Κεφάλαιο 9




Την επομένη ξεκίνησαν νωρίς-νωρίς για τον προορισμό τους. Η Εχίβη φόρεσε ό,τι πιο απλό είχε και έβγαλε ό,τι κόσμημα φορούσε. Ήθελε αυτή τη μέρα να μείνει όσο πιο αφανής γινόταν. Προχωρούσαν για αρκετή ώρα. Η Εχίβη που δεν ήταν μαθημένη στον ποδαρόδρομο κουράστηκε γρήγορα και έτσι κάθισαν κάτω από κάτι κυπαρίσσια που υπήρχαν στο πλάι του δρόμου να ξεκουραστούν. Με την ευκαιρία αυτή έφαγαν κιόλας από τις προμήθειες που είχε ετοιμάσει η Θεανώ πριν φύγουν. Αντάλλαξαν και τα ρούχα τους όπως το είχαν προσχεδιάσει. Αν και η πράξη αυτή προξένησε απορία στην Θεανώ, εντούτοις δεν ρώτησε τίποτα. Δεν ήταν δουλειά της αυτό. Αυτή έπρεπε μόνο να υπακούει και να μην ανακατεύεται εκτός κι αν της το ζητούσε η κυρά της. Ετοιμάστηκαν και συνέχισαν το δρόμο τους χωρίς περαιτέρω χρονοτριβή.

      Μετά από αρκετή ώρα έφτασαν επιτέλους στο σπίτι της γυναίκας. Ήταν ένα όμορφο πέτρινο σπιτάκι με μικρό περιποιημένο κήπο και πλακόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε μέχρι την πόρτα του σπιτιού. Η Εχίβη είπε στην Θεανώ να την περιμένει και προχώρησε προς την πόρτα κτυπώντας την απαλά και περίμενε. Μετά από λίγο μια ισχνή γυναίκα μεγάλης ηλικίας φάνηκε στην πόρτα.

«Καλώς όρισες στο φτωχικό μου» της είπε με καλοσύνη και μέριασε να μπει. Ο τόνος της φωνής ήταν απόλυτα καθησυχαστικός, όμως η Εχίβη ένιωθε την ματιά της γυναίκας να διεισδύει στην ψυχή της, στα μυστικά της. Φοβήθηκε την ματιά της και γύρισε το βλέμμα της για να περιεργαστεί το χώρο περισσότερο από αμηχανία και αναστάτωση παρά από τη φυσική περιέργεια των ανθρώπων.

       Προχώρησε στα ενδότερα και είδε ένα απλό ξύλινο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου και δύο καρέκλες με περίτεχνα σκαλίσματα. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιες καρέκλες η Εχίβη. Ούτε καν στο παλάτι δεν είχε δει τόσο περίτεχνα στολισμένες καρέκλες. Υπήρχαν και δύο μικρά παράθυρα που προσέδιδαν το απαιτούμενο φως στο δωμάτιο. Παντού στους τοίχους υπήρχαν ξύλινα ράφια τα οποία ήταν γεμάτα από αποξηραμένα χόρτα, τουλάχιστον έτσι φάνταζαν στα μάτια της Εχίβης. Στην πραγματικότητα τα χόρτα ήταν βότανα μαζεμένα προσεκτικά από τα βουνά, αποξηραμένα με αγάπη και μέγιστη φροντίδα. Ήδη κρέμονταν μερικά ματσάκια για αποξήρανση από το ταβάνι.

          Στο αναμμένο τζάκι έβραζε ένα τσουκάλι γεμάτο με ένα ζουμί που η Εχίβη δεν είχε καταλάβει τι μπορεί να ήταν. Της μύρισε δυσάρεστα και της ήρθε αναγούλα αλλά κρατήθηκε. Δεν ήθελε να προσβάλει τη γυναίκα που τη δέχτηκε με τόση καλοσύνη.

«Κάθισε» άκουσε τη φωνή πίσω της να λέει και υπάκουσε. Κάθισε και η γυναίκα στην άλλη καρέκλα κοιτάζοντάς την βαθιά στα μάτια. «Είσαι έγκυος σωστά;». Η Εχίβη έμεινε με το στόμα ανοικτό να την κοιτάζει αποσβολωμένη. Η γυναίκα της χαμογέλασε με συμπάθεια, και έτσι η Εχίβη πήρε θάρρος και κατένευσε. «Πώς το...».

«Αχ, κοπέλα μου. Γυναίκα είμαι, νομίζεις δεν καταλαβαίνω πότε μια γυναίκα είναι έγκυος; Δυο παιδιά έφερα στον κόσμο και μεγάλωσα. Τώρα όμως άνοιξαν τα φτερά τους για αλλού, να κάνουν τη δική τους τύχη, να ακολουθήσουν τη δική τους μοίρα. Έρχονται πότε πότε και με βλέπουν».

        Μίλαγε για τα παιδιά της και τα μάτια της έλαμπαν. Έβλεπε την αγάπη που ξεχείλιζε από τη γυναίκα και για μια στιγμή συλλογίστηκε την πράξη που πήγαινε να κάνει, αλλά αμέσως μετά ξαναεπέστρεψε στην αρχική της απόφασή να ξεφορτωθεί το παιδί. Και ενώ πάλευε με τον εαυτό της, η γυναίκα συνέχιζε να μιλάει για τα παιδιά της αλλά η Εχίβη δεν την άκουγε πια. Είχε βυθιστεί στους δικούς της στοχασμούς. Το τελευταίο που άκουσε από το μονόλογο της γυναίκας ήταν η ερώτηση που της έκανε για το τι ζητούσε από αυτήν. «Έχει σχέση με την εγκυμοσύνη μου».

«Ωραία λοιπόν σε ακούω».

«Να... Χρειάζομαι βοήθεια για να ρίξω το παιδί».

Η γυναίκα έμεινε άφωνη. Ήταν το τελευταίο που περίμενε να ακούσει.

«Γιατί θες κάτι τέτοιο κόρη μου; Τα παιδιά είναι ευτυχία και ευλογία από το Θεό, σου μιλάω από δική μου πείρα. Τα παιδιά μου είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω. Ο άντρας σου ξέρει αυτό που θέλεις να κάνεις;». «Να, γι' αυτό θέλω να το ρίξω, επειδή δεν έχω άντρα. Άσε με να σου διηγηθώ την ιστορία μου. Μόνο έτσι θα με καταλάβεις και θα πειστείς για την απόφασή μου». Η Εχίβη την κοιτούσε παρακλητικά και η καλή γυναίκα δεν μπόρεσε να της το αρνηθεί. Η αλήθεια είναι ότι είχε και περιέργεια να ακούσει.                                                                  

       «Λοιπόν, με λένε Ιωάννα και πριν από κάποια χρόνια το έσκασα από το σπίτι μου. Αποφάσισα να εγκαταλείψω εντελώς τη χώρα όπου γεννήθηκα, μεγάλωσα και υπέφερα. Οι γονείς μου με έδερναν και με έβαζαν να κάνω τις πιο βαριές δουλειές. Μέχρι και στο άροτρο με έζευξε ο πατέρας μου για να οργώσει το χωράφι και όταν πια ξεθεωμένη έπεσα στα γόνατα γιατί δεν με κρατούσαν άλλο τα πόδια μου, με καμτσίκωσε χωρίς λύπηση. Με άφηναν νηστική και έτυχε μες στο καταχείμωνο να με αφήσουν έξω από το σπίτι. Το πώς επέζησα από το κρύο φορώντας μόνο ένα φουστάνι το θεωρώ θαύμα. Είχα και έναν αδελφό, μικρότερο. Δεν άντεξε την κακοποίηση. Πέθανε. Αυτοί το παρουσίασαν σαν ατύχημα. Δεν άντεχα πια να ζω έτσι και αποφάσισα να το σκάσω. Καραδόκησα να δω που έκρυβαν τα νομίσματά τους και ένα βράδυ που ήπιαν πολύ και κοιμόντουσαν βαθιά τους τα έκλεψα και έφυγα.                                                                                                                                                                                                                                                                                                        Ανέβηκα στο πρώτο καράβι που αναχωρούσε. Ούτε που ρώτησα ποιος ήταν ο προορισμός του. Απλά πλήρωσα το ποσό που μου υπόδειξαν.

          Ταξιδεύαμε για μέρες ώσπου μας επιτέθηκαν πειρατές και κατέλαβαν το καράβι. Αποπειράθηκα να πέσω στη θάλασσα για να γλιτώσω από αυτό που με περίμενε αλλά με πρόλαβαν και με κλείδωσαν στο αμπάρι για να μην το ξαναεπιχειρήσω. Δεν ξέρω πόσες μέρες έμεινα κλειδωμένη εκεί μέσα γιατί ήταν πάντα σκοτάδι. Με έβγαλαν από εκεί μόνο όταν ήταν να με πουλήσουν σαν δούλα σε αυτό το νησί που τότε δεν ήξερα ποιο ήταν και για να είμαι ειλικρινής ούτε με ενδιέφερε κιόλας. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν ότι είχα δραπετεύσει από την κόλαση που ζούσα. Πίστευα ότι αποκλείεται να υπάρχουν χειρότερες συνθήκες». Εδώ η Εχίβη έκανε μια παύση γεμάτη με ψεύτικους λυγμούς υποδυόμενη τέλεια το ρόλο της βασανισμένης και της γεμάτης κακουχίες ταπεινής της ύπαρξης. Έτρεχαν ακόμα και δάκρυα και έβρεχαν τα μάγουλα της.

         Η γυναίκα την πίστεψε, μέχρι που την λυπήθηκε κιόλας και προσεκτική στα λόγια της, με ένα απαλό άγγιγμα στο χέρι την παρότρυνε να συνεχίσει την εξομολόγηση της.

Η Εχίβη συνέχισεː «Τελικά κατέληξα σε έναν ευγενή Φράγκο αφέντη και την οικογένεια του. Μου συμπεριφέρονταν καλά δεν είχα παράπονο. Τις δουλειές που με έβαζαν να κάνω τις κατάφερνα μια χαρά και είχα ζεστό φαγητό και έναν υποφερτό χώρο για να κοιμάμαι. Όλα ήταν μια χαρά μέχρι πριν από λίγους μήνες όταν άρχισαν στο σπίτι φοβεροί καβγάδες ανάμεσα στο ζεύγος. Ακουγόντουσαν σε όλο το σπίτι και ο αφέντης έφευγε σε έξαλλη κατάσταση και γύριζε την επομένη στο σπίτι. Με τη γυναίκα του μίλαγε με το ζόρι. Μες στην ψύχρα ήταν και ακόμα θα είναι δηλαδή. Η κυρά μου, αν και μπροστά του δεν το έδειχνε, ήταν πολύ στεναχωρημένη με την κατάσταση αυτή. Πολλές φορές την είχα ακούσει κατά λάθος να κλαίει στα διαμερίσματα της. Σε όλη αυτή την ιστορία δεν ανακατεύτηκα καθόλου, ούτε με αφορούσε άλλωστε και ούτε με ενδιέφερε, αν και όταν άκουσα τυχαία την κυρά μου να σπαράζει στο κλάμα λυπήθηκα πολύ.

        Ο αφέντης άρχισε να με κοιτάζει αδιάντροπα με αισχρή λαγνεία και τότε άρχισε να με αφορά και να φοβάμαι τις προθέσεις του απέναντι μου. Απέφευγα να βρίσκομαι στον ίδιο χώρο μαζί του αλλά αυτός με καλούσε για διάφορες δήθεν δουλειές και εγώ δεν μπορούσα να το αποφύγω. Ήταν υποχρέωσή μου να τον υπηρετώ και να πηγαίνω όποτε με καλούσε. Μια μέρα λοιπόν με φώναξε και μου ζήτησε να πάω στο κελάρι για να φέρω προμήθειες της κουζίνας που είχαν σωθεί. Κάπου μέσα μου ένιωσα ότι η διαταγή του αυτή δεν ήταν και τόσο αγνή και αθώα, φοβήθηκα πραγματικά. Έψαξα να βρω και κάποια άλλη κοπέλα για να ερχόταν μαζί μου αλλά δεν βρήκα καμία, έτσι κατέβηκα αναγκαστικά μόνη μου καθησυχάζοντας τον εαυτό μου ότι μπορεί και να μην συμβεί και τίποτα και όλα να είναι δημιουργίες της φαντασίας μου. Σκεπτόμενη θετικά και κάπως πιο ήρεμη κατέβηκα λοιπόν στο κελάρι και άφησα και την πόρτα ανοικτή για να νιώθω πιο ασφαλής.

         Άρχισα να συγκεντρώνω τις προμήθειες και όσο περνούσε η ώρα και δεν γινόταν τίποτα, χαλάρωνα πιο πολύ και δούλευα ανέμελα μέχρι που άκουσα την πόρτα να κλείνει και βήματα να πλησιάζουν. Αμέσως σταμάτησα αυτό που έκανα και επικεντρώθηκα στον ήχο των βημάτων που πλησίαζαν. Ήταν αντρικά και αναμφίβολα του αφέντη, τα γνώριζα καλά, μπορούσα να τα ξεχωρίσω ανάμεσα σε χίλια. Μου πάγωσε το αίμα, ένιωσα κρύο ιδρώτα να με λούζει και δεν υπήρχε πουθενά κρυψώνα να χωθώ. Ένιωσα τα χέρια του να με αρπάζουν γερά και την βαριά του ανάσα στο λαιμό μου.

«Σε θέλω» μου είπε. «Σε ποθώ τόσο που δεν μπορώ να ησυχάσω. Τα βράδια δεν κοιμάμαι επειδή σε σκέφτομαι. Βασανίζομαι». Μου τα έλεγε αυτά και με πασπάτευε. Έκανα να του ξεφύγω αλλά με άρπαξε πάλι. Φώναξα για βοήθεια αλλά μου είπε γελώντας ότι μπορούσα να φωνάζω όσο θέλω. Κανείς δεν θα με άκουγε εκεί κάτω που είμασταν. «Νομίζεις ότι είμαι χαζός;» μου είπε χαιρέκακα. «Νομίζεις τυχαία σε έστειλα εδώ κάτω; Ξέρω ακριβώς τι κάνω». Τον παρακαλούσα να με αφήσει αλλά τίποτα. Πιο πολύ με έσφιγγε πάνω του και οι κινήσεις του γίνονταν όλο και πιο άγριες και απότομες. Μου σήκωσε με βιάση τις φούστες και μπήκε βίαια μέσα μου. Αχ, Θεέ μου, ήταν τόσο αισχρό και ανήθικο! Προσπάθησα να του ξεφύγω αλλά με ακούμπησε στον τοίχο και με κράτησε γερά. Ευτυχώς το μαρτύριο δεν κράτησε πολύ, τελείωσε γρήγορα και με άφησε κουρέλι κάτω στο πάτωμα να κλαίω και να χτυπιέμαι. Αυτό γινόταν κατ' εξακολούθηση χωρίς να μπορώ να αντιδράσω αφού με απειλούσε με την ίδια μου τη ζωή. Από τη μια σκεφτόμουν πως αν με σκότωνε όλα θα τελείωναν, θα ελευθερωνόμουνα επιτέλους, αλλά από την άλλη δεν είχα το θάρρος να τον προκαλέσω. Φυσικά μπορεί να τα 'λέγε αυτά για εκφοβισμό αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

          Πέρασε κάποιος καιρός μέχρι που κατάλαβα ότι έμεινα έγκυος. Δεν πρέπει να το γεννήσω αυτό το παιδί! Δεν το θέλω! Ξέρω πως δεν φταίει σε τίποτα αλλά ήδη νιώθω πως το μισώ! Λέγοντας τα τελευταία λόγια άρχισε να κλαίει με αληθινά δάκρυα αυτή τη φορά γιατί τα λόγια αυτά ήταν και τα μόνα αληθινά, βγαλμένα από την καρδιά της.

«Γι' αυτό είμαι σήμερα εδώ. Θέλω να με βοηθήσεις να το ρίξω. Αν υπάρχει κάποιο βότανο που να κάνει αυτή τη δουλειά τότε σώθηκα».

«Εσύ όπως λες θα σωθείς, το καημένο το παιδί όμως; Είσαι σίγουρη; Δεν θες να το ξανασκεφτείς; Μπορεί να αλλάξουν τα συναισθήματά σου και να το μετανιώσεις στο μέλλον αλλά θα είναι αργά».

Η Εχίβη έμενε σιωπηλή. «Λοιπόν;» επέμεινε η γυναίκα.

«Είμαι εντελώς σίγουρη πως δεν το θέλω αυτό το παιδί και επιμένω να θέλω να απαλλαγώ από αυτό. Πρέπει άλλωστε. Θα βρω άσχημα τον μπελά μου αν τελικά μαθευτεί».

«Πολύ καλά λοιπόν. Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Παρόλο που είναι μεγάλη αμαρτία μπορεί στη θέση σου να κατέφευγα στην ίδια λύση γι' αυτό θα σε βοηθήσω. Θα πρέπει όμως να με ακούσεις προσεκτικά και να ακολουθήσεις τις οδηγίες μου κατά γράμμα».                                                                          

          Η Εχίβη τη διαβεβαίωσε ότι θα έκανε ό,τι ακριβώς θα τη συμβούλευε.

«Άκου λοιπόν. Υπάρχει ένα βότανο που ονομάζεται απήγανος, το οποίο χρειάζεται προσοχή στη χρήση του γιατί σε μεγάλες ποσότητες δρα σαν δηλητήριο».

«Τι εννοείς;» ρώτησε η Εχίβη.

«Εννοώ ότι αν κάποιος το χρησιμοποιήσει σε πολύ μεγάλη ποσότητα πεθαίνει από δηλητηρίαση. Μην ανησυχείς εσύ γι' αυτό γιατί θα σου δώσω την ακριβή ποσότητα που χρειάζεται για το αποτέλεσμα που επιθυμείς».

        Σε λίγο της έφερε ένα ματσάκι φυτού δεμένο με σχοινί. Ήταν ακόμα χλωρό. Παραδόξως το φυτό της φάνηκε όμορφο σε σχέση με το δηλητήριο που κουβαλούσε μέσα του. Τα φύλλα του είχαν ένα υπέροχο πρασινογάλανο χρώμα και τα άνθη του είχαν το έντονο χρώμα του ήλιου και στο σχήμα έμοιαζαν σαν άστρα σε καθαρό ουρανό. Αυτό που την απώθησε ήταν η άσχημη μυρωδιά του.

        Η γριά πρόσεξε την αντίδραση της κοπέλας και την κατέλαβαν οι θυμοσοφίες της. «Η φύση ξέρει πολύ καλά πως να διαχειριστεί τις δυνάμεις της. Για παράδειγμα το φυτό αυτό που είναι τόσο επικίνδυνο για τα ζώα που δεν έχουν την δικιά μας νοημοσύνη, το δημιούργησε με αυτή την άσχημη μυρωδιά ώστε να διώχνει όποιο ζώο το πλησιάζει με σκοπό να το φάει. Έτσι το προστατεύει. Λοιπόν, ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Επειδή δεν έχω αποξηραμένο σου δίνω αυτό που δεν έχει αποξηραθεί ακόμα. Δεν έχει πολλές μέρες που το μάζεψα όμως μην ανησυχείς θα κάνει την ίδια δουλειά. Θα το βάλεις σε νερό που θα έχεις ζεστάνει καλά, σχεδόν να κοχλάζει, θα μετρήσεις αργά μέχρι το τριάντα και μετά θα πιείς το ζουμί αφού αφαιρέσεις το βότανο. Σε προειδοποιώ, ούτε  η μυρωδιά ούτε η γεύση θα σου είναι ευχάριστα, μάλλον το αντίθετο θα έλεγα, θα πρέπει να πιεστείς για να το πιείς. Το βότανο να το βάλεις στο νερό έτσι όπως είναι δεμένο ματσάκι για να αφαιρεθεί πιο εύκολα μετά. Κατάλαβες; Είναι πολύ σημαντικό Ιωάννα να ακολουθήσεις τις οδηγίες ακριβώς όπως τις λέω». Η γυναίκα την κοιτούσε σοβαρή. Σχεδόν αυστηρά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top