Κεφάλαιο 57
Επέστρεψε το μωρό στην γυναίκα την ευχαρίστησε και βγήκε από το σπίτι. Αφού προχώρησε αρκετά και το σπίτι χάθηκε από τα μάτια της κάθησε σε μια πέτρα και έκλαψε. Έπειτα με βαρύ βήμα πήρε το δρόμο της επιστροφής. Μα σαν θυμήθηκε την Ιωάννα τάχυνε το βήμα της.
Μέχρι να φτάσει είχε κουραστεί πολύ αλλά δεν υπήρχε καιρός για ξεκούραση.
Αναζήτησε την μικρή Δέσποινα. Δεν ήταν στην κρυψώνα έξω από την κάμαρα που βρισκόταν η Ιωάννα. Αναστατώθηκε. Αυτό δεν ήταν καλό σημάδι. Την βρήκε στην κουζίνα να κλαίει. Πήγε κοντά της.
«Τί έγινε Δέσποινα; Γιατί κλαις; Έχει σχέση με την Ιωάννα σωστά;» ρώτησε ενώ από μέσα της παρακαλούσε να μην έχει.
«Ναι, έχει»
Μια σουβλιά πόνου διαπέρασε την κυρα-Ελένη.
«Τί έγινε; Μίλα» της είπε με ένταση στη φωνή και η καρδιά της άρχισε να κτυπά δυνατά.
«Όπως είχαμε συμφωνήσει πήγα και κρύφτηκα έξω από την κάμαρα που είχαν την Ιωάννα, και μετά ...» λυγμοί έπνιξαν την φωνή της και δεν μπορούσε να συνεχίσει.
Η κυρα-Ελένη πλησίασε, την αγκάλιασε από τους ώμους και την παρότρυνε τρυφερά να συνεχίσει.
«Είδα να την σέρνουν έξω, έτσι όπως ήταν μέσα στα αίματα της γέννας ενώ αυτή ούρλιαζε για το μωρό της που της το πήραν και πως το ήθελε πίσω. Ακόμα έχω τα ουρλιαχτά της μέσα στο κεφάλι μου, ήταν τρομερό» είπε και έκλεισε τα αυτιά της με τα χέρια της κλαίγοντας.
«Μίλα κοριτσάκι μου, μην με κρατάς σε αγωνία, σε παρακαλώ. Και να σου πω κάτι; Το είδα το παιδί. Κοριτσάκι. Και είναι μια κούκλα. Θα το πάρουμε πίσω με κάποιον τρόπο».
«Αλήθεια;» ρώτησε ζωηρά η κοπέλα «και θα το επιστρέψουμε στη μαμά του;»
«Φυσικά» είπε η κυρα-Ελένη και της χαμογέλασε.
Αμέσως μετά το πρόσωπο της κοπέλας σκοτείνιασε.
«Δε νομίζω πως αυτό μπορεί να γίνει».
«Μα γιατί; Μίλα λοιπόν τι έγινε; Για το όνομα του Θεού».
«Τους ακολούθησα και άκουσα την βασίλισσα να τους διατάζει να την πάνε στην Κερύνεια. Στην φυλακή».
«Τί πράγμα;» είπε η κυρα-Ελένη γουρλώνοντας τα μάτια.
«Έτσι ακριβώς, είμαι σίγουρη πως άκουσα σωστα» είπε η κοπέλα και άρχισε πάλι το κλάμα.
Η κυρα-Ελένη τη λυπήθηκε. Ένα μικρό κοριτσάκι και να δει τέτοια πράγματα σε αυτή την τρυφερή ηλικία. Πόσο να'ναι; Δεκαπέντε; Δεκαέξι;
«Έλα, μην κλαις» την παρηγόρησε «καλύτερα που την πήγαν φυλακή».
«Καλύτερα;» είπε η κοπέλα και κοιτούσε την κυρα-ελένη σαν να ήταν τρελή.
«Τουλάχιστον είναι ζωντανή, θα μπορούσαν να την είχαν σκοτώσει».
«Δίκιο έχεις» είπε η κοπέλα «δηλαδή είναι ζωντανή, υπάρχουν ελπίδες ε, κυρα-Ελένη;» και η κοπέλα χαμογέλασε με αυτό το ενδεχόμενο.
«Ναι, φυσικά υπάρχουν. Θα μιλήσω με τον Ιωάννη, τον αδελφό του Πέτρου. Είμαι σίγουρη πως θα βοηθήσει. Πάω τώρα μάλιστα να τον βρω».
Βγήκε από την κουζίνα. Τον έψαξε αρκετή ώρα χωρίς να τον βρει μέχρι που τα βήματά της την οδήγησαν έξω από την κάμαρα της Ελεονώρας. Την προσοχή της τράβηξαν βογγητά που ακουγόντουσαν μέχρι έξω. Πλησίασε περισσότερο στην κλειστή πόρτα. Τα βογγητά προέρχονταν από δύο άτομα. Και ξεχώρισε καθαρά πως το δεύτερο άτομο ήταν άντρας. Αλλά δεν κατάλαβε ποιος μπορεί να είναι.
«Είναι δυνατόν να είναι ο Ιωάννης; Γι'αυτό δεν μπορώ να τον βρω πουθενά;» μονολόγησε η κυρα-Ελένη. Πραγματικά τα είχε χαμένα. Τέτοια προδοσία στον ίδιό του τον αδελφό;
«Πρέπει να μάθω» είπε.
Πήγε πίσω από την κάμαρα που ήταν τα παράθυρα. Φυσικά οι βαριές κουρτίνες ήταν τραβηγμένες, όμως μια χαραμάδα υπήρχε. Δεν την είχαν τραβήξει καλά.
Πήγε και κόλλησε τα μάτια της εκεί. Μέσα ήταν ένα αναμμένο μόνο ένα κερί και στο αμυδρό φως ξεχώρισαν δύο κορμιά που ενώνονταν με ένταση και πάθος. Δεν κατάφερε να δει το πρόσωπό του. Αναγκαστικά έμεινε εκεί και παρακολουθούσε μέχρι που τελείωσαν και ο άντρας σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ντυθεί. Τότε φάνηκε το πρόσωπό του και τον αναγνώρισε. Ήταν ο κόμης ντε Ρουχάς.
Η κυρα-Ελένη ένιωσε αναγούλα. Έφυγε από το παράθυρο βιαστικά μονολογώντας
«Προδοσία, προδοσία».
Σε λίγο φάνηκε και ο Ιωάννης, τον είδε να διασχίζει τον κήπο και έτρεξε κοντά του.
Του είπε μόνο ό,τι αφορούσε την Ιωάννα, εκτός από το που βρίσκεται το μωρό. Του είπε ότι δεν γνώριζε για το τι απέγινε. Δεν ήξερε αν μπορούσε να τον εμπιστευτεί και δεν το διακινδύνευσε. Για την προδοσία της βασίλισσας δεν είπε τίποτα. Δεν ήταν ακόμα η κατάλληλη στιγμή. Προτεραιότητα είχε η Ιωάννα.
«Μα αυτό είναι φοβερό» αντέδρασε ο Ιωάννης θυμωμένα, «πάω τώρα στην Κερύνεια να τη βρω, να δω που την έχουν».
«Θέλω να έρθω και εγώ μαζί» του είπε η κυρα-Ελένη.
Κανονικά θα αρνιότανε, αλλά βλέποντας αυτό το παρακλητικό της ύφος δεν μπόρεσε να της αρνηθεί.
«Εντάξει, έλα».
Το πρόσωπό της γυναίκας φωτίστηκε.
«Μια στιγμή να πάω να φέρω μερικά πράγματα να της δώσουμε».
«Μην αργήσεις».
«Όχι, βέβαια. Επιστρέφω αμέσως».
Πήγε στην κουζίνα να πάρει λίγο ψωμί και νερό. Πήρε και μία χοντρή κάπα. Εκεί βρήκε και την Δέσποινα και της εξήγησε.
«Εσύ μείνε εδώ. Καλό είναι να ξέρουμε τι συμβαίνει εδώ. Μπορεί να βοηθήσει στα σχέδιά μας».
Η μικρή δεν έφερε αντίρρηση και η κυρα-Ελένη έφυγε να βρει τον Ιωάννη και να φύγουν για το κάστρο.
Μερικές ώρες αργότερα έφτασαν στο κάστρο. Ο Ιωάννης μίλησε με κάποιους από τους φρουρούς και τελικά τους οδήγησαν στην Ιωάννα.
Αυτό που αντίκρυσαν τους σόκαρε.
Η Ιωάννα ήταν μέσα σε ένα πηγάδι, όχι στον πάτο, αλλά αρκετά κάτω από την επιφάνεια. Ο μόνος τόπος που μπορούσε να πατήσει ήταν στα τοιχώματα του πηγαδιού που έξεχαν μερικούς πόντους. Ήταν αναγκασμένη να μένει όρθια και ξύπνια ώστε να μην πέσει μέσα στο πηγάδι γιατί αλλιώς ήταν χαμένη.
Μόλις την είδε η κυρα-Ελένη άρχισε τα κλάματα και τους οδυρμούς, και ησύχασε μόνο όταν ο Ιωάννης της είπε πως δεν πρέπει να τραβήξουν την προσοχή των φρουρών πανω τους.
«Είσαι καλά Ιωάννα;» τη ρώτησε ο Ιωάννης.
«Καλά όχι, αλλά είμαι ζωντανή» του απάντησε. Το πρόσωπό της ήταν κάτωχρο και τα μάτια της κατακόκκινα, σημάδι πως έκλαιγε για πολλές ώρες.
«Μπορείς να αντέξεις λίγο ακόμα μέχρι να κανονίσω να βγεις από δω μέσα;»
«Νομίζω πως ναι. Θα βάλω τα δυνατά μου».
«Ωραία. Η κυρα-Ελένη σου έφερε κάποια πράγματα. Νερό, ψωμί και μια κάπα».
«Είναι μαζί σου η κυρα-Ελένη; Πού είναι;»
«Είναι πιο πέρα και κλαίει. Δεν άντεξε που σε είδε σε αυτή την τρύπα. Κλονίστηκε όταν αντιλήφθηκε που σε έχουν. φοβήθηκα πως θα λιποθυμούσε και την έβαλα να καθήσει. Άστην καλύτερα είναι ήδη πολύ χάλια με όλα αυτά που έγιναν. Άμα το ξερα δεν θα την έφερνα μαζί μου. Περίμενε να σου φέρω τα πράγματα».
Πήγε πήρε τα πράγματα και τις τα κατέβασε με έναν κουβά που είχε εκεί.
«Μην χάνεις τις ελπίδες σου. Θα σε βγάλω από εδώ σύντομα. Πολύ σύντομα».
«Κάνε γρήγορα, σε παρακαλώ».
Ο Ιωάννης πλησίασε την κυρα-Ελένη.
«Πρέπει να φύγουμε».
«Και η Ιωάννα;»
«Θα το κανονίσω. Θα βγει από εκεί μέσα σήμερα κιόλας».
«Πώς την είδες;»
«Όχι και πολύ καλά. Ελπίζω να αντέξει».
«Θέλω να την δω».
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι, είμαι».
«Έλα, θα σε συνοδεύσω καλού κακού».
«Όχι, μόνη μου θέλω να πάω».
«Πήγαινε τότε και θα σε περιμένω εδώ. Κάνε γρήγορα εντάξει;»
«Εντάξει, πάω».
Άρχισε να περπατά προς το πηγάδι. Όσο πλησίαζε ένιωθε τα πόδια της να τρέμουν. Όταν έφτασε σιγουρεύτηκε πως δεν υπήρχε κανείς εκεί γύρω. Ξάπλωσε κάτω και έσκυψε μέσα. Ήθελε να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο κοντά της.
«Ιωάννα;» ψιθύρισε
«Κυρα-Ελένη;» σήκωσε το πρόσωπό της να την δει «ήρθες τελικά; Αχ, πόσο μου έλειψες κυρα-Ελένη. Το παιδί μου μου το πήραν» άρχισε πάλι να κλαίει.
«Μην φωνάζεις. Θα μας ακούσουν. Το ξέρω. Όλα τα ξέρω. Γι'αυτό ήρθα. Για να σου δώσω δύναμη λέγοντάς σου πως ξέρω που είναι το μωρό. Το είδα. Είναι μια κούκλα».
«Αλήθεια; Δηλαδή ζει;» είπε με λαχτάρα η Ιωάννα. Έλαμψε το πρόσωπό της. Φωτίστηκαν τα μάτια της.
«Ναι. Δεν πρέπει όμως να το μάθει κανείς. Μην το πεις πουθενά».
«Δεν θα το πω. Εννοείται πως όχι. Αχ, κυρα-Ελένη ο Θεός να σε ανταμείψει για το καλό που μου κανες».
«Εγώ θέλω εσύ να είσαι καλά. Πάω τώρα και θα τα ξαναπούμε καλή μου».
«Στο καλό και ο Θεός μαζί σας».
Μόλις έφτασαν στο παλάτι ο Ιωάννης έστειλε για νέο φρούραρχο στην Κερύνεια τον κύριο Λουκά ντ' Αντιγιώμ, ο οποίος ήταν και συγγενής της Ιωάννας. Του ζήτησε να βγάλει κρυφά από το πηγάδι την Ιωάννα και να την βάλει σε κανονική φυλακή. Να της παραχωρήσει ό,τι χρειάζεται μέχρι να δει τι θα έκανε για να την βγάλει εντελώς από εκεί μέσα.
Ο Λουκάς ντ' Αντιγιώμ έφυγε αμέσως για την Κερύνεια, κουβαλώντας και την επίσημη επιστολή του Ιωάννη που έγραψε ως διαπιστευτήριο για τον διορισμό του ως νέου φρούραρχου.
Έπειτα ο Ιωάννης έγραψε ένα γράμμα στον Πέτρο όπου του εξιστορούσε τι έγινε με την Ιωάννα και το έστειλε αμέσως. Έπρεπε να το παραλάβει το συντομότερο δυνατόν.
Η κυρα-Ελένη πήγε και βρήκε την Δέσποινα και της είπε όλα όσα έγιναν. Χάρηκε που η Ιωάννα ήταν ζωντανή. Κλονίστηκε και αυτή όταν άκουσε που την βρήκαν και ανακουφίστηκε όταν ενημερώθηκε πως ο Ιωάννης θα την βοηθούσε.
Μέσα σε όλα αυτά προέκειψε κι' άλλο θέμα. Ο ιππότης Ιωάννης Βισκόντη, που ο Πέτρος άφησε υπεύθυνο στο παλάτι για να παρακολουθεί τα πάντα και να τον ενημερώνει, ήταν σε δίλημμα. Είχε ανακαλύψει και αυτός τη σχέση της βασίλισσας με τον κόμη ντε Ρούχας και σκεφτόταν αν θα έπρεπε να το γράψει στον Πέτρο ή όχι όπως του ανατέθηκε. Αλλά πώς να γράψεις κάτι τέτοιο;
Τελικά θεώρησε καλύτερο ο Πέτρος να το μάθει από αυτόν παρά από οποιονδήποτε άλλο. Έτσι του έγραψε ένα γράμμα που έλεγε τα εξής:
Εντιμότατέ μου κύριε,
Σύμφωνα με τις προσταγές σου, παραμένω στην υπηρεσία της μεγαλειότητάς σου που πρέπει να ξέρει πως η υψηλότατη βασίλισσα και κυρία μας είναι καλά καθώς και τα αδέλφια σου που μεγάλη τους επιθυμία είναι σε δουν να επιστρέφεις. Τελικά το αποφάσισαν και ήρθαν και εγκαταστάθηκαν με τις γυναίκες τους εδώ στο παλάτι όπως τους είχες εισηγηθεί πριν φύγεις και όλα βαίνουν καλώς. Όσο για τα νεότερα που υπάρχουν στο νησί, ας είναι καταραμένη η στιγμή που σκέφτηκα να σου γράψω, και τρισκατάρατη η μέρα που με άφησες φρουρό του σπιτιού σου και τώρα είμαι αναγκασμένος να σου μαυρίσω την καρδιά με τα νέα που έχω να σου πω. Θα ήθελα πολύ να σιωπήσω, όμως φοβάμαι μήπως τα μάθεις από άλλον και έτσι κατηγορηθώ και τιμωρηθώ. Γι'αυτό σου τα λέω και παρακαλώ το Θεό και εσένα, να μην με παρεξηγήσεις. Διαδόσεις κυκλοφορούν πως ο κόμης ντε Ρουχάς είναι πολύ ερωτευμένος με την βασίλισσα και πως τόλμησε να απλώσει το χέρι του πάνω της, όμως εμένα μου φαίνεται πως αυτό είναι ψέμα. Εάν είχα την εξουσία θα ερευνούσα από πού και από ποιον έχουν βγει αυτά τα λόγια και θα έπαιρνα μέτρα ώστε κανένας να μην τολμά να διαδίδει τέτοιες ντροπές. Ταπεινά παρακαλώ την μεγαλειότητά σου και τον Θεό να μη θυμώσεις μαζί μου αφού αυτά που άκουσα τα άκουσα επειδή με διέταξες να ακούω, και αυτά που άκουσα τα διαβίβασα στη μεγαλειότητά σου. Παρακαλώ τον Θεό να επιστρέψεις και να ερευνήσεις το ζήτημα για να αποδειχθώ ψεύτης, αλλά και να τιμωρηθεί εκείνος που τόλμησε να πει τέτοιο πράγμα. Και παρακαλώ τον Θεό για την καλή ζωή της μεγαλειότητάς σου.
Ιωάννης Βισκόντη
Ο Πέτρος βρισκόταν ακόμα στην Ρώμη όταν παρέλαβε τα γράμματα. Ακόμα δεν είχε βρει τον κατάλληλο τρόπο να ξαναπλησιάσει τους ηγεμόνες της Δύσης και να τους πείσει να του ξαναστείλουν το στρατό.
Όταν τα διάβασε θύμωσε τόσο που έσπασε ό,τι βρήκε μπροστά του, και με το σπαθί του κουρέλιασε το πουκάμισο της Ελεονώρας που πάντα τον περίμενε απλωμένο πάνω στο κρεβάτι του.
«Θα επιστρέψω στην Κύπρο. Πρέπει να καθαρίσω την τιμή μου και να σώσω την Ιωάννα. Η σταυροφορία μπορεί να περιμένει. Πρώτα όμως θα γράψω στην Ελεονώρα μήπως και προλάβω τα χειρότερα».
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top