Κεφάλαιο 60




Η κυρα-Ελένη με τη Δέσποινα βρίσκονταν στο σταύλο εδώ και αρκετή ώρα.  Περίμεναν τον Πέτρο και τον Φίλιππο αλλά δεν φαίνονταν πουθενά και είχαν αρχίσει να ανησυχούν.

Προς μεγάλη τους ανακούφιση όμως σε λίγο φάνηκαν και όλη τους η αγωνία εξανεμίστηκε. .

Η κυρα-Ελένη τους έριξε μια αυστηρή ματιά στην αρχή και έπειτα χαμογέλασε. «Αργήσατε» τους παραπονέθηκε.

Ο Πέτρος την αγκάλιασε από τους ώμους και της εξήγησε πως άργησαν λίγο γιατί έπρεπε να πάρουν κρυφά τα χρήματα που θα έδιναν στην χωριάτα για το μωρό.

«Εντάξει τότε καταλαβαίνω. Έλα τώρα να σε γνωρίσω στη Δέσποινα που σου έλεγα» του είπε τραβώντας το κορίτσι από το χέρι και την έφερε μπροστά του. Η μικρή τα έχασε. Γούρλωσε τα μάτια και την τελευταία στιγμή θυμήθηκε ότι έπρεπε να υποκλιθεί. «Μεγαλειότατε».

«Ώστε αυτό είναι το χρυσό κορίτσι που σε βοήθησε;»

«Ναι, αυτό» επιβεβαίωσε η κυρα-Ελένη.

«Πόσο χρονών είσαι;» ρώτησε τη μικρή ο Πέτρος.

«Δεκαέξι».

«Δεν είσαι και τόσο μικρή. Ολόκληρη γυναίκα. Ε, Φίλιππε; Δε συμφωνείς;»

«Φυσικά. Μια όμορφη νεαρή δεσποινίδα»

Η Δέσποινα κοκκίνησε ελαφρώς από ντροπή.

«Τί θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε η κυρα-Ελένη τον Πέτρο.

«Πρέπει να πηγαίνουμε. Θα πάρουμε και άλογα μαζί μας» είπε ο Πέτρος ψάχνοντας τα καλύτερα άλογα ανάμεσα στα πολλά που διέθετε ο σταύλος για το ταξίδι τους

Διάλεξε τα τρία άλογα που χρειάζονταν και ξεκίνησαν.

Με τις οδηγίες της κυρα-Ελένης βγήκαν από την Λευκωσία και βρέθηκαν στο χωριό της γυναίκας που είχε το μωρό. Σε λίγο βρέθηκαν έξω από το σπίτι της.

«Να, αυτό είναι» τους είπε και έδειξε ένα μικρό χαμηλό σπίτι με όμορφο περιποιημένο κήπο.

Ο Πέτρος πλησίασε τον Φίλιππο. «Φίλιππε, εμείς πάμε να κρυφτούμε. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις», ο Φίλιππος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, «πήγαινε και ο Θεός μαζί σου».

Ο Φίλιππος περίμενε λίγο μέχρι να χαθούν από τα μάτια του, και πλησίασε στο σπίτι.

«Τώρα, σύμφωνα με το σχέδιο πρέπει να περιμένω μέχρι να κλάψει το παιδί, για να υπάρχει δικαιολογία που χτύπησα την πόρτα» σκέφτηκε.

Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ, και να, το κλάμα του μωρού ακούστηκε.

«Α, να χαθείς παλιόπαιδο. Όλο κλαις. Μου φαίνεται κακώς δέχτηκα να σε κρατήσω. Είσαι μεγάλος μπελάς τελικά. Μακάρι να μπορούσα να σε ξεφορτωθώ. Αλλά που τέτοια τύχη» άκουσε μια γυναικεία φωνή να λέει.

Ο Φίλιππος έκρινε πως τώρα ήταν η καταλληλότερη στιγμή για να κτυπήσει την πόρτα.

«Ποιός είναι;» άκουσε την ίδια γυναικεία φωνή να ρωτά.

«Περαστικός είμαι από το χωριό σας. Τυχαία περνούσα από εδώ και άκουσα το κλάμα του μωρού. Έχω να σας κάνω μια πρόταση».

Η γυναίκα σάστισε. «Τί είδους πρόταση;»

«Έτσι θα τα πούμε; Εγώ απ'έξω και εσύ από μέσα; Άνοιξέ μου να μιλήσουμε όπως πρέπει. Δεν είναι ανάγκη να μας ακούσουν όλοι».

«Καλά. Να σου ανοίξω» είπε και του άνοιξε δειλά την πόρτα.

«Έλα, ησύχασε. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα» της είπε.

Η γυναίκα όταν είδε πως είχε να κάνει με έναν καθωσπρέπει κύριο χαλάρωσε. Ο Φίλιππος πέρασε μέσα.

«Λοιπόν;» τον ρώτησε «τί έχεις να μου προτείνεις;»

«Καθώς περνούσα από εδώ έξω άκουσα να κλαίει ένα μωρό».

«Και λοιπόν;» τον ρώτησε κάπως απότομα. Φοβήθηκε μην έχει μπλεξίματα.

«Και λοιπόν ενδιαφέρομαι να το αγοράσω».

«Το μωρό;» τον ρώτησε έκπληκτη. «Εμένα μου έδωσαν και από πάνω για να το κρατήσω και αυτός θέλει να δώσει για να το πάρει; Έλα Χριστέ και Πάναγιά» σκέφτηκε.

«Ναι, το μωρό. Για αυτό άλλωστε γυρίζω από γειτονιά σε γειτονιά. Ψάχνω να βρω ένα μωρό για να το αγοράσω. Βρέφος κατά προτίμηση».

«Και τί το θες το μωρό;»

«Με συγχωρείτε, αλλά, αυτό δεν μπορώ να το αποκαλύψω».

«Όπως και να'χει, το μωρό δεν είναι πούλημα».

Ο Φίλιππος εύστροφος καθώς ήταν σκαρφίστηκε άλλο τρόπο να την καταφέρει.

«Ωραία, μήπως ξέρετε κάποια άλλη γυναίκα που να έχει μωρό; Θα πληρώσω καλά, να κοίτα» και μπροστά στα έκθαμπα μάτια της, άπλωσε στο τραπέζι τα βαλάντια. Το βλέμμα της τα μέτρησε αχόρταγα. Δώδεκα μεγάλα παραφουσκωμένα βαλάντια. Ένιωσε να ζαλίζεται. Θα έχανε τόσα χρήματα για ένα μωρό που τελικά μετάνιωσε που δέχτηκε να κρατήσει; Και αν έρχονταν και το έψαχναν από το παλάτι; Θα έλεγε ότι αρρώστησε και πέθανε. Απλά τα πράγματα.

«Εεε, περίμενε μια στιγμή» άρχισε να λέει η γυναίκα «να σκεφτώ αν υπάρχουν άλλα μωρά εδώ γύρω» έκανε πως σκέφτηκε για λίγο και έπειτα του είπε «όχι, δεν υπάρχουν άλλα μωρά εδώ γύρω. Γι'αυτό αποφάσισα να σου δώσω αυτό που έχω εγώ. Λυπάμαι να σε σκέφτομαι να περιπλανιέσαι από χωριό σε χωριό μέχρι να βρεις ένα μωρό. Θα σου δώσω αυτό να τελειώνεις. Να ορίστε, πάρτο. Δικό σου» και έβαλε το καλάθι με το μωρό μπροστά του.

Ο Φίλιππος κρατήθηκε να μην γελάσει με την γελοία δικαιολογία που βρήκε για να του πουλήσει τελικά το μωρό. Και πολύ σοφά δεν την ρώτησε γιατί και πως, γιατί μπορεί η γυναίκα να τρόμαζε και έκανε πίσω στη συμφωνία. Την ευχαρίστησε, πήρε το καλάθι και βγήκε. Πριν βγει όμως πρόλαβε με την άκρη του ματιού του να δει την γυναίκα να βουτάει με απληστία τα βαλάντια.

Τη σιχάθηκε η ψυχή του και έφτυσε με αηδία στο χώμα.

Περπάτησε μέχρι που έφτασε στην κρυψώνα όπου βρίσκονταν και οι υπόλοιποι.

Τρελάθηκαν από τη χαρά τους όταν τον είδα να κρατά το καλάθι με το μωρό. Έτρεξαν κοντά του.

«Ναι, αυτό είναι το μωρό» είπε η κυρα-Ελένη σκυμμένη πάνω από το μωρό. «Αχ, Πέτρο μου η κορούλα σου».

Ο Πέτρος έσκυψε στο καλάθι και την πήρε στην αγκαλιά του. Ένιωσε την αγάπη να χύνεται ορμητική στην καρδιά του. Χαμογέλασε στο παιδί. «Καρδιά μου» ψιθύρισε και της χάϊδεψε το μάγουλο. Μαγεμένος έμεινε να την κοιτάει. Ήταν πανέμορφη.

Ο Φίλιππος ξερόβηξε. «Πέτρο πρέπει να πηγαίνουμε».

Ο Πέτρος συνήλθε. «Ναι, ναι πρέπει να φύγετε. Τώρα. Έβαλε το μωρό πίσω στο καλάθι και το έδωσε στο Φίλιππο «Να την προσέχεις σαν τα μάτια σου. Θα μείνεις μαζί τους μέχρι να έρθω, και κανόνισε καράβι να περιμένει έτοιμο να φύγει για την Καταλονία».

«Έγινε».

Ο Φίλιππος με το μωρό ανέβηκαν στο ένα άλογο, και οι δύο γυναίκες στο άλλο.

«Εις το επανιδείν και να προσέχεις» του είπαν και έφυγαν.  

«Καλό δρόμο» ψιθύρισε κοιτώντας τα άλογα να ξεμακραίνουν.

Αποφάσισε να πάει κατευθείαν στο μοναστήρι της Σάντα Κλάρα. Ανυπομονούσε να ξαναδεί την Ιωάννα. Όμως δεν είχε βρει ακόμα τον τρόπο που θα την έβγαζε έξω. Να την έβγαζε κρυφά ή όχι; Σίγουρα κάποια στιγμή οι μοναχές θα ανακάλυπταν την απουσία της, αλλά, ήλπιζε πως μέχρι τότε η Ιωάννα με το μωρό θα ήταν ήδη μακριά. Σκεφτόταν πως σίγουρα θα ενημέρωναν τη βασίλισσα για την εξαφάνιση της Ιωάννας, αλλά και έτσι να ήταν τί θα μπορούσε να κάνει η Ελεονώρα; Όπως και να'χει δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει. Δεν είχε εμπιστοσύνη στην Ελεονώρα. Την είχε ικανή για τα πάντα. Να βλάψει την Ιωάννα ακόμα και αν ήταν μακριά. Τελικά αποφάσισε πως το καλύτερο θα ήταν η Ιωάννα να το έσκαγε από εκεί μέσα, και θα την βοηθούσε ο ίδιος. 

Το μοναστήρι έστεκε απομονωμένο στην πυκνή βλάστηση που το περιτριγύριζε.

Μέχρι να φτάσει είχε καταστρώσει ένα σχέδιο που φιλοδοξούσε να πετύχει.

Μπήκε μέσα και ζήτησε να δει την ηγουμένη. Τον οδήγησαν στο γραφείο της και κτύπησε μαλακά την πόρτα.

Μια φωνή ακούστηκε από μέσα. «Πέρασε».

Άνοιξε και μπήκε.

«Μεγαλειότατε» είπε έκπληκτη μόλις σήκωσε το κεφάλι της από τα χαρτιά που μελετούσε και τον είδε. Σηκώθηκε και υποκλίθηκε. «Μεγάλη μας τιμή που μας επισκεφτήκατε».

Ο Πέτρος την κοίταξε σοβαρός «Ήρθα για δύο λόγους».

«Να τους ακούσω».

«Πρώτον, ήρθα για να προσφέρω μια μικρή δωρεά στο μοναστήρι» και λέγοντας αυτά τα λόγια έβγαλε τέσσερα βαλάντια γεμάτα χρυσά νομίσματα και τα ακούμπησε πάνω στο γραφείο της.

«Πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σου μεγαλειότατε. Έχεις τις ευχαριστίες όλων των μοναχών του μοναστηριού, μα και τις δικές μου. Και ο δεύτερος λόγος της επίσκεψης;»

«Θέλω να δω μια μοναχή που βρίσκεται εδώ, την Ιωάννα ντ' Αλεμάν. Και θα επιθυμούσα αυτή η συνάντηση να μην διαρρεύσει ποτέ εκτός μοναστηριού».

«Φυσικά. Όπως επιθυμείς. Παρακαλώ ακολούθησέ με. Θα σε οδηγήσω στο κελί της».

Αφού προσπέρασαν αρκετά άλλα κελιά έφτασαν και στο δικό της.

Ήταν γονατισμένη με τους αγκώνες της ακουμπισμένους στο κρεβάτι, και τα χέρια της ενωμένα σε στάση προσευχής. Κοιτούσε τον εσταυρωμένο στον τοίχο και την άκουσαν που προσευχόταν χαμηλοφώνως. Δεν γύρισε να τους κοιτάξει. Ντυμένη στο μοναχικό ένδυμα έδειχνε αλλιώτικη, αλλά έστω και έτσι ήταν πάντα η Ιωάννα του.

Η καρδιά του Πέτρου κλώτσησε στο στήθος του.

«Ιωάννα» της είπε η ηγουμένη ήρεμα «κάποιος ήρθε να σε δει». Δεν περίμενε απάντηση η ηγουμένη. Έκανε μεταβολή και έφυγε αφήνοντάς τους μόνους.

«Ιωάννα;» ψιθύρισε ο Πέτρος.

Στο άκουσμα της αγαπημένης φωνής που πια άκουγε μόνο στα όνειρά της, έπαψε την προσευχή και ίσιωσε την πλάτη της. Δεν τολμούσε να γυρίσει μήπως και η φωνή χαθεί. Μαζί και η ελπίδα.

«Αγαπημένη μου Ιωάννα» είπε ξανά ο Πέτρος με έναν αναστεναγμό και έκανε ένα βήμα μπροστά. Με το ζόρι κρατιόταν να μην ορμήξει και να την πάρει στην αγκαλιά του. Φοβόταν την αντίδρασή της.

Η Ιωάννα δεν άντεξε άλλο και γύρισε απότομα το κεφάλι της προς το μέρος που ερχόταν η αγαπημένη φωνή.

Ο Πέτρος είδε το ύφος έκπληξης που πήρε το πρόσωπό της, και πως έλαμψε από χαρά μόλις συνειδητοποίησε ότι δεν ονειρευόταν.

Ο Πέτρος χαμογέλασε ανακουφισμένος καθώς η Ιωάννα έπεσε με φόρα στην αγκαλιά του. Ένιωσε ευτυχισμένος που η Ιωάννα τον αγαπούσε ακόμα μετά απ'όσα πέρασε  εξαιτίας του και για χάρη του.

«Ήρθες, ήρθες» έλεγε συνέχεια η Ιωάννα περισσότερο για να το πιστέψει η ίδια και τον φιλούσε παντού στο πρόσωπο.

Ο Πέτρος γελώντας τη σήκωσε στην αγκαλιά του και τη στριφογύρισε «Φυσικά και ήρθα. Υπήρχε περίπτωση να μην ερχόμουν; Ήρθα για να σε πάρω».

«Θέλω τόσο πολύ να φύγω από δω μέσα, αλλά, φοβάμαι».

«Τι φοβάσαι;» την ρώτησε πραγματικά απορημένος.

«Την τιμωρία του Θεού. Πήρα τον όρκο της μοναχής».

«Με τη θέλησή σου;»

«Όχι, με ανάγκασαν».

«Τότε δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Αυτοί που σε ανάγκασαν να το κάνεις θα έπρεπε να φοβούνται και όχι εσύ. Άσε και το άλλο, θα έμενες εδώ και θα άφηνες το κοριτσάκι μας μόνο του; Χωρίς την μητέρα του; Κρίμα δεν είναι;» ο Πέτρος χαμογελούσε. Ήξερε πως λέγοντας αυτά θα κατέρριπτε οποιουσδήποτε περαιτέρω ενδοιασμούς της.

Η Ιωάννα ένιωσε να ζαλίζεται, παραπάτησε και ο Πέτρος την άρπαξε.  

«Θέλεις να πεις πως πήρατε το μωρό μου; Πως είναι καλά;»

Ο Πέτρος ακόμα χαμογελούσε. «Είναι μια χαρά. Βρίσκεται στα καλύτερα χέρια. Και να σε διορθώσω, είναι το μωρό μας».

«Ας φύγουμε» του είπε «τώρα» του είπε ανυπόμονα και τον τράβηξε από το χέρι.

Ο Πέτρος τη συγκράτησε γελώντας. «Περίμενε. Σκέφτηκα όλους τους τρόπους που μπορείς να φύγεις από εδώ μέσα, και νομίζω πως ο καλύτερος είναι να το σκάσεις. Είναι καλύτερο να μην προκαλέσουμε σκάνδαλο φεύγοντας μαζί».

«Και πώς θα το σκάσω;»

«Από τον τοίχο. Εγώ θα σε περιμένω και θα σε πιάσω από την έξω μεριά. Πάμε τώρα να εξετάσουμε τις προοπτικές εφαρμογής αυτού του σχεδίου. Με την πρόφαση πως θα κάνουμε μια βόλτα έξω στην αυλή θα ερευνήσουμε από πού θα είναι πιο εύκολο να ανέβεις στον τοίχο».

«Πάμε να δούμε».

Τώρα που είχε μάθει πως το μωρό της την περίμενε δεν τη βαστούσε τίποτα. Ήθελε να φύγει και θα έφευγε. Με οποιοδήποτε τρόπο.

Βγήκαν στην αυλή. Όμορφη και περιποιημένη. Ευτυχώς ο τοίχος που υπήρχε δεν ήταν πολύ ψηλός, ούτε δύο μέτρα. Περπατούσαν κοντά του κάνοντας πως μιλούν. Όμως ο Πέτρος τον εξέταζε διεξοδικά. Κάποια στιγμή η ματιά του έπεσε σε μια  μεγάλη πύλινη γλάστρα ακουμπισμένη στον τοίχο. Πλησίασαν. Κοίταξε προσεκτικότερα. Υπήρχαν και εξοχές στον τοίχο. Προφανώς λάθη κατά την κατασκευή του που δεν διορθώθηκαν, αλλά τώρα θα βόλευαν μια χαρά το σκοπό τους.

Της μίλησε σιγά. «Να, θα πατήσεις πρώτα στην γλάστρα και μετά στις εξοχές αυτές που είναι σαν σκαλοπατάκια, και θα ανέβεις στον τοίχο. Εγώ θα σε περιμένω απ'έξω. Θα είμαι ανεβασμένος στο άλογο. Η απόσταση που θα μας χωρίζει θα είναι πολύ μικρή. Θα πηδήσεις και θα σε πιάσω».

Η Ιωάννα άκουγε σιωπηλή. Ένα ρίγος φόβου διαπέρασε το σώμα της.

«Αν με πιάσουν;»

«Δε θα σε πιάσουν. Θα κανονίσουμε να γίνει κάποια στιγμή της ημέρας που θα είναι όλες απασχολημένες. Πότε γίνεται αυτό;»

Η Ιωάννα το σκέφτηκε για λίγο και μετά είπε «Στην προσευχή. Μαζευόμαστε όλες στο μικρό εκκλησάκι και προσευχόμαστε. Νομίζω πως θα καταφέρω να φύγω χωρίς να με καταλάβουν».

«Πότε γίνεται αυτή η σύναξη;»

«Σε λίγο αν δεν κάνω λάθος. Κτυπάει ένα μικρό καμπανάκι και μας ειδοποιεί».

«Πήγαινε και όπως είπαμε θα σε περιμένω σε αυτό το σημείο απ'την έξω μεριά. Και αν έχεις κανένα φόρεμα φορεσέ το κάτω από το ράσο. Το ράσο θα το βγάλεις όταν φύγουμε. Δεν πρέπει να τραβήξουμε την προσοχή».

«Έχω το φόρεμα που φορούσα όταν ήρθα. Θα βάλω αυτό».

«Ωραία. Πήγαινε βάλτο και εγώ θα φύγω. Θα περάσω και από την ηγουμένη να την χαιρετήσω, να δει ότι φεύγω μόνος. Και αν θελήσει να με ξεπροβοδίσει μέχρι έξω τότε θα κάνω πως φεύγω, και μόλις μπει πάλι μέσα θα επιστρέψω».

«Εντάξει».

Μπήκαν μέσα μαζί. Η Ιωάννα προχώρησε προς το κελί της, και ο Πέτρος προς το γραφείο της ηγουμένης. Κτύπησε την πόρτα.

Η ευγενική φωνή της τον κάλεσε να περάσει μέσα.

«Θα φύγω. Πέρασα απλώς να σε χαιρετίσω».

«Στάσου μια στιγμή να σε ξεπροβοδίσω μεγαλειότατε» σηκώθηκε από την καρέκλα της και τον συνόδευσε έξω.

Ο Πέτρος όπως είχε πει στην Ιωάννα έκανε πως έφυγε, αλλά, όταν η ηγουμένη μπηκέ παλί μέσα και έκλεισε η βαριά πόρτα, γύρισε πίσω. Πήρε τον πίσω δρόμο και σε πολύ λίγο ήταν στο σημείο που έπρεπε για να περιμένει την Ιωάννα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top