Κεφάλαιο 7




Η Σοφία πήρε βαθιά ανάσα και άρχισε. «Σήμερα το πρωί ξυπνήσαμε χαράματα γιατί ο δρόμος που είχαμε να κάνουμε ήταν μακρύς, η κυρά είχε αποφασίσει ότι σήμερα θα πηγαίναμε στην εκκλησία της Παναγιάς της Μαχαιριώτισσας που βρίσκεται πέρα μακριά πάνω στα βουνά».

«Πρόσεξες καμιά αλλαγή στη συμπεριφορά της; Μήπως ήταν αδιάθετη ή κάτι άλλο τέλος πάντων που να μην ήταν φυσιολογικό;».

«Όχι, αφέντη μου, τίποτα. Όλα ήταν όπως πάντα». Ακολούθησε παύση.

«Συνέχισε» την παρότρυνε ανυπόμονα.

«Λοιπόν, φτάσαμε εκεί. Όλα καλά. Μπήκαμε στην εκκλησία, προσκυνήσαμε, προσευχηθήκαμε, άφησε και χρήματα η κυρά. Όλα ήταν μια χαρά μέχρι που θέλησε να μπει και στο ιερό. Δεν ξέρω πώς της ήρθε η επιθυμία. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ζητήσει τέτοιο πράγμα. Οι ιερείς της εξήγησαν όσο πιο ευγενικά μπορούσαν ότι δεν επιτρεπόταν στις γυναίκες να μπαίνουν στο ιερό. Τότε η κυρά θύμωσε και άρχισε να φωνάζει ότι δεν ήταν οποιαδήποτε γυναίκα αλλά η βασίλισσα της Κύπρου και κανένας δεν μπορούσε να της εμποδίσει την είσοδο. Τελικά μπήκε με το έτσι θέλω».

       Η Σοφία που μέχρι στιγμής μιλούσε ήρεμα, ξέσπασε. «Αχ! Βασιλιά μου φοβάμαι πως ο Θεός την τιμώρησε για τη βλασφημία και την έπαρση της! Όταν βγήκε από το ιερό και προσπάθησε να μιλήσει, το μόνο που ακούστηκε ήταν κάτι ακαταλαβίστικες κραυγές χωρίς νόημα! Δεν μπορούσε να μιλήσει κανονικά! Αχ! Όταν συνειδητοποίησε τι είχε μόλις συμβεί βγήκε έξω τρέχοντας, ουρλιάζοντας και κλαίγοντας και άρχισε να κυλιέται στα χώματα, να τραβά τα μαλλιά της και να γδέρνει το πρόσωπό της με τα νύχια της.  Προσπάθησα να την πιάσω, να την σταματήσω αλλά δεν μπόρεσα. Με έσπρωχνε και με κτυπούσε για να την αφήσω και τελικά, τι να 'κανα, την άφησα. Κανένας δεν πλησίαζε για βοήθεια, μόνο κοιτούσαν. Μάλλον θα φοβήθηκαν γιατί θα νόμισαν ότι είχε πάθει κάτι πιο σοβαρό. Εμένα όμως δεν με ένοιαξε, προσπάθησα να την βοηθήσω! Αλήθεια προσπάθησα!». Σκέπασε το πρόσωπο της με τα χέρια της και λύθηκε σε σπαρακτικούς λυγμούς. «Δεν ήθελα να πάθει κακό, με πιστεύεις; Πρέπει να με πιστέψεις γιατί δεν φταίω! Φοβήθηκα ότι θα κατηγορήσεις εμένα για ό,τι συνέβη γι' αυτό κρύφτηκα και δεν ερχόμουνα πριν που με καλούσες!».

        «Μη φοβάσαι» της είπε με ήρεμη φωνή. «Δεν πρόκειται να σε κατηγορήσω για τίποτα. Σε πιστεύω. Ξέρω πόσο αγαπάς και φροντίζεις την κυρά σου. Για πες μου όμως, τελικά τι έγινε; Πώς καταφέρατε και επιστρέψατε;». Η Σοφία σκούπισε τα μάτια της και συνέχισε πιο ήρεμη πια.

«Απλά περίμενα να δω τι θα έκανε, αν θα ηρεμούσε ή όχι. Ευτυχώς ηρέμησε. Αχ, τι αγωνία και εκείνη, δεν ήξερα τι θα έκανα αλλιώς. Ηρέμησε λοιπόν, της έδωσα νερό, ήπιε, της πρόσφερα και φαγητό αλλά δεν έφαγε. Μετά από ώρα συνήλθε κάπως και ίππευσε το άλογό της και έτσι κατάλαβα ότι ήθελε να επιστρέψουμε. Μου έκανε νόημα να ανέβω και εγώ μαζί της στο ίδιο άλογο γιατί μάλλον θα φοβότανε μόνη της και ήρθαμε. Αργήσαμε αλλά ευτυχώς ήρθαμε. Τουλάχιστον δεν έπαθε κάτι περισσότερο». Εδώ η κοπέλα σώπασε. Τα είχε πει όλα.                                                                                                   

           Ο Ούγος έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, συντετριμμένος από το καινούριο κακό που τον είχε βρει τόσο ξαφνικά και απρόσμενα. Επέστρεψε στην γυναίκα του με βαριά βήματα. Πίεζε τον εαυτό του να μην λυγίσει. Η γυναίκα του έπρεπε να τον έχει δίπλα της δυνατό για να της συμπαρασταθεί. Ο πόνος του έπρεπε να μείνει αφανής. Την βρήκε να οιμώζει μπρούμυτα στο ντιβάνι της. Σπάραξε η καρδιά του βλέποντάς την έτσι. Την πήρε τρυφερά στην αγκαλιά του και την κράτησε εκεί σφιχτά πάνω του, της χαϊδεψε τα μαλλιά και της είπε γλυκά πως όλα θα πάνε καλά, άσχετα αν το πίστευε ή όχι. Η αλήθεια είναι πως δεν το πολυπίστευε. Αν η Αλίκη μπορούσε να δει το πρόσωπό του θα έβλεπε τα σιωπηλά καυτά δάκρυα του πόνου και της ανεκλάλητης οδύνης του που κυλούσαν στα μάγουλά του και κατέληγαν να μουσκεύουν το λερωμένο της φόρεμα. Ο Ούγος από εδώ και στο εξής θα προσευχόταν πιο συχνά και με πιο κραταιά πίστη για γρήγορη επαναφορά της φωνής της γυναίκας που αγαπούσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο.

           Τρία χρόνια πέρασαν από εκείνη την αποφράδα ημέρα. Τρία χρόνια εκκωφαντικής σιωπής. Απαλύνθηκε ο πόνος και συμφιλιώθηκαν με τη μοίρα τους. Το είχαν πάρει πλέον απόφαση ότι έτσι θα ήταν η ζωή τους από εδώ και πέρα. Μια άλαλη σύζυγος και μητέρα. Κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι την Αλίκη που έκλαιγε στα κρυφά στο μικρό οικογενειακό εκκλησάκι που είχαν στον κήπο για να ξαλαφρώνει την καρδιά και τη ψυχή της από τον πόνο που αναπαραγόταν συνεχώς, που μπορεί να μην τον άφηνε να φανεί αλλά πάντα υπήρχε εκεί και παραμόνευε έτοιμος να την καταβάλει. Προσευχόταν και ζητούσε συγχώρεση.

           Αυτό που την ανακούφιζε περισσότερο ήταν ότι όλοι της συμπεριφέρονταν όπως και πριν και σε κανένα πρόσωπο δεν έβλεπε πια τον οίκτο που προοριζόταν για αυτήν. Ούτε τα παιδιά δεν παραπονιούνταν πλέον. Είχαν ξεπεράσει την ανάγκη να είναι συνέχεια μαζί της. Είχαν μεγαλώσει πια. Ο Πέτρος ήταν ένα παλληκαράκι έντεκα χρόνων και προστάτης των μικρότερων αδερφιών του που τα κρατούσε συνεχώς απασχολημένα. Αγαπημένος του ήταν ο Ιωάννης, ίσως επειδή ήταν και πιο κοντά στην ηλικία του. Ο Ιωάννης ήταν στα εννιά και έκαναν παρέα οι δυο τους. Ακολουθούσαν ο Ιάκωβος στα εφτά και η μικρή Εχίβη στα πέντε.

Η μητέρα τους τα έβλεπε να μεγαλώνουν και τα καμάρωνε.

           Ο Ούγος εκτός από τη γυναίκα του είχε κι άλλα προβλήματα να αντιμετωπίσει. Σαν βασιλιάς είχε κι άλλα πράγματα να επιμεληθεί και πολλές ήταν οι φορές που ευχαρίστησε το Θεό γι' αυτό, γιατί έτσι είχε λιγότερο ελεύθερο χρόνο για να σκέφτεται και να υποφέρει. Οι μήνες που πέρασαν ήταν δύσκολοι και για το βασιλιά αλλά ακόμα περισσότερο για τους κατοίκους του νησιού. Οι Γενουάτες επανήλθαν πιο διψασμένοι από ποτέ για πλούτο. Θέλησαν να απομυζήσουν εις βάρος του βασιλείου υπέρογκα ποσά ως αποζημιώσεις εμπορικών καραβιών, τα οποία καταστράφηκαν μαζί με το εμπόρευμα στα αμπάρια τους μετά από πειρατική έφοδο που δέχθηκαν στις θάλασσες της Κύπρου, και υπέδειξαν σαν υπαίτιο για όλα αυτά τον Ούγο που κατείχε το βασιλικό θώκο. Μπορεί ο Ούγος να έστελνε δικά του καράβια να φυλάνε τις θάλασσες από τους πειρατές αλλά η πληγή αυτή δεν έχει ίαση. Πολλές ήταν οι φορές που μάτωνε ξανά και ξανά χωρίς ποτέ να επέρχεται η επούλωση.

        Ο Ούγος, λοιπόν, δεν πλήρωσε τις αποζημιώσεις αφού δεν θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο γι' αυτό και ήξερε ότι αν υπέκυπτε στις εξωφρενικές τους απαιτήσεις τώρα, θα επέστρεφαν και στο μέλλον με ακόμα μεγαλύτερες. Καθόλου δεν τους ικανοποίησε η απάντηση του βασιλιά και έτσι για εκδίκηση προκάλεσαν σοβαρές ταραχές στην Αμμόχωστο με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να θρηνήσουν εκατόμβη θυμάτων και η ίδια η πόλη να ντυθεί στα μαύρα.  Ο Ούγος όταν ενημερώθηκε σχετικά με τα τραγικά συμβάντα δεν πίστευε στ' αυτιά του. Τέτοια εξέλιξη δεν την περίμενε. Είναι εντελώς αδίστακτοι, σκεφτόταν με αγανάκτηση και έσπαγε το κεφάλι του να βρει μια λύση.

          Τις σκέψεις του διέκοψε ο Μπωλιάν για να τον ενημερώσει ότι κάποιος ζητούσε επείγουσα ακρόαση. Όταν του ζήτησε περισσότερες διευκρινίσεις του είπε «Είναι ένα μικρό αγοράκι περίπου στην ίδια ηλικία με τον γιο σου τον Πέτρο. Πρέπει να είναι δουλοπάροικος και κατά πάσα πιθανότητα βοσκός».

«Να έρθει ένα παιδί μέχρι εδώ για τι;» αναρωτήθηκε ο Ούγος.

«Δεν ξέρω βασιλιά μου αλλά κρατάει σφιχτά στα χέρια του έναν ξύλινο σταυρό. Μάλλον γι' αυτόν ήρθε σήμερα εδώ. Να τον φέρω να σου πει αυτό που θέλει;». «Ναι Μπωλιάν πες του να περάσει».

         Μετά από αρκετή ώρα ο Μπωλιάν ξαναεμφανίστηκε με τον μικρό αυτή τη φορά. «Να, αυτός είναι βασιλιά μου ο μικρός που σου έλεγα» και του έδειξε ένα καχεκτικό ρακένδυτο παιδάκι με σγουρά μαύρα μαλλιά και μαύρα αεικίνητα, σπιρτόζικα μάτια που εξερευνούσαν το χώρο με θαυμασμό.

«Εντάξει Μπωλιάν μπορείς να πηγαίνεις, αναλαμβάνω εγώ».                                                                         Αφού αποχώρησε ο Μπωλιάν γύρισε προς το παιδί. Το είδε κάπως μαζεμένο από ανησυχία και φόβο. Αποφάσισε να σπάσει τον πάγο. «Λοιπόν, αγόρι μου, θα ήθελες να μου πεις για αρχή πώς σε λένε;».

«Ναι, κύριε, φυσικά. Γεώργιο με λένε».

«Σε ακούω Γεώργιε, κάτι ήθελες να μου πεις. Γι' αυτό ήρθες άλλωστε σωστά;».

«Μάλιστα. Η ιστορία μου άρχισε πριν από μερικές μέρες. Κάθε νύχτα όταν κοιμόμουνα έβλεπα στα όνειρά μου αυτόν το σταυρό» και του έτεινε το χέρι που κρατούσε το σταυρό για να τον δει.  «Και άκουγα μια φωνή που μου έλεγε Γεώργιε, έλα κοντά μου κι εγώ θα σου δώσω θησαυρό που ποτέ δεν θα σου τελειώσει. Δεν ήξερα τι μπορεί να σήμαινε, έτσι το αποφάσισα και πήγα και ρώτησα τη γνώμη των συγχωριανών μου που ήταν μεγαλύτεροι και ήξεραν παραπάνω πράματα από μένα. Από αυτούς, κάποιοι μου είπανε πως μάλλον είναι η φαντασία μου κι άλλοι πως θα 'ναι καμιά ψευδαίσθηση του διαβόλου. Εγώ φοβήθηκα ότι θα με περνούσαν για τρελό και θα έλεγαν στον αφέντη να με διώξει ή θα σκέφτονταν να με σκοτώσουν από φόβο μήπως τους επιτεθώ, έτσι δεν ξαναείπα τίποτα σε κανέναν. Χθες ενώ έβοσκα το κοπάδι, ξαφνικά ένιωσα κούραση και νύστα και χωρίς να το πολυσκεφτώ ξάπλωσα κάτω από μια γέρικη χαρουπιά που υπάρχει εκεί, αλλά τελικά, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ και έτσι όπως ξάπλωνα και έβλεπα τα τεράστια κλαδιά του δέντρου, είδα επίσης και ένα τεράστιο ωραίο χαρούπι και το λιμπίστηκα. Σηκώθηκα αλλά όσο και αν προσπαθούσα δεν κατάφερα να το φτάσω κι έτσι σκέφτηκα να ρίξω την μαγκούρα μου πάνω του για να πέσει. Αντί γι' αυτό, η μαγκούρα μπλέχτηκε στα κλαδιά και δεν την έφτανα ούτε αυτή μετά για να την κατεβάσω. Πήρα μια πέτρα και την έριξα. Ευτυχώς την πέτυχα και έπεσε. Έσκυψα να την πιάσω και όταν σηκώθηκα είδα φωτιά μέσα στα κλαδιά της χαρουπιάς!

Επειδή φοβήθηκα ότι θα έλεγαν ότι το έκανα εγώ έτρεξα στο χωριό και φώναζα ότι κάποιοι βάλανε φωτιά στην χαρουπιά για να την κάψουν. Αμέσως τρέξανε να σβήσουν τη φωτιά για να σώσουν το δέντρο και όπως έριξαν νερό και έσβησε η φωτιά, μια δυνατή περίεργη μυρωδιά βγήκε από τον κορμό του δέντρου. Κάποιος από τους χωριανούς τόλμησε και έσκισε λίγο τον κορμό με μια αξίνα και τότε είδα το σταυρό. Αυτός είναι που κρατώ μαζί μου! Τον έπιασα στα χέρια μου και τους φώναξα «τώρα τελείωσαν τα όνειρά μου! Δείτε τον σταυρό του Κυρίου!». Και τότε έγινε κάτι απίστευτο που δεν το έκανα εγώ φυσικά αλλά ο σταυρός. Αμέσως όσοι άνθρωποι ήρθαν εκεί ή τους βοήθησαν άλλοι να έρθουν γιατί ήταν πολύ άρρωστοι έγιαναν! Το είδα με τα μάτια μου! Άνθρωποι που τους ξέρω και ξέρω ότι ήταν παράλυτοι σηκώθηκαν και περπάτησαν, άλλοι ήταν τυφλοί και είδαν! Όλοι αυτοί θεραπεύτηκαν εκεί μπροστά στο σταυρό που κρατούσα». Ο μικρός μιλούσε και τα μάτια του έλαμπαν «Μάλλον θα μαθεύτηκεπαντού γρήγορα το θαύμα γιατί την ίδια μέρα ήρθε ο Επίσκοπος των Λευκάρων και ζητούσε να πάρει το σταυρό αυτός γιατί ήταν, όπως είπε, ο σταυρός που είχε κλαπεί πριν από εικοσιδύο χρόνια από την Τόχνη. Εγώ δεν ήθελα να του τον δώσω. Σκέφτηκα να έρθω σε 'σας και να αποφασίσετε εσείς τι θα γίνει».

           Ο Ούγος είχε μείνει άναυδος με όσα άκουσε. Είχε τους ενδοιασμούς του. Γιατί να πιστέψει ένα μικρό αγόρι; «Εσύ τι ξέρεις για το σταυρό που είπε ο Επίσκοπος; Εκτός από τα θαύματα που λες ότι έκανε. Άκουσες ποτέ τίποτα;». «Η αλήθεια είναι ότι στο χωριό υπάρχει ένας παππούλης πολύ γέρος ο καημένος που αφού νυχτώσει και τελειώσουν οι δουλειές μας, κάποτε όταν νιώθει καλά μας μαζεύει όλους και μας λέει διάφορες ιστορίες. Μία από εκείνες τις νύχτες μας είχε πει για κάποιο σταυρό της Τόχνης που κλάπηκε».

«Θυμάσαι ακριβώς την ιστορία; Με ενδιαφέρει να μάθω» είπε ο Ούγος.

«Αν και πέρασε κάποιος καιρός ναι, θυμάμαι αρκετά γιατί μου άρεσε εκείνη η ιστορία. Η ιστορία ξεκινά όταν σταμάτησαν πλέον να διώχνουν τους Χριστιανούς και οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι πια να πιστεύουν στον Ιησού Χριστό χωρίς να το κρύβουν. Ο Μέγας Κωνσταντίνος τότε είπε στη μαμά του την Ελένη, που έγινε με τις καλές της πράξεις Αγία, να πάει στους Αγίους Τόπους για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Όμως πριν πάει έκανε στάση εδώ στην Κύπρο, στη Λεμεσό, και είδε ότι το νησί ήταν έρημο από ανθρώπους, κανένας δεν υπήρχε, όλοι είχαν φυγει γιατί όλα είχαν ξεραθεί και δεν είχαν  ούτε νερό να πιουν. Λυπήθηκε πολύ γι' αυτό η Αγία Ελένη. Πήγε λοιπόν στους Αγίους Τόπους και μετά από πολύ ψάξιμο βρήκε το σταυρό του Κυρίου και εκείνους των δύο ληστών και επίσης τα καρφιά, το αγκάθινο στεφάνι και τριανταέξι σταγόνες από το αίμα του Χριστού που είχαν πέσει σε ένα μακρύ ρούχο. Έκτισε πολλές εκκλησίες εκεί η Αγία και για άλλες άφησε χρήματα ως βοήθεια. Όμως η Αγία Ελένη όταν ήταν να φύγει από εκεί δεν πήρε μαζί της τον Τίμιο Σταυρό. Τον άφησε εκεί στους Αγίους Τόπους. Επίσης άφησε χρυσάφι, μαργαριτάρια και άλλα πετράδια, αλλά με το κομμάτι από ξύλο που βάλανε κάτω από τα πόδια του Χριστού για να πατά πάνω όταν σταυρώθηκε, έφτιαξε τέσσερις άλλους μικρότερους σταυρούς. Σ' ένα μπαούλο έβαλε τους δύο μεγάλους σταυρούς των δύο ληστών, δύο από τους τέσσερις μικρούς σταυρούς που έφτιαξε η ίδια, τα καρφιά και το αγκάθινο στεφάνι.

          Όταν έφυγε από 'κει ήρθε με τη συνοδεία της πάλι στην Κύπρο, έβγαλε στην ακτή το μπαούλο και μαζί με τη συνοδεία της φάγανε στον Βασιλοπόταμο. Μετά πλάγιασε να ξεκουραστεί αλλά αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο της είδε έναν νέο άντρα που της είπε να κτίσει και εδώ εκκλησίες όπως έκανε και στα Ιεροσόλυμα. Να κτίσει εκκλησία στο όνομα του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού και να βάλει μέσα ένα κομμάτι από το Τίμιο Ξύλο που είχε μαζί της. Όταν ξύπνησε και σηκώθηκε, πήγε και άνοιξε το μπαούλο και έλειπε ο ένας μεγάλος σταυρός. Τον ψάξανε και τον βρήκανε στο βουνό Ολυμπία και εκεί έκτισε εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στην οποία τοποθέτησε ένα κομματάκι από το Τίμιο Ξύλο. Μετά είδε μια φωτεινή κολόνα που ξεκινούσε από τη γη και πήγαινε στον ουρανό. Πήγε μέχρι εκεί να δει και στην όχθη ενός ποταμού βρήκε τον έναν από τους μικρούς σταυρούς. Και εκεί στο μέρος που το λένε Τόχνη έκτισε άλλη μια εκκλησία του Τιμίου Σταυρού και επίσης και ένα γεφύρι για να περνούν οι άνθρωποι. Το σταυρό που βρήκε κοντά στο ποτάμι τον έντυσε με ασήμι, χρυσάφι και μαργαριτάρια. Και από τότε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός έστειλε βροχή στο νησί μας, πολλή βροχή και υπήρχε και πάλι νερό για να πίνουν οι άνθρωποι και το μάθανε και επιστρέψανε. Και η Αγία Ελένη αφού τελείωσε με το κτίσιμο των εκκλησιών έφυγε. Ο σταυρός αυτός έκανε πολλά θαύματα. Θεράπευσε πολλές αρρώστιες από πολλούς ανθρώπους και επειδή οι Λατίνοι έσκαγαν από τη ζήλια τους έλεγαν ψέματα ότι οι Έλληνες έκαναν τα θαύματα με μαγεία. Ένας Λατίνος παπάς Ιωάννης λεγότανε, το επίθετο του δεν το θυμάμαι, που τα άκουγε όλα αυτά και ζήλευε και αυτός, πήγε ένα βράδυ στην εκκλησία και έκλεψε το σταυρό και τον έκρυψε μέσα στον μανδύα του και έτρεξε μέχρι την ακτή. Εκεί τον περίμενε κάποιος με ένα πλοιάριο για να φύγουν από το νησί. Όταν μπήκε μέσα και ξανοίχτηκαν, σαν από θαύμα έγινε αμέσως μεγάλη τρικυμία και παραλίγο να πνιγούν. Κατέβασαν τότε τον παπά πίσω στην ακτή. Αυτός έβγαλε από τον σταυρό το ασήμι, το χρυσάφι και τα μαργαριτάρια και πέταξε το σταυρό μέσα σε ένα δέντρο που όπως φάνηκε ήταν τελικά η χαρουπιά που ξάπλωσα από κάτω. Τόσα χρόνια δεν τον είχε βρει κανείς. Ο παπάς μπήκε πάλι στο πλοιάριο και φύγανε. Και εδώ τελειώνει η ιστορία».

           «Πραγματικά έγιναν όλα αυτά;» είπε κατάπληκτος ο Ούγος «Απίστευτο!».

«Και όμως έγιναν!» πρόσθεσε το παιδί. Μέσα στο μυαλό του Ούγου άστραψε τότε μια ιδέα και μια ελπίδα. Διέταξε να καλέσουν την Αλίκη κοντά του και όταν αυτή φάνηκε, της έδωσε να κρατήσει το σταυρό χωρίς να της εξηγήσει οτιδήποτε. Αυτή τον κράτησε και τον προσκύνησε. Αυτό που ήλπιζε και ευχόταν ο Ούγος δε συνέβη. «Λοιπόν, άκου τι θα γίνει Γεώργιε».

«Σε ακούω κύριέ μου».

«Θα κρατήσω τον σταυρό για κάποιο καιρό εδώ στο παλάτι. Θέλω να δοκιμάσω κάτι που αν πετύχει θα με κάνει τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο. Μετά με μεγάλη μου χαρά θα σου τον παραδώσω και θα τον πας στην Κερύνεια στους αρρώστους. Είμαι πεπεισμένος πως ο σταυρός εμφανίστηκε σε σένα για κάποιο λόγο. Δεν πιστεύω πως ήταν τυχαίο. Οπότε θα αναλάβεις εσύ την αποστολή, αν το επιθυμείς φυσικά».

           «Θα ήταν μεγάλη τιμή μα και χαρά μου να πήγαινα εγώ το Σταυρό στην Κερύνεια» είπε ο μικρός με ενθουσιασμό.

            Από εκείνη τη μέρα ο Ούγος τοποθέτησε το σταυρό στα βασιλικά διαμερίσματα με την ευχή να κάνει το θαύμα του. Στην Αλίκη δεν είχε πει τίποτα. Δεν ήθελε να της δώσει ελπίδες και τελικά να μην γίνει τίποτα. Αυτό βέβαια δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Πέρασαν οι πρώτες μέρες και δεν συνέβη τίποτα. Πέρασαν κι άλλες μέρες κι ακόμα τίποτα. Ο Ούγος είχε χάσει πια κάθε ελπίδα. Ήταν θλιμμένος και βαθιά απογοητευμένος. Επισκέφθηκε τον επίσκοπο και του μίλησε για όλα και όταν τελείωσε το μόνο που του είπε ήτανː «Ο Θεός κάνει το θαύμα του όποτε Αυτός το θελήσει και όχι όποτε το θέλουν οι άνθρωποι. Γι' αυτό δώσε τον σταυρό στον μικρό που μου ανέφερες να τον πάει στην Κερύνεια και μην χάνεις την ελπίδα σου. Να θυμάσαι πως ο Θεός γνωρίζει τον πόνο σου και θα έρθει η μέρα που θα στον γιατρέψει». Ο Ούγος αναθάρρεψε. Καινούριες ελπίδες αντικατέστησαν τις χαμένες. Επέστρεψε χαρούμενος στο παλάτι και κάλεσε τον Γεώργιο κοντά του για να τον ρωτήσει αν ήταν έτοιμος για την αποστολή του.

«Είμαι παραπάνω από έτοιμος» του απάντησε ο μικρός και το πρόσωπό του έλαμπε από ευτυχία. «Ωραία, θα διατάξω να φέρουν το σταυρό από τα διαμερίσματά μου και ένα μουλάρι, ρούχα και ό,τι άλλο χρειάζεται ένα τέτοιο ταξίδι. Φεύγεις αμέσως». Και έτσι έγινε. Μπορεί ένα όνειρο, μια επιθυμία να έσβησε αλλά μια καινούρια τώρα αστροβολούσε...

        Χρόνια μετά, ακόμα θα μιλάνε και θα διηγούνται τα θαύματα που είχε κάνει ο σταυρός στην Κερύνεια αλλά και σε ολόκληρη την Κύπρο μετέπειτα, για τους αρρώστους που είχε γιάνει και το θαύμα που είχε γίνει στον ίδιο τον Γεώργιο. Όταν είχε πέσει από το μουλάρι και είχε σπάσει το πόδι του, η δύναμη του ζωοποιού σταυρού τον θεράπευσε και σηκώθηκε συνεχίζοντας το δρόμο του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Μετά από αυτό ο Γεώργιος έγινε μοναχός και μετονομάστηκε σε Γαβριήλ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top