Κεφάλαιο 50
Όπως διέταξε ο Σπινόλα έτσι και έγινε. Εν τω μεταξύ το δεύτερο καράβι που βρισκόταν στα πιο βαθιά και περίμενε σαν είδε τα καράβια που έρχονταν θορυβήθηκε και άρχισε να απομακρύνεται από τον τόπο του εγκλήματος.
«Ακολουθήστε τους» φώναξε ο καπετάνιος «γρήγορα, δεν πρέπει να ξεφύγουν».
Ένα τρελό κυνηγητό άρχισε. Μπροστά το τούρκικο καράβι και πίσω αυτοί.
Τα δύο καράβια έσκιζαν τη θάλασσα μανιασμένα.
Το ένα για να ξεφύγει και το άλλο για να το προφτάσει.
Την αναμέτρηση κέρδισαν οι καταδιώχτες. Οι Τούρκοι σαν ένιωσαν να απειλούνται σήκωσαν τα χέρια τους και παραδόθηκαν.
«Φοβήθηκαν οι αγριάνθρωποι» μονολόγησε ο Σπινόλα «Ε, βέβαια, μόνο για να σκοτώνουν γυναίκες και παιδιά έχουν το θάρρος και την ανδρεία. Τα ψευτοπαλίκαρα. Στην κρεμάλα τους αξίζει να καταλήξουν».
Πλησίασαν το τούρκικο καράβι και με ένα γερό σχοινί το πρόσδεσαν στο δικό τους με σκοπό να το ρυμουλκήσουν μέχρι το λιμάνι. Από εκεί και πέρα ήταν στη δικαιοδοσία του Ιωάννη ποια θα ήταν η τύχη τους.
Πιο πέρα φλόγες υψώνονταν και ο ουρανός είχε γεμίσει με μαύρο πυκνό καπνό. Ήταν το τούρκικο καράβι που είχε παραδοθεί για τα καλά στις φλόγες. Στην στεριά διακρίνονταν οι τούρκοι που είχαν επιστρέψει από το διαγούμισμα του κοντινού χωριού. Ήταν φορτωμένοι λάφυρα και πίσω τους έσερναν γυναίκες, παιδιά και γερούς άντρες.
Αντιστέκονταν όσο μπορούσαν οι άμοιροι αλλά μετά από ανελέητα χτυπήματα από τους άρπαγές τους συμμορφώνονταν και αφήνονταν να τους σέρνουν αποδεχόμενοι την τραγική μοίρα τους.
Μόλις αντίκρυσαν το καράβι τους να καίγεται τα έχασαν. Δεν το περίμεναν. Έμειναν άφωνοι να το κοιτάζουν να καίγεται. Το μοναδικό τους μέσο για διαφυγή είχε καταστραφεί και οι συντρόφοι τους είχαν συλληφθεί. Είδαν το καράβι τους προσδεμένο στο κυπριακό και ήξεραν καλά πως η τύχη τους ήταν προδιεγραμμένη.
Δεν θα τους ξανάβλεπαν.
Ξαφνικά πίσω τους ακούστηκαν ποδοβολητά ανθρώπων και αλόγων. Γύρισαν και είδαν στρατιώτες και ιππότες να έρχονται καταπάνω τους με τις αγριότερες διαθέσεις.
Με τα σπαθιά τους ανασηκωμένα στον αέρα, έτοιμα να πέσουν απάνω τους σαν αστροπελέκια.
Γρήγορα νικήθηκαν και δεμένοι πια οδηγούνται στην Λευκωσία και στον αντιβασιλέα.
Οι άνθρωποι που είχαν αιχμαλωτιστεί απελευθερώθηκαν και τα λάφυρα δόθηκαν για να επιστραφούν στους κατόχους τους.
Τρελοί από ευτυχία γονάτισαν και ευχαρίστησαν το Θεό.
Έπειτα αγκαλιασμένοι και βαθιά συγκλονισμένοι πήραν το δρόμο για το χωριό τους.
Ευτυχώς γι'αυτούς όμως κρίμα για τόσους άλλους δυστυχείς που τελικά δεν άλλαξε η τύχη τους και ποιος ξέρει που να βρίσκονται τώρα. Τί να απέγιναν; Ζουν; Πέθαναν;
Εν τω μεταξύ, στη γαλέρα του Φραγκίσκο Σπινόλα όλα έβαιναν καλώς.
Μέχρι που ένιωσαν την γαλέρα να τραντάζεται μπροστά. Γύρισαν και είδαν ότι οι Τούρκοι είχαν κόψει το σχοινί και λευτερωμένη πια η γαλέρα από τη δύναμη που τη συγκρατούσε όρμησε εμπρός. Αμέσως μετά μια βροχή από βέλη έπεσε πάνω τους.
Πολλοί από το πλήρωμα έπεσαν έχοντας ένα βέλος καρφωμένο στο σώμα τους.
«Καπετάνιε, καπετάνιε. Μίλησέ μου».
Ο Φραγκίσκος άνοιξε τα μάτια του και είδε από πάνω του δυο ματάκια να τον κοιτάνε με λατρεία. Ήταν ο νεαρός που τον θαύμαζε απεριόριστα και τον είχε παρακαλέσει να τον πάρει μαζί του. Ήταν τόσο επίμονος που ο Φραγκίσκος τελικά υπέκυψε στα παρακάλια του και τον προσέλαβε. Θυμήθηκε την μέρα εκείνη και χαμογέλασε νοσταλγικά. Αυτό που τον έπεισε τελικά να τον πρασλάβει ήταν η απάντηση του μικρού όταν τον ρώτησε γιατί είχε τόσο διακαή πόθο να μπαρκάρει; Τί τον ωθούσε στην απόφασή του αυτή; Υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος στην τόση επιμονή του; Και ο Παύλος τότε του απάντησε ότι είχε χάσει την μικρή του αδελφή από επίθεση πειρατών στο χωριό του. Την έκλεψαν μαζί με τα άλλα κοριτσάκια που έπαιζαν.
Ήθελε λοιπόν να εκδικηθεί τους πειρατές σκοτώνοντας τους όλους. Δεν ήθελε να αφήσει κανέναν ζωντανό.
Ήταν πολύ νέος ακόμα και δεν έχει γνωρίσει πόσο σκληρή είναι η ζωή. Πόσο άδικη.
Ήταν αδύνατον να πετύχει αυτό που επιθυμεί. Ίσως ενδόμυχα να το ξέρει και ο ίδιος αλλά προτιμά να το αγνοεί. Και ίσως καλά κάνει γιατί αυτή του η επιθυμία τον κάνει γενναίο και ατρόμητο. Ένα νεαρό με μεγάλες προσδοκίες, που σαν μεγαλώσει και γίνει άντρας θα μεταπλαστούν σε ύψιστα ιδανικά που αποτελούν την πρώτη ύλη για σπουδαία αγαθαργήματα.
Ο πόνος τον έκανε γενναίο και τολμηρό.
«Αγόρι μου; Καλέ μου Παύλο» και του χαμογέλασε με κόπο.
«Ναι, καπετάνιε εγώ είμαι. Μην ανησυχείτε θα γίνεται μια χαρά» συγκρατούσε με κόπο τα δάκρυά του.
«Δεν θα γίνω αγόρι μου και το ξέρω καλά. Το νιώθω το τέλος που πλησιάζει. Όλα άρχισαν να σκοτεινιάζουν γύρω μου» μιλούσε αργά και με δυσκολία.
«Να προσέχεις αγόρι μου. Είσαι πολύ νέος ακόμα για να σκοτωθείς. Πρέπει να ζήσεις πράγματα. Η ζωή είναι ωραία. Εγώ δεν έχω παράπονο από τη δική μου. Ούτε επειδή με αφήνει σχετικά νωρίς» χαμογέλασε. Πήρε μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα και έμεινε ακίνητος. Η ζωή τον είχε εγκαταλείψει.
Ο μικρός με δάκρυα στα μάτια έκλεισε με ευλάβεια τα μάτια του καπετάνιου. Είπε μια σύντομη προσευχή και σηκώθηκε με κόπο. Ο πόνος του ήταν βαρύς. Κοίταξε γύρω του. Εκτός από τους υπόλοιπους σκοτωμένους κανένας άλλος δεν βρισκόταν στο καράβι. Ήταν παντελώς άδειο. Είχε εγκαταλειφθεί από όλους. Κοιτούσε γύρω γύρω ταραγμένος για να καταλάβει τί γινόταν και τί έπρεπε να κάνει και αυτός. Τελικά τους είδε που επιβιβάζονταν στο δεύτερο κυπριακό καράβι που είχε καπετάνιο τον Ερρίκο ντε λα Κουρρόν. Ενώ το τούρκικο το είχε βάλει στα πόδια.
Ο μικρός κατάλαβε πως το πλήρωμα είχε πηδήξει στην θάλασσα και κολυμπώντας κατευθύνθηκαν στο καράβι του Ερρίκου. Το πλήρωμα από το καράβι τους ψάρεψε με σχοινιά που τους πέταξαν. Τα άρπαξαν και ανέβηκαν στο καράβι.
Ο μικρός Παύλος δεν είχε άλλη επιλογή από το να πράξει το ίδιο.
Βούτηξε και το νερό ήταν τόσο κρύο που του έκοψε την ανάσα. Αφού συνήλθε με απλωτές έφτασε εύκολα στο καράβι.
Αφού ανέβηκε και αυτός στο καράβι που ήταν και ο τελευταίος, ευθύς αμέσως άρχισαν να καταδιώκουν το τούρκικο καράβι.
Το έφθασαν σχετικά γρήγορα και το πλεύρισαν. Δεν έχασαν καιρό και οι γεμάτοι θυμό άντρες του Ερρίκου όρμησαν αλαλάζοντας με τα σπαθιά τους προτεταγμένα στο καράβι των τούρκων. Δεν υπολόγισαν όμως πως ήταν υπερβολικά πολλοί για το καράβι και αυτό άρχισε να μπατάρει επικίνδυνα. Το καράβι δεν άντεξε το βάρος τους. Από την μια στιγμή στην άλλη οι αλαλαγμοί μετατράπηκαν σε κραυγές απελπισίας. Ένιωθαν το κορμί τους να το μαγνητίζει η θάλασσα και πανικός τους κατέκλυσε. Προσπάθησαν να βρουν κάτι να καρατηθούν όμως δεν υπήρχαν αρκετά για όλους. Τελικά κατέληξαν να τσακώνονται μεταξύ τους για το ποιος θα κρατηθεί. Για το ποιος θα σώσει τη ζωή του...
Πολλοί άντρες με αυτό τον τρόπο έχασαν την ισορροπία τους και έπεσαν στην θάλασσα και καθώς ήταν αρματωμένοι, όσο και να πάλευαν να κρατηθούν στην επιφάνεια τελικά το σκληρό περισσό βάρος τους κούρασε και άφησαν την θάλασσα να τους καταπιεί.
Η θάλασσα έγινε ο υγρός τους τάφος.
Αφού το καράβι ξαλάφρωσε απο το περιττό του βάρος ξαναεπανήλθε στη σωστή του θέση. Οι τούρκοι τότε θέλησαν να ξαλαφρώσουν το καράβι και από το υπόλοιπο ανεπιθύμητο βάρος και ακολούθησε σφοδρή σύγκρουση.
Υπήρξαν αρκετές απώλειες και από τις δύο μεριές.
Ευτυχώς που φάνηκε το καράβι του Ιωάννη ντε Μιτρέ. Ερχόταν από την Πάφο. Μόλις είδαν και κατάλαβαν τι γινόταν αμέσως έτρεξαν να βοηθήσουν.
Σαν από μηχανής θεός εμφανίστηκαν. Πρώτα περιμάζεψαν τους ταλαιπωρημένους επιζώντες από τη θάλασσα και στη συνέχεια θέλησαν να ολοκληρώσουν το έργο που άφησαν ημιτελές οι προηγούμενοι συντρόφοι τους.
Έτσι έβαλαν πλώρη για να προλάβουν το τούρκικο που προπορευόταν. Στη διαδρομή οι παθόντες διηγήθηκαν ακριβώς τι τους συνέβη. Ο καπετάνιος τους άκουγε με προσοχή.
«Μην ανησυχείτε, αυτή τη φορά όλα καλά θα πάνε. Δεν θα κάνουμε τα ίδια λάθη».
Από το μπροστινό καράβι ακούγονταν περίεργοι πλαφασμοί. Ο ίδιος θόρυβος που κάνει κάτι όταν πέφτει στην θάλασσα.
«Ρίχνουν τα πτώματα στην θάλασσα για να ελαφρύνουν το καράβι τους. Φαίνεται πως μας κατάλαβαν και κάνουν ότι θεωρούν δυνατό για να κερδίσουν έδαφος».
Όντως μετά από λίγο φάνηκε πόσο δίκαιο είχε ο καπετάνιος. Καθώς περνούσαν έβλεπαν τα πτώματα να επιπλέουν, και ανάμεσά τους αναγνώρισαν και δικούς τους ανθρώπους, φίλους...
Η εικόνα τούς έκαψε την καρδιά και σιωπηλά ορκίστηκαν πως θα εκδικηθούν το θάνατό τους.
Τους πρόλαβαν. Τους πλεύρισαν.
«Εμπρός λοιπόν,» φώναξε ο ντε Μιτρέ «και προς θεού, όχι όλοι μαζί».
Πήδησαν λίγοι λίγοι μέσα στον καράβι και όρμησαν στους τούρκους. Οι κλαγγές από τα σπαθιά τρόμαζαν τους γλάρους που πέταγαν μακριά φοβισμένοι. Οι τούρκοι όμως είχαν λιγοστέψει κατά πολύ, και η διαφορά αυτή τους εξασθένησε σε σύντομο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να καταθέσουν τα όπλα.
Οι τούρκοι παραδόθηκαν γιατί έβλεπαν καθαρά την ήττα τους. Πώς να τα βγάλουν πέρα με τόσους αντιπάλους;
Συλλήφθηκαν λοιπόν με σκοπό να παραδοθούν και αυτοί στη κρίση του αντιβασιλέα. Έτσι είχε αίσιο τέλος η υπόθεση αυτή.
Όταν επέστρεψαν στην Λευκωσία ο Ιωάννης χάρηκε πολύ με αυτή τους την επιτυχία.
Οι πειρατές κρεμάστηκαν. Αν και αυτό δεν σημαίνει ότι εξαλείφθηκαν. Πάντα θα υπάρχει η απειλή τους...
Ο αντιβασιλέας όμως δεν έμεινε ευχαριστημένος μόνο με την παραδειγματική τιμωρία των τούρκων, θέλησε να τους το ξεπληρώσει με το ίδιο νόμισμα.
Εξόπλισε και επάνδρωσε τις τέσσερις γαλέρες που είχε στη διάθεσή του και τις έστειλε στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας στο Ανεμούρι. Εκεί λοιπόν έβγαλαν τον θυμό τους. Έκαναν ό,τι έκαναν οι Τούρκοι στην Κύπρο. Λεηλάτησαν, σκότωσαν, κατέστρεψαν, αιχμαλώτισαν.
Η αιώνια αντιπαράθεση μεταξύ τούρκων και χριστιανών. Κτύπημα στο κτύπημα.
Σκοτωμοί στους σκοτωμούς. Μάχαιρα στη μάχαιρα. Πόνο στον πόνο.
Γιατί ο ανθρώπινος πόνος της απώλειας είναι ο ίδιος σε όποια θρησκεία και αν ανήκει ο άνθρωπος που υποφέρει.
Μετά από αυτό στράφηκαν στο Σίκι όπου το πολιόρκησαν και ετοιμάστηκαν για την επίθεση, όμως υπήρξε άμεση ανάγκη να λύσουν την πολιορκία γιατί ο Ραίς Μωχάμεντ ξαναεπιτέθηκε στην Κύπρο και έτρεξαν να τον προλάβουν και να τον αντικρούσουν.
Ο Πέτρος αυτήν την περίοδο που τόσα γίνονταν στη Κύπρο μόλις είχε φτάσει στη Γένουα όπου και έλαβε μια επιστολή απο τον αδερφό του που τον ενημέρωνε για τα γεγονότα που συνέβηκαν και τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε.
Το διάβασε και δεν πίστευε στα μάτια του.
Εν ολίγοις η επιστολή εκτός των άλλων τον ενημέρωνε και για τα εξής:
Δύο ναυτικοί Γενουάτες υποβλήθηκαν στη τιμωρία αφαίρεσης του ενός τους αυτιού επειδή θέλησαν να το σκάσουν από το καράβι από το οποίο εργάζονταν.
Άλλοι Γενουάτες που δούλευαν και αυτοί σε καράβια είδαν την τιμωρία που υπέστηκαν οι συντρόφοι τους και θέλησαν να εκδικηθούν για χάρη τους σκοτώνοντας αρκετούς Κύπριους που εκείνη την ώρα εργάζονταν φορτώνοντας προμήθειες σε καράβι που θα πήγαινε στην Αττάλεια για ανεφοδιασμό του φρουρίου εκεί.
Μετά τις εν ψυχρώ δολοφονίες, έκλεψαν προμήθειες και ένα καράβι και το έσκασαν.
Ο Ιωάννης εδώ συνεχίζει και του λέει πως όταν το έμαθε αυτό διέταξε να συλληφθούν όλοι οι Γενουάτες της Αμμοχώστου και δήλωσε πως θα ελευθερώνονταν μόνο όταν θα επιστρέφονταν οι κλεμμένες προμήθειες.
Ο Πρόξενος των Γενουατών ακούγοντας την είδηση αυτή πήρε την πρωτοβουλία και ναύλωσε ένα καίκι το οποίο και στάληκε προς αναζήτηση του κλεμμένου καραβιού.
Βρήκαν το καράβι και τους έπεισαν να γυρίσουν πίσω.
Στην επιστροφή τους όμως έπεσαν σε ενέδρα του Ιωάννη ο οποίος πλήρωσε Σικελούς να τους σκοτώσουν όλους.
Μετά από αυτό σημειώθηκαν μεγάλες συγκρούσεις και ταραχές μεταξύ Σικελών και Γενουάτων.
Τότε ανέλαβε δράση ο διοικητής της Αμμοχώστου όπου με απειλές κατάφερε να σταματήσει την αψιμαχία.
Μετά από όλα αυτά ήρθε απεσταλμένος από την Γένουα για να εξετάσει τα γεγονότα, και αφού πείστηκε για την πραγματικότητα των γεγονότων διέταξε τους συμπατριώτες του να εγκαταλείψουν την Κύπρο.
Ο Πέτρος όλα αυτά τα διάβασε με μεγάλη λύπη γιατί τώρα οι Γενουάτες είχαν γίνει εχθροί του και αυτό δεν το ήθελε. Δεν τον συνέφερε. Έτσι, αφού το έφερε η τύχη και βρισκόταν στην Γένουα, εκμεταλεύτηκε το γεγονός και συμφιλιώθηκε μαζί τους υπογράφοντας καινούρια συνθήκη.
Η ειρήνη ανάμεσα σε Κύπρο και Γένουα είχε επιτυχώς αποκατασταθεί.
Δεν είναι μόνο ο Ιωάννης όμως που αντιμετωπίζει δυσκολίες και δύσβατα μονοπάτια.
Η Ιωάννα απέμεινε μονάχη της, χωρίς τον Πέτρο. Χωρίς την προστασία του. Αν και η κυρα-Ελένη ήταν πάντα στο πλευρό της εντούτοις ένιωθε ανασφαλής. Ένιωθε συνεχώς μια απειλή να κρέμεται πάνω από το κεφάλι της.
Έτσι αποφάσισε να φύγει από το παλάτι και να πάει στα κτήματά της, που βρίσκονται στον οικισμό Έμπα κοντά στην πόλη της Πάφου. Εκεί θα ήταν ασφαλής. Ναι, ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει μέχρι να επιστρέψει ο Πέτρος.
Η κυρα-Ελένη την αποχαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια. Θα της έλειπε τόσο πολύ, όμως συμφώνησε στην απόφαση που πήρε η Ιωάννα.
«Καλή αντάμωση» της ψιθύρισε καθώς την έσφιγγε στην αγκαλιά της.
«Καλή αντάμωση αγαπημένη μου κυρα-Ελένη».
Ανέβηκε στο άλογο της και έφυγε με τη συνοδεία δύο υπηρέτων όπου θα διασφάλιζαν την επιστροφή της στο σπίτι της.
Μετά θα επέστρεφαν και πάλι στο παλάτι.
Η κυρα-Ελένη σκούπισε τα δάκρυά της στη ποδιά της και κίνησε για την κουζίνα της.
Ένιωσε ότι η ζωή της άδειασε ξαφνικά. Μόνη της παρηγοριά πλέον ήταν η κουζίνα της που λάτρευε, και που η ασχολία της εκεί μέσα την έκανε να ξεχνιέται για λίγο.
Ο Πέτρος έφτασε στην Αβινιόν γεμάτος αισιοδοξία και ελπίδες ότι η συνάντησή του με τον Πάπα θα καρποφορούσε.
Το ηθικό του αναπτερώθηκε ακόμα περισσότερο όταν πληροφορήθηκε από τον Πέτρο Θωμά πως ο πάπας Ιννοκέντιος απεβίωσε και τη θέση του την πήρε ο Ουρβανός ο οποίος είναι πιο προσηνής άνθρωπος από ό,τι υπήρξε ο Ιννοκέντιος.
Τα νέα ικανοποίησαν τον Πέτρο γιατί σκέφτηκε πως τώρα με τον Ουρβανό για πάπα τα πράγματα ίσως να είναι πιο εύκολα.
«Θα μεσολαβήσω για να σε δεχτεί σύντομα. Είμαι σίγουρος πως όταν του εξηγήσω τα σχέδιά σου θα ζητήσει να σε δει αμέσως».
«Μακάρι να είναι όπως τα λες Πέτρο Θωμά».
«Πάω τώρα αμέσως».
Χωρίς να περιμένει απάντηση ο Πέτρος Θωμάς κίνησε ευθύς για να δει τον Πάπα.
Σε λίγο επέστρεψε και ανακοίνωσε στον Πέτρο πως ο πάπας τον περίμενε.
«Μα αυτό είναι καταπληκτικό» του είπε γεμάτος χαρά «δηλαδή είναι σύμφωνος με το όλο εγχείρημα;»
«Δεν μου είπε κάτι ξεκάθαρα, αλλά, αν κρίνω από τα λεγόμενά του και τη λάμψη των ματιών του καθώς μου μιλούσε, τότε νομίζω πως ναι, είναι σύμφωνος, πήγαινε όμως να μάθουμε στα σίγουρα, τι καθυστερείς εδώ μαζί μου;»
«Καλά λες, πάω» είπε και έφυγε βιαστικά.
Η καρδιά του βροντοχτυπούσε στο στήθος του. Το κεφάλι του το ένιωθε βαρύ από την τρομερή αγωνία. Ένιωθε λες και όλο του το αίμα είχε συγκεντρωθεί στα μηνίγγια του και τα κτυπούσε με δύναμη.
Όταν έφτασε στην πόρτα δύο φρουροί τον συνόδευσαν μέχρι την αίθουσα που βρισκόταν ο πάπας Ουρβανός που μόλις είδε τον Πέτρο χαμογέλασε.
«Σε περίμενα. Καλώς όρισες. Κάθησε, έχουμε πολλά να πούμε».
Ο Πέτρος κάθησε, και όταν μετά από ώρα συζήτησης σηκώθηκε ήταν ένας καινούριος άνθρωπος. Πετούσε στα ουράνια. Δεν μπορούσε ακόμα να το πιστέψει πως το όραμά του σε λίγο καιρό θα υλοποιείτο.
Ένιωθε απίστευτα ευτυχισμένος. Μια πρωτόγνωρη ευφορία κατέκλυσε κάθε γωνιά του κορμιού του.
Όταν πια τελείωσαν και ο Πέτρος ήταν έτοιμος να αποχωρήσει από την αίθουσα ο Πάπας του είπε:
«Το βράδυ θα γίνει μεγάλη γιορτή προς τιμήν σου. Θα σε περιμένω μαζί με την συνοδεία σου. Θα σου έχω και μια έκπληξη».
«Θα είναι τιμή μου να παρευρεθώ στη γιορτή» είπε ο Πέτρος με σεβασμό και έφυγε.
Το βράδυ στη λαμπρή γιορτή η έκπληξη που περίμενε τον Πέτρο ήταν αληθινά μεγάλη.
Στη γιορτή αυτή παρευρισκόταν ο ίδιος ο βασιλιάς της Γαλλίας ο Ιωάννης ο Β'. Ο Πέτρος πάντα τον θαύμαζε και ήλπιζε κάποτε να τον συναντήσει, και να που τώρα η επιθυμία του πραγματοποιόταν.
Ο Ιωάννης τον κάλεσε να καθήσει κοντά του και ο Πέτρος δέχτηκε με δέος. Μιλούσαν σχεδόν ολόκληρο το βράδυ. Ο Πέτρος του αποκάλυψε τα μεγαλεπήβολα σχέδια του για την έναρξη μιας σταυροφορίας που θα απελευθέρωνε τους Άγιους Τόπους. Ο βασιλιάς Ιωάννης φάνηκε να πείθεται αλλά ήθελε να το σκεφτεί λίγο παραπάνω. Ο Πέτρος δεν είχε καμία αντίρρηση.
Το γλέντι τελείωσε και όλοι πήγαν για ύπνο, μόνο ο Πέτρος έμεινε ξάγρυπνος με τις σκέψεις του. Αισιόδοξες σκέψεις για την ακρίβεια.
Κάτι μέσα του τού έλεγε πως όλα θα πάνε όπως τα επιθυμεί.
Άργησε να ξημερώσει ο Θεός την καινούρια μέρα του. Ατέλειωτη του φάνηκε του Πέτρου η νύχτα γιατί την πέρασε ξάγρυπνος. Δεν κατάφερε να κοιμηθεί όσο και αν προσπάθησε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top