Κεφάλαιο 42
Ένα απαίσια τρομαχτικό σύριγμα ακούστηκε. Πολύ πιο δυνατό από το προηγούμενο δικό τους. Σαν βουητό.
Γυρισαν το κεφάλι να κοιτάξουν και έντρομοι είδαν ένα μαύρο σύννεφο από βέλη να πέφτει καταπάνω τους. Τους κάρφωσαν τα βέλη. Έπεφταν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο κρατώντας είτε τις κοιλιές τους, είτε τα κεφάλια τους, είτε τους λαιμούς τους και πολλοί ήταν αυτοί που πληγώθηκαν βαριά και ήταν πλεόν άχρηστοι για μάχη.
Ο Ιωάννης τα'χε χάσει τελείως. Τί είχε μόλις γίνει; Μα αφού ήταν σίγουρος πως ήταν εκτός βολής πώς ήταν δυνατόν να γίνει αυτό που μόλις είχε συμβεί;
Του ερχόταν τρέλα. Για ακόμα μία φορά τον ξεγέλασαν. Για ακόμα μία φορά ξεφτιλίστηκε στο στρατό του. Για ακόμα μία φορά χάθηκαν τόσοι άντρες.
Ο Ιωάννης πραγματικά άγγιζε τα όρια της τρέλας. Δεν μπορούσε να το διανοηθεί.
Αλλά δεν θα το έβαζε κάτω.
«Φέρτε τους καταπέλτες» φώναξε.
Τράβηξαν τους καταπέλτες μπροστά. Τους εφοδίασαν με μεγάλο κόπο με κάτι πελώριες πέτρες και ήταν έτοιμοι να κόψουν το σχοινί και να τις στέιλουν μέσα στα τείχη.
«Όχι, περιμένετε» τους εμπόδισε ο Ιωάννης «μου ήρθε μια ιδέα».
Κάλεσε κοντά του τους πιο μικρόσωμους άντρες του.
Όσο πιο μικρός ο στόχος τόσο πιο δύσκολα τον πετυχαίνει κανείς.
Τους μάζεψε κοντά του και τους ψιθύρισε αυτά που είχε σκεφτεί. Τους εξόπλισε με ό,τι θα χρειάζονταν και έφυγαν για να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους.
Οι στρατιώτες που έμειναν πίσω και δεν ήξεραν ποια ήταν η αποστολή παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον. Τους είδαν που κρύβονταν στα γύρω δασύλλια και σιγά σιγά καλυμμένοι από τη βλάστηση έφτασαν στα τείχη. Κόλλησαν την πλάτη τους πάνω τους, έτσι ήταν δύσκολο να τους αντιληφθούν οι σκοποί που ήταν πάνω στα τέιχη, και πολύ προσεκτικά προχωρούσαν με τις πλάτες κολλημένες στα τείχη. Κάπου τους είδαν να σκύβουν με όλες τις επιφυλάξεις αλλά δεν κατάλαβαν τί ακριβώς έκαναν από τόσο μακριά που βρίσκονταν.
Όταν ο Ιωάννης τους είδε που επέστρεφαν για να μην χάνουν χρόνο διέταξε και άναψαν φωτιά κάπου απόμερα. Να μην τη δουν οι εχθροί.
Όταν οι άντρες επέστρεψαν παρέδωσαν τα λάφυρά τους στον Ιωάννη.
«Μα αυτά είναι τα πιάτα μας» παραπονέθηκε ένας ιππότης που τα αναγνώρισε.
«Το επόμενο γεύμα σας θα το σερβιριστείτε στις χούφτες σας» του απάντησε ο Ιωάννης μεταξύ σοβαρού και αστείου.
«Και τί είναι αυτό το πράγμα που έχουν μέσα;» ρώτησε με απέχθεια ο ίδιος ιππότης
«Αυτό είναι κατράμι» του εξήγησε ο Ιωάννης.
«Και τί θα το κάνεις;»
«Κάντε λίγη υπομονή και θα δείτε. Αν φυσικά επαληθευτεί η υποψία μου. Λοιπόν πάρτε το κατράμι και αλείψτε με αυτό τις πέτρες. Εσείς εκεί πέρα πηγαίνετε να φέρετε φωτιά με έναν δαυλό».
Όταν οι πέτρες αλείφτηκαν με το κατράμι και ο Ιωάννης είχε το δαυλό με τη φωτιά στα χέρια του πλησίασε τον πρώτο καταπέλτη και άγγιξε την πασαλειμμένη πέτρα με τον αναμμένο δαυλό. Αμέσως αυτή τυλίχτηκε στις φλόγες.
«Κόψε το σχοινί» είπε στο χειριστή του καταπέλτη και αμέσως υπάκουσε.
Η πύρινη πέτρα απογειώθηκε και σαν φλεγόμενος κομήτης πέρασε πάνω από τα τείχη και προσγειώθηκε μέσα στην πόλη με έναν τρομακτικό ήχο. Φωνές πανικού απλώθηκαν μεμιάς στην πόλη και έφτασαν και στα αυτιά του στρατού που ξεροστάλιαζε απ'έξω.
Ευθύς ο Ιωάννης πήγε και στους επόμενους καταπέλτες βάζοντας φωτιά και στις επόμενες κοτρόνες και στάληκαν και αυτές με τη σειρά τους μέσα στην πόλη.
«Εμπρός βοηθήστε με» φώναξε στους στρατιώτες του ο Ιωάννης.
Αμέσως οι στρατιώτες έφεραν φωτιά και βοήθησαν τον Ιωάννη να στείλει και τις υπόλοιπες πέτρες μέσα στην πόλη.
Οι κραυγές που έφταναν στα αυτιά τους ήταν τρομακτικές. Κραυγές απόγνωσεις από ανθρώπους που έτρεχαν να σωθούν.
Πυκνοί καπνοί σκέπασαν ολάκερη την πόλη.
«Εμπρός ξαναφορτώστε πέτρες τους καταπέλτες» ορυώταν ο Ιωάννης «τώρα είναι η ευκαιρία μας να πάρουμε το αίμα μας πίσω».
Υπάκουσαν. Ξαναφόρτωσαν τους καταπέλτες αλλά δεν έφτασε για όλες τις πέτρες το κατράμι.
«Δεν πειράζει στείλτε τις έτσι,» τους παρότρυνε ο Ιωάννης «όλο και κάποιον θα καταπλακώσουν» γέλασε.
Αυτά έχει ο πόλεμος. Αυτά έχει ο αγώνας υπεροχής του ανθρώπινου είδους εδώ και χιλιάδες χρόνια. Πάντα έβρισκαν κάποια αιτία για να τρώγονται μεταξύ τους. Αυτή είναι η φύση του ανθρώπου. Ευτυχώς ή δυστυχώς...
Έστειλαν και αυτές τις πέτρες μέσα στην πόλη προκαλώντας καινούριο κύμα πανικού και τρόμου.
Καινούριες κραυγές και οδύνες έφτασαν στα αυτιά τους.
Μετά από αυτό οι αντίπαλοι ως απάντηση έστειλαν ένα σύννεφο από βέλη, που όμως χαμένα πήγαν γιατί οι στρατιώτες του Ιωάννη πρόλαβαν να καλυφθούν με τις ασπίδες τους. Ήταν προφανές πως δεν διέθεταν καταπέλτες και αυτό ήταν σίγουρα υπέρ του στρατού του Πέτρου.
Ο Ιωάννης ξανακάλεσε κοντά του τους μικρόσωμους άντρες του.
«Αυτή τη φορά θα πάτε να στειθείτε εκεί κοντά στις πύλες και αν τελικά τις ανοίξουν όπως υπολογίζω για να μας στείλουν τους ιππείς τους τότε εσείς θα μπουκάρετε μέσα στην πόλη θα σκοτώσετε τους φρουρούς της πύλης και όποιονδήποτε άλλον χρειαστεί για να κρατήσετε τις πύλες ανοικτές μέχρι να έρθω εγώ με το στρατό, και τότε η πόλη θα είναι πλέον δική μας. Καταλάβατε;»
«Ναι, πρίγκιπα Ιωάννη».
«Θα τα καταφέρετε;»
«Θα προσπαθήσουμε» του απάντησαν κάπως αγχωμένοι.
«Εγώ πάντως είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρετε» τους χαμογέλασε και τους κτύπησε μαλακά στην πλάτη. Χαμογέλασαν και οι στρατιώτες νιώθωντας περήφανοι που είχε αυτή τη γνώμη γι'αυτούς ο πρίγκιπάς τους.
Βλέποντάς τους ο Ιωάννης με καινούρια θετική διάθεση κατάλαβε πως όντως θα τα κατάφερναν. Οτιδήποτε τους ζητούσε θα το κατάφερναν. Και το φεγγάρι να τους ζητούσε αυτοί θα έβρισκαν τρόπο να του εκπληρώσουν την επιθυμία.
«Άντε, λοιπόν, πηγαίνετε. Μην καθυστερείτε» τους είπε και αυτοί έφυγαν τρεχάτοι.
«Ελπίζω να προλάβουν να φτάσουν στις πύλες πριν αυτές ανοίξουν» συλλογίστηκε ο Ιωάννης.
Τους παρακολουθούσε με αγωνία και από μέσα του τους εμψύχωνε. Ήθελε όσο τίποτα άλλο όλα να πάνε καλά. Ήταν η πρώτη μάχη που αναλάμβανε από τότε που διορίστηκε κοντοσταύλης και δεν ήθελε τίποτα να πάει στραβά. Ήταν όλα θέμα κύρους και περηφάνιας. Ποιός δεν θέλει να τα κρατήσει ανέπαφα;
Όταν οι άντρες του επιτέλους έφτασαν στον προορισμό τους, άφησε έναν μεγάλο στεναγμό ανακούφισης.
Πέρασε λίγη ώρα ακόμα αλλά τίποτα. Καμιά ανταπόκριση από τους αντιπάλους.
«Μα τί στο καλό κάνουν; Τί να γίνεται εκεί μέσα;» σκεφτόταν «είναι δυνατόν να σχεδιάζουν κάτι άλλο από αυτό που πιστεύω και να μας ξεγελάσουν πάλι;»
«Θα πρέπει να ετοιμάσω την επόμενη μου κίνηση» και αμέσως πλησίασε τους στρατιώτες του.
«Εφοδιάστε και πάλι τους καταπέλτες με πέτρες αλλά μην τις ρίξετε ακόμα θα σας πω εγώ πότε».
«Στις διαταγές σου πρίγκιπα Ιωάννη».
Όση ώρα οι καταπέλτες εφοδιάζονταν τίποτα δεν έγινε. Οι αντίπαλοι τηρούσαν άκρα σιγή. Καμία κίνηση δεν διακρινόταν στα τείχη.
«Ας τους ταρακουνήσουμε λίγο ακόμα» είπε χαμηλόφωνα και μετά φώναξε «κόψτε τα σχοινιά».
Αμέσως τα σχοινιά κόπηκαν και οι πέτρες εκσφενδονίστηκαν μέσα στην πόλη.
Περίμεναν λίγο και κραυγές πάλι ακούστηκαν αλλά όχι όπως τις προηγούμενες φορές.
«Μάλλον θα έλαβαν τα μέτρα τους» είπε σκεφτικά ο Ιωάννης «κάτι άλλο θα πρέπει να κάνουμε» δεν άργησε να του έρθει η ιδέα.
«Λοιπόν ακούστε με καλά. Να ξαναεφοδιάσετε τους καταπέλτες και αυτή τη φορά τις πέτρες να τις στείλετε πάνω στα τείχη. Να τους εφοδιάζετε συνέχεια. Θέλω οι πέτρες να ρίχνονται ανελέητα πάνω στα τείχη. Συνεννοηθήκαμε;»
«Ναι, πρίγκιπα Ιωάννη, όμως τί θα γίνει με τους άντρες μας στις πύλες; Εκεί θα μείνουν;»
«Ωχ, ευτυχώς που μου το θυμήσατε το'χα ξεχάσει. Εγώ τους έστειλα, εγώ θα πάω να τους φέρω. Αλλάζουν τα σχέδια. Εσείς εν τω μεταξύ εφοδιάστε τους καταπέλτες. Και κουβαλήστε και παραπάνω πέτρες. Όπως είπα, θέλω συνέχεια να στέλενετε πέτρες πάνω στα τείχη. Δεν μπορεί κάπως θα αντιδράσουν. Πάω και το νου σας».
Είπε τα τελευταία του λόγια και χάθηκε στο δασύλλιο. Από δέντρο σε δέντρο κρυβόταν. Τελικά δεν ήταν τόσο εύκολο όσο νόμιζε.
Ένιωθε το αίμα του να κυλάει καυτό στις φλέβες του, και μια αλλόκοτη δύναμη κατέκλυσε το κορμί του που ακύρωνε τυχόν φόβο και δειλία.
Έφτασε κοντά τους. Εξεπλάγηκαν όταν τον είδαν μπροστά τους.
«Πρίγκιπα Ιωάννη τί κάνεις εδώ;»
«Ήρθα να σας πάρω. Τα σχέδια άλλαξαν. Εμπρός λοιπόν πάμε. Ας μην χάνουμε άλλο χρόνο».
Και έτσι επέστρεψαν πίσω στη βάση τους ασφαλείς.
Οι πέτρες μαζεύτηκαν, εφοδίασαν τους καταπέλτες και εκσφενδονίστηκαν και πάλι. Αυτή τη φορά όμως, ακολουθώντας τις διαταγές του διοικητής τους τις έστειλαν στα τείχη, προσγειώνονταν πάνω τους αφήνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Όμως παρά το θόρυβο δεν γινόταν και μεγάλη ζημιά στα τείχη. Ήταν πολύ γερά.
Ο Ιωάννης το πρόσεξε. Όπως πρόσεξε και την απαισιοδοξία στα πρόσωπα των στρατιωτών του.
«Μην σταματάτε» τους παρότρυνε «συνεχίστε να ρίχνετε τις πέτρες. Δεν είναι σκοπός μου να τα ρίξουμε κάτω αλλά απλώς να τους θορυβήσουμε θέλω. Να αντιδράσουν κάπως και τότε να τους κατατροπώσουμε».
Υπερέβαλλε και λίγο ο Ιωάννης. Έτσι, για το καλό.. και πέτυχε.
Ξαναβρήκαν την αισιοδοξία τους οι στρατιώτες και συνέχισαν να ρίχνουν τις πέτρες. Έπεφταν απανωτές. Ένιωθαν τη γη κάτω από τα πόδια τους να σείεται σε κάθε κτύπημα.
Όλο αυτό συνεχιζόταν μέχρι που ο Ιωάννης διέκρινε κίνηση πάνω στα τείχη.
«Επιτέλους» σκέφτηκε θριαμβευτικά. «Δεν μπορεί κάτι θα κάνουν. Ας είναι αυτό που χρειαζόμαστε. Οι ιππείς πίσω θα έχουν δυσανασχετίσει από την απραξία».
Οι τούρκοι βλέποντας πως οι αντίπαλοι δεν το έβαζαν κάτω αποφάσισαν πως έπρεπε πια να αντιδράσουν.
Σε λίγο δυνατό σάλπισμα ακούστηκε και οι πύλες άνοιξαν.
Τα μάτια του Ιωάννη φωτίστηκαν.
Οι σαρικοφόροι πάνω στα δυνατά άτια αλάλαζαν με λύσσα κραδαίνοντας απειλητικά τις μακριές, γυριστές τους χαντζάρες.
Έβγαζαν ιαχές που σου έκοβαν την ανάσα. Είχαν πάρει θάρρος γιατί νόμιζαν πως οι αντιπάλοι τους δε διέθεταν ιππείς και πίστευαν πως θα τους ξεπάστρευαν και θα γλίτωναν μια για πάντα από αυτούς.
Μόλις διύνησαν σχεδόν την απόσταση που τους χώριζε όλοι οι ιππείς που ήταν μέχρι τώρα κρυμμένοι, βγήκαν από τις κρυψώνες τους. Ξεκούραστοι και δυνατοί. Πραγματικά έτοιμοι για δράση. Όρμησαν μπροστά κραδαίνοντας σπαθιά και δόρατα.
Οι Τούρκοι τα έχασαν. Αντίπαλον δέος τους κατέκλυσε και δεν ήξεραν πως να αντιδράσουν. Οι ιππείς που φανερώθηκαν μπροστά τους τόσο απρόσμενα ήταν κατα πολύ πιο πολυπληθέστεροι από τους ίδιους. Δεν ήταν προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο και έτσι ο καθένας έπραξε απο μόνος του.
Άλλοι έκαναν μεταβολή με σκοπό να επιστρέψουν πίσω στην πόλη όμως δεν πρόλαβαν. Δόρατα εκσφεδονίστηκαν με ακρίβεια και κάρφωσαν στις πλάτες τους.
Έπεσαν κάτω βογγώντας. Σε λίγο θα ήταν νεκροί.
Οι υπόλοιποι τούρκοι που δεν λιποψύχισαν αντιμετώπισαν τους ιππείς του Πέτρου.
Οι κλαγγές των σιδέρων που κτυπούσαν με μανία μεταξύ τους γέμισαν την ατμόσφαιρα. Και μετά από λίγο σειρά είχε ο ανατριχιαστικός ήχος που βγαίνει όταν το σίδερο μπήγεται στο σώμα. Η αλήθεια είναι πως πάλεψαν με ανδρεία. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν σχεδόν αμέσως, όμως υπήρξαν και άλλοι που κατάφεραν κτυπήματα στους αντιμάχους τους. Αλλά όσο και αν το πάλεψαν, τελικά δεν κατάφεραν να κρατηθούν στη ζωή. Όλοι κοίτονταν πια νεκροί.
Το θέαμα που αντίκρυζε κανείς ήταν οικτρό. Ο τόπος ήταν σπαρμένος από πτώματα και των δύο αντιπάλων.
Η γη βάφτικε κόκκινη από το αίμα που έρεε από τόσα κορμιά. Τόσες ζωές χαμένες.
Η μάχη με τους καβαλάρηδες είχε τελειώσει.
«Εμπρός πάμε για την πόλη» τους φώναξε ο Ιωάννης κεντρίζοντας το άλογο του και υψώνοντας το σπαθί του στον αέρα. Οι ιππείς κατάλαβαν το σκοπό του και αμέσως τον ακολούθησαν.
«Πιο γρήγορα, δεν θα προλάβουμε. Μας κατάλαβαν και προσπαθούν να κλείσουν τις πύλες» τους ξαναφώναξε ο Ιωάννης και η φωνή του βγήκε άγρια από την ένταση.
Ήταν μεγάλη έκπληξη γι'αυτούς όταν είδαν τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να κλείσουν τους πύλες να πέφτουν νεκροί. Και από ποιούς;
Από τους ίδιους που πριν ο ίδιος ο πρίγκιπας Ιωάννης ανέλαβε να φέρει πίσω από τα τείχη. Πώς βρέθηκαν εκεί;
Είχαν αναλάβει την πρωτοβουλία να πλησιάσουν ξανά τα τείχη μετά την εφόρμηση των τούρκων καβαλάρηδων και είχαν σταματήσει πια οι ρήψεις των πέτρινων βλημάτων.
«Εύγε, λεβέντες μου» τους φώναξε ικανοποιημένος ο Ιωάννης «εμπρός ιππότες, ας καταλάβουμε επιτέλους αυτή την πόλη».
Με ιαχές θριάμβου όρμησαν στην πόλη σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Ακόμα και τον άτυχο άμαχο πληθυσμό. Η οργή του Ιωάννη ήταν τόσο μεγάλη που έχασε τόσους καλούς και άξιους άντρες που δεν τον ένοιαζε, δεν υπολόγιζε τίποτα. Δεν είχε αισθήματα εκείνη την ώρα και πολύ λιγότερο οίκτο.
Κοίταξε γύρω του ελέγχοντας την κατάσταση της πόλης. Τα φλεγόμενα βλήματα που τους έριξαν είχαν προξενήσει πολλές ζημιές και πολλές ανεξέλεγκτες φωτιές που έκαιγαν σχεδόν παντού στην πόλη. Είδε σπίτια που καταπλακώθηκαν και τυλίχτηκαν στις φλόγες. Είδε ανθρώπους που βρήκαν τραγικό θάνατο κάτω από αυτά τα βλήματα είτε καταπλακώθηκαν κάτω από το σπίτι τους. Όλα προκαλούσαν πόνο και οδύνη σε έναν απλό θεατή, όμως ο Ιωάννης παρέμεινε ανάλγητος μπροστά σε αυτήν την ολική τραγωδία. Με βλέμμα απαθές απλώς περιέφερε τη ματιά του.
Ούτε οι καταπληκτικοί τοξοβόλοι των τούρκων δεν πρόλαβαν να κάνουν κάτι. Τα είχαν χάσει. Εκεί που πίστεψαν και πανηγύριζαν ότι θα νικούσαν, τελικά κατέληξαν από τη μια στιγμή στην άλλη να υπόκεινται μια τρομερή ήττα.
Οι περισσότεροι οπισθοχώρησαν. Το έβλεπαν ότι δεν είχε κανένα νόημα να συνεχίσουν να υπερασπίζονται την πόλη. Μα ούτε και το πάλεψαν. Απλώς τα παράτησαν. Τώρα πια ο καθένας πάλευε για τον εαυτό του.
Κραυγές πανικού παντού. Οι κάτοικοι έμειναν πλέον ανυπεράσπιστοι. Έτρεχαν να σωθούν. Ηλικιωμένοι που δεν μπορούσαν να τρέξουν έπεφταν νεκροί από τα σπαθιά των αντιπάλων. Γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά έπεφταν και αυτές νεκρές έχοντας ακόμα σφιχταγκαλιασμένα τα μωρά τους στα στήθια τους.
Μωρά παρατημένα στο δρόμο έκλαιγαν γοερά. Τράβαγαν την προσοχή των ιπποτών και αυτοί χασκογελώντας τα άρπαζαν, τα πέταγαν στον αέρα και όποιος προλάβαινε το κάρφωνε με το σπαθί του. Και το κλάμα πια έπαυε...
Νεαρές, όμορφες κοπέλες τις έσερναν με το στανιό σε γωνιές, αυλές και στενά δρομάκια, τις βίαζαν αγνοώντας τα σπαρακτικά θρηνώδεις ουρλιαχτά τους και μετά δίχως κανένα οίκτο τις σφάγιαζαν. Έτσι μόνο θα ήταν σίγουροι πως δεν θα άφηναν πίσω τους παιδιά να μεγαλώνουν σαν τούρκοι.
Σπίτια λεηλατήθηκαν, ριμάχτηκαν και μετά κάηκαν.
Παντού φωτιά, αίμα,... κραυγές απόγνωσης...
Και όλα αυτά συνεχίστηκαν μέχρι που ο άρχοντας της πόλης, ο Τεκές αναγκαστικά παραδόθηκε και δήλωσε ολοκληρωτική υποταγή στον βασιλιά Πέτρο πιστεύοντας πως αυτό ήταν το καλύτερο για τους υπηκόους τους μα πάνω απ'όλα για τον ίδιο. Την ήθελε την ζωούλα του έστω και χωρίς την Αττάλεια. Τον λυπούσε φυσικά αυτή η νέα τροπή των πραγμάτων αλλά προκειμένου να καταλήξει νεκρός καλύτερα να αρνιόταν το αξίωμά του.
Ο βασιλιάς Πέτρος μπήκε μέγας θριαμβευτής στην πόλη. Στην ναυμαχία που προηγήθηκε αν και έχασε και αυτός αρκετούς άντρες εν τέλη νίκησε με υπεροχή.
Στάθηκε περήφανα μπροστά στον άρχοντα και του είπε
«Ποιά προτιμάς να είναι η τύχη σου;»
«Προτιμώ να φύγω από την πόλη».
«Μπορείς να το κάνεις αλλά να ξέρεις πως θα είναι οριστικό δεν θα μπορείς να ξαναγυρίσεις. Ποτέ».
«Ας είναι. Το προτιμώ από το να την βλέπω σε ξένα χέρια».
«Ωραία λοιπόν μπορείς να φύγεις και τώρα άμα θέλεις. Χωρίς φρουρά».
Ο Τεκές πήγε να διαμαρτυρηθεί αλλά τον έκοψε ο Πέτρος.
«Ή έτσι, ή μείνε. Διάλεξε».
Ο Τεκές ύψωσε το πηγούνι με περηφάνια καβάλησε το άλογο του και κίνησε προς την έξοδο.
Από το κάθε πέρασμά του τον συνόδευαν η αποδοκιμασία και η προπηλάκιση από τους δικούς του υπηκόους. Προδότη τον ανέβαζαν, δειλό και άνανδρο τον κατέβαζαν.
Έβλεπε τις άγριες διαθέσεις τους και κρύος ιδρώτας τον έλουσε.
Κέντρισε το άλογο του να προχωρήσει πιο γρήγορα αλλά ήταν αδύνατο γιατί ο δρόμος είχε κλείσει από το πλήθος. Τώρα πια είχε ανησυχήσει για τα καλά και όχι άδικά. Πριν το καταλάβει χέρια ένιωσε να τον τραβούν από το άλογό του. Αντιστάθηκε όσο γινόταν αλλά τελικά κατάφεραν και τον έριξαν κάτω και θα τον σκότωναν αν άντρες του Πέτρου δεν μεσολαβούσαν για να επαναφέρουν την τάξη και να τον γλιτώσουν από τα χέρια των υπηκόων του, αλλά, κυρίως από του χάρου τα δόντια.
Την γλίτωσε με μώλωπες, γραντζουνιές και αμυχές. Τον συνόδευσαν μέχρι τις πύλες και από εκεί και πέρα συνέχισε μόνος του ξέροντας πως ποτέ δεν θα μπορούσε να γυρίσει πίσω όχι επειδή του το επέβαλε ο Πέτρος αλλά επειδή θα κινδύνευε από τους ίδιους τους υπηκόους του.
Ο Πέτρος τώρα θα απολάμβανε το θρόνο και την πόλη που είχε σφετεριστεί.
Και η αλήθεια είναι πως δεν έχασε καθόλου χρόνο. Κάθησε με μεγαλειώδη υπερηφάνεια στο θρόνο της Αττάλεια απολαμβάνοντας το καινούριο του απόκτημα.
Όλα έγιναν όπως τα θέλησε, εκτός από κάτι... και γι'αυτό κάλεσε κοντά του τον αδερφό του τον Ιωάννη ο οποίος κατέφθασε σχεδόν αμέσως.
Αφού υποκλίθηκε όπως άρμοζε, ασχέτως από την στενή συγγένεια που τους κρατούσε άρρηκτα δεμένους, ρώτησε να μάθει τον λόγο που τον ζήτησε με την ματαιοδοξία να σιγοβράζει μέσα του, γιατί ήταν πεπεισμένος πως τον φώναξε για να τον εγκωμιάσει ή και να τον ανταμείψει για την επιτυχία του.
Όμως η ελπίδα του εξανεμίστηκε μόλις αντίκρυσε το πέτρινο πρόσωπο του Πέτρου.
Για λίγες στιγμές τα δύο αδέλφια έμειναν να κοιτάζονται. Ο Πέτρος σοβαρός, πέτρινος και ο Ιωάννης γεμάτος απορία για το τί στο καλό συνέβη που αυτός δεν είχε καταλάβει, γιατί όσο και να σκεφτόταν δεν μπορούσε να βρει κάτι.
«Πέτρο τί...;»
«Άσε, Ιωάννη, θα μιλήσω πρώτος εγώ» τον διέκοψε απότομα, «λοιπόν, δεν αρνούμαι πως σήμερα τα κατάφερες εξαιρετικά. Έφερες εις πέρας την αποστολή που ανέλαβες και είμαι ικανοποιημένος γι'αυτό».
Ο Ιωάννης ένιωσε το κύμα της ματαιοδοξίας να επανέρχεται και συγκράτησε το χαμόγελο που του ανέβαινε στα χείλη.
«Όμως...» συνέχισε ο Πέτρος και ο τόνος του έσκασε το κύμα της ματαιοδοξίας του Ιωάννη «πολύ δυσαρεστήθηκα όταν αντίκρυσα πως καταντήσατε τη πόλη, παντού χαλάσματα, παντού φωτιές που κατατρώνε τα πάντα στο πέρασμά τους. Ήδη ανέλαβα την κατάσβεσή τους όμως τί θα απομείνει νομίζεις; Σκόνη και αποκαïδια».
Το βλέμμα του σκλήρυνε και όταν συνέχισε το ίδιο σκληρή ήταν και η φωνή του,
«Θέλω η πόλη να ξαναγίνει όπως ήταν. Δεν θέλω να μείνει τίποτα καμένο, τίποτα κατεστραμμένο».
«Πέτρο να σου εξηγήσω..»
Ο Πέτρος σήκωσε το χέρι του και ο Ιωάννης σώπασε.
«Πρώτα τα έργα και μετά οι εξηγήσεις» του είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
«Εντάξει» είπε ο Ιωάννης επιθετικά και έφυγε χωρίς να υποκλιθεί στον βασιλιά του.
Ο Πέτρος ούτε που το πρόσεξε γιατί τώρα απασχολούσε το μυαλό του με το επόμενο θέμα της Αττάλειας.
Πώς να τη διαχειριστεί; Πώς να τη διοικήσει; Ήταν πρακτικά αδύνατον να βρίσκεται και εδώ και στην Κύπρο. Ένα ήταν το σίγουρο πάντως, την Αττάλεια ήθελε να την κρατήσει για λογαριασμό του. Έπρεπε λοιπόν να αφήσει έναν διοικητή στη θέση του όπως έκανε και στην Κώρυκο. Ποιόν όμως; Από όσους σκεφτόταν κανείς δεν του φαινόταν αρκετά ικανός ώστε να αναλάβει μια μεγάλη πόλη και υπολογίσιμη σαν την Αττάλεια.
Αποφάσισε να συζητήσει το θέμα με το συμβούλιο.
Κάλεσε λοιπόν το συμβούλιο και έριξε το θέμα επί τάπητος.
Αφού οι άρχοντες του συμβουλίου το σκέφτηκαν για λίγο συμφώνησαν πως όντως η απόφαση θα ήταν δύσκολη.
«Τί λες για τον πρίγκιπα Ιωάννη» πρότεινε κάποιος από τους άρχοντες.
«Συμφωνώ πως είναι καλή επιλογή. Το σκέφτηκα και εγώ όμως μετά αποφάσισα πως τον Ιωάννη τον θέλω δίπλα μου. Τον χρειάζομαι. Βρείτε μου άλλον».
Έξω από τη βαριά πόρτα δύο χείλια χαμογέλασαν ευχαριστημένα με τα λόγια που άκουσαν. Έδιωξαν την έχθρα που είχε αρχίσει να εξαπλώνεται επικίνδυνα μέσα του μετά τη συζήτηση που είχαν.
Αν και δεν είναι τύπος που κρυφακούει πίσω από πόρτες εντούτοις για τη συγκεκριμένη συνάντηση έκανε μια εξαίρεση και δεν το μετάνιωσε γιατί ανέτρεψε μεγάλο κακό.
Ο Ιωάννης ακόμα χαμογελώντας έφυγε όπως ήρθε. Ακροπατώντας.
«Λοιπόν;» ρώτησε ο Πέτρος «έχετε κάποιον άλλο να μου προτείνετε;»
«Τί λες για τον άλλον πρίγκηπα; Τον Ιάκωβο».
«Ο Ιάκωβος απουσιάζει, είναι κάπου στην Ευρώπη. Το ξέρω ότι είναι απόλυτα ικανός να διοικήσει οποιαδήποτε πόλη όμως δε θα το άντεχε, θα ένιωθε φυλακισμένος μέσα στις τόσες ευθύνες και έγνοιες. Ο Ιάκωβος είναι ελεύθερο πνεύμα, πετά σαν το πουλί από μέρος σε μέρος. Έτσι είναι ευτυχισμένος και δεν πρόκειται να του το στερήσω αυτό και ειδικά από τη στιγμή που στα καθήκοντά του στην Κύπρο ανταπεξέρχεται περίφημα. Τώρα πώς τα προλαβαίνει όλα ένας Θεός το ξέρει. Είναι άξιος θαυμασμού» χαμογέλασε αχνά στη θύμηση του αδελφού του.
«Κάποιον άλλον; Έχετε να μου προτείνετε;»
Οι άρχοντες συζητούσαν, παράθεταν διάφορα ονόματα όμως κανένα δεν ήταν αρκετό για να εντυπωσιάσει τον Πέτρο. Ήθελε τον καλύτερο και μετά από ένα βουνό ονόματα ακόμα να βρεθεί.
Ήθελε όταν θα έφευγε από την Αττάλεια να φύγει παντελώς ήσυχος και σίγουρος πως όλα θα πάνε καλά. Δεν ήθελε να την αφήσει στην τύχη της.
Είχε αρχίσει να ανησυχεί μέχρι που ειπώθηκε το όνομα του Ιάκωβου ντε Νόρες και ο Πέτρος σαν το καλοσκέφτηκε του άρεσε η ιδέα. Ο κύριος ντε Νόρες όντως πληρούσε τα προσόντα που ζητούσε.
Όταν ο κύριος ντε Νόρες πληροφορήθηκε αυτή την απόφαση, την αποδέχτηκε με χαρά και τη θεώρησε μεγάλη του τιμή που επιλέχθηκε γι'αυτό το σπουδαίο σκοπό.
Και τώρα ο Πέτρος, αφού διόρισε τον άξιο διοικητή που επιθυμούσε μπορούσε να φύγει ήσυχος.
Πριν όμως φύγει φρόντισε να αφήσει στρατιωτική ενίσχυση από ιππότες και τοξότες όπως επίσης και τρεις πολεμικές γαλέρες για να φρουρούν τις ακτές της Αττάλειας.
Με όλες τις εκκρεμότητες πλέον τακτοποιημένες ο Πέτρος αναχώρησε για το ταξίδι του γυρισμού. Ο ίδιος αποβιβάστηκε στην Κερύνεια ενώ ο υπόλοιπος στόλος συνέχισε το ταξίδι του μέχρι τον τελικό του προορισμό το λιμάνι της Αμμοχώστου.
Όταν ο Πέτρος έφτασε στη Λευκωσία τον υποδέχθηκαν με μεγάλες τιμές και πανηγυρισμούς. Πρώτη και καλύτερη η Ελεονώρα που χύμηξε στην αγκαλιά του ψιθυρίζοντάς του στο αυτί το πόσο απελπισμένα της είχε λείψει.
«Και σε μένα καρδιά μου έλειψες αφάνταστα. Και όταν μείνουμε μόνοι θα σου δείξω πόσο» της απάντησε όλο υποσχέσεις φιλώντας τη δυνατά στο στόμα στέλνοντας μια γλυκιά ανατριχίλα προσμονής σε όλο της το κορμί.
Ναι, τον αγαπούσε το σύζυγό της. Τον αγαπούσε με πάθος. Τον ζήλευε και τον διεκδικούσε συνεχώς. Κάτι που δεν δυσαρεστούσε καθόλου τον Πέτρο αφού και ο ίδιος ανταπέδιδε τα ισχυρά της αισθήματα.
Αργά το βράδυ και μετά το πλουσιοπάροχο δείπνο που προηγήθηκε οι δύο σύζυγοι κοιμήθηκαν ευχαριστημένοι και πλήρως χορτασμένοι ο ένας από τον άλλον.
Δυο παλλόμενα κορμιά που έσμιξαν με αχαλίνωτη επιθυμία υπό το ασημένιο σεληνόφως που έμπαινε από το ανοικτό παράθυρο, και το απαλό αεράκι φούσκωνε σε κάθε εκπνοή του την αραχνούφαντη, μεταξένια κουρτίνα.
Αγκαλιασμένοι έπεσαν σε βαθύ ύπνο ευφορίας.
Ο Πέτρος πολύ σπάνια έβλεπε όνειρα. Αυτό το βράδυ ήταν από τα πολύ σπάνια...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top