Κεφάλαιο 47




Γιατί ο Πέτρος να μην φύγει για αυτό το ταξίδι στην Ευρώπη που λίγο καιρό πριν έκανε σαν τρελός για να πραγματοποιήσει;

Το έβλεπε καθαρά πως ο Πέτρος δεν βιαζόταν καθόλου. Γιατί; Τί μεσολάβησε που της διέφευγε; Έπρεπε να μάθει. Το γρηγορότερο. Κάτι είχε αρχίσει να υποψιάζεται αλλά έπρεπε να σιγουρευτεί. Και ήξερε και τον τρόπο. Δεν ήταν άλλος από το να τον παρακολουθήσει. Και όχι βέβαια η ίδια, σιγά μην έπεφτε τόσο χαμηλά, παρά θα έβαζε ένα έμπιστο άτομο να το κάνει γι'αυτήν.

Και είχε το κατάλληλο άτομο γι'αυτήν τη δουλειά. Την Θεανώ.

Ναι, τη γνωστή Θεανώ που πριν κάποια χρόνια υπήρξε η πιστή υπηρέτρια της Εχίβης, της πρώτης συζύγου του Πέτρου. Τώρα ήταν μία από τις έμπιστες της Ελεονώρας γιατί η Ελεονώρα δεν αρκείται μόνο σε μία. Θέλει να έχει πλήρη επίγνωση για όλα.

Έτσι γνωρίζει τα πάντα χωρίς ο Πέτρος να το ξέρει και πράττει αναλόγως.

Αυτή είναι η τακτική της.

Η Θεανώ, λοιπόν, όταν πέθανε η Εχίβη είχε προσέξει πως κανένας δεν στεναχωρέθηκε γι'αυτό, ειδικά ο Πέτρος που μόνο δεν χοροπηδούσε από τη χαρά του. Εκτός βέβαια από τον καημένο τον Θόδωρο που τον θυμόταν πάντα με αγάπηΤα είδε όλα αυτά η Θεανώ και γι'αυτό τους μίσησε βαθιά.
Έμεινε στο παλάτι αφού δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς αλλά ορκίστηκε εις μνήμη και αγάπη της Εχίβης πως ποτέ δεν θα τους υπηρετούσε ως προσωπική υπηρέτρια αλλά θα βοηθούσε μόνο στις δουλειές του παλατιού. Αυτό έκανε και κατάφερε να μείνει αθέατη μέχρι που ήρθε η Ελεονώρα και η Θεανώ στο πρόσωπό της καινούριας βασίλισσας βρήκε την καινούρια της Εχίβη.

Έκανε τα πάντα για να κερδίσει την εύνοια της βασίλισσας και τα κατάφερε.

Την καινούρια της αποστολή την δέχτηκε με μεγάλη χαρά, και αν ανακάλυπτε οτιδήποτε εναντίον του Πέτρου ακόμη καλύτερα. Θα ήταν σαν μια μικρή εκδίκηση προς τιμή της Εχίβης. Και θα κέρδιζε ακόμη περισσότερο την εύνοια της βασίλισσας. Δεν είχε σκεφτεί, όμως, ότι αν όντως ανακάλυπτε κάτι επιλίψημο για τον Πέτρο και τον ξεσκέπαζε θα πλήγωνε βαθιά την Ελεονώρα που τον αγαπούσε τόσο.

«Δεν θα τον χάσεις από τα μάτια σου. Εντάξει Θεανώ;»

«Ναι, κυρά μου. Μείνετε ήσυχη. Θα κάνω όπως που είπες».

«Ωραία. Αυτό θέλω και εγώ» της είπε χαμογελώντας «Λοιπόν, έχε το νου σου και μόλις τον δεις μην το χάσεις από τα μάτια σου».

«Είναι στο παλάτι τώρα ή πάλι λείπει;»

«Μου είχε πει ότι θα λείψει για λίγο αλλά δεν ξέρω αν επέστρεψε ακόμα. Μπορεί και να επέστρεψε αλλά να μην ήρθε να με δει. Ξέρεις τελευταία δεν μου δίνει ακριβή λογαριασμό όπως άλλοτε» είπε θλιμμένα «και αυτό είναι ένα παραπάνω αποδεικτικό στοιχείο για την ενοχή του» σκέφτηκε ακόμα πιο θλιμμένα.

Ήταν δυστυχισμένη. Αυτές οι αμφιβολίες και οι ανασφάλειες την ταλαιπωρούσαν διαρκώς. Μέρα, νύχτα. Άρχισε να πίνει ειδικά βότανα για να καταφέρνει να κοιμάται. Άρχισε να νιώθει πως χάνει λίγο λίγο τον εαυτό της, το μυαλό της.

Εν τω μεταξύ το ειδύλλιο μεταξύ του Πέτρου και της Ιωάννα συνεχίζεται δίχως χαλινό.

Δεν χάνουν ευκαιρία να βρίσκονται όλο και συχνότερα.

Ακόμα και όταν η Θεανώ ρωτούσε την Ελεονώρα που βρίσκεται και δεν ήξερε ακριβώς να της πει αυτός ο αθεόφοβος ήταν με την Ιωάννα στην κάμαρά της και απολάμβαναν τον έρωτά τους.

Η τρέλα του για την Ιωάννα τον είχε φέρει σε σημείο να φέρεται απερίσκεπτα. Απρόσεκτα. Υπήρξαν μέρες που έτρεξε κοντά της με το που ξύπνησε το πρωί χωρίς να παρουσιαστεί για πρωινό. Ή πολλές φορές ακόμα και όταν η Ελεονώρα δεν είχε κάποια υποχρέωση που θα την κρατούσε μακριά από το παλάτι αυτός πήγαινε στην Ιωάννα. Λάβαινε τα μέτρα του αλλά και πάλι ήταν αρκετα ριψικίνδυνο. Εντούτοις μέχρι στιγμής είχε διαφύγει επιτυχώς να τον τσακώσουν.

Μεθυσμένος από την ηδονή της σάρκας είχε παραγκωνίσει όλα τα υπόλοιπα. Μόνο η Ιωάννα τον ενδιέφερε. Μόνο αυτήν είχε στο μυαλό του. Μόνο με αυτήν ασχολιόταν.

Η Θεανώ άρχισε την παρακολούθησή της μετά το δείπνο.

Ο Πέτρος προηγουμένως, αφού έφυγε από την κάμαρα της Ιωάννας έφυγε κρυφά από το παλάτι. Απομακρύνθηκε λίγο και ξαναεπέστρεψε παριστάνοντας πως τώρα επέστρεφε στο παλάτι από κάποια δουλειά.

Έφαγαν χαλαρά, ο Πέτρος με περισσή όρεξη, η Ελεονώρα με σχεδόν καθόλου.

Η Θεανώ όση ώρα κράτησε το δείπνο ήταν απ'έξω κρυμμένη και περίμενε. Η όλη υπόθεση την είχε εξάψει και είχε αφοσιωθεί σε αυτήν ολοκληρωτικά. Απαλλαγμένη από τα καθημερινά της καθήκοντα ήταν ελεύθερη να πράξει όπως νομίζει για να φέρει εις πέρας την αποστολή της.

Αποφάσισε να μην τον χάσει καθόλου από τα μάτια της. Έτσι όταν ο Πέτρος πήγε για ύπνο έμεινε έξω από κάμαρα να καιροφυλαχτεί την επόμενη έξοδο του Πέτρου η οποία και έγινε το επόμενο πρωί.

Η Θεανώ είχε μείνει απ'έξω όλη νύχτα και φυλούσε άγρυπνη. Ο Πέτρος προς μεγάλη της απογοήτευση δεν είχε βγει καθόλου όλο το βράδυ.

Άλλωστε, δεν βγήκε και ποτέ. Αλλά αυτό δεν το ήξερε η Θεανώ.

Άγρυπνη, κουρασμένη. Όλο το βράδυ το έβγαλε όρθια ή ακουμπησμένη στον τοίχο. Φοβόταν να καθίσει μήπως και αποκοιμιόταν.

Όμως παρέμενε απτόητη στο σκοπό της. Αυτός την κρατούσε δυνατή ν'αντέξει όλες τις αντίξοες συνθήκες που μπορούσε να αντιμετωπίσει.

Επιτέλους άκουσε πόρτα να ανοίγει. Αργά και προσεκτικά. Ήταν ο Πέτρος που όπως πάντα άνοιγε την πόρτα όσο πιο αθόρυβα γινόταν για να μην ξυπνήσει την Ελεονώρα.

Η Θεανώ κρύφτηκε καλύτερα. Ο Πέτρος δεν την έβλεπε αλλά αυτή τον έβλεπε μια χαρά. Βγήκε από την κάμαρα κεφάτος όπως και κάθε μέρα τον τελευταίο καιρό.

Ανυπομονούσε να τρέξει στην αγκαλιά της Ιωάννας. Όμως πριν, δεν μπορούσε να αγνοήσει το στομάχι του που διαμαρτυρόταν έντονα.

Θα έτρωγε πρωινό. Έτσι κι αλλιώς η Ιωάννα δεν θα είχε ξυπνήσει. Είναι πολύ νωρίς ακόμα. Όσο και αν επιθυμούσε να τη δει δεν του έκανε η καρδιά να την ξυπνήσει.

Μπήκε κανονικά στην τραπεζαρία και κάθησε στην συνηθισμένη του θέση .

Όταν πια τελείωσε με το πρωινό του και ένιωσε τον εαυτό του χορτάτο και δυνατό  ήταν ακόμη πολύ νωρίς.

Τί να έκανε για να περάσει λίγο ακόμα ο χρόνος;

Έμεινε εκεί στη θέση του για λίγο αλλά γρήγορα βαρέθηκε και σηκώθηκε να φύγει. Θα πήγαινε μια βολτα και μετά θα πήγαινε στην Ιωάννα.

Όπως σηκώθηκε η ματιά του έπιασε κατι μεταλλικό στο πάτωμα. Φαινόταν ακουμπησμένο σε μια από τις κολόνες. Πλησίασε να δει καλύτερα και σιγουρεύτηκε πως όντως κάτι μεταλλικό ήταν ακουμπησμένο στην κολόνα. Ένα σπαθί.

«Πώς να βρέθηκε εδώ αυτό το σπαθί;» μουρμούρισε «Πρώτη φορά μου φάινεται πως το βλέπω. Δε νομίζω να το έχω ξαναδεί. Δεν μου φαίνεται γνωστό. Ας είναι. Τί σημασία έχει και απ'ότι βλέπω χρειάζεται ένα γερό γυάλισμα. Ωραία! Βρήκα και πως να απασχοληθώ μέχρι να ξυπνήσει η Ιωάννα».

Πήρε το σπαθί, κάθησε πάλι στη θέση του και άρχισε να το γυαλίζει.

«Πρέπει να πέρασε αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που κάποιος θα το γυάλισε. Θέλει αρκετή δουλειά».

Αφοσιώθηκε για αρκετή ώρα σε αυτό που έκανε μέχρι που πραγματικά το είδε να αστράφτει. Το σήκωσε ψηλά, το έστρεψε προς τον ήλιο να το δει καλύτερα και τότε στο σπαθί καθρεφτίστηκε ένα γυναικείο κεφάλι κρυμμένο στους θάμνους.

Είναι όμως όντως κάποιος κρυμμένος στους θάμνους ή απλά έτσι του φάνηκε; Δεν αποκλείεται να κάνει και λάθος. Εύκολα θα μπορούσε να παρεξηγήσει την όλη κατάσταση.

Έπρεπε να σιγουρευτεί.

Έκανε πως συνέχισε να γυαλίζει το σπαθί και το ξανασήκωσε πάνω να το δει στον ήλιο. Το γύρισε ελαφρώς προς την ίδια μεριά που προηγουμένως είχε δει το γυναικείο κεφάλι και ναι το κεφάλι ήταν ακόμα εκεί ανάμεσα στους θάμνους. Και πρόσεξε ότι κοίταζε μέσα στην τραπεζαρία. Αυτόν.

Το γεγονός αυτό τον κλόνισε και παραλίγο να του πέσει το σπαθί στο κεφάλι. Ευτυχώς πρόλαβε να το συγκρατήσει.

«Πόσο καιρό να γίνεται αυτό;» αναρωτήθηκε αναστατωμένος; Ένιωσε κρύο ιδρώτα να τον λούζει. «Πώς είναι δυνατόν ο οποιοσδήποτε να παρακολουθεί εμένα, τον ίδιο το βασιλιά; Σίγουρα δεν ήταν δική της η απόφαση να λάβει τέτοια πρωτοβουλία. Κάποιος θα την έβαλε να με παρακολουθεί. Ή μήπως κάποια;» Στην σκέψη αυτή ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Δεν ήθελε επουδενεί να μπλέξει σε τέτοια κατάσταση. Αν είχε όμως ήδη ανακαλύψει οτιδήποτε δεν θα του έλεγε κάτι; Δεν θα σταματούσε την παρακολούθηση; Ποιος ξέρει τί μπορούσε να είχε στο μυαλό του αυτός ή αυτή που ήθελαν να μάθουν τις κινήσεις του.

Πρώτα απ'όλα όμως πριν κάνει ή σκεφτεί το οτιδήποτε έπρεπε να σιγουρευτεί.

Σηκώθηκε. Ζώστηκε το σωτήριο σπαθί που του φανέρωσε την αλήθεια και βγήκε δήθεν αμέριμνος και χαλαρός.

Μίλησε με δυο, τρεις από τους φρουρούς και κατευθύνθηκε προς τους σταύλους. Καθώς περπατούσε σήκωνε και λίγο το σπαθί από το θηκάρι του. Το έστρεφε λίγο δεξιά λίγο αριστερά και το ίδιο γυναίκειο κεφάλι καθρεφτιζόταν πάνω του να τον ακολουθεί.

Φύλαξε το σπαθί, δεν το χρειαζόταν άλλο ότι ήταν να μάθει το έμαθε.

«Είμαι περίεργος να δω τί θα έκανε αν έφευγα με άλογο» σκέφτηκε χαμογελώντας στα κρυφά «νομίζω πως ήρθε ο καιρός να προχωρήσω το σχέδιο μου με τη σταυροφορία. Ας πάω δω τον καπετάνιο να με ενημερώσει» και σκεφτόμενος αυτά καβαλίκευσε το άλογό του και έφυγε με ορμή.

«Να σε δω τώρα μικρή προδότρα τί θα κάνεις» σκέφτηκε με κακία.

«Θα έπρεπε να σε τιμωρήσω παραδειγματικά. Είσαι όμως τυχερή και θα την γλιτώσεις γιατί δεν θέλω να καταλάβεις ότι σε ανακάλυψα. Όποιος και αν σε έβαλε να με παρακολουθείς πρέπει να πειστεί πως δεν έχω τίποτα να κρύψω. Και αφού πια δεν το αντέχω να μένω εδώ και να μην βλέπω την Ιωάννα, καλύτερα να προχωρήσω με το σχέδιο μου. Για να δούμε...» σήκωσε λίγο το σπαθί και πραγματικά έμεινε έκπληκτος με αυτό που έβλεπε.

«Πρέπει να το παραδεχτώ πως το λέει η καρδιά της. Την αθεόφοβη, να κλέψει άλογο για να με ακολουθήσει! Αφού το θέλει τόσο πολύ ας με ακολουθήσει λοιπόν. Έτσι κι αλλιώς δεν θα βρει τίποτα εναντίον μου. Τουλάχιστον από εδώ και πέρα. Γιατί δεν ξέρω από πότε μπορεί να με ακολουθεί και να μην την πήρα είδηση. Θα φανεί όμως από το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα».

Πίσω στο παλάτι η Ιωάννα είχε ξυπνήσει αλλά ο Πέτρος πουθενά. Τέτοια ώρα συνήθως ήταν ήδη κοντά της. Αλλά σήμερα παραδόξως δεν είχε πάει ακόμα.

Μήπως είχε συμβεί κάτι; Κάτι κακό;

«Όχι, όχι ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω. Όλα είναι μια χαρά. Απλά θα του έτυχε κάτι και δεν κατάφερε να με ειδοποιήσει. Θα έρθει μετά και θα μου εξηγήσει τα πάντα» σκεφτόταν παρηγορώντας τον εαυτό της.          

Σε κατάσταση υπερέντασης όμως βρισκόταν και η Ελεονώρα που είχε ξυπνήσει και αυτή. Αδημονούσε να την ενημερώσει η πιστή της υπηρέτρια. Από τη μία φοβόταν γι'αυτό που θα άκουγε αλλά από την άλλη ήθελε να ξέρει ό,τι κι αν ήταν αυτό.

Έτσι οι δύο γυναίκες υπέφεραν ξεχωριστά, η κάθε μία για τους δικούς της λόγους που αφορούσαν όμως το ίδιο πρόσωπο.

Ο Πέτρος όντως πέρασε από τον καπετάνιο. Τον βρήκε σπίτι και επί τη ευκαιρία συζήτησαν για το που βρίσκονταν οι προετοιμασίες του ταξιδιού.

Κουβέντιασαν για αρκετή ώρα για το ταξίδι και για τις επιστολές που στάλθηκαν από τον Πέτρο στη Βενετία, όπου και θα ήταν ο πρώτος του σταθμός. Συζήτησαν και γι' άλλα θέματα και πριν φύγει ο Πέτρος του επισήμανε ότι έπρεπε να επισπεύσει τις ετοιμασίες όσο το δυνατόν περισσότερο.

Ο καπετάνιος αιφνιδιάστηκε θετικά και δέχτηκε την διαταγή με μεγάλη ικανοποίηση. Επιτέλους θα σάλπαρε ξανά, και σύντομα μάλιστα!

Έτσι είναι η θαλασσινοί. Όσο είναι στη θάλασσα όλο συλλογίζονται και επιθυμούν τον τόπο τους, τις οικογένειές τους και όταν είναι στον τόπο τους στις οικογένειές τους όλο συλλογίζονται και νοσταλγούν τη θάλασσα. Ανάποδοι άνθρωποι. Δε βγάζεις άκρη.

Χαιρετίστηκαν και κίνησε για το παλάτι. Πίεσε το άλογο να τρέξει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Όχι για τη μικρή που τον ακολουθούσε αλλά επειδή βιαζόταν να ενημερώσει την Ιωάννα και φυσικά όχι αυτοπροσώπος. Έπρεπε να βρει ένα τρόπο να επικοινωνήσει μαζί της όμως να μην καταλάβει κανείς τίποτα...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top