Τέλος Β' : Το πραγματικό




Πριν γίνει όμως αυτό προέκυψε κάτι εκτός σχεδίου που θα τους αναστάτωνε όλους, μια μέρα λοιπόν, καθώς γευμάτιζαν μαζί άκουσαν τον γιο τους να σπαράζει στο κλάμα. Σηκώθηκαν από το τραπέζι, βγήκαν έξω, και είδαν το παιδί μαζί με τον ιππότη εκπαιδευτή του που προσπαθούσε να το παρηγορήσει.

«Τι έχει ο γιος μου και κλαίει έτσι;» ρώτησε τον ιππότη ο Πέτρος.

«Κύριε» άρχισε ο ιππότης να λέει «όπως γνωρίζετε ήμασταν για κυνήγι. Βρεθήκαμε στο Ακάκι. Εκεί συναντήσαμε κάποιον που κρατούσε δύο λαγωνικά. Τον ρωτήσαμε και μάθαμε πως αυτός, είναι απλώς ο φροντιστής των σκυλιών που κρατούσε και ότι στην πραγματικότητα ανήκουν στο γιο του Ερρίκου ντε Γκιμπλέτ. Που είναι ο ιδιοκτήτης του διπλανού χωριού. Μένοικο νομίζω λέγεται. Του μικρού του άρεσαν τα σκυλιά και τα ζήτησε από το φροντιστή. Όμως ο φροντιστής δεν μπορούσε να προβεί σε μια τέτοια πράξη, αφού, τα σκυλιά δεν του ανήκουν. Από τότε ο μικρός κλαίει».

Ο Πέτρος στράφηκε στο γιο του. «Παιδί μου μη λυπάσαι και εγώ θα ειδοποιήσω τον κύριο Ερρίκο ντε Γκιμπλέτ και θα σου τα στείλει τα σκυλιά».

«Αλήθεια πατέρα» είπε ο μικρός ρουφώντας τις μύξες του.

«Αλήθεια. Θα το κανονίσω τώρα κιόλας. Πήγαινε τώρα να μελετήσεις, και όταν φτάσουν θα σε ειδοποιήσω».

Χαρούμενος ο μικρός έφυγε σφαίρα για το δωμάτιο μελέτης του.

Ο Πέτρος όπως είχε τάξει στο παιδί, την ίδια στιγμή έστειλε έναν ιππότη στον Ερρίκο ντε Γκιμπλέτ για να διευθετήσει το ζήτημα.

Ο ιππότης όμως δεν γύρισε με καλά νέα. Εξήγησε στον Πέτρο πως έκανε ό,τι ήταν δυνατόν, αλλά, Ο Ερρίκος ντε Γκιμπλέτ ήταν ανένδοτος στην απόφασή του να μην δώσει τα σκυλιά.

Ο Πέτρος θύμωσε πολύ με την αγένεια του Ερρίκου. Διέταξε να τον κλείσουν στη φυλακή. Και τον γιο του, τον Ιάκωβο ντε Γκιμπλέτ, αλυσοδεμένο τον έσυραν να σκάβει με κασμά στην τάφρο του πύργου της Μαργαρίτας.

Ο Ερρίκος ντε Γκιμπλέτ είχε και μια κόρη, την Μαρία ντε Γκιμπλέτ που ήταν χήρα. Ο Πέτρος διέταξε να την παντρέψουν με τη βία με έναν απλό χαλκωματά. Η Μαρία, όμως, προτίμησε να κρυφτεί σε μοναστήρι παρά να παντρευτεί έναν που ανήκε σε κατώτερη κοινωνική τάξη από την ίδια. Ο Πέτρος την ανακάλυψε και διέταξε να την βασανίσουν.

Η απάνθρωπη αυτή πράξη του Πέτρου ήταν παράνομη. Παρασύρθηκε από την οργή του και έπραξε αυθαίρετα. Γι'αυτό οι ευγενείς και οι ιππότες της Υψηλής Αυλής μαζεύτηκαν να συζητήσουν το σοβαρό αυτό θέμα που προέκυψε έτσι ξαφνικά.

Κάλεσαν και τα αδέλφια του Πέτρου και τους είπαν τα εξής λόγια:

«Κύριοί μας, ξέρετε πως εμείς είμαστε στην υπηρεσία του βασιλιά. Είμαστε με όρκο δεμένοι μαζί του, μα και ο βασιλιάς μ' εμάς. Οι ενέργειες του βασιλιά κατά του κυρίου Ερρίκου ντε Γκιμπλέτ και των δύο παιδιών του είναι παράνομες επειδή δεν ζήτησε τη γνώμη μας πριν τις πράξει. Τους φέρθηκε σαν να είναι δουλοπάροικοί του, ενώ σύμφωνα με τους νόμους και τις ασσίζες που ορκίστηκε να τηρεί δεν μπορούσε να απλώσει χέρι πάνω τους. Γι'αυτό τον θεωρούμε επίορκο». 

«Έχετε δίκιο σε όλα όσα είπατε. Είμαστε πρόθυμοι να πάμε να του μιλήσουμε και εμείς» είπαν τα δυο αδέλφια.

Πήγαν, τον βρήκαν και του εξέφρασαν τη γνώμη τους πως άδικα φέρθηκε στους τρεις αυτούς ανθρώπους.

Ο Πέτρος ακούγοντάς τους πήρε φωτιά.

«Χαθείτε από μπροστά μου άθλιοι. Ποιος σας είπε ότι με ενδιαφέρει η γνώμη σας έστω και στο ελάχιστο; Τι πιστεύεται δηλαδή; Πως επειδή είμαστε αδέλφια έχετε και το δικαίωμα να ανακατεύεστε στις υποθέσεις μου; Πάρτε το πια απόφαση. Είτε σας αρέσει είτε όχι, εγώ είμαι ο βασιλιάς. Εγώ είμαι ο νόμος και οι ασσίζες μαζί. Τώρα φύγετε από μπροστά μου, δε θέλω να σας βλέπω άλλο». 

Έσκυψαν το κεφάλι με μάτια που άστραφταν από οργή για τα άδικα λόγια του αδελφού τους. Δεν συνέχισαν την κουβέντα. Έβλεπαν καθαρά πως δεν θα έβγαζε πουθενά. Έφυγαν. Πήγαν και βρήκαν τους ευγενείς και τους είπαν τι είχε συμβεί.

«Θα πάμε και εμείς να του μιλήσουμε μήπως και καταφέρουμε κάτι».

Πήγαν λοιπόν και του είπαν «Κύριέ μας μην ανησυχείς και απόψε θα ανασκαλέψουμε τις ασσίζες μήπως και βρούμε σ'αυτές κάποιο σχετικό με το θέμα μας κεφάλαιο, και θα το φέρουμε στην μεγαλειότητά σου».

Ο Πέτρος ένιωσε ταπεινωμένος. Έκρυψε το θυμό του και τους ανταπέδωσε την ταπείνωση λέγοντάς τους πως αυτό που θα βρουν να το αντιγράψουν και να του το φέρουν να το δει.

Τα κατάφερε και τους θύμωσε. Και έτσι κακοφανισμένοι έφυγαν.

Όλοι μαζί καθώς ήταν, μαζεύτηκαν στο σπίτι ενός από τους ιππότες. Μαζί τους ήταν και τα αδέλφια του Πέτρου. Ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος.

Η συζήτηση καθώς προχωρούσε γινόταν όλο και πιο έντονη.

Ένας από τους ιππότες απευθύνθηκε στα αδέλφια του βασιλιά με σκοπό να σπείρει πιο βαθιά τη διχόνοια ανάμεσα στα αδέλφια.

«Τι δικαίωμα έχει ο βασιλιάς σε σας, που είσαστε βασιλιάδες όπως και εκείνος; Δεν σας λείπει παρα μόνο το στέμμα για να είσαστε όπως και εκείνος. Και τι δικαίωμα έχει να βάζει στη φυλακή τους ευγενείς του, χωρίς τη γνώμη της Υψηλής Αυλής και χωρίς να είναι βέβαιος ότι έχει δίκαιο; Με την πράξη του αυτή ο βασιλιάς πήγε ενάντια στους νόμους και τις ασσίζες. Και φυλάκισε τον κύριο Ερρίκο που είναι ευγενής. Ακόμη τιμώρησε τον γιο του Ιάκωβο, που είναι πρωτότοκος και άρα ο κληρονόμος του φέουδου του πατέρα του. Σύμφωνα με τις ασσίζες έχει τις ίδιες ελευθερίες με τον πατέρα του. Όσον αφορά την κόρη του Μαρία, χήρα του ιππότη Γκυ ντε Βερνί θα έπρεπε να την μεταχειριστεί όπως τις γυναίκες των ιπποτών.

Μετά την πάροδο ενός χρόνου από τον θάνατο του συζύγου της, ο βασιλιάς έχει δικαίωμα να της προτείνει να διαλέξει για σύζυγο ανάμεσα σε τρεις ιππότες που να ανήκουν στην ίδια τάξη με αυτήν του αποθανόντος συζύγου της. Η Μαρία θα είχε το δικαίωμα να ζητήσει κάποιο χρόνο να το σκεφτεί. Μόνο όταν περνούσε ο χρόνος αυτός και δεν αποφάσιζε είχε το δικαίωμα να διαλέξει ο βασιλιάς γι'αυτήν.

Και τώρα θέλει να την παντρέψει με έναν χαλκωματά. Είναι άδικο και φυσικά δεν το εγκρίνουμε. Εσείς θα πρέπει να συμφωνήσετε ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από το να τον αναγκάσουμε με κάποιον τρόπο να ορκιστεί στην πίστη του, ότι στο εξής θα βασιλεύει σύμφωνα με τους νόμους και τις ασσίζες. Διαφορετικά, θα αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε το βασίλειο και θα πάμε να βρούμε την τύχη μας όπου μας οδηγήσει ο Θεός».

Τα δυο αδέλφια κοιτάχτηκαν. Με τα μάτια τους συμφώνησαν πως καλά τα είπε ο ιππότης και ο Ιωάννης πήρε το λόγο για να απαντήσει.

«Συμφωνούμε μαζί σας. Θα κάνουμε όπως είπατε. Αύριο το πρωί, θα συναντηθούμε έξω από το παλάτι. και όλοι μαζί θα πάμε να βρούμε τον βασιλιά μας και να τον συνετίσουμε. Εμείς τώρα φεύγουμε, και αύριο θα γίνουν όλα όπως πρέπει».

«Να πάτε στο καλό».   

Αφού έφυγαν τα δυο αδέλφια η συζήτηση ανάμεσα στους ιππότες πήρε άλλη τροπή.

«Είναι αλήθεια πως συμφωνήσαμε με τα αδέλφια του βασιλιά ότι θα τον αναγκάσουμε με κάποιον τρόπο να ορκιστεί πως θα βασιλεύει όπως πρέπει. Όμως πιστεύω πως στην αλλόφρων κατάσταση που βρίσκεται τώρα, αν κάνουμε κάτι τέτοιο θα στραφεί εναντίον μας και θα μας σκοτώσει. Πριν στεφθεί είχε ορκιστεί εφτά φορές, και μόλις φόρεσε το στέμμα λησμόνησε τους όρκους του, και ενεργεί εναντίον των ασσιζών και του Θεού στον οποίο ορκίστηκε. Ποιος εμπιστεύεται πως θα τηρήσει τον όρκο του;»

Ένας άλλος ιππότης είπε: «Σωστά μιλάς. Σας διαβεβαιώ ότι από την στιγμή που καταπάτησε τους όρκους του, δεν του είμαστε πια υπόχρεοι. Προτείνω όταν αύριο βρεθούμε μπροστά του να τον σκοτώσουμε».

«Έτσι πρέπει να γίνει» είπε κάποιος άλλος «ή εμείς θα επιζήσουμε ή αυτός».

Την ίδια ώρα στο παλάτι ο Πέτρος έτρωγε το βραδινό του με την Ελεονώρα.

«Πιες λίγο κρασί να ηρεμήσεις από την ένταση της ημέρας» του έλεγε κάθε τόσο και του γέμιζε το ποτήρι με κρασί και ο Πέτρος το έπινε. Χαλάρωσαν πολύ οι αντιστάσεις του, και όταν η Ελεονώρα τον πλησίασε πιο τολμηρά δεν την έδιωξε, απεναντίας την έκλεισε στην αγκαλιά του παραδομένος στις αρνητικές συνέπειες του κρασιού. Τον μετέφερε στην κάμαρά του και βρήκε την ευκαιρία να χωθεί δίπλα του στο κρεβάτι. Άρχισε να τον φιλά και να τον χαϊδεύει και ο Πέτρος υπέκυψε στην ηδονή της σάρκας. Η Ελεονώρα είχε πετύχει το σκοπό της. Πίστευε πως όταν την έβλεπε το επόμενο πρωί εκεί δίπλα του, όλα θα γίνονταν όπως πριν. Πριν την Ιωάννα και πριν τον κόμη.

Και η επόμενη μέρα ξημέρωσε, Τετάρτη, 17 Ιανουαρίου του 1369 μ.Χ, ήταν ακόμη πολύ πρωί όταν οι ιππότες με τα αδέλφια του βασιλιά συναντήθηκαν έξω από το παλάτι.

Εκείνη την ημέρα υπεύθυνος υπηρεσίας του προσωπικού ήταν ο Ζιλέτ ντε Κορνελιέ.  Τους άνοιξε να μπουν. Όταν είδε πως μαζί με τους ιππότες ήταν και ο Ιωάννης με τον Ιάκωβο ηρέμησε.

«Ήρθαμε να δούμε τον βασιλιά» του είπαν.

«Δεν έχει σηκωθεί ακόμη».

«Δεν πειράζει, θα πάμε εμείς να τον βρούμε» είπε ο Ιωάννης.

Ο Ζιλέτ ντε Κορνελιέ δεν έφερε αντίρρηση στον Ιωάννη. Τα αδέλφια του βασιλιά είχαν το δικαίωμα να συναντούν τον αδελφό τους στην κάμαρά του. Τους οδήγησε στην κάμαρα που χρησιμοποιούσε ο Πέτρος τον τελευταίο καιρό και έφυγε.

Ο Ιωάννης κτύπησε την πόρτα.

Ο Πέτρος ήταν ξύπνιος. Είχε λίγο πονοκέφαλο και αποφάσισε να μείνει για λίγο στο κρεβάτι. Το πρωί που ξύπνησε και είδε την Ελεονώρα πλάι του ένιωσε αποστροφή, αλλά, το έκρυψε πίσω από ένα χαμόγελο. Δεν έπρεπε να αρχίσει να τον υποπτεύεται.

«Ποιος να είναι τόσο νωρίς;» την ρώτησε.

«Μόνο τα αδέλφια σου μπορούν να σε επισκέπτονται στα ιδιαίτερα διαμερίσματά σου» του απάντησε.

Ο Πέτρος σηκώθηκε και άνοιξε. Μέσα στην κάμαρα μπήκε ο Ιωάννης.

«Καλή σου μέρα, βασιλιά» του είπε ψυχρά. Ακόμη ήταν νωπά τα σκληρά λόγια που του είχε πει χθες το βράδυ.

«Καλημέρα, αδελφέ» του απάντησε στον ίδιο τόνο.

«Χθες βράδυ δουλέψαμε μέχρι αργά. Γράψαμε τη γνώμη μας, και σου την φέραμε να την δεις».

«Περίμενε λίγο έξω να ντυθώ που είμαι με την νυχτικιά, και θα έρθω να πάμε να μου δείξεις τι ετοιμάσατε». 

Ο Ιωάννης υπάκουσε και βγήκε έξω. Μόλις βγήκε έξω, με ένα βουβό σινιάλο ανάμεσα στους ιππότες τον άρπαξαν και τον ακινητοποίησαν. Και αυτόν, και τον Ιάκωβο. Τους έκλεισαν και το στόμα για να μην φωνάξουν και χαλάσουν τα αιματηρά τους σχέδια.

Όταν σιγουρεύτηκαν πως τα δυο αδέλφια ήταν εκτός μάχης, όρμησαν μέσα τρεις από τους ιππότες. Ο Πέτρος μόλις τους είδε ταράχτηκε. Ήταν ανέτοιμος για κάτι τέτοιο. Μέσα στην ταραχή του δεν μπόρεσε να σκεφτεί πώς αλλιώς να το διαχειριστεί παρά μόνο με φωνές και βρισιές.

«Άπιστοι, προδότες, τι θέλετε στην κάμαρά μου;»

Και πριν προλάβει να πει τίποτα άλλο οι τρεις ιππότες αστραπιαία τράβηξαν τα σπαθιά τους και τα έχωσαν στο κορμί του Πέτρου.

Βόγκυξε. Οξύς πόνος τον δίπλωσε στα δύο. Τα πόδια του δεν τον βάσταξαν και έπεσε στο πάτωμα.

«Μήηηη, σταματήστε. Τί κάνετε; Πώς τολμάτε;» φώναζε και σπάραζε η Ελεονώρα τραβώντας τα μαλλιά της.

Μπήκαν και όλοι άλλοι ιππότες, και με τη σειρά έχωναν με ευχαρίστηση και το δικό τους σπαθί στο σώμα του Πέτρου.

Ο Πέτρος πεσμένος στο πάτωμα μισοντυμένος ψυχορραγούσε. Το αίμα χυνόταν ποτάμι από το κορμί του και απλωνόταν γύρω του. Στεύρευε η ζωή από μέσα του.

Με φωνή μόλις που έβγαινε από τα κατακρεουργημένα σπλάχνα του ψυθίρισε

«Συγχώρεσε με, Ιωάννα» και η ψυχή του πέταξε έξω, μακριά από τους άθλιους προδότες που είχαν γεμίσει ασφυκτικά την κάμαρά του.

Ευτυχώς που επικρατούσε μεγάλη οχλαγωγία και δεν άκουσε κανείς τα τελευταία του λόγια.

Πήρε μαζί το μυστικό και την αγάπη του στον τάφο. Στην αιωνιότητα.

                                                         ΤΕΛΟΣ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top