Η κηδεία ( ΙΙ )

Ο Γενάρης δεν χάριζε στιγμές ευχάριστες. Τουλάχιστον έτσι μονάχα ξέρει η Μαρία, κάθε Γενάρη έχανε κι ένα αγαπητό της πρόσωπο... Πριν πέντε χρόνια και πρώτη στη σειρά ήταν η μητέρα της, η μακαρίτισσα που βασανίστηκε αφάνταστα από την ύπουλη νόσο για αρκετό καιρό. Την επόμενη χρονιά ο Χάροντας πήρε τον πατέρα της, ο οποίος πέθανε από ραγισμένη καρδιά - κι όχι από τα τρία μπουκάλια βότκας που έπινε καθημερινά αφού έθαψε τη γυναίκα του. Οι γιατροί θαμπώθηκαν από το γεγονός πως το ήπαρ του άντεξε ένα ολόκληρο χρόνο, αν και του είχαν πει πώς το πολύ τρεις μήνες ζωής του παρέμειναν. Αδιάφορο αποτελούσε αυτό για τη Μαρία, καθώς έχασε τον πατέρα της. Ο άνθρωπος που πάντα της χάριζε τις καλύτερες στιγμές της ζωής της. Πήγε κι αυτός χαμένος. Δυο χρόνια έπειτα απέβαλε και το αγέννητο παιδί της αναίτια. Νέοι ποταμοί σχηματίστηκαν από τα δάκρυα της που δεν έπαυσαν για μήνες ολόκληρους. Πόσο πόνο της πρόσφερε ο Γενάρης και κάθε νέο έτος μόνο εκείνη ξέρει, παρ' όλ' αυτά πάντα ο Θεός της έδινε την απαραίτητη δύναμη να συνεχίσει να πολεμάει. Πάντα όμως ερχόταν αντιμέτωπη με μεγαλύτερο εμπόδιο από την προηγούμενη φορά. Πόσες φορές σκέφτηκε να βάλει ένα τέρμα καθοριστικό, πάλι μόνο αυτή γνωρίζει. Εντούτοις συνέχισε να πολεμάει. Γιατί, για τη ζωή αξίζει κανείς να αγωνιστεί μέχρι εσχάτων, καθώς σε πολλούς ανθρώπους δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να την χαρούν και να την απολαύσουν. Γι' αυτό η Μαρία πάντα ένιωθε ευγνώμων παρά όλα αυτά που βίωνε.

" Να χαίρεσαι που ο Θεός σε ευλόγησε να απολαύσεις τη ζωή σε όλα τα χρώματά της, καθώς σε πολλούς συντρόφους μου κόπηκαν τα φτερά τους πριν καν προλάβουν να πετάξουν."

Αυτό πάντα έλεγε ο παππούς της, κάθε φορά που σκεφτόταν η Μαρία να ορίσει το εαυτό της ως αυτόχειρας.

Η Μαρία Φιόντοροβνα από πάνω μέχρι κάτω φορούσε μαύρα κι όχι επειδή φοβόταν από τα λόγια των ανθρώπων τα οποία κάποτε έβγαιναν σαν μέλι και κάποτε σαν δηλητήριο. Οι άνθρωποι δε θα παύσουν ποτέ να κρίνουν, να λένε ψευδείς λόγια και να υποτιμούν τον συνάνθρωπό τους. Αυτό άλλωστε βρίσκεται στο αίμα τους. Αλλά η Μαρία δε φορούσε μαύρα για να καλύψει τα μάτια των συνανθρώπων της, αλλά γιατί η ψυχή της δεν ήξερε τίποτα άλλο παρά μόνο τον θάνατο και τον θρήνο. Δεν έβγαλε ούτε για μία μέρα τα μαύρα της ρούχα. Από το χαμό της μητέρας της καθημερινά τα φορούσε, τόσο καιρό πέρασε μάλιστα από τότε που τα πρωτοφόρεσε που ξέχασε πώς φαινόταν η ίδια με άλλο είδος χρώματος. Κάθε πρωί κοιταζόταν στον καθρέφτη και έβλεπε το μαύρο ντυμένο της σώμα, το λευκό της δέρμα σαν χιόνι και τα μαύρα πλούσια μακριά μαλλιά της. Πάντα στο πένθος βρισκόταν. Πολλές φορές τα παιδιά της Μόσχας τη φώναζαν " Η κυρία Θάνατος", γιατί πάντα πάνω της κυριαρχούσε το μαύρο. Αν και ήταν χαμογελαστός άνθρωπος, καλοσυνάτος και με χρυσή καρδιά, η εξωτερική της εμφάνιση της καθόρισε την ετικέτα.

Διπλά της βρισκόταν και η γιαγιά της, πλέον χήρα. Η Αλίσα Ιβάνοβιτς ήταν παντρεμένη με τον Στανισλάβ Ιβάνοβιτς για πάνω από εξήντα χρόνια. Ήταν το πιο χαριτωμένο ζεύγος που είχε δει ποτέ η Μαρία. Μακάρι που πέρασαν τόσο χρόνια μαζί, σπάνια μάλωναν ή συμμετείχαν σε μεγάλους καβγάδες. Η αγάπη τους διατηρήθηκε δυνατή και από τότε που θυμόταν το εαυτό της η Μαρία τους έβλεπε αεί χαρούμενους και με σπίθες να λάμπουν μέσα στα μάτια τους. Αυτοί έκαναν την ηρωίδα μας να πιστεύει ακόμα στην αληθινή αγάπη κι όχι στην καλοπέραση που κυριαρχούσε στη γενιά της, είθε που δεν τη βρήκε ακόμα. Ο παππούς της πέθαινε για τη γιαγιά της, το ίδιο και η γιαγιά της γι' αυτόν. Διατήρησαν τους όρκους τους προς τον Θεό και προς τον σύντροφό τους, και μία ζωή τους εκπλήρωναν και τους τηρούσαν, πάντα ο ένας δίπλα στον άλλο. Τώρα όμως αυτές οι μέρες βρίσκονταν πίσω τους, η χαρά χάθηκε - η αγάπη μετατράπηκε σε διπλό μαχαίρι που μαχαίρωνε ταυτόχρονα την καρδιά και την ψυχή της. Τώρα η γιαγιά της μαυροντυμένη έκλαιγε δίπλα της απαρηγόρητα. Τα δάκρυα της ήταν τόσο πονεμένα και γεμάτα με άλγος που νόμιζες πως δεν προέρχονταν από το γεροντικό σώμα της παρά μόνο από τον πόνο της ψυχής της. Θρηνούσε σαν μία σύζυγος, η οποία αγαπούσε με όλη την καρδιά και ψυχή της το άλλο της μισό... Θρηνούσε για τον χαμένο του συζύγου της που για δεύτερη φορά τον έχασε, με τη διαφορά όμως τώρα πως θα ξαναϊδωθούν μονάχα όταν κι αυτή πάει στην απέναντι όχθη της ζωής. Αυτός δε θα επέστρεφε πλέον ποτέ.

Η Μαρία φοβόταν πως εξαιτίας της μεγάλης στεναχώριας της η ηλικιωμένη καρδιά της θα σταματούσε ανά πάσα στιγμή ή τα εύθραυστα κόκκαλα του σώματός της θα έσπαγαν σε δύο.

Το κλάμα της δεν έπαυσε από την ημέρα που την κάλεσα από το νοσοκομείο για να της ανακοινώσουν τον θάνατο του άνδρα της. Από τότε πέρασαν τέσσερις μέρες και το πρόσωπό της ήταν τόσο πρησμένο σαν και να την είχαν τσιμπήσει αδιάκοπα ένα σμήνος μελισσών κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών. Ιδιαιτέρως τα μάτια που σαν και να έχασαν κάθε στάλα ζωής, έβλεπαν κενά προς τον καθένα, άσκοπα και αλαλούμ. Εκείνο το αποφασιστικό και τρυφερό της βλέμμα χάθηκε για πάντα με το που έθαψε τον αγαπημένο της Στάνη... Έτσι τον έλεγε, σαν τρυφερό του κι αυτός πάντα ανταποκρινόταν με το Άλι...

Στην κηδεία του ήλθε λίγος κόσμος, καθώς οι περισσότεροι φίλοι και σύντροφοι του τον περίμεναν σε έναν χώρο απόμακρο για να πραγματοποιήσουν το μεγαλύτερο γλέντι της ζωής τους. Κάποιοι φίλοι του, συγγενείς του και η οικογένεια του έλεγαν το ύστατο τους χαίρε... Τα τέσσερα παιδιά του βρίσκονταν εκεί, εκτός φυσικά από τη μητέρα της Μαρίας που αναπαυόταν ακριβώς στον διπλανό τάφο, ήταν η τελευταία του επιθυμία...Η Μαρία προσπαθώντας να ξεφύγει έστω και για λίγα δευτερόλεπτα από την σκληρή πραγματικότητα, αφέθηκε στη φαντασία της που αγκομαχούσε. Με το που πετούσαν πάνω στο ξύλινο φέρετρο του παππού της το παγωμένο χώμα, φανταζόταν πως η ψυχή της μητέρας της τον αγκάλιαζε και πάλι μετά από τόσο καιρό αναμονής. Πατέρας και κόρη βρέθηκαν και πάλι αφού ξεπέρασαν το μεγαλύτερο εμπόδιο, τον Θάνατο. Μακάρι ο Θεός να τον καλούσε νωρίτερα κοντά του, γιατί κατάφερε να ζήσει και τον μεγαλύτερο εφιάλτη κάθε γονιού. Δυστυχώς ο πατέρας έπρεπε να θάψει τη μονάκριβη του κόρη. Ο καρκίνος δε χαρίζει σε κανέναν, θα σε τσαλακώσει σαν χαρτί με όλο το μένος της ανθρωπότητας μέσα σε λίγους μήνες μέχρι που να αποδυναμώσει το σώμα σου και να το κάνει ακατοίκητο και ξερό. Ήταν πάντα η μικρή του πριγκίπισσα και την έθαψε σα μία με όλο τον ανθρώπινο πόνο ως συνοδεία. Τουλάχιστον τώρα ο Дед* της βρήκε επιτέλους γαλήνη μετά από μήνες γεμάτοι με σωματικά βάσανα και κατεύνασε αυτός ο τυφώνας συναισθημάτων μέσα στην
καρδιά του.

*Παππούς

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top