Η κηδεία ( ΙΙΙ )
Τα αγάλματα εκεί στέκονταν σαν προστάτες των ταφών. Σήμερα όμως είχαν ένα ασυνήθιστο χρώμα, ίσως να ήταν το παλιό μάρμαρο ή οποιοδήποτε άλλο μέταλλο που χρησιμοποιήθηκε για να φτιαχτούν ή μήπως ήταν η υψηλή υγρασία εξαιτίας του ποταμού που έρεε λίγο πιο πάνω; Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, η επιφάνεια των αγαλμάτων ήτο μαύρη, σαν και να πονούσαν πως άλλος ένας θάφτηκε εδώ. Στα άψυχα και αναίσθητα τους μάτια και πρόσωπα σαν και να διακρινόταν κάποιο αίσθημα συμπόνιας και λύπης. Από τα μάγουλα τους κυλούσαν και έπεφταν σταγόνες σαν δάκρυα πάνω στο χιόνι αφήνοντας στην ομαλή τους επιφάνεια μικροσκοπικές τρυπούλες. Και πάλι ίσως αυτό όλο να ήταν ένα μεγάλο κόλπο του μυαλού της Μαρίας για να ξεφύγει λίγο από τη σκέψη του Θανάτου.
Τα λουλούδια που στόλιζαν τους τάφους και το κοιμητήριο γενικότερα είτε ήσαν νεκρά είτε βρίσκονταν στη θερμή αγκαλιά της γης και περίμεναν τη Μητέρα Άνοιξη να τα γεννήσει σαν νεογνά. Ακόμα κι εκεί η Άνοιξη έκανε τη μαγεία της για να φέρει και πάλι τη ζωή.
Ο ιερέας έψαλε για τον νεκρό και όλοι οι παρευρισκόμενοι σαν μαγεμένοι είχαν γείρει ελάχιστα το κεφάλι τους προς τα εμπρός και κοιτούσαν τη φρέσκα στοίβα χώματος, κάτω από την οποία κειτόταν ο Στανισλάβ. Από τις μύτες τους έβγαινε η ζεστή τους εκπνοή, η οποία πάγωνε αμέσως μετά την έξοδο της. Τα δάκρυα έγιναν κρύσταλλοι πάνω στα μάγουλά της και η ροή τους φαινόταν πεντακάθαρα με τις ελάχιστες ακτίνες φωτός που κατάφεραν να τρυπώσουν από τα πυκνά μαύρα σύννεφα. Η γιαγιά της έκλαιγε με αναφιλητά δίπλα της και στηριζόταν πάνω της και κρατούσε εκείνο το άσπρο χειροποίητο μαντήλι της για να κρύβει το παραμορφωμένο της από συναισθηματική συντριβή της πρόσωπο. Το ίδιο ακριβώς και οι θείοι της. Γεροδεμένοι αξιωματικοί του στρατού και των ειδικών μονάδων, λύγισαν και αυτή από συναίσθημα. Τα σκληροτράχηλα πρόσωπά τους εκφράζαν τη λύπη.
Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, τόσο βαριά που η Μαρία Φιόντοροβνα ένιωθε πως θα εκραγεί η καρδιά της. Παρακολούθησε με μισή καρδιά και πνεύμα πως η γη σιγά σιγά κατάπιε τον μόνο άνθρωπο που νοιαζόταν πραγματικά γι’ αυτήν. Αυτός που έκανε τα αδύνατα δυνατά και πάντα στόχευε να την κάνει να χαμογελάσει. Μέσα στα τρία λεπτά που χρειάστηκε να τον αφανίσουν από προσώπου γης, η Μαρία θυμήθηκε κάθε στιγμή. Από το απλό παιδικό παιχνίδι μέχρι και τις ατελείωτες ώρες διηγήσεων του για τον μεγάλο πατριωτικό πόλεμο. Πόσο μικρή είναι η ζωή μας, μία βραχύ ανάμνηση...
Ο χρόνος για τους παρευρισκόμενους είχε σταματήσει τους δείκτες πάνω στο παρελθόν και στον θάνατο. Εντούτοις το νερό της λίμνης большой новодевичий пруд συνέχιζε να ρέει αργά κάτω από το παχύ στρώμα πάγου που τον κάλυπτε. Παρ’ όλ’ αυτά η ζωή συνεχίζει να ρέει ασταμάτητα. Το ίδιο και το ποτάμι Μόσχοβας που υπήρχε εκεί πιο πάνω, αν και αργά και νωχελικά η ροή του δεν έπαυσε...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top