Κεφάλαιο 40
Η στέψη τους πραγματοποίηθηκε μία Κυριακή του Νοέμβρη του σωτήριου έτους 1359.
Ήταν ένα λαμπρό γεγονός το οποίο μετά συνοδεύτηκε απο μεγάλο συμπόσιο.
Μετά το φαγοπότι ο νέος βασιλιάς θα ανακοίνωνε τις αποφάσεις του για τα αξιώματα του βασιλείου. Όπως είναι πλέον γνωστό, είχε δικαίωμα είτε να τους αντικαταστήσει με άλλους της επιλογής του, είτε να κρατήσει τους ίδιους.
Όπως ο πατέρας του έτσι και ο νέος βασιλιάς είχε τη διορατικότητα να αφήσει τα αξιώματα στους κατόχους του. Το μόνο που χρειάστηκε να κάνει ήταν να διορίσει καινούριους αξιωματούχους στα αξιώματα που έμειναν χωρίς κατόχους λόγω θανάτου τους.
Έτσι, επί της ευκαιρίας διόρισε τον αδελφό του Ιωάννη στο υψηλό αξίωμα του κοντοσταύλη.
Στη συνέχεια διόρισε τον κύριο Φίλιππο ντ'Ιμπελέν σινεσκάρδο. Τον κύριο Ούγο Ογκιπόνο,ο οποίος ήταν γιατρός, τον διόρισε καγκελλάριο και τέλος τον κύριο Πιέρ Μαλοτσέλλο τον διόρισε στη θέση του τζαμπερλάνου.
Δυστυχώς για όλους ο αγαπημένος Μπωλιάν που κατείχε αυτό το αξίωμα, βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του, χωρίς ποτέ να διευκρινιστούν οι συνθήκες και οι αιτίες θανάτου του. Παρέμεινε μυστήριο μέχρι που η υπόθεση ξεχάστηκε εντελώς.
Μετά το τέλος των εορτών και αφού πέρασαν μερικές ημέρες ο νέος βασιλιάς θεώρησε πως ήρθε η ώρα να ενημερώσει τον Πάπα για τον θάνατο του προηγούμενου βασιλιά Ούγου Δ', και για την ενθρόνιση του ιδίου ως το νέο βασιλιά.
Για την επιτέλεση αυτού του καθήκοντος έστειλε τρεις απο τους καλύτερους ιππότες του.
Επίσης δεν μπορούσε να αποφύγει τους αντιπροσώπους κρατών που στο άκουσμα των νέων ότι η Κύπρος απόκτησε νέο βασιλιά θα έτρεχαν αμέσως να ανανεώσουν τα προνόμια τους που κατείχαν εις βάρος του νησιού εδώ και πολλά χρόνια.
Οι πρώτοι που τον επισκέφθηκαν ήταν οι βενετοί που δεν έχασαν καθόλου χρόνου.
Καθόλου περίεργο αν συλλογιστούμε την απληστία τους.
Περίεργο του φάνηκε του Πέτρου όταν οι μέρες περνούσαν και οι Γενουάτες, που κατέχουν και αυτοί προνόμια στο νησί, δεν φάνηκαν για να επισφραγίσουν συμφωνία. Αλλά δεν ασχολήθηκε κιόλας περαιτέρω.
Μπήκε ο Δεκέμβρης. Χειμώνας. Κρύο. Αέρας. Λυσσομανιασμένη θάλασσα.
Το λιμάνι της Κερύνειας υποδέχθηκε μιαν πολεμική γαλέρα που έφερε έναν αργοπορημένο καλεσμένο για την τελετή στέψης.
Τον παπικό ληγάτο Πέτρο Θωμά.
Είναι ευρύτατα ξακουστός για την ενεργή δράση του στα κοινά και για την κραταιά πίστη του στο Θεό που πολλοί πιστεύουν ότι του χαρίζει την δυνατότητα μέχρι να θαυματουργεί.
Τον άγγιξε το μουντό φως του χειμωνιάτικου ήλιου και έστω και σ'αυτό το αδύναμο φως φάνηκε καθαρά η όψη ανθρώπου που πέρασε πολλά. Φαινόταν κουρασμένος και καταπονημένος. Και πραγματικά ήταν.
Είχε περάσει μια απίστευτα δύσκολη περίοδο...
Βρισκόταν στην Ρόδο άρρωστος όταν παρέλαβε την πρόσκληση για τη στέψη του Πέτρου. Παραβλέποντας την υγεία του αποφασίζει να ξεκινήσει αμέσως το ταξίδι του για την Κύπρο. Στην πορεία όμως και πριν προλάβει να έρθει στο νησί η υγεία του επιδεινώθηκε απότομα και γιατρός δεν υπήρχε. Λένε πως ήταν σχεδόν ετοιμοθάνατος όταν προσευχήθηκε στο Θεό με τόσο ισχυρή πίστη που θεραπεύτηκε εντελώς.
Έφτασε στη Λευκωσία με τη συνοδεία του. Ο βασιλιάς τον υποδέχθηκε με όλες τις τιμές που άρμοζαν σε ένα εξέχων πρόσωπο.
Όπως προανέφερα ο Πέτρος Θωμάς είναι ευρέως γνωστός και σεβαστός για το έργο που επιτελεί. Η δραστηριότητά του στην Ανατολή άρχισε το 1356 μ.Χ όταν ο τότε πάπας Ιννοκέντιος Στ', τον έστειλε μαζί με άλλους στην Κωνσταντινούπολη, με αποστολή τους να μεριμνήσουν ώστε να βρεθεί επιτέλους μια λύση στο θέμα που τέθηκε περί ενώσεως των δύο εκκλησιών, ορθόδοξη με λατινική.
Ακολούθως τέλεσε επίσκοπος Κορώνης στην Πελοπόννησο και αργότερα ήταν έτοιμος να λάβει το υψηλό αξίωμα του παπικού ληγάτου. Δηλαδή ήταν ο αντιπρόσωπος του πάπα και το αξίωμα αυτό συνοδευόταν από πολλές εξουσίες.
Ο Πέτρος Θωμάς λοιπόν εκτός από την παρουσία του στη τελετή στέψης που λόγω της βαριάς ασθένειάς του τελικά δεν την πρόλαβε, είχε άλλον ένα στόχο κατά νου.
Να εκλατινίσει τον ορθόδοξο κλήρο έστω και με τη βία...
Τα σχέδια του τα κράτησε μυστικά και με τις κατάλληλες συνθήκες θα τα έβαζε σε εφαρμογή. Και σε αυτό θα τον βοηθούσε η "συνοδείαʺ που είχε φροντίσει να φέρει μαζί του δήθεν για προστασία. Όλοι ήταν έμπιστοί του μέχρι θανάτου.
Όταν θεώρησε πως είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή τους κάλεσε κοντά του.
«Θέλω να πάτε και να συναντήσετε τον ορθόδοξο αρχιεπίσκοπο και τους ορθόδοξους επισκόπους και να τους καλέσετε εκ μέρους μου στο ναό της Αγίας Σοφίας την τέταρτη μέρα από σήμερα το μεσημέρι. Αν ρωτήσουν το γιατί να τους πείτε ότι θέλω να τους μιλήσω για ένα μείζων σημασίας θέμα» σκέφτηκε για λίγο μήπως του διέφυγε κάτι που έπρεπε να τακτοποιήσει και αφού δεν βρήκε κάτι συνέχισε
«Αυτά είχα να σας πω. Μπορείτε να πηγαίνετε. Και όπως είπα, να τους ενημερώσετε όλους».
Τα μάτια του ληγάτου καταύγασαν από προσμονή και ένα ανεξιχνίαστο μειδίαμα χαράκτηκε στα χείλη του.
Ήθελε όσο τίποτα άλλο το σχέδιο του να πετύχει.
Οι μέρες περνούσαν τόσο βασανιστικά αργά για το ληγάτο. Αδημονούσε τόσο που ένιωθε το χρόνο να μην κυλάει. Ένιωθε λες και έμεινε στάσιμος, παγωμένος στο τώρα χωρίς να προχωράει στο αύριο.
Αλλά όσο και αν αισθάνεσαι τις μέρες να μην αλλάζουν εντούτοις αυτές κυλάνε. Έτσι έφτασε και η μέρα που τόσο την περίμενε ο ληγάτος.
Για να μην φανεί η ανυπομονησία του διέταξε να τον ειδοποιήσουν αφού πρώτα πήγαιναν οι κληρικοί στο ναό.
Έτσι λειτουργούσε ο ληγάτος, δεν άφηνε τίποτα στην τύχη.
Του φάνηκε αιώνας οι στιγμές που περίμενε κάποιον από τους φρουρούς του να φανεί. Και να που επιτέλους κάποιος έκανε την εμφάνισή του.
«Άγιε Πατέρα, οι κληρικοί έχουν μαζευτεί και σας περιμένουν».
«Επιτέλους. Εμπρός λοιπόν πάμε. Και όπως είπαμε...»
«Μάλιστα Άγιε Πατέρα».
Και κίνησαν για το ναό.
Όταν έφτασαν απ'έξω πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε υπερήφανα μέσα. Τον ακολούθησαν και οι φρουροί του.
Οι κληρικοί που περίμεναν τόση ώρα τους είδαν να μπαίνουν αλλά δεν πήγε ο νους τους στο κακό.
Όταν μπήκαν όλοι ο Πέτρος Θωμάς με ένα μικρό διακριτικό νεύμα έδωσε την επόμενη εντολή.
Αμέσως όλες οι πόρτες έκλεισαν και σφαλίστηκαν. Οι κληρικοί αναστατώθηκαν από την απότομη αυτή ενέργεια. Αντιλήφθηκαν ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο αθώα τελικά. Είχαν πέσει σε παγίδα. Τρόμος τους κατέλαβε και άρχισαν να καλούν σε βοήθεια. Οι φρουροί αμέσως έσπευσαν να τους βουλώσουν το στόμα. Όμως για καλή τύχη των εγκλωβισμένων κληρικών ένα παιδί που περνούσε τυχαία απ'έξω είδε τους κληρικούς που ήταν μέσα, είδε τις πόρτες να κλείνουν και αμέσως μετά άκουσε τις φωνές που καλούσαν σε βοήθεια. Αμέσως έτρεξε να ειδοποιήσει ότι κάτι πολύ περίεργο γινόταν στο ναό. Ότι οι κληρικοί τους κινδύνευαν. Αλλά δεν είχε καταλάβει από ποιον και γιατί.
Στο μεταξύ μέσα στο ναό ο Πέτρος Θωμάς ετοιμαζόταν να πραγματοποιήσει τα σχέδια του.
«Ησυχάστε παρακαλώ» ύψωσε τη φωνή του για να ακουστεί «κανείς δεν πρόκειται να πάθει κακό. Φτάνει να καθήσετε ήρεμα».
Οι κληρικοί ηρέμησαν, αλλά ο φόβος παρέμεινε.
«Μπορείτε να τους αφήσετε τώρα το στόμα. Αλλά να έχετε το νου σας» είπε στους φρουρούς και άρχισε να ψέλνει.
Οι κληρικοί απόρησαν αφού υποτίθεται πως τους κάλεσε εδώ για να συζητήσουν ένα σημαντικό θέμα. Δεν ήξεραν τί να υποθέσουν. Είχαν καταμπερδευτεί.
«Τί κάνεις; Γιατί ψέλνεις;» τον ρώτησαν.
Και αφού δεν πήραν απάντηση κυριευμένοι απο πραγματικό τρόμο και άσχημο προαίσθημα κίνησαν προς τις πόρτες. Θέλησαν να τις ανοίξουν και να φύγουν αλλά δεν τα κατάφεραν, τους πρόλαβαν οι φρουροί και τους έσυραν πίσω στις θέσεις τους με τη βία.
«Άσε μας να φύγουμε».
«Θα σας αφήσω μόλις τελειώσουμε».
«Τί να τελειώσουμε;»
«Θα δείτε. Προς το παρόν σιωπή».
Όταν τελείωσε με τις ψαλμωδίες του πλησίασε έναν από τους κληρικούς και δοκίμασε να τον αλείψει με μύρο. Και τότε κατάλαβαν...
Έντρομος ο κληρικός πισωπάτησε γουρλώνοντας τα μάτια αλλά με ένα νεύμα του ληγάτου ένας από τους φρουρούς αμέσως πλησίασε και ακινητοποίησε τον κληρικό.
Οι υπόλοιποι κληρικοί αμέσως έσπευσαν να βοηθήσουν τον κακόμοιρο κληρικό όμως τους εμπόδισαν οι υπόλοιποι φρουροί.
Ο ληγάτος συνέχισε ανενόχλητος το ανίερο έργο του. Όσο γενναία και αν αντιστάθηκε τελικά ο κληρικός νικήθηκε και Πέτρος Θωμάς τον άλειψε με το μύρο.
Σειρά είχε η μετάληψη. Δεν άνοιγε το στόμα του ο κληρικός. Προέβαλε σθεναρά αντίσταση, μέχρι που του έκλεισαν τη μύτη εμποδίζοντάς του την αναπνοή. Συγκρατήθηκε για όσο άντεχε ο κληρικός μέχρι που χρειάστηκε επείγον αναπνοή. Τότε άνοιξε το στόμα του για να κρατηθεί στη ζωή και ο ληγάτος που αυτό περίμενε άλλωστε του έχωσε στο στόμα το κουτάλι με τη Θεία Κοινωνία. Μετά του έκλεισε το στόμα και τον ανάγκασε να καταπιεί.
«Αχ, Θεέ μου, τί αργοπορία είναι αυτή; Όλα θα γίνονταν τόσο σύντομα αν απλά αυτοί οι άπιστοι συνεργάζονταν έστω και λίγο» μονολογούσε κάθε τόσο.
Και το τελευταίο βήμα πριν την ολοκληρωτική εκλατίνιση ήταν η λευκή όστια που του έχωσε στο στόμα και θα έπρεπε να την καταπιεί κι αυτήν.
Το βέβηλο έργο του ληγάτου άξαφνα διακόπηκε από εξαγριωμένες φωνές που άρχισαν να ακούγονται απ'έξω που όλο και δυνάμωναν. Ταυτοχρόνως βαριά κτυπήματα άρχισαν να ακούγονται στην πόρτα.
«Μα τί γίνεται;» ρώτησε ταραγμένος ο ληγάτος. Αφού φρόντισε κανείς να μην μάθει για τα σημερινά του σχέδια.
«Απ'ότι φαίνεται πλήθος έχει μαζευτεί απ'έξω και προσπαθούν να ελευθερώσουν τους κληρικούς. Κτυπούν την πόρτα με κάποιο χοντρό δοκάρι αλλά μην ανησυχείς δεν πρόκειται να πετύχουν κάτι. Η πόρτα είναι γερή».
«Όπως και να έχει πρέπει να βιαστούμε. Δεν πρέπει καθόλου να...»
Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του πυκνός καπνός άρχισε να μπαίνει στο ναό από τη χαραμάδα της πόρτας.
«Μα τί γίνεται επιτέλους; Τί προσπαθούν να κάνουν;» ρώτησε νευρικά ο ληγάτος αναστατωμένος που έβλεπε τα σχέδιά του να ανατρέπονται.
Αυτή την τροπή ούτε που την είχε φανταστεί. Όλα πήγαν στράφι. Τώρα πια το έβλεπε καθαρά. Τώρα το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να βγει ζωντανός από εκεί μέσα. Όμως δεν τολμούσε να διατάξει να ανοικτούν οι πόρτες γιατί φοβόταν την οργή του λαού που ήταν απ'έξω. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως αν έπεφτε στα χέρια τους δεν θα έβγαινε ζωντανός. Έτσι προτίμησε να μείνει άπραγος και να πνίγεται από το καπνό ανήμπορος να σκεφτεί κάποια άλλη λύση.
Ο καπνός όλο και πλημμύριζε το χώρο. Τους έτσουζε τα μάτια και τους προκαλούσε έντονο βήχα. Οι φρουροί αναγκάστηκαν να αφήσουν τους κληρικούς που τους κρατούσαν τόση ώρα και τότε βρήκε την ευκαιρία ο κληρικός να φτύσει με απέχθεια την όστια και έτσι να απαρνηθεί τη θρησκεία που με τη βία θα του επέβαλλαν.
Οι ειδήσεις για τα πρωτοφανές γεγονότα που λάμβαναν χώρα στο ναό έφτασαν μέχρι το παλάτι και τελικά στα αυτιά του βασιλιά.
Αμέσως έστειλε ομάδα καταστολής της οποίας επικεφαλής ήταν ο αδελφός του ο Ιωάννης.
Όταν έφτασαν στο ναό ο λαός που ήταν απ'έξω, αφού δεν είχε καταφέρει να ανοίξει την πόρτα με το δοκάρι, χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες αποφάσισε και έβαλε φωτιά στην πόρτα.
Ευτυχώς η αποστολή του βασιλιά κατέφθασε εγκαίρως ώστε να μην υπάρξουν θύματα. Σκόρπισε το λαό με φοβέρες και διέταξε να ανοικτεί η πόρτα. Οι φρουροί του ληγάτου δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο παρά να υπακούσουν.
Οι επίσκοποι οδηγήθηκαν με ασφάλεια στην ελευθερία τους και ο Πέτρος Θωμάς οδηγήθηκε ενώπιον του βασιλιά για να εξηγήσει τις πράξεις του.
«Τί είναι αυτά που μαθαίνω πως κάνεις;» τον ρώτησε αυστηρά ο βασιλιάς.
«Απλώς έκανα το καθήκον μου».
«Θεωρείς καθήκον σου τον εκλατινισμό των ορθόδοξων επισκόπων με τη βία;»
Ο Πέτρος είχε αρχίσει να χάνει την ψυχραιμία του με τα παράλογα που άκουγε. Τον σεβόταν και τον εκτιμούσε το ληγάτο αλλά όλα έχουν και ένα όριο, το οποίο ο ληγάτος είχε ξεπεράσει κατα πολύ.
«Kαταλαβαίνεις ότι με αυτή σου την πράξη με αναγκάζεις να σε διώξω από το νησί. Όμως να θυμάσαι πως αυτό δε σημαίνει πως θα σε σέβομαι λιγότερο. Πρέπει να φύγεις για να μην γίνουν χειρότερα τα πράγματα».
«Ναι, καταλαβάινω. Αλλά πριν φύγω θέλω να ξέρεις πως στιγμή δεν μετανιώνω για αυτό που έκανα και αν μου δινόταν η ευκαιρία θα το ξανάκανα» τον κοίταξε περήφανα στα μάτια και έφυγε από το παλάτι με ψηλά το κεφάλι. Με τη συνοδεία του καβάλησαν τα άλογά τους και κάλπασαν προς την Κερύνεια.
Εκεί στο λιμάνι της τον περίμενε η πολεμική γαλέρα που θα τον μετέφερε πικραμένο και απογοητευμένο πίσω στην πατρίδα του.
Για τους ορθόδοξους κληρικούς αντιθέτως όλα πήγαν κατ'ευχήν. Τους άφησαν ελεύθερους και τους επέτρεψαν να συνεχίσουν το έργο που έκαναν μέχρι σήμερα.
Έτσι πίστηκαν πως καμιά σχέση δεν είχε ο βασιλιάς με όλο αυτό παρά μόνο ήταν μια τρέλα αυτού του παλαβού ληγάτου, όπως τον χαρακτήρισαν.
Όλα ηρέμησαν και τα πάντα γύρισαν στην αρχική τους μορφή.
Αυτό άλλωστε ήταν και το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Μέχρι την επόμενη φορά που θα γινόταν κάτι και τα λιμνάζοντα νερά του βασιλείου θα αναταράσσονταν ξανά.
Και αυτή η επόμενη φορά δεν άργησε καθόλου να έρθει.
Αυτή τη φορά ήρθε από απέναντι. Από τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top