Κεφάλαιο 53




Το καλοκαίρι πλησίαζε και οι προετοιμασίες άρχισαν. Μαθαίνοντας τα νέα οι ιππότες που τότε είχαν φύγει άρχισαν σιγά σιγά να επιστρέφουν.

Μια απρόσμενη βοήθεια έλαβαν από τους Γενουάτες και αυτό ευχαρίστησε ιδιαίτερα τον Πέτρο. Δεν πήγε το μυαλό του ότι οι Γενουάτες καθόλου ανιδιοτελώς δεν έπρατταν. Προσφέρθηκαν να βοηθήσουν με απώτερο σκοπό να παρακολουθούν τα σχέδια του Πέτρου.

Ο αδελφός του Πέτρου ο Ιωάννης κατόπιν οδηγιών που έλαβε από τον Πέτρο αρμάτωσε τα καράβια που είχε, και αυτά που κατάφερε να βρει και ξεκίνησε για τη Ρόδο όπου θα συναντιόταν με τον Πέτρο. Στην Κύπρο έμεινε σαν αντιβασιλέας ο μικρότερος αδερφός τους ο Ιάκωβος.

Ο βασιλιάς της Γερμανίας Κάρολος Δ' τελικά αποφάσισε να αποσύρει τον όρο που είχε θέσει για να αναλάβει την ηγεσία της σταυροφορίας και έστειλε και τη δική του βοήθεια που αποτελείτο από άνεργους μισθοφόρους που λεηλατούσαν τη χώρα του.

Με λίγα λόγια τους ξεφορτώθηκε με μεγάλη χαρά. Έλυσε το πρόβλημα που τον ταλαιπωρούσε χρόνια και φάνηκε γενναιόδωρος στα μάτια του Πέτρου.

Ο Πέτρος υπολόγισε το στόλο που κατάφερε να συγκεντρώσει και καθόλου ευκαταφρόνητος δεν του φάνηκε, απεναντίας έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος.

Ειδικά ο Πάπας ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρος με την προσφορά του.

Όταν ήταν πια έτοιμοι σάλπαραν για τη Ρόδο.  

Έδεσαν στο λιμάνι της Ρόδου αρχές Ιουλίου. Το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά, ο καιρός ήταν θαυμάσιος και στο λιμάνι υπήρχε μεγάλη κίνηση. Συνεχώς μπαινόβγαιναν εμπορικά καράβια.

Το λιμάνι της Ρόδου άνθιζε κάτω από τον λαμπερό ήλιο.

Ο αδερφός του ο Ιωάννης τον υποδέχτηκε θερμά.

«Έφτασε η στιγμή αδερφέ μου. Η στιγμή που περίμενες τόσο καιρό».

«Ναι, αδερφέ μου, έφτασε η στιγμή. Επιτέλους».

«Πίστευα πως θα σε έβρισκα να πετάς από την χαρά σου αλλά σε βλέπω σε εντελώς αντίθετη διάθεση. Συνέβη κάτι;»

«Όχι, αδερφέ μου, όλα καλά. Απλώς είμαι λίγο κουρασμένος από το ταξίδι. Θα πάω να περπατήσω λίγο. Να ξεμουδιάσω, να πάρω λίγο καθαρό αέρα».

«Θες παρέα;»

«Θα προτιμούσα να μείνω για λίγο μόνος, αν δεν σε πειράζει».

«Καθόλου. Αφού αυτό επιθυμείς. Πάω να δω πως πάει ο ανεφοδιασμός των καραβιών».

«Θα τα πούμε μετά Ιωάννη».

Ο Πέτρος κατευθύνθηκε αντίθετα.

Αφού προχώρησε για λίγο κάθησε σκεφτικός σε μια μεγάλη πέτρα. Είχε δίκιο ο αδερφός του, δεν ήταν και σε πολύ καλή δάθεση. Από τη μια στεναχωριόταν που χρειάστηκε να αποχωριστεί την Ιωάννα τόσο ξαφνικά, και από την άλλη η καρδιά του φτερούγιζε από προσμονή για να ξεκινήσουν τη σταυροφορία.

Το όνειρο τόσο χρόνων θα γινόταν επιτέλους παραγματικότητα.

Τα τελευταία λόγια της Ιωάννας πριν μπει στο καράβι που θα την επέστρεφε στην Κύπρο, όμως, δεν μπορούσε να τα βγάλει από το μυαλό του.

«Έτσι θα μαστε μια ζωή Πέτρο, κυνηγημένοι» η φωνή της μαρτυρούσε βαθύ πόνο.

Το τελευταίο που πρόλαβε να δει ο Πέτρος ήταν ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλο της κοπέλας.

Έπειτα από μερικές μέρες ήταν πανέτοιμοι να φύγουν. Ο Πέτρος Θωμάς τους ευλόγησε, σήκωσαν τις άγκυρες και με αργούς ρυθμούς γλίστρησαν έξω από το λιμάνι. Όταν πια βρέθηκαν στα ανοικτά άφησαν τα πανιά να τα φουσκώσει ο αγέρας και αύξησαν ταχύτητα.

Ο Πέτρος μάζεψε μερικούς από τους ικανότερους και πιο έμπειρους ιππότες του και τον αδερφό του και τους αποκάλυψε τα σχέδιό του για την κατάκτηση της Αλεξάνδρειας.

«Εμείς δεν έχουμε αντίρρηση» είπε ένας από τους ιππότες, «πολύ φοβάμαι όμως πως θα έχουν οι υπόλοιποι ιππότες όταν το μάθουν. Η Αλεξάνδρεια είναι δυνατή πόλη. Δεν υπάρχει όμως τίποτα και κανείς που να μας αντιστέκεται» είπε με ευθυμία και όλοι γέλασαν.

«Θα τους το ανακοινώσω όταν θα κρίνω πως είναι η κατάλληλη στιγμή» είπε ο Πέτρος.

«Όπως επιθυμείς βασιλιά μου» είπαν οι ιππότες, και η συνάντηση έληξε.

Μετά από μερικές μέρες ταξιδιού ο Πέτρος ανακοίνωσε στους ιππότες τα σχέδια του.

Όπως προέβλεψε ο ιππότης εκείνο το βράδυ έφεραν αντιρρήσεις, αποδέχτηκαν όμως το σχέδιο και τελικά τους άρεσε κιόλας.

Η Αλεξάνδρεια ήταν πλούσια πόλη, αν την κούρσευαν θα πλούτιζαν και οι ίδιοι με τα λάφυρα που θα άρπαζαν.

Μερικές μέρες αργότερα στεριά φάνηκε στον ορίζοντα. Η Αλεξάνδρεια.

Το λιμάνι της Αλεξάνδρειας έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που το κάνει μοναδικό σε ολοκληρη τη μεσόγειο. Έχει δύο κόλπους. Αυτό έχει το μεγάλο πλεονέκτημα να μπορεί να δεχτεί ταυτόχρονα περισσότερα καράβια. Γίνονταν περισσότερες εμπορικές συναλλαγές κάθε μέρα απ'ότι σε ένα κανονικό λιμάνι.

Άρα ο πλούτος συρρεόταν πιο γρήγορα.

Μετά το τρομερό κτύπημα της πανώλης το 1348 μ.Χ., γενικά στην Ευρώπη η οικονομία είχε καταποντιστεί. Η Αλεξάνδρεια όμως κατάφερε να ορθοποδήσει σε σχετικά σύντομο διάστημα.

Σε αυτό βοήθησε το ιδιαίτερο λιμάνι της. Έγινε και πάλι η ζηλευτή πόλη που ήταν και τότε. Το εμπόριο της άνθισε σύντομα με αποτέλεσμα η αγορά της να γίνει και πάλι περιζήτητη.

Το λιμάνι αυτό έβαλε στο μάτι ο Πέτρος. Ήθελε πάση θυσία είτε να το αποκτήσει είτε να το καταστρέψει έτσι ώστε όλος ο πλούτος του να διοχετευτεί στο λιμάνι της Αμμοχώστου.

Η Αλεξάνδρεια έστεκε αγέρωχη. Όμορφη πόλη, χωρίς λόφους ή βουνά, με κάτασπρα σπιτάκια και μιναρέδες που ξετρύπωναν από παντού.

Θωρακισμένη με ψηλά χοντρά τείχη.

Ήταν φημισμένη ως απόρθητη πόλη. Με λίγα λόγια, μια πόλη που αξίζει να παλέψουν γι'αυτήν. Και οι επίδοξοι κατακτητές της, μα και οι προστάτες της. 

Διάλεξαν ένα απόμερο μέρος και αγκυροβόλησαν. Ήθελαν πρώτα να ξεκουραστούν πριν ορμήσουν στην πόλη.

Από το σημείο αυτό η πόλη βρισκόταν στο οπτικό τους πεδίο. Ήθελαν να παρακολουθούν τις κινήσεις των Αλεξανδρινών.

Οι υπερασπιστές της πόλης που στέκονταν φρουροί εκεί ψηλά απάνω στα τείχη, είδαν τα καράβια που έρχονταν και εύλογα υπέθεσαν ότι ήταν συνηθισμένα καράβια που έρχονταν για τις καθιερωμένες εμπορικές τους συναλλαγές. Όταν όμως πρόσεξαν ότι τα καράβια δεν πλησίαζαν όπως ήταν το λογικό, άρχισαν να ανησυχούν. Κάτι δεν πήγαινε καλά.

Αποφάσισαν πως έπρεπε να ενημερώσουν τον εμίρη. Αν και αυτό τον καιρό απλώς αντικαθιστούσε τον σουλτάνο εντούτοις αυτός είχε τα ηνία της πόλης. Αυτός έπρεπε να μεριμνήσει για την προστασία της πόλης. Ήταν καθήκον του.

Πήγαν και τον βρήκαν. Το μόνο που εισέπραξαν όμως ήταν ένα νόημα του χεριού του. Που σήμαινε να φύγουν από μπροστά του.

Δυστυχώς για αυτούς και για την πόλη, ο εμίρης για το μόνο που νοιαζόταν ήταν η καλοπέρασή του, και δεν ήθελε τίποτα και κανένας να του διασαλεύσει την ησυχία του. Δέκτηκε με χαρά να αντικαταστήσει τον σουλτάνο όμως μόνο για τα εξαιρετικά οφελήματα που θα αποκομούσε από όλο αυτό. Πολυτέλεια, άριστο φαγητό και γυναίκες διαρκώς γύρω του να τον περιποιούνται με οποιονδήποτε τρόπο αυτός επιθυμούσε.

Έδιωξε τους μαντατοφόρους και μαζί με αυτούς πίστεψε πως έδιωξε και το πρόβλημα.

Απελπισμένοι οι Αλεξανδρινοί αποφάσισαν να υπερασπιστούν μόνοι τους την πόλη. Θα λάβαιναν από μόνοι τους τα μέτρα τους.

Θα πολεμούσαν, δεν θα παραδίνονταν έτσι αμαχητοί.

Την επόμενη μέρα, ο στρατός του Πέτρου ξεκούραστος και φρέσκος ήταν έτοιμος να αναλάβει δράση.

Όταν ανέβηκαν στο κατάστρωμα τους περίμενε μια έκπληξη.

Αλεξανδρινοί κάτοικοι είχαν μαζευτεί στην παραλία και μόλις τους είδαν άρχισαν να τους βρίζουν, να τους πετάνε πέτρες και ξύλα. Καμιά από τις πέτρες και ξύλα δεν έφτασαν μέχρι τα καράβια. Ούτε καν πλησίασαν.

Οι κάτοικοι στην απελπισία τους πίστεψαν πως με αυτό τον τρόπο θα έδιωχναν την απειλή.

«Μα αυτό είναι αστείο» είπε γελώντας ο Πέτρος και μαζί του παρέσυρε και τους υπόλοιπους σε ξέφρενο γέλιο.

«Τοξότες; Ετοιμαστείτε» είπε μετά ο Πέτρος με σκληρή φωνή.

«Αδελφέ μου, μην το κάνεις. Δεν βλέπεις πως βρίσκονται σε απόγνωση και αντιδρούν όπως όπως. Είναι άοπλοι. Απλοί αστοί» είπε ο Ιωάννης που κάπως τους λυπήθηκε.

«Τι τώρα, τι μετά» είπε σκληρά ο Πέτρος και έδωσε το σινιάλο.

Βέλη εξακοντίστηκαν από τα τεντωμένα τόξα. Σχεδόν όλα βρήκαν και κάποιο στόχο.

Οι λίγοι επιζήσαντες πανικόβλητοι άρχισαν να τρέχουν προς την ασφάλεια της πόλης τους.

«Αυτοί που επέστρεψαν θα διαδώσουν τι έγινε. Δεν πρέπει να τους δώσουμε καιρό να προετοιμαστούν. Πρέπει να επιτεθούμε τώρα» είπε ο Πέτρος.

Προχώρησαν προς την ακτή, όταν έφτασαν αρκετά κοντά ένα βουητό ακούστηκε. Κοίταξαν προς τα πάνω και μέχρι να αντιληφθούν τι ήταν, αρκετά από τα βέλη που στάληκαν από τους υπερασπιστές της πόλης είχαν καρφωθεί σε κορμιά που τώρα έπεφταν άψυχα. Άδεια σακιά.

Τα βέλη έπεφταν βροχή. Χωρίς σταματημό.

«Υποχώρηση» ούρλιαξε ο Πέτρος και τα καράβια οπισθοχώρησαν μέχρι που δεν τους έφταναν τα βέλη.

Μέσα από τα τείχη ζητωκραυγές ακούγονταν που όργισαν ακόμα περισσότερο τον Πέτρο.

«Πρέπει να βρούμε άλλο σημείο για να επιτεθούμε» είπε ο Πέτρος «πάμε να ελέγξουμε τι υπάρχει γύρω από την πόλη».

Οι ζητωκραυγές μέσα από τα τείχη έγινες πιο δυνατές γιατί πίστεψαν πως απώθησαν τον εχθρό. Νόμισαν πως έφευγε.

Ο στόλος του Πέτρου μετά από αρκετό ψάξιμο, τελικά κατέληξε πίσω από μια λουρίδα γης που βρισκόταν στην θάλασσα. Σαν μια μικροσκοπική χερσόνησος.

«Αυτή η λουρίδα γης θα γίνει ο δρόμος μας για την πόλη» είπε ο Πέτρος.

Οι φρουροί της πόλης γεύτηκαν μεγάλη απογοήτευση όταν τους είδαν, γιατί, είχαν πραγματικά πιστέψει πως οι επίδοξοι κατακτητές τους τα είχαν παρατήσει και είχαν φύγει. Αποφάσισαν να στείλουν στρατιώτες έξω από την πόλη για να φυλάνε την γύρω περιοχή. Να μην αφήσουν τον εχθρό να πλησιάσει.

Η αποβίβαση του στρατού στην ακτή κράτησε αρκετά.

«Μην πάμε όλοι μαζί. Μόνο μερικοί. Για να βολιδοσκοπήσουν την κατάταση» είπε ο Πέτρος.

Μια ομάδα ιπποτών άρχισαν να περπατάνε προς την πόλη, μέχρι που πλησίασαν τους κρυμμένους Αλεξανδρινούς που πετάχτηκαν  ξαφνικά μπροστά τους αιφνιδιάζοντάς τους. Η συμπλοκή που ακολούθησε ήταν άγρια. Οι κλαγγές των σπαθιών έφτασαν μέχρι τον υπόλοιπο στρατό του Πέτρου που έτρεξαν να βοηθήσουν.

Η αριθμητική υπεροχή υπερίσχησε και νικητές βγήκαν οι ιππότες του Πέτρου. Μετρούσαν όμως και αυτοί απώλειες.

Ο  στρατός πλησίασε μέχρι που έφτασαν κοντά στην πόλη. Ο Πέτρος κοίταξε τα τείχη. Του φάνηκαν ψηλότερα από αυτά της Αττάλειας. Ή μήπως απλώς του φάνηκε;  Βροχή από βέλη άρχισαν να πέφτουν. Τα περισσότερα χτύπησαν στις ασπίδες των ιπποτών πέφτωντας στο έδαφος άχρηστα. Έστειλαν και αυτοί μια απάντηση από βέλη που πέτυχαν αρκετούς από τους Αλεξανδρινούς.

«Φέρτε τις σκάλες» φώναξε ο Πέτρος «τοξότες, καλύψτε τους».

Οι τοξότες πλησίασαν σε απόσταση βολής και τέντωσαν τα τόξα.

«Τώρα» φώναξε ο Πέτρος στους τοξότες και αυτοί άφησαν τα βέλη τους και μετά άλλα και άλλα. Εν τω μεταξύ οι σκάλες είχαν ακουμπήσει στα τείχη και οι ιππότες άρχισαν να σκαρφαλώνουν. Τότε ο Πέτρος έντρομος αντιλήφθηκε πως δεν είχε κάνει λάθος για τα τείχη. Δεν του φάνηκαν ψηλότερα, ήταν όντως ψηλότερα και οι σκάλες δεν έφταναν μέχρι απάνω. Ήταν κοντές. Καθαρή αυτοκτονία για τους ιππότες που δεν μπορούσαν να δουν ότι οι σκάλες δεν έφταναν. Συνέχισαν να ανεβαίνουν.

«Μήηηη» ούρλιαξε ο Πέτρος «κατεβείτε από κει πάνω. Τώρα. Τοξότες καλύψτε τους» ούρλιαξε ο Πέτρος αναστατωμένος.

Οι ιππότες άκουσαν και πανικόβλητοι άρχισαν να κατεβαίνουν. Πολλοί από αυτούς, απάνω στη φούρια τους έπεσαν και τσακίστηκαν, άλλοι στην πορεία της πτώσης τους παρέσυραν και άλλους μαζί τους.

Η κατάσταση ήταν τραγική. Πολλοί, αν και κατάφεραν να κατέβουν με ασφάλεια τις σκάλες, έπεσαν από τα βέλη των Αλεξανδρινών. Πολλοί τα κατάφεραν και επέστρεψαν σώοι και αβλαβείς. Μεγάλη χαρά και ικανοποίηση για όλους.

Παρά την ανακούφισή του, ο Πέτρος ήταν απελπισμένος. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ούτε και να το αποδεκτεί. Τόσοι άντρες χάθηκαν άδικα.

Η ανταλλαγή βελών συνεχίστηκε επί μακρόν μέχρι που ξαφνικά η πύλη άνοιξε και ξεχύθηκαν από μέσα Αλεξανδρινοί. Αυτή τη φορά ήταν πλήρως οπλισμένοι.

«Ελάτε πανάθλιοι άπιστοι» είπε μέσα από τα δόντια του ο Πέτρος. Τράβηξε το σπαθί του το σήκωσε στον αέρα και έδωσε το σύνθημα για να εφορμίσουν και αυτοί.

Η μετωπιαία σύγκρουση ήταν τρομακτική. Διαμελισμένα κορμιά άρχισαν να πέφτουν στο έδαφος. Ζωές χάνονταν και από τα δυο στρατόπεδα.

Η μάχη τελείωσε όταν πια δεν υπήρχε άλλος άπιστος για να σκοτώσουν. Νύχτωσε πια και οι ιππότες εξουθενωμένοι αποτραβήχτηκαν για να ξεκουραστούν, να βάλουν και κάτι στο στόμα τους. Είχαν λυσσάξει από την πείνα.

Ο Πέτρος καθόταν κάπου απόμερα, ήθελε να μείνει για λίγο μόνος του, σχεδόν δεν είχε φάει τίποτα. Ο Ιωάννης τον πλησίασε.

«Τί έγινε αδελφέ μου; Γιατί κάθησες εδώ μόνος σου;»

«Αποτραβήχτηκα για να σκεφτώ τις επόμενες ενέργειες μας. Δεν γίνεται να συνεχίσουμε έτσι. Οι σκάλες αποκλείστηκαν. Τα βέλη μας κάποια στιγμή θα τελειώσουν και μετά; Αυτά που μας απόμειναν πρέπει να τα αξιοποιήσουμε αλλιώς. Πιο αποτελεσματικά. Δεν μπορεί, καποια αδυναμία θα έχουν. Θα σκεφτώ και αύριο το ξανασυζητάμε».

«Σε αφήνω τότε με τις σκέψεις σου. Θα σκεφτώ και εγώ. Καληνύχτα. Οι φρουροί που θα αναλάβουν τις νυχτερινές βάρδιες είναι ήδη έτοιμοι. Το κανόνισα. Δεν έχεις να ανησυχείς και γι' αυτό».

«Εντάξει Ιωάννη. Σ' ευχαριστώ. Καληνύχτα».

Ο Ιωάννης έφυγε με απαλά βήματα όπως ήρθε. Αθόρυβος, αλλά, ο Πέτρος πάντα τον άκουγε.

Το επόμενο πρωί ο Πέτρος σηκώθηκε πρώτος. Είχε σκεφτεί κάτι και ανυπομονούσε να το μοιραστεί με τους πιο έμπιστους ιππότες του.

Μετά το πρωϊνό τους μάζεψε και τους είπε.

«Πρέπει να εξετάσουμε τις πύλες μήπως ανακαλύψουμε κάποιο αδύναμο σημείο τους. Μια ομάδα αντρών θα αναλάβει αυτό το κομμάτι του σχεδίου και οι τοξότες θα αναλάβουν να κρατήσουν απασχολημένους τους άπιστους με βέλη. Δεν θα τους αφήσουν να πάρουν ανάσα. Σύμφωνοι;».

«Σύμφωνοι» είπαν οι ιππότες.

Το σχέδιο κανονίστηκε και μπήκε αμέσως σε εφαρμογή.

Η μία ομάδα αντρών ξεκίνησε να ερευνήσει τα τείχη και οι τοξότες αποσπούσαν την προσοχή των Αλεξανδρινών.

Το κόλπο έπιασε. Οι άντρες που στάληκαν στα τείχη επέστρεψαν με σπουδαία νέα.

«Βασιλιά Πέτρο ανακαλύψαμε μια πύλη που δεν φυλάγεται και τα γύρω εκεί τείχη επίσης. Θα είναι εύκολο να την παραβιάσουμε και να μπούμε στην πόλη».

«Ωραία. Αυτό θα κάνουμε λοιπόν» είπε ενθουσιασμένος ο Πέτρος.

Ενώ οι τοξότες συνέχιζαν τον αντιπερισπασμό. Οι ιππότες παραβίασαν την πύλη και μπήκαν στην πόλη. Οι Αλεξανδρινοί όρμησαν απάνω τους για να προλάβουν το κακό πριν εξαπλωθεί. 

Η μάχη μαινόταν. Ουρλιαχτά ακούγονταν από παντού. Πανικόβλητοι άνθρωποι έτρεχαν χωρίς να ξέρουν που πάνε μέχρι να πέσουν νεκροί από κάποιο σπαθί ή να πιαστούν αιχμάλωτοι.

Κλάματα, οδυρμοί και ικεσίες για τη ζωή τους. Τίποτα όμως δεν σταματούσε τους ιππότες και τη λύσσα τους. Επιζητούσαν λάφυρα. Δεν έδειχναν λύπηση σε κανέναν. Άνοιξαν πλούσια σπίτια, μέγαρα και μπήκαν όπου πίστευαν ότι μέσα υπήρχαν πολύτιμα αντικείμενα, κοσμήματα, υφάσματα, οτιδήποτε αξίας.

Σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους ανεξαρτήτου ηλικίας ή τάξης.

Απεγνωσμένες κραυγές από μάνες που έχαναν τα παιδιά ή το ανάποδο, από κοπέλες που αρπάζονταν με τη βία.

Πολλές κοπέλες κετέληξαν θύματα αιχμαλωσίας και άλλες τόσες θύματα βιασμού.

Παντού χάος και αταξία. Παντού πόνος και θρήνος.

Το θέαμα σου πάγωνε την καρδιά.

Αυτό εξακολούθησε για τρεις με τέσσερις μέρες. Τα καράβια τους γέμισαν με θησαυρούς. Ήταν πλήρως ευχαριστημένοι και έτοιμοι να φύγουν.

«Τίίί;» είπε ο Πέτρος αναστατωμένος όταν του το ανακήνωσαν. «Δεν θα κρατήσουμε την πόλη; Μα αυτό είναι προδοσία. Έτσι εγκαταλέιπετε τον ιερό πόλεμο; Ολόκληρη τη χριστιανοσύνη;»   

«Μα δεν είχαμε κανονίσει κάτι τέτοιο. Εγώ προσωπικά δεν ήρθα για να μείνω» είπε ένας ιππότης.

«Τότε να μην βασιστώ πάνω σου. Θα μιλήσω και με τους υπόλοιπους» του είπε απότομα ο Πέτρος.

«Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις» του απαντησε στον ίδιο τόνο.

Ο Πέτρος Θωμάς που είχε ακούσει τη συζήτηση πήρε την πρωτοβουλία και μίλησε στους ιππότες προσπαθώντας να τους πείσει να μείνουν, γιατί και αυτός ήθελε να κρατήσουν την πόλη στην κατοχή τους. Κανείς όμως δεν ήθελε να μείνει.

Ο Πέτρος το πήρε απόφαση και με τεράστια θλίψη άφησε την Αλεξανδρούπολη και σάλπαραν για την Κύπρο.

Έφυγαν και πίσω τους άφησαν μια ρημαγμένη πόλη να καίγεται συθέμελα και καθημαγμένους ανθρώπους. Ανθρώπους που σε μερικές μόνο μέρες τα είχαν χάσει όλα.

Η πύλη που βρήκαν αφύλακτη οι ιππότες του Πέτρου, ήταν η πύλη του τελωνείου που παραμένει κλειδωμένη και για τους ίδιους τους Αλεξανδρινούς, γιατί εκεί φυλάγονται τα εμπορεύματα. Χωρίς να έχουν πρόσβαση σε αυτήν και στα διπλανά τείχη, πώς μπορούσαν να τη διαφυλάξουν από τους καταπατητές; Πώς θα κατόρθωναν να εμποδίσουν την είσοδό τους στην πόλη; Έλειπε και ο σουλτάνος που θα μπορούσε να επιτρέψει την εισόδό τους στην πύλη. Μπορεί τότε να εκτιλίσσονταν διαφορετικά τα γεγονότα. Ο μοναδικός φύλακας της πύλης είχε εγκαταλείψει το πόστο του, διευκολύνοντας ακόμα περισσότερο το στρατό του Πέτρου.

Στις 25 Απριλίου του 1366 μ.Χ ο στρατός του Πέτρου γύρισε στην Κύπρο θριαμβευτής. Τους υποδέχτηκαν με δόξα και τιμή.

Μέσα από το πλήθος ο Πέτρος ξεχώρισε την Ελεονώρα που κρατούσε από το χέρι το γιο τους τον μικρό Πέτρο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top