Κεφάλαιο 39




Αρκετή από τη ζωτικότητά του είχε πια χαθεί. Και τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις πέρναγε ξαπλωμένος. Η Αλίκη παρακολουθούσε απαρηγόρητη τη φθίνουσα κατάσταση της υγείας του άντρα της. Αποφάσισε να τον ξαλαφρώσει από πολλές υποχρεώσεις που θα μπορούσε ν'αναλάβει αυτή. Όπως για παράδειγμα να δέχεται αυτή τις ακροάσεις απο αυτούς που έρχονται να μιλήσουν στον Ούγο.

Μια μέρα λοιπόν ο Μπώλιαν την ειδοποίησε ότι κάποιος ήθελε να της μιλήσει.

«Εντάξει. Πάω στην αίθουσα του θρόνου και οδήγησέ τον εκεί».

Μετά από λίγο είδε να περνάει στην αίθουσα ένας γεροδεμένος άντρας. Μαύρα μαλλιά, μελαψό δέρμα και υπέροχα μάτια. Πρώτη φορά αντίκρυζε τέτοια μάτια η Αλίκη. Μάλλον η δεύτερη ήταν για να ακριβολογούμε... Την πρώτη φορά ήταν τα φωτεινά πράσινα μάτια της Σαλώμης και σήμερα έβλεπε τα κυπαρισσιά μάτια αυτού του άντρα.

Χάθηκε η Αλίκη στην πανδαισία των ματιών του και χρειάστηκε να μιλήσει αυτός πρώτος για να την επαναφέρει στην πραγματικότητα.

«Σε χαιρετώ βασίλισσα Αλίκη και υποκλίνομαι στη χάρη σας».

Υποκλίθηκε με σεβασμό.

«Σε τί οφείλεται η παρουσία σου εδώ;»

Του μίλησε απότομα για να συγκαλύψει την ταραχή της . Ένιωθε πως αν έδειχνε την αδυναμία της στα μάτια του θα γελοιοποιόταν και φυσικά αυτό δεν το ήθελε. Έδειξε μεγάλη αυτοκυριαρχία και τελικά τα κατάφερε.

Ο άντρας πριν μιλήσει μάζεψε όλο το κουράγιο του. Δεν ήξερε πως θα αντιμετώπιζε η βασίλισσα το αίτημά του.

«Ο σκοπός μου σήμερα είναι ιερός. Για εμένα τουλάχιστον» κόμπιαζε, οι λέξεις κολλούσαν στα δόντια του αρνούμενες να βγουν έξω.

«Ο οποίος είναι;» τον παρακινούσε να προχωρήσει και αυτό τον βοήθησε, του λύθηκε η γλώσσα.

«Ο σκοπός μου σήμερα εδώ είναι να πληρώσω για την ελευθερία μιας από τις δούλες σας».

«Ποιας δούλας;»

«Της Σοφίας».

«Ποιας;» είπε ξαφνιασμένη. Έκρυψε το στόμα της με το χέρι της από την έκπληξη. Αυτό το όνομα ήταν το τελευταίο που ήθελε να ακούσει. Δεν το πίστευε πως έτσι απλά θα αποχωριζόταν τη Σοφία της.

«Η Σοφία το ξέρει;»

«Μα φυσικά».

«Πώς; Πότε; Δεν καταλαβαίνω τίποτα» ομολόγησε πραγματικά μπερδεμένη και συντετριμένη μπροστά στο ενδεχόμενο να έχανε την πολύτιμη Σοφία της.

Πριν προλάβει ο άντρας να της πει οτιδήποτε η Αλίκη κάλεσε τον Μπωλιάν και του ζήτησε να της φέρει τη Σοφία.

Σε λίγο η Σοφία έμπαινε στην αίθουσα. Έλαμψαν τα μάτια της μόλις είδε τον άντρα. Τόσο καιρό τον περίμενε και επιτέλους ήταν εδώ εκπληρώνοντας την υπόσχεσή του.

«Παναή» ξεφώνισε με χαρά και έτρεξε κοντά του «Μπόρεσες επιτέλους να έρθεις».

Ο Παναής της κρατούσε τρυφερά τα χέρια και την κοίταζε με λατρεία.

«Ναι, Σοφία μου, ήρθα. Και τώρα που σε βλέπω όλα είναι πιο φωτεινά. Πιο όμορφα».

Η Αλίκη βλέποντας αυτήν την εκδήλωση πραγματικής αγάπης ξέχασε τα προηγούμενα συναισθήματά της και σκούπισε ένα δάκρυ συγκινημένη. Διέκρινε την αγάπη των δυο νέων και την σύγκρινε με την δική της και τον Ούγο. Δεν έβρισκε καμία διαφορά. Ήταν ίδιες σε μέγεθος και ένταση. Η φλόγα των δύο νέων ήταν τόσο δυνατή που τσουρούφλιζε όποιον τύχαινε να βρίσκεται εκεί κοντά. Αυτό το τσουρούφλισμα ένιωσε έντονα και η Αλίκη.

«Κρίμα είναι να μην ζήσουν αυτό που νιώθουν» σκέφτηκε «ναι, θα μου λείψει η Σοφία αλλά της αξίζει κάθε ευτυχία. Να κάνει οικογένεια και παιδιά που τόσο τα λατρεύει..»

«Κυρά μου; Τί σκέφτεσαι; Μήπως θύμωσες επειδή δεν σου είπα κάτι; Το είχα σκεφτεί αρκετές φορές αλλά...»

«Όχι, Σοφία, τίποτα τέτοιο δε σκέφτομαι. Απεναντίας μάλιστα σκέφτομαι ότι σου αξίζει κάθε ευτυχία».

«Αχ, κυρά μου, να'ξερες τι ανακούφιση είναι για μένα αυτά σου τα λόγια» έπεσε στα πόδια της και κλαίγοντας την ευχαριστούσε.

«Σήκω, Σοφία, σε παρακαλώ. Δεν το αντέχω να σε βλέπω έτσι πεσμένη στα πόδια μου. Σε έχω ψηλά στην καρδιά μου και με αυτήν την εικόνα σου θέλω να μείνω».

Η Σοφία σηκώθηκε

«Μα όχι, κυρά μου, δεν θα φύγω για πάντα. Θέλω να έρχομαι να σε βλέπω όσο πιο συχνά μπορώ. Εκτός κι αν δε θέλεις εσύ κυρά μου».

«Μα τί κουταμάρες είναι αυτές που λες Σοφία. Φυσικά και θέλω να έρχεσαι. Τίποτα δεν θα μου έδινε μεγαλύτερη χαρά».

Αγκαλιάστηκαν σφικτά και έκλαψαν η μια στον ώμο της άλλης.

Όταν χώρισαν ο Παναής πλησίασε την βασίλισσα και της έτεινε ένα σακκουλάκι.

«Αυτά είναι τα χρήματα για την εξαγορά της ελευθερίας της Σοφίας».

Η Αλίκη του χαμογέλασε

«Μπορείτε να τα κρατήσετε».

«Μα δε γίνεται να φύγει έτσι...»

«Θα σας δώσω το πιστοποιητικό για την ελευθερία, όμως για τα χρήματα επιμένω. Δέστε το σαν δώρο για τον επικείμενο γάμο σας. Στον οποίο δυστυχώς δε θα μπορώ να παρευρίσκομαι για ευνόητους λόγους. Όμως να ξέρεις Σοφία πως θα μου έδινε μεγάλη χαρά να γινόταν και να βρισκόμουν κοντά σου την πιο ωραία στιγμή της ζωής σου».

«Σ' ευχαριστούμε κυρά μου. Ο Θεός να σ' έχει καλά».

Η ευλογημένη ώρα για τη Σοφία επιτέλους είχε έρθει. Μάζευε τα λιγοστά της υπάρχοντα, και μέσα σ'αυτά ήταν και το πολύτιμο πιστοποιητικό.

«Δηλαδή μπορούσα να φύγω και νωρίτερα;» σκεφτόταν «αφού δεν πήρε τα χρήματα τώρα η Αλίκη ίσως αν της είχα μιλήσει νωρίτερα να ...;»

«Όχι, όχι δε θέλω να τα σκέφτομαι αυτά. Δεν θέλω να γίνομαι αχάριστη αντιθέτως πρέπει να είμαι ευγνώμων. Και είμαι. Είμαι απεριόριστα ευγνώμων».

Αποχαιρέτησε με συγκίνηση την κάμαρά της. Εκεί μέσα ήταν στοιβαγμένη όλη η ζωή της μέχρι και σήμερα. Απο σήμερα όμως μια άλλη κάμαρα περίμενε να γεμίσει με την υπόλοιπη ζωή της.

Βγήκαν απο το παλάτι αγκαλιασμένοι σφικτά. Μπορεί να μην ήταν ακόμα παντρεμένοι όμως η κοινή τους πορεία στη ζωή έχει ξεκινήσει προ πολλού στις καρδιές τους.

Το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να πάνε σε μια εκκλησία για να ενώσουν και επίσημα τις ζωές τους ενώπιον του Θεού.

Στο δρόμο για το καινούριο της σπίτι η Σοφία πετούσε. Όλα της φαίνονταν εξωφρενικά υπέροχα. Τα μάτια της ακτινοβολούσαν την ευτυχία που ένιωθε.

Έφτασαν έξω από το σπίτι τους. Ο Παναής την πήρε στην αγκαλιά του και πέρασαν το κατώφλι. Χωρίς να την αφήσει πήγε προς το αχυρόστρωμα, την ακούμπησε απαλά πάνω του και εκεί ενώθηκαν για πρώτη φορά μετά απο τόσα χρόνια που υπήρξαν χώρια.

Εννέα μήνες μετά η Σοφία θα φέρει στον κόσμο ένα υπέροχο κοριτσάκι και θα το ονομάσει Αλίκη, και τα επόμενα τρία χρόνια θα κρατά στην αγκαλιά της το δεύτερο μωρό της επίσης κοριτσάκι το οποίο και θα ονομάσει Σαλώμη.

Τα χρόνια που ήρθαν ήταν τα πιο δύσκολα της ζωής της Αλίκης. Έβλεπε τον άντρα της να λιώνει μέρα με τη μέρα. Γιατροί επισκέπτονταν συχνά τον άρρωστο χωρίς όμως να του προσφέρουν ουσιαστική γιατρειά.

Όσες φορές ήρθε η Σοφία να την επισκεφθεί την έβρισκε να κλαίει στο προσκεφάλο του ενώ αυτός κοιμόταν.

Οι ώρες αυτές που η Αλίκη περνούσε με τη Σοφία ήταν βάλσαμο για την ψυχή της. Την έπαιρνε αγκαλιά, της χάιδευε την στρουμπουλή της κοιλιά νιώθωντας το μωρό απο μέσα να αντιδρά και ηρεμούσε. Βάλσαμο έσταζε στην καρδιά της.

«Έτσι στρογγυλή κοιλιά είχα και εγώ όταν ήμουν έγκυος την Εχίβη μου. Λες πάλι να κάνεις κορίτσι;»

«Δε με νοιάζει. Μόνο γερό να είναι» της απαντούσε με ειλικρίνεια η Σοφία.

«Η μικρή Αλίκη τί κάνει; Γιατί δεν την έφερες μαζί σου; Ήθελα τόσο πολύ να τη δω».

«Το ξέρω. Της είπα να έρθει αλλά δεν ήθελε. Προτίμησε να μείνει με τον μπαμπά της και να φτιάξουν το κοτέτσι. Παιδιά, τί να πεις».

«Αχ, πόσο έχω επιθυμήσει και εγώ το δικό μου κοριτσάκι».

«Έχεις καθόλου νέα της;»

«Ναι, αρκετά συχνά. Μια χαρά είναι. Μου λέει πως είναι ευτυχισμένη».

«Χαίρομαι για το καημένο το κορίτσι. Ειδικά μετά από εκείνο που έγινε τότε. Θυμάσαι;»

«Πώς δε θυμάμαι; Αλλά πάει. Τώρα όλα καλά. Ευτυχώς».

«Πάλι καλά».

Έτσι κυλούσε ο καιρός μέχρι που η Σοφία γέννησε την κόρη της και δεν μπορούσε να πηγαίνει στο παλάτι. Προς το παρόν τουλάχιστον.

Πέρασαν μερικά χρόνια ακόμα μέχρι που το ημερολόγιο έφτασε στις 10 Οκτωβρίου του 1359 μ.Χ. Τη μέρα που ο Ούγος απεβίωσε.

Μετά από χρόνια που ήταν άρρωστος και καταπλακωμένος απο τα πρόωρα γηρατειά τελικά παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.

Μπορεί να έφυγε νωρίς, αλλά έφυγε με τη ζωή του γεμάτη. Έζησε ένα ευτυχισμένο γάμο. Είδε τα παιδιά του παντρεμένα. Πρόλαβε να χαρεί εγγονάκι. Έφυγε χορτάτος από τη ζωή. Για το μόνο που στεναχωριόταν ήταν που θα άφηνε την Αλίκη του μονάχη.

Όταν η Σοφία έμαθε τα θλιβερά μαντάτα έτρεξε στο πλευρό της Αλίκης.

Η καημένη ήταν απαρηγόρητη. Θρηνολογούσε και σπάραζε πάνω από το νεκρό άντρα της, φωνάζοντας διαρκώς το όνομά του. Τον παρακαλούσε να ανοίξει τα μάτια του, να σηκωθεί απο το κρεβάτι και όταν αυτό δεν γινόταν μοιρολογούσε ασταμάτητα και τράβαγε τα μαλλιά της για το κακό που την βρήκε. Κανείς δεν κατάφερε να την ηρεμήσει όσο και αν προσπάθησε. Μόνο η Σοφία.

Τελικά είχε απίστευτη επιρροή πάνω της. Την πήρε τρυφερά στην αγκαλιά της και της γλυκομιλούσε. Σιγά σιγά η Αλίκη άρχισε να ηρεμά κάπως. Άρχισε να κοπάζει η θύελλα της ψυχής της. Η γλυκειά, παρήγορη φωνή της Σοφίας, η τόσο οικία προς την Αλίκη λειτούργησε καταπραυντικά.

«Έλα, Αλίκη μου, ηρέμησε σε παρακαλώ. Θα πάθεις τίποτα».

«Μακάρι να πάθω. Έτσι θα τον ανταμώσω πιο γρήγορα. Τί καλύτερο να ζητήσω;»

«Όχι Αλίκη, μη μιλάς έτσι. Σκέψου τα παιδιά σου. Το εγγονάκι σου. Είσαι ακόμα νέα. Έχεις ακόμα να λαμβάνεις από τη ζωή. Θέλεις να έρθω να μείνω εδώ για λίγο μαζί σου; Είμαι σίγουρη ότι ο Παναής θα καταλάβει και δε θα φέρει αντίρρηση».

«Όχι καλή μου δε χρειάζεται. Σ'ευχαριστώ πάντως. Αλλά ξέρεις... αποφάσισα να φύγω από τη Κύπρο».

«Για να πας πού;»

«Πρώτα θα πάω να δω τους γονείς μου και μετά θα πάω να μείνω με την κόρη μου».

«Για πάντα;»

«Αυτό δεν το ξέρω. Μπορεί».

«Να πας. Αν νομίζεις πως αυτό θα σου κάνει καλό να πας» και της χάιδευε την πλάτη

«Δεν το αντέχω να ζω εδώ χωρίς αυτόν. Απλώς δεν το αντέχω».

«Σε καταλαβαίνω. Γι'αυτό και δεν επιμένω να μείνεις. Αν και θα μου λείψεις πολύ. Και πότε λες να φύγεις;»

«Μετά την ταφή».

Η ταφή έγινε με όλες τις τιμές στον Άγιο Δομίνικο. Πλήθος κόσμου ήρθε να αποχαιρετήσει έναν καλό βασιλιά. Η απώλεια ήταν μεγάλη για όλους.

Όπως είχε πει η Αλίκη στη Σοφία έτσι και έκανε.

Μερικές μέρες αργότερα ταξίδευε για την πατρίδα της.

'Αφηνε πίσω της τον τόπο στον οποίο γνώρισε την μεγαλύτερη ευτυχία αλλά ταυτόχρονα και την μεγαλύτερη δυστυχία.

Τώρα η σκυτάλη θα παραδιδόταν στον γιο τους τον Πέτρο.

Θα ήταν άραγε άξιος συνεχιστής του πατέρα του;

Πάντως, το μόνο σίγουρο είναι πως μια καινούρια εποχή άρχιζε για το μικρό νησί.

Θα ήταν καλύτερα; Θα ήταν μήπως χειρότερα;

Κανείς δεν ήξερε να πει εκ των προτέρων.

Το μέλλον είναι ένας απο τους μεγαλύτερους φόβους των ανθρώπων.

Και γιατί; Γιατί απλούστατα τους είναι παντελώς άγνωστο.

Και ό,τι άγνωστο φοβίζει...

Πάντα μετά από κάποιο θάνατο, όσο οδυνηρός και να είναι, ακολουθεί πάντα η θερμή συνέχεια της ζωής.

Τίποτα δεν μπορεί να τη σταματήσει.

Τίποτα δεν είναι ικανό να την αναχαιτίσει.

Η Κύπρος για άλλη μια φορά έμεινε ακέφαλη. Έπρεπε σύντομα να αποκτήσει και πάλι αρχηγέτη.

Διάδοχος υπήρχε, ο πρωτότοκος γιος του Ούγου και της Αλίκης. Οπότε σε μια τελετή στέψης θα ενθρονιζόταν αυτός στο θρόνο μαζί με τη σύζυγό του Ελεωνόρα. Ακριβώς όπως τότε. Πριν από 35 χρόνια όταν ο Ούγος μαζί με την Αλίκη όδευαν για το ναό της Αγίας Σοφίας όπου θα στέφονταν βασιλείς. Όλα περέμειναν ίδια, τίποτα δεν άλλαξε. Μόνο οι στεφόμενοι. Ο Πέτρος όταν εισήλθε στο ναό της Αγίας Σοφίας ένιωσε δέος να διαπερνά το κορμί του και εντελώς ασυναίσθητα σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρυσε τα ταβάνι του ναού το οποίο είχε βαφτεί μπλε, στο χρώμα του ουρανού όταν αρχίζει πια να σκοτεινιάζει και κάνουν την εμφάνισή τους τα αμέτρητα αστέρια. Έτσι και εδώ, ο βαμμένος μπλε ουρανός ήταν κατάστικτος από χρυσαφιά αστέρια. Πραγματικά ήταν υπέροχο το θέαμα να το ατενίζει κανείς.

«Αχ, καλέ μου, πατέρα» σκέφτηκε ο Πέτρος «άφησες το στίγμα σου παντού. Το ίδιο θα κάνω και εγώ. Σου το υπόσχομαι».

Μεγάλα τα λόγια του Πέτρου. Μεγάλα και βαριά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top