χρήματα, δεν έχει δει που μένω και καλύτερα να μην το μάθει.’’
-‘’Τη χώρισες έτσι απλά;’’ Τον ρώτησα.
-‘’Ναι..’’
-‘’Δεν είναι από αυτές που θα σε θέλουν για τα χρήματα, μίλα της. Δεν χρειάζεται να το διαλύσετε γι’ αυτό.’’ Του είπα.
-‘’Είναι ήδη αργά. Τώρα ούτε να με ακούσει δεν θέλει.’’ Μου απάντησε.
-‘’Έτσι όπως τα ‘κανες..’’ ξεφύσηξα.
-‘’Θα με βοηθήσεις; Μίλα στη Φαίη’’ Μου είπε.
-‘’Καλά εντάξει’’ και του το έκλεισα.
Φόρεσα γρήγορα το μπουφάν μου, πήρα τα κλειδιά μου και έφυγα.
Ανέβηκα στη μηχανή μου και ξεκίνησα για το σπίτι της Φαίης, αλλά τι να πήγαινα να κάνω; Οι γονείς της θα φρίκαραν αν με έβλεπαν τέτοια ώρα στο σπίτι τους, ήταν αρκετά αργά. Μου ήρθε ιδέα!
Δυσκολεύτηκα να βρω το δρόμο τώρα το βράδυ αλλά στο τέλος τα κατάφερα. Περίμενα κανά τέταρτο έξω από το σπίτι της χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Εκεί που ήμουν έτοιμος να σηκωθώ να φύγω άνοιξε η πόρτα και την είδα να βγαίνει έξω τρέχοντας.
-‘’Ειρήνη!’’ της φώναξα.
Γύρισε και με κοίταξε έντρομη.
-‘’Τι κάνεις εδώ;’’ Ρώτησε.
Έτσι περνούσα είπα να πω ένα γεια, συνηθίζω να στήνομαι στις 11 το βράδυ κάτω από τα σπίτια κοριτσιών που μου αρέσουν και να ξέρω τη διεύθυνσή τους αφού τις έχω παρακολουθήσει τα πρωινά. Μόλις είπα ότι μου αρέσει;
-‘’Πρέπει να πάμε κάπου.’’ Προτίμησα να της απαντήσω, δεν ήθελα να με θεωρήσει κανένα psychoπου την παρακολουθεί.
-‘’Δεν γίνεται πρέπει να πάω στη Φαίη.’’ Μου απάντησε.
-‘’Με αυτό έχει σχέση. Ανέβα θα κρυώσεις’’ το τελευταίο το παρέλειψα.
Της έδωσα το κράνος που φορούσα. Ανέβηκε γρήγορα.
-‘’Κρατήσου από μένα’’ της είπα.
-‘’Μπαα.. καλά είμαι’’ απάντησε. Ξεκίνησα γρήγορα και γαντζώθηκε πάνω μου για να μην πέσει. Συγκρατήθηκα να μην γελάσω.
Ξεροκέφαλη!
Με ζέσταιναν τα χέρια της γύρω μου. Είχα σκοπό να την πάω στο σπίτι της Φαίης και να της τα πω όλα όταν φτάσουμε εκεί αλλά προτίμησα να μείνει λίγο ακόμα μαζί μου γι’ αυτό και την πήγα κάπου αλλού.
-‘’Εδώ ζει ο Στέφανος’’ της είπα όταν φτάσαμε κάπου αλλά χωρίς να κατεβούμε.
-‘’Μα.. εδώ είναι, πώς να το πω; Φτωχογειτονιά’’ μου είπε και έβγαλε το κράνος.
-‘’Άκου. Η οικογένεια του Στέφανου είναι πολύ φτωχή. Μπορεί ο ίδιος να πηγαίνει σε ιδιωτικό σχολείο αλλά μην ξεγελιέσαι. Είχε μία θεία από την Αυστρία η οποία βοηθούσε οικονομικά τόσους μήνες την οικογένειά του αλλά ήταν μεγάλη σε ηλικία και πέθανε. Τώρα δεν έχουν κανέναν. Ο Στέφανος αναγκαστικά του χρόνου πρέπει να αλλάξει σχολείο και αποφάσισε να μην πει τίποτα στη Φαίη αλλά να τη χωρίσει. Ντρέπεται πολύ για τον εαυτό του ακόμα και αν του έχω εξηγήσει ότι δεν είναι κάτι κακό. Δεν καταλαβαίνει. Δεν είναι ότι δεν θέλει τη Φαίη απλά φοβάται πως άμα τα μάθει όλα αυτά δεν θα τον θέλει.’’ Της είπα.
Έγνεψε και φάνηκε να καταλαβαίνει. Τα μάτια της είχαν σκοτεινιάσει όμως. Σκεφτόταν για ώρα και δεν έλεγε τίποτα. Χωρίς να περιμένω απάντησή της άναψα τη μηχανή και έβαλα μπρος για το σπίτι της Φαίης. Κατέβηκε και μου έδωσε το κράνος μου.
-‘’Καλύτερα να της το έλεγε ο ίδιος ο Στέφανος’’ μου είπε σιγά.
-‘’Του το έχω πει πολλές φορές.’’ Της είπα.
-‘’Ευχαριστώ θα της μιλήσω, καλό βράδυ’’ είπε και έφυγε. Είχε ζαρώσει από το κρύο και μπήκε γρήγορα μέσα. Πόσο ηλίθιος ήμουν που δεν το κατάλαβα και δεν της έδωσα το μπουφάν μου. Θα πάγωσε.
Έβαλα το κράνος που πριν λίγο φορούσε και έφυγα. Αντί να σκέφτομαι τι συνέβη με τη Φαίη και το Στέφανο είχα ζαλιστεί από το άρωμά της που είχε πλημμυρίσει το κράνος μου. Το δέρμα μου είχε ακόμα τη ζεστασιά της. Έκανα ένα κρύο μπάνιο όταν έφτασα για να ηρεμήσω και να σταματήσω να την σκέφτομαι.
Διάβασα λίγο το σενάριο που βρήκα κάπου πεταμένο στο γραφείο μου και μου ήρθε πάλι στο μυαλό.
Μακάρι να την έκανα στα αλήθεια να μου έλεγε αυτά τα ερωτικά λόγια όπως το πρωί.
Πότε την πάτησα εγώ έτσι; Δεν πρέπει να την ερωτευτώ, ποτέ δεν ερωτεύομαι εγώ. Ποτέ δεν έχω ερωτευτεί. Γιατί τώρα;
Μα είναι η πρώτη φορά που σκέφτομαι κάποια χωρίς να τη θέλω πάνω στο κρεβάτι μου. Όχι πως τη συγκεκριμένη δεν τη θέλω, ούτε με χαλάει αλλά όταν τη σκέφτομαι τη σκέφτομαι αλλιώς..απάντησε μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου.
Το πρωί δεν άργησε να έρθει. Πήγα από το σπίτι του Στέφανου και φύγαμε μαζί. Στο δρόμο πετύχαμε τη Φαίη με την Ειρήνη. Τυχαίο δεν νομίζω;
Έμεινα δίπλα στην Ειρήνη και άφησα τους άλλους μαζί μιας και τα ξαναβρήκαν.
-‘’Τι συνέβη χθες αφότου σε άφησα μαζί τους;’’ Τη ρώτησα ενώ την κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω. Έμοιαζε σαν κλώνος της Φαίης. Φαινόταν πως τα ρούχα που φορούσε ήταν της Φαίης και όχι δικά της. Ποιος άνθρωπος έχει τόσο ροζ στη ντουλάπα του; Ούτε η Μπάρμπι.
-‘’Η Φαίη ήταν χάλια, ειλικρινά δεν την είχα ξαναδεί έτσι. Της μετέφερα ότι μου είπες, τηλεφώνησε στον Στέφανο, συναντηθήκαμε όλοι στις μία το βράδυ στην πλατεία εκεί κοντά αλλά ευτυχώς τα βρήκαν.’’ Είπε. Έμοιαζε ταλαιπωρημένη.
-‘’Εγώ αντιθέτως μόλις γύρισα έπεσα κατευθείαν ξερός για ύπνο.’’ Είπα και γελάσαμε με την αναισθησία μου.
-‘’Εγώ κοιμήθηκα σπίτι της Φαίης, που να προλάβαινα να πάω στο δικό μου.’’
-‘’Γι’ αυτό και τα ρούχα;’’ Τη ρώτησα.
-‘’Ναι.. δεν έχω ξαναφορέσει τόσο ροζ στη ζωή μου.’’ Είπε αμήχανα.
-‘’Είναι λες και μια ροζ νεράιδα..’’ πήγα να πω αλλά με σταμάτησε.
-‘’.. ξέρασε πάνω τους.’’ Απάντησε και σκάσαμε στα γέλια.
-‘’Γιατί γελάτε εσείς μπροστά;’’ Μας ρώτησε η Φαίη και μας κοίταξε με μισό μάτι. Κάτι θα άκουσε. Δεν της απαντήσαμε και μετά πήγε ο καθένας στην τάξη του. Εγώ πήγα στη μεγάλη αίθουσα που κάναμε τις πρόβες ενώ η Ειρήνη έφυγε κάποια στιγμή από τη ματιά μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top