Κεφάλαιο 8




Στο παρόν όμως άλλα λεγόντουσαν από τους Λατίνους που είχαν μάθει τι είχε συμβεί. Όπως τότε έτσι και τώρα έκαναν το ίδιο. Διέδιδαν ψεύδη ασυστόλως. Ότι ο σταυρός δεν ήταν φτιαγμένος από Τίμιο Ξύλο και ότι τα θαύματα είναι φθηνά κόλπα και μάγια των Ελλήνων. Εκείνες τις μέρες έτυχε να βρίσκεται στη Λευκωσία ο φράγκος Επίσκοπος της Αμμοχώστου, ο Αδελφός Μαρά. Ήταν αναπόφευκτο να μην μάθει και αυτός για το Σταυρό. Γέμισε μέχρι βαθιά η ψυχή του με φθόνο για τους Έλληνες. Ευθύς κατέστρωσε το σχέδιό του και κίνησε χωρίς χρονοτριβή για το παλάτι. Όταν έγινε δεκτός από το βασιλιά, υποκρίθηκε τον ανήσυχο και του είπεː «Κύριέ μου, γνώριζε πως υπάρχουν αμαρτίες οι οποίες συγχωρούνται με τον θυμιατό, υπάρχουν όμως κι άλλες που χρειάζονται φωτιά, αυτό που λέμε πυρ καθάρσεως. Όταν οι αμαρτίες που οδηγούν το λαό στην απιστία γίνονται ανεκτές από τους κυβερνώντες, τότε οι κυβερνώντες πάνε χωρίς συγχώρεση στο πυρ το αιώνιο. Γι' αυτό είναι φανερό πως τόσο εγώ όσο και εσύ θα πρέπει να λογοδοτήσουμε στον Θεό επειδή ανάμεσά μας βρίσκεται ένα παιδί που έφτιαξε ένα σταυρό και το ακούμε να υποστηρίζει πως δήθεν είναι φτιαγμένος από το σταυρό του Χριστού και το ανεχόμαστε».

«Και τι πρέπει να γίνει κατά τη γνώμη σου;» τον ρώτησε ο Ούγος. Πρέπει να εξετάσουμε και να διαπιστώσουμε αν όντως πρόκειται για το ζωοποιό ξύλο».

          Ο Ούγος σκέφτηκε ότι δε θα ήταν κακό να εξακρίβωναν αν ο σταυρός εκείνος ήταν όντως αυτός που έλεγαν. Το μόνο που είχε μέχρι τότε ήταν τα λεγόμενα του μικρού Γεώργιου και τίποτα άλλο. Ναι, αυτό θα ήθελε να γίνει και θα τα κατάφερνε με τη βοήθεια αυτού του Επισκόπου. «Είναι όμως σωστό νομίζεις για εμένα να ερευνήσω τα μυστήρια των εκκλησιών;».

«Όχι, αυτό αφορά εμένα αφού είμαι και εκπρόσωπος του Θεού, αλλά χωρίς τη δική σου βοήθεια δεν μπορώ να προχωρήσω».

«Κάνε αυτό που είναι αναγκαίο στην παρουσία μου, και κανένας δεν θα βρεθεί να σε κατακρίνει».

«Κύριε μου, πρέπει να ξέρεις πως η εξέταση του Τίμιου Ξύλου γίνεται με φωτιά και αίμα. Τοποθετώντας τη φωτιά στο ξύλο, διαπιστώνουμε πως αν καεί δεν είναι Τίμιο Ξύλο ενώ αν παραμείνει άθικτο είναι. Ακόμα, όταν τύχει να αιμορραγεί κάποιος και ακουμπήσεις στην πληγή Τίμιο Ξύλο, το αίμα πήζει και η αιμορραγία σταματά».

«Κάνε αυτό που νομίζεις» ήταν η απάντηση του βασιλιά.

           Κάλεσαν τον Γεώργιο να έρθει στο παλάτι. Ο Ούγος δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει όταν τον είδε μέσα στα ράσα.

«Γεώργιε, παιδί μου, εσύ είσαι όντως;».

«Ναι, μεγαλειότατε εγώ είμαι, αλλά, το όνομά μου πια είναι μοναχός Γαβριήλ και αν δεν σε πειράζει αυτό θα ΄θελα να χρησιμοποιείς».

«Καμιά αντίρρηση, μοναχέ Γαβριήλ. Μα εσύ λάμπεις ολόκληρος! Είσαι ευτυχισμένος;».

«Ναι κύριε, πολύ. Ανακάλυψα που πραγματικά ανήκω και αυτό με κάνει ευτυχισμένο».

«Χαίρομαι για σένα».

«Σ' ευχαριστώ κύριε. Ο Θεός να σε ευλογεί».

          Ο Επίσκοπος μπήκε στη μέση και εξήγησε τα περαιτέρω στον μοναχό Γαβριήλ. Του είπε τι ήθελαν να κάνουν και ζήτησε το σταυρό. Ο μοναχός Γαβριήλ του τον παρέδωσε σίγουρος ότι θα τον έπαιρνε πίσω άθικτο. Τόσο δυνατή είχε γίνει η πίστη του. Αν αυτό που θέλουν είναι να δουν με τα μάτια τους για να πειστούν, ας είναι, σκέφτηκε. Εντωμεταξύ, ο Επίσκοπος ζήτησε και του φέρανε το μεγάλο τετράγωνο βασιλικό μαγκάλι το οποίο γέμισαν με κάρβουνα και τα άναψαν. Ο Επίσκοπος που κρατούσε το σταυρό, τον πέταξε χωρίς ενδοιασμούς μέσα στα αναμμένα κάρβουνα. Τυλίχτηκε ολόκληρος στις φλόγες. «Πάει κάηκε» είπαν πολλοί.  Ο Επίσκοπος έτριβε χαιρέκακα τα χέρια του από τη χαρά του. Είχε δικαιωθεί. Έπιασε την σιδερένια λαβίδα και τον έβγαλε έξω σίγουρος για την επιτυχία του, όμως προς μεγάλη του δυσάρεστη έκπληξη ο σταυρός που έβγαλε ήταν όπως τον είχε ρίξει. Δεν είχε καεί ούτε στο ελάχιστο, ήταν άθικτος!

          Η Αλίκη ήταν παρούσα στην όλη διαδικασία και παρακολουθούσε. Όταν είδε τον άθικτο από τις φλόγες σταυρό γεμάτη δέος φώναξε με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια της. Στην αρχή ήταν μόνο κάτι ακαταλαβίστικες κραυγές που σιγά σιγά απέκτησαν διαύγεια. «Εγώ, Κύριε, πιστεύω πως αυτό το ξύλο είναι από το Τίμιο Ξύλο σου» γονάτισε και έκλαψε μετανιωμένη που είχε εγκαταλείψει το Θεό.

Εκεί, μπροστά στα μάτια όλων η Αλίκη μίλησε ξανά μετά από τρία χρόνια μακράς σιωπής. Το θαύμα είχε γίνει! Η χαρά του Ούγου ήταν απέραντη. Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως αυτό που πάσκιζε για μήνες είχε γίνει σε μια μόνο στιγμή. Ο Επίσκοπος Μάρα μέσα σε αυτόν τον χαλασμό βρήκε την ευκαιρία και το έσκασε από το παλάτι χωρίς να αποχαιρετίσει κανέναν, μα δεν τον έψαξε και κανείς.

       Κτίστηκε εκκλησία αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό. Ο μοναχός Γαβριήλ παρακάλεσε το Θεό να του φανερώσει το μέρος όπου έπρεπε να κτιστεί. Προσευχήθηκε πολύ και τελικά του αποκαλύφθηκε πως θα ήταν καλό να κτιστεί κάπου απόμερα και ειρηνικά μεταξύ Λευκωσίας και Άγιου Δομετίου. Αμέσως διατάχτηκε η κατασκευή της. Όταν ολοκληρώθηκε κτίστηκαν και κελιά για μοναχούς και έγινε μοναστήρι. Η εκκλησία ζωγραφίστηκε με υπέροχες τοιχογραφίες, τοποθετήθηκαν εικόνες και ιερά αργυρά σκεύη. Ο σταυρός διακοσμήθηκε και πάλι με ασήμι, χρυσάφι, μαργαριτάρια και άλλες πολύτιμες πέτρες. Όταν ο μοναχός Γαβριήλ τον επέστρεψε μετά από καιρό, αφού πρώτα τον περιέφερε  σ' ολόκληρη την Κύπρο, τον τοποθέτησαν σε ένα κιβώτιο μέσα στην εκκλησία. Και όλα αυτά με έξοδα της Αλίκης. Αυτόν τον τρόπο διάλεξε για να πει ευχαριστώ στο Θεό που της είχε επιστρέψει τη φωνή της.

        Και ενώ στο βασίλειο της Κύπρου και ειδικά στη βασιλική οικογένεια είχαν επιστρέψει η  χαρά και η ευτυχία που ήταν χαμένες εδώ και καιρό, κάπου στα βάθη της Ασίας εξαπλωνόταν μεγάλο κακό αργά και σταθερά εδώ και χρόνια επεκτείνοντας διαρκώς τα δίκτυά του προς την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή μαυρίζοντας το χάρτη. Μέχρι να καταπλεύσει το μεγάλο κακό στο νησί θα μεσολαβούσαν αρκετά χρόνια και θα τους έβρισκε παντελώς απροετοίμαστους. Προς το παρόν γιόρταζαν ανίδεοι για τη βασίλισσα τους και ο Ούγος για την πολυαγαπημένη και λατρευτή του σύζυγο.

       Στα χρόνια που μεσολάβησαν τα παιδιά τους μεγάλωσαν. Ο Πέτρος  ειδικά είχε φτάσει σε ηλικία γάμου. Είχε κλείσει τα δεκατρία του χρόνια και ήδη ήταν ένα όμορφο στιβαρό αγόρι με κατάμαυρα μαλλιά και μεγάλα μαύρα λαμπερά μάτια. Ήταν φανερό πως θα εξελισσόταν σε έναν ωραίο άντρα. Όσο για το συναίσθημα του έρωτα ποτέ του δεν το είχε σκεφτεί ή ούτε το είχε νιώσει. Μπορούσε όμως μια χαρά να ξεχωρίσει μια όμορφη γυναίκα, και αυτό φαινόταν από το ύφος θαυμασμού που είχε άμα κοιτούσε κάποια από τις δούλες του παλατιού.  

Ο πάπας Κλήμης Στ' ενημερωμένος για την ενηλικίωση του Πέτρου έστειλε απεσταλμένο του στην Κύπρο για συνάντηση με το βασιλιά για να του εκφράσει την επιθυμία του Πάπα να παντρέψει τον Πέτρο με την Εχίβη ντε Μοντφόρτ, η οποία ήταν ορφανή εδώ και μερικά χρόνια και από τους δύο γονείς. Ο πατέρας της Εχίβης εκμεταλλευόμενος την φιλία που τον ένωνε με τον πάπα και διαισθανόμενος το τέλος του να πλησιάζει, πήρε θάρρος μια μέρα που τον πέτυχε στις καλές του και πάνω στη θέρμη της συζήτησης του ζήτησε να του υποσχεθεί πως αν του συνέβαινε κάτι θα έπαιρνε υπό την προστασία του την κόρη του Εχίβη και θα αναλάμβανε να την αποκαταστήσει. Για να είναι σίγουρος, του έταξε και μέρος από την περιουσία του.

       Ο πάπας φυσικά δέχτηκε αν και ήξερε πως η Εχίβη είχε περάσει προ πολλού την ηλικία γάμου. Βέβαια γι' αυτόν αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα. Κάπου θα έβρισκε σύντομα να την ξεφορτωθεί και δεν είχε κάνει λάθος αφού δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Με την εύκολη αιτιολογία της μελλοντικής σύναψης συμμαχίας των δύο βασιλείων, της Κύπρου με τη Γαλλία, απαίτησε την σύζευξη του Πέτρου και της Εχίβης το γρηγορότερο δυνατόν.

          Ο Ούγος αν και είχε τις ενστάσεις του για το γάμο γιατί είχε ενημερωθεί για την ηλικία της νύφης η οποία απείχε αρκετά από αυτήν του γιού του, δεν έκανε κάτι για να το αποφύγει και ούτε μπορούσε άλλωστε. Ποτέ κανείς δεν είχε τολμήσει να αντιταχθεί σε θέλημα του πάπα. Με μισή καρδιά ανακοίνωσε τα νέα στον Πέτρο, που αν και δεν του άρεσαν καθόλου, τα αποδέχτηκε με βαριά καρδιά. Ήξερε πως έπρεπε να υπακούσει. Η θέση του ήταν τέτοια ώστε δεν του επιτρεπόταν να κάνει κάτι άλλο. Θα ήθελε να είχε την επιλογή να διαλέξει μόνος του τη γυναίκα που θα παντρευόταν, αλλά δυστυχώς για αυτόν δεν την είχε. Έπρεπε απλώς να ακολουθήσει το πεπρωμένο του.

          Ο Πέτρος είδε για πρώτη φορά την νύφη τη μέρα του γάμου τους, ο οποίος θα πραγματοποιούταν στον μεγαλειώδη καθολικό ναό του Αγίου Νικολάου στην Αμμόχωστο. Μπροστά του είχε μια αρκετά μεγαλύτερη του γυναίκα που ο χρόνος είχε ήδη αρχίσει να αφήνει τα σημάδια του στο μακρουλό πρόσωπό της. Αυτό που έσωζε κάπως την κατάσταση ήταν η λυγερή κορμοστασιά της που έμοιαζε σαν εικοσάχρονης κοπέλας όπως επίσης και τα υπέροχα καστανόξανθα μαλλιά της που της έφταναν μέχρι τη λεπτή της μέση. Ήταν πλεγμένα με μαργαριτάρια και άνθη λουλουδιών. Τα μαλλιά της έλαμπαν εκτυφλωτικά στον ήλιο. Φάνταζαν τόσο υπέροχα!

           Ο Πέτρος αν και έμεινε φανερά εντυπωσιασμένος από το υπέροχο κορμί και τα αστραφτερά μαλλιά, δεν μπορούσε να παραβλέψει το γεγονός πως ήταν μεγαλύτερη και καθόλου όμορφη. Ένα μόνο σκεφτόταν, πως αν είχε την επιλογή να αποχωρήσει θα το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη. Την έβλεπε να τον πλησιάζει και ευχόταν να ξυπνούσε από τον τρομερό εφιάλτη. Φορούσε ένα υπέροχο μεταξωτό νυφικό στο χρώμα της αγνότητας, μπλε, το οποίο ήταν κεντημένο με χρυσοκλωστή και πολύτιμους λίθους και είχε φαρδιά μανίκια που σχεδόν άγγιζαν στο έδαφος. Την έβλεπε και σκεφτόταν ειρωνικά, ναι, καλά, ποιόν κοροϊδεύει; Σιγά μην είναι ακόμα αγνή σε αυτή την ηλικία. Όλο και κάποιος εραστής θα υπήρξε στη ζωή της δεν μπορεί.

         Μπήκαν στην εκκλησία και άρχισε το μυστήριο. Η δυσφορία και η αγανάκτηση ήταν καθαρά αποτυπωμένες στο πρόσωπο του Πέτρου, αλλά ούτε και η Εχίβη φαινόταν ευτυχισμένη. Δεν επιθυμούσε να γίνει ο γάμος. Το μυστήριο συνεχίστηκε. Κανείς δεν φαίνεται να είχε προσέξει τα συναισθήματα του ζεύγους. Όταν ο επίσκοπος τους ένωσε τα χέρια με το σχοινί, σύμβολο της ένωσης, και ακούγονταν και τα αντίστοιχα λόγια περί παντοτινής ένωσης ο Πέτρος ήθελε να ουρλιάξει. Φυσικά δεν το έκανε...

Το μυστήριο τελείωσε. Ήταν πια ανδρόγυνο χωρίς κανείς από τους δύο να το θέλει. Όταν βγήκαν από την εκκλησία τους πέταξαν ρύζι για ευημερία. Το γλέντι θα γινόταν στο παλάτι που υπήρχε στην Αμμόχωστο. Ήδη τα τραπέζια ήταν έτοιμα, στρωμένα πλουσιοπάροχα με τα καλύτερα εδέσματα και τις πιο φίνες λιχουδιές. Υπήρχαν  ροδοκόκκινες γαλοπούλες, ελάφι, αρνί, φρούτα, ξηροί καρποί, ψωμί, κρέμες και τυρί, ενώ από ποτά υπήρχε άφθονο κρασί και υδρομέλι.

          Όλη η διαδρομή από την εκκλησία μέχρι το παλάτι ήταν στρωμένη με μια σειρά από νομίσματα και το ζεύγος τη διάβηκε φτάνοντας μέχρι και το τραπέζι στο οποίο κάθισε για το γλέντι. Τα νομίσματα αυτά τα οποία θεωρούνταν τυχερά, τα είχαν πάει οι καλεσμένοι σαν δώρο. Όταν το ζεύγος κάθισε στο τραπέζι ήπιε ζεστό κρασί από το ίδιο κύπελλο, το ονομαζόμενο "κύπελλο του γάμου". Μετά από αυτό, το φαγοπότι άναψε για τα καλά. Το γλέντι κράτησε ώρες που τους φάνηκαν ατελείωτες γιατί εκτός από το ζεύγος ούτε η υπόλοιπη βασιλική οικογένεια επιθυμούσε αυτόν τον ατυχή γάμο. Όταν ο Ούγος είχε ενημερώσει την Αλίκη για την επιθυμία του πάπα δεν έδειξε κανένα συναίσθημα, αλλά, όταν έμεινε μόνη έκλαψε πολύ. Επιτέλους  το γλέντι τελείωσε, οι καλεσμένοι αποχώρησαν και κουρασμένοι αποσύρθηκαν στα διαμερίσματά τους να κοιμηθούν. Η Εχίβη κοιμήθηκε ολομόναχη και καθόλου δεν δυσαρεστήθηκε γι' αυτό. Δεν ήξερε, αλλά, ούτε και την ενδιέφερε να μάθει πού είχε πάει ο σύζυγός της.

        Τα πλείστα βράδια που θα ακολουθούσαν θα τα περνούσε μόνη. Ποτέ δεν αγαπήθηκαν. Ποτέ δεν υπήρξε η σπίθα του πάθους μεταξύ τους. Η Εχίβη έβλεπε τον Πέτρο σαν παιδί. Η ίδια κόντευε τα σαράντα πια. Αν και ο Πέτρος ήταν πολύ όμορφος και όλα έδειχναν πως θα εξελισσόταν σε έναν γοητευτικό και δυνατό άντρα, εντούτοις στα μάτια της φάνταζε αυτό που άλλωστε ήταν, ένα παιδί. Της ήταν δυσβάσταχτο που ήταν υποχρεωμένη να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της μαζί του αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, όπως επίσης ήξερε ότι έπρεπε να του χαρίσει διάδοχο. Ο Πέτρος την απέφευγε όσο περισσότερο γινόταν με πρόχειρες δικαιολογίες είτε αυτές αφορούσαν το βασίλειο, είτε το κυνήγι με τα γεράκια που τόσο λάτρευε και ανακουφισμένος έμενε για λίγο μακριά της. Υπήρχαν όμως και φορές που επίτηδες το παράτεινε για να απουσιάσει περισσότερο. Η Εχίβη ανακουφισμένη από τις συχνές του απουσίες κλεινόταν στα διαμερίσματά της βουτηγμένη στη απέραντη δυστυχία και μοναξιά της. Μαράζωνε σιωπηλά και οδυνηρά για τον άντρα που είχε αφήσει πίσω της, με τον οποίο ήταν από χρόνια αθεράπευτα ερωτευμένη, άσχετα αν αυτός δεν είχε δείξει ποτέ το παραμικρό ενδιαφέρον γι' αυτήν.

          Αν και το ζευγάρι δεν αγαπιόταν, ο Πέτρος πήγαινε στο κρεβάτι της Εχίβης για να αποκτήσει το διάδοχο που επιθυμούσε και αυτή τον δεχόταν δίχως διαμαρτυρίες. Την πρώτη φορά που συνευρέθηκαν ο Πέτρος εξεπλάγην με το αίμα που λέρωσε το στρώμα, το οποίο ήταν η απόδειξη της αγνότητας της γυναίκας του και μετάνιωσε και για τη σκέψη που έκανε τότε τη μέρα του γάμου τους. Παρόλο που οι συνευρέσεις τους δεν ήταν πολύ συχνές, εντούτοις η Εχίβη που δεν ήθελε να αποκτήσει παιδί λάβαινε τα μέτρα της. Μετά από κάθε συνεύρεση έκανε πλύση της μήτρας της με χυμό λεμονιού. Την ιδέα την είχε πάρει από τη μητέρα της που χρησιμοποιούσε για αντισύλληψη σφουγγάρι εμποτισμένο σε χυμό λεμονιού, το οποίο τοποθετούσε στον κόλπο της πριν την συνεύρεση επειδή ήθελε να αποφύγει άλλη εγκυμοσύνη. Τότε ο πατέρας της το γνώριζε και ήταν σύμφωνος, όμως στην περίπτωση της Εχίβης ο Πέτρος δεν το ήξερε και φυσικά δεν θα συμφωνούσε αφού ήθελε διάδοχο. Έτσι αφού ποτέ δεν ενημερωνόταν για την επίσκεψη του Πέτρου για να είναι έτοιμη, έκανε τη πλύση μετά από κάθε συνεύρεση με την ελπίδα πως θα πετύχαινε. Υπήρξαν όμως και φορές που η Εχίβη δεν γινόταν να κάνει την πλύση μετά τη συνεύρεση γιατί δεν είχε την ευκαιρία να μείνει μόνη της. Έτσι, αυτό που τόσο φοβόταν συνέβη και το κατάλαβε όταν τα έμμηνά της δεν ήρθαν τον επόμενο μήνα όπως επίσης άρχισαν και τα συμπτώματα, ζαλάδες και πρωινοί εμετοί.

       Δεν το ήθελε αυτό το μωρό και καταριόταν την τύχη της που δεν την ευνόησε και έμεινε παρά τη θέλησή της έγκυος. Αποφάσισε να ξεφορτωθεί το ανεπιθύμητο βάρος όσο πιο γρήγορα γινόταν προτού αρχίσει να γίνεται εμφανής η εγκυμοσύνη. Έπρεπε να δράσει με απόλυτη μυστικότητα, κάτι το οποίο ήταν πανεύκολο αφού κανένας δεν ασχολούταν μαζί της, εκτός από την προσωπική της νεαρή δούλα τη Θεανώ που την φρόντιζε και της ήταν αφοσιωμένη γιατί η Εχίβη της φερνόταν πολύ καλά. Κατέστρωσε το σχέδιο της και κάλεσε την Θεανώ που θα γινόταν εν αγνοία της συνεργός σ' ένα ιδιαζόντως ειδεχθές έγκλημα.

«Θέλω να ψάξεις να βρεις οποιαδήποτε γυναίκα που να γνωρίζει καλά από βότανα και γιατροσόφια. Τον τελευταίο καιρό υποφέρω από τρομερούς πονοκεφάλους».

«Όπως επιθυμείς, κυρά μου» είπε και έφυγε πρόθυμη για να την εξυπηρετήσει.

         Μερικές μέρες αργότερα η Θεανώ είχε φέρει εις πέρας την αποστολή της. Όλο χαρά και περηφάνια που τα είχε καταφέρει τόσο σύντομα πήγε στην κυρά της και την ενημέρωσε ότι βρήκε την γυναίκα που έψαχνε. Η Εχίβη ευχαριστημένη της έδωσε μερικά νομίσματα ως ανταμοιβή.

«Είναι μακριά από εδώ;» ρώτησε η Εχίβη.

«Αρκετά. Θα χρειαστεί μια μέρα να πας και να γυρίσεις».

«Να πάω; Δε θα έρθεις μαζί μου Θεανώ; Πρέπει να με οδηγήσεις δεν το γνωρίζω το νησί, θα χαθώ στα σίγουρα».

«Φυσικά, κυρά μου, αν το θέλεις. Το είχα σκεφτεί να ερχόμουνα αλλά δεν ήξερα αν  το επιθυμούσες».

«Ωραία. Οπότε θα πάμε αύριο κιόλας. Έλα πολύ νωρίς το πρωί να με ξυπνήσεις και να ετοιμάσεις και οτιδήποτε άλλο μπορεί να χρειαστούμε. Εσύ ξέρεις καλύτερα Θεανώ. Βασίζομαι πάνω σου».

«Μείνε ήσυχη κυρά μου. Όλα θα είναι έτοιμα. Με χρειάζεσαι κάτι άλλο;».

«Όχι, μπορείς να αποσυρθείς».

Υποκλίθηκε με σεβασμό και έφυγε.

Αύριο θα ήταν μεγάλη η μέρα...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top