Κεφάλαιο 38
Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει εντελώς. Ρυτίδες που πριν δεν είχε τώρα χαράκωναν το πρόσωπό του.
Γέρασε απότομα ο πατέρας τους. Σε τόσο λίγο χρόνο είχε ζήσει επιπλέον είκοσι χρόνια.
Δεν πίστευαν στα μάτια τους.
«Και αυτό το προκαλέσαμε εμείς;» σκέφτονταν και σπάραζε η καρδιά τους από τις τύψεις.
«Πατέρα» φώναξαν με μια φωνή και έπεσαν στα πόδια του κλαίγοντας. Έβαλε τα χέρια του στα κεφάλια τους.
«Συγχώρεσέ μας».
«Γιατί με εγκαταλείψατε παιδιά μου;»
«Μα όχι πατέρα δεν σε εγκαταλείψαμε. Έχει γίνει μια μεγάλη παρεξήγηση. Φυσικά και θα επιστρέφαμε».
«Αλήθεια λέτε;»
«Μα, ναι πατέρα. Τώρα το καταλαβαίνουμε πόσο λάθος κάναμε που δεν σε ενημερώσαμε πριν φύγουμε. Σου υποσχόμαστε ότι δεν θα το ξανακάνουμε. Ποτέ».
«Χαίρομαι που το μετανιώσατε. Τώρα που ξαναγυρίσατε έχω ηρεμήσει, όμως, δυστυχώς δεν αλλάζει το γεγονός ότι θα πρέπει να σας τιμωρήσω. Όπως καταλαβαίνετε, δεν πρέπει να ενθαρρυνθούν οι κάτοικοι να φεύγουν από το νησί. Άμα δουν ότι τιμώρησα τα ίδια μου τα παιδιά γι'αυτό, ούτε που θα θέλουν να ανακαλύψουν τί θα μπορούσα να κάνω σε αυτούς».
«Μα κανένας δεν έδειξε ότι μας αναγνώρισε. Οπότε κανένας δεν ξέρει ότι φύγαμε».
«Κι όμως, όλο το νησί μιλά για το φευγιό σας».
«Μα πώς είναι δυνατόν;»
«Αυτό δεν το ξέρω».
«Καλά λοιπόν. Τιμώρησέ μας. Τί είδους τιμωρία θα είναι αυτή; Μπορούμε να μάθουμε;»
«Την πιο απλή. Φυλάκιση».
«Μάλιστα. Και πόσο καιρό;»
«Θα δούμε».
Τα παιδιά κοιτάχτηκαν θορυβημένα. Αλλά εν τέλει υπέκυψαν. Ήταν το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν για τον πατέρα τους μετά το ανεπανόρθωτο πλήγμα που του προξένησαν, έστω και άθελά τους.
Έτσι, αφού πρώτα περιδιάβασαν από τόπο σε τόπο τελικά έφτασαν στην Κερύνεια και εκεί τους φυλάκισε.
Πονούσε η ψυχή του να βλέπει τα παιδιά του φυλακή. Όμως ήταν δυνατά παιδιά, θα τα κατάφερναν μια χαρά. Είχαν ο ένας τον άλλο και αυτό ήταν αρκετό.
«Είστε εντάξει;»
«Ναι, πατέρα, μια χαρά. Μην ανησυχείς για μας».
«Γίνεται να μην ανησυχώ; Πάντως ότι θελήσετε απευθυνθείτε στους φύλακες. Έχουν ρητές διαταγές να σας παρέχουν ότι ζητάτε».
«Εντάξει. Πήγαινε τώρα. Η μητέρα θα σε περιμένει. Ξέρει πως...;»
«Όχι, όχι, πώς είναι δυνατόν; Την κάλυψα την απουσία σας μη σας απασχολεί αυτό».
«Ωραία. Πάλι καλά. Μην καθυστερείς άλλο, πήγαινε».
«Εντάξει, αλλά, πριν φύγω θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι και θα ήθελα να μου πείτε την αλήθεια και μόνο».
«Πάντα σου λέμε την αλήθεια πατέρα. Έχεις αμφιβολία γι'αυτό;»
«Όχι, προς θεού. Το είπα γιατί είναι σημαντικό για μένα να μου πείτε την αλήθεια».
«Σε ακούμε πατέρα. Ρώτα μας και θα σου απαντήσουμε με κάθε ειλικρίνεια».
«Ωραία» πήρε μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει «πριν φύγετε συναντήσατε τον ιππότη Ιωάννη Λομβάρδη;»
«Ναι. Όντως τον συναντήσαμε εντελώς τυχαία σε μια ταβέρνα. Ήπιαμε μαζί ένα δυό ποτηράκια κρασί και αυτό ήταν. Εμείς φύγαμε από την ταβέρνα, αυτός έμεινε. Και δεν τον ξαναείδαμε από τότε».
«Του μιλήσατε μήπως για τα σχέδια σας; Σκεφτείτε το καλά πριν απαντήσετε».
«Θυμόμαστε πολύ καλά ότι δεν μιλήσαμε σε κανέναν για τα σχέδια μας. Ούτε και στον ιππότη, ασχέτως πως τρέφουμε γι'αυτόν απεριόριστη εκτίμηση και θαυμασμό. Δεν θέλαμε να το ξέρει κανείς. Γι αυτό άλλωστε και καθ'όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας δεν αποκαλύψαμε σε κανέναν την αληθινή μας ταυτότητα».
Ο Ούγος δεν είχε κανένα λόγο να μην πιστέψει στα λόγια των παιδιών του. Δεν είχαν κανέναν λόγο να πουν ψέματα. Ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν και με κόπο βγήκε έξω. Δεν ήθελε να τον δουν σε αυτή την κατάσταση.
Στηρίχτηκε με την πλάτη στον τοίχο κρατώντας το κεφάλι του.
«Δεν μιλήσαμε σε κανέναν....ούτε στον ιππότη, δεν σκεφτήκατε το ενδεχόμενο ότι όντως μπορεί να μην γνώριζε;,...να μην γνώριζε;...να μην γνώριζε; Σε κανέναν,...κανέναν...κανέναν...» επαναλαμβάνονταν συνεχώς τα λόγια τους μέσα στο κεφάλι του. Ο ιππότης του έλεγε την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Ξανά και ξανά.
Πόσο τον είχε αδικήσει. Τώρα το κατάλαβε που άστραψε η αλήθεια μπρος στα μάτια του.
Ένα κρακ ένιωσε και κάτι έσπασε σαν γυαλί μέσα στο στήθος του. Ένας δυνατός διαπεραστικός πόνος τον γονάτισε και σφίγγοντας με το χέρι στο μέρος της καρδιάς έπεσε κάτω ασθμαίνοντας...
Οι φρουροί που τον είδαν έτρεξαν κοντά του. Τον περιμάζεψαν και φώναξαν γιατρό που τον φρόντισε όσο καλύτερα μπορούσε. Ο Ούγος του περιέγραψε τι ένιωσε και αυτός τον προμήθευσε με ότι πίστευε πως θα τον βοηθήσει περισσότερο.
Όταν ένιωσε κάπως καλύτερα μεταφέρθηκε στην Λευκωσία.
«Ποιός είναι αυτός και γιατί τον φέρατε εδώ;» ρώτησε επιτακτικά η βασίλισσα που δεν είχε ακόμα προσέξει για ποιον επρόκειτο.
Οι συνοδοί την κοίταξαν με απορία.
«Μα αυτός είναι ο βασιλιάς. Πού αλλού θα μπορούσαμε να τον πάμε εκτός από εδώ;»
«Τί; Ποιος είναι;» ρώτησε σαν χαμένη.
«Ο βασιλιάς» επανέλαβαν.
Η Αλίκη έτρεξε κοντά τους και παρατήρησε καλά τον άνθρωπο που κουβαλούσαν. Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να αναγνωρίσει τον άντρα της και έπεσε λιπόθυμη.
Την μάζεψαν από κάτω και την έβαλαν να ξαπλώσει. Φώναξαν και τη Σοφία να τη φροντίσει. Η Σοφία όπως πάντα έτρεξε κοντά της.
Όταν συνήλθε την βρήκε να κάθεται δίπλα της.
«Τί έγινε Σοφία;»
«Λιποθύμησες κυρά μου. Αλλά γιατί; Τί σου συνέβη;»
«Δεν είδες;»
«Τί να δω;» ρώτησε σμίγοντας τα φρύδια της απορημένη
«Επέστρεψε ο Ούγος».
«Α, και λιποθύμησες απο τη χαρά σου; Σε καταλαβαίνω έχει περάσει καιρός που...»
«Όχι, Σοφία, δεν είναι αυτό. Είναι που αντίκρυσα έναν άλλον άνθρωπο. Δεν τον αναγνώρισα αμέσως» την διέκοψε.
«Τί εννοείς κυρά μου; Δεν καταλαβαίνω».
«Εννοώ ότι άλλαξε εξωτερικά σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν είναι λογικό. Κάτι τρομερό πρέπει να έχει συμβεί».
«Δεν καταλαβαίνω κυρά μου. Μπορείς να μου εξηγήσεις καλύτερα;»
«Άσπρισαν εντελώς τα μαλλιά του Σοφία. Τόσο άσπρα σαν το χιόνι. Γέρασε το πρόσωπό του. Και όλα αυτά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Πρέπει να τον δω να του μιλήσω, να μου εξηγήσει» και κλαίγοντας έκανε να σηκωθεί αλλά ζαλίστηκε και ξανακάθισε. Η Σοφία την βοήθησε να ξαπλώσει.
«Περίμενε, κυρά μου, να συνέλθεις εντελώς και πας μετά. Προς το παρόν θα πάω εγώ να δω τί γίνεται και θα έρθω να σε ενημερώσω».
Η Αλίκη την κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
«Τί θα έκανα χωρίς εσένα» της ψιθύρισε.
Η Σοφία τη χάιδεψε στα μαλλιά και έφυγε να πάει να μάθει τί έγινε.
Σοκαρίστηκε σαν αντίκρυσε το βασιλιά. Δεν πίστευε στα μάτια της. Όντως, καλά τα έλεγε η Αλίκη και καθόλου δεν υπερέβαλλε όπως νόμισε στην αρχή.
Δεν μπόρεσε να μάθει από κανένα τί είχε συμβεί γιατί πολύ απλά κανείς δεν ήξερε να της πει περισσότερα από όσα η ίδια μπορούσε να δει.
Πριν επιστρέψει στη κυρά της πήρε βαθιές ανάσες για να συνέλθει. Τώρα καταλάβαινε γιατί είχε λιποθυμίσει προηγουμένως και καθόλου άδικο δεν της βρήκε. Ήταν τρομερό αυτό που συνέβη.
«Λοιπόν; Τί έμαθες;» τη ρώτησε ην Αλίκη μόλις την είδε να μπαίνει και πάλι στην κάμαρά της. Την περίμενε με τόση ανυπομονησία.
«Κανένας δεν ήξερε να μου πει. Τώρα κοιμάται. Όταν ξυπνήσει πας κοντά του. Προς το παρόν μείνε να ξεκουραστείς και εσύ».
«Εντάξει. Σ' ευχαριστώ Σοφία».
«Το ξέρεις πως το κάνω με όλη μου την αγάπη».
«Το ξέρω Σοφία. Θα χεις το νου σου όταν ξυπνήσει να έρθεις να μου το πεις;»
«Φυσικά. Και το ρωτάς; Πάω όμως τώρα γιατί άφησα και τις δουλειές μου μισοτέλειωτες».
«Ναι, Σοφία, και εγώ θα προσπαθήσω να κοιμηθώ λίγο».
Όταν έμεινε μόνη της όμως δεν κοιμήθηκε παρά μόνο έκλαψε. Έκλαψε πικρά για τον άντρα της. Έκλαψε πολύ μέχρι που αποκοιμήθηκε χωρίς να το καταλάβει.
Όταν ξύπνησε η Σοφία ήταν δίπλα της.
«Τί έγινε; Ξύπνησε;» τη ρώτησε
«Ναι. Και σε ζητά. Γι αυτό είμαι εδώ. Με πέτυχες πάνω που θα έφευγα».
«Μα τί λες; Δεν θα με ξυπνούσες;»
«Δεν ήξερα τί να κάνω. Απο τη μια λυπόμουν να σε ξυπνήσω και απο την άλλη ήξερα πόσο επιθυμούσες να τον δεις».
«Ευτυχώς που ξύπνησα τότε και σ' έβγαλα από το δίλημμα. Έλα, βοήθησέ με να σηκωθώ».
Την βοήθησε να σηκωθεί και την συνόδευσε μέχρι στο δωμάτιο που βρισκόταν ο Ούγος. Μετά, εντελώς διακριτικά αποχώρησε.
Η Αλίκη δε βάσταξε. Έτρεξε κοντά στον ξαπλωμένο. Γονάτισε και άρχισε να κλαίει.
«Τί έπαθες καλέ μου; Τί σου έκαναν;»
«Ηρέμησε Αλίκη μου σε παρακαλώ. Μα τί το τρομερό έχω πια και όποιος με βλέπει μένει άλαλος;»
«Τί εννοείς; Δεν ξέρεις;» τον κοίταξε ξεχνώντας το κλάμα της.
«Τί να ξέρω; Εντάξει νιώθω απίστευτα εξουθενωμένος. Νιώθω... πώς να στο πω για να μην σε στεναχωρήσω; Νιώθω γερασμένος».
«Αχ, καλέ μου. Σε καταλαβαίνω. Όμως το τρομερό είναι πως όχι μόνο το αισθάνεσαι αλλά φαίνεσαι κιόλας γερασμένος».
«Τί εννοείς;» ρώτησε ξαφνιασμένος αγγίζοντας το πρόσωπό του.
Γέμισαν δάκρυα τα μάτια της Αλίκης.
«Τα μαλλιά σου έχουν ασπρίσει εντελώς καλέ μου. Και το πρόσωπο σου γέμισε ρυτίδες που μέχρι πριν από λίγο καιρό δεν είχες. Γιατί; Τί σου συνέβη;»
Άγγιξε τα μαλλιά του ο Ούγος και κατόπιν πάλι το πρόσωπό του.
«Αλήθεια μου λες Αλίκη;»
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά
«Δεν το ξέρω. Πού να το ξέρω; Πώς θα μπορούσα να με δω;»
«Τί σου συνέβη καλέ μου;»
«Θα σου πω. Αλλά πρώτα θέλω να ξέρω. Έχω ανάγκη να ξέρω».
«Τι πράγμα καλέ μου;»
«Τώρα δηλαδή θα με αγαπάς λιγότερο επειδή όπως λες άλλαξα;»
Η Αλίκη ξαφνιάστηκε. Όχι τόσο για την ερώτηση, αλλά, για το τρόπο που την ρώτησε. Γεμάτος παράπονο και άμετρη δυστυχία.
Έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας ξανά η Αλίκη.
«Όχι καλέ μου, τί είναι αυτά που λες; Σ'αγαπώ πάντα το ίδιο και ακόμα περισσότερο. Απλά τρόμαξα όταν σε είδα. Όχι τόσο απο την αλλαγή όσο απο το λόγο που στο προκάλεσε αυτό. Ούτε που μπορώ να φανταστώ κάποιο λόγο που θα μπορούσε να στο προκαλέσει αυτό».
Η ανακούφιση και η αγαλλίαση που ένιωσε, του έφερε δάκρυα στα μάτια.
Και χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά καθώς την είχε ακόμα αγκαλιά της τα εξομολογήθηκε όλα. Τα πάντα.
Λυπήθηκε για τον ιππότη και για τα παιδιά της φυσικά. Η αλήθεια είναι ότι ήταν έξαλλη με όλα αυτά. Ακούς εκεί να φυλακίσει τα παιδιά. Συγκρατήθηκε όμως και δεν έδειξε το παραμικρό. Αρκέστηκε μόνο στο να τον μαλώσει γλυκά που την άφησε απ'έξω σε όλο αυτό που πέρασε με τα παιδιά. Έπρεπε να της το πει.
Να μοιραστούν την αγωνία και το άλγος.
Την ανησυχία και την αναμονή. Δεν έπρεπε να το περάσει όλο αυτό μόνος του.
«Ο γιατρός τί είπε; Τί έχεις;»
«Δεν μου είπε ακριβώς. Μου είπε όμως να μην ανησυχώ και σε λίγες μέρες θα είμαι μια χαρά. Μου έδωσε να παίρνω και κάποια φάρμακα».
«Θα ξανάρθει να σε δει;»
«Ναι, αλλά σε μερικές μέρες».
«Ωραία» και αφού ηρέμησε από αυτό πήγε στο επόμενο θέμα που την έκαιγε.
«Και τα παιδιά μας; Πόσο καιρό θα μείνουν στη φυλακή;»
«Φαντάζομαι όχι για πολύ. Αυτό που θέλω είναι να μαθευτεί παντού η φυλάκιση στο νησί για το λόγο που σου είπα».
«Δεν μπορώ να το αρνηθώ πως έχεις δίκιο. Είναι καλά όμως είπες ε; Δεν είναι ψέμα για να με προστατέψεις πάλι;»
«Όχι, καλή μου. Αλήθεια σου λέω. Μην ανησυχείς».
«Να πάω να τα δω; Μπορώ;»
«Όχι καλύτερα».
«Μα γιατί όχι;»
«Τα αγόρια μας είναι περήφανα Αλίκη. Σκέψου την ντροπή που θα νιώσουν όταν τους επισκεφθεί η μητέρα τους στη φυλακή. Θα σε αποφεύγουν για πάντα λόγω της ντροπής που θα νιώθουν. Αυτό θες;»
«Όχι, βέβαια. Δεν θα πάω. Προτιμώ να τα στερηθώ για λίγο ακόμα παρά για πάντα».
«Και όταν επιστρέψουν μην αναφέρεις τίποτα. Να τα υποδεχτείς όπως όταν γυρίζουν από ταξίδι για δουλειές».
«Εντάξει, καλέ μου. Θα γίνουν όλα όπως θες. Εγώ τώρα περιμένω τα παιδιά μου να γυρίσουν από το ταξίδι τους»
Μετά από λίγο, κάτι καινούριο σκέφτηκε,
«Δε μου λες καλέ μου;»
«Τί πράγμα;»
«Ο Ιάκωβος πως και δεν πήγε μαζί τους;»
Ο Ούγος γέλασε πικραμένα.
«Μάλλον δεν θα του είπαν τίποτα. Μπορεί να μην κάνουν πολλή παρέα αλλά σίγουρα θα δεχόταν να πάει κι αυτός μαζί τους μόλις άκουγε πως πρόκειται για ταξίδι. Αλλά από όταν ήταν μικρά είχα καταλάβει ότι ο Πέτρος και ο Ιωάννης δεν τον πολυήθελαν στην παρέα τους. Γι' αυτό και το μικρό όλο διάβαζε. Δεν λέω του άρεσε και ακόμα του αρέσει να διαβάζει, αλλά, ποιος δεν θα ήθελε να κάνει και λίγες τρέλες στη ζωή του; Το κακόμοιρο τον περισσότερο καιρό μόνος τον περνάει και αυτό όχι απο επιλογή του. Γι'αυτό και εγώ του αναθέτω όσο πιο πολλά καθήκοντα μπορώ για να ασχολείται με κάτι και να ξεχνάει την μοναξιά του. Νομίζω πως είναι καιρός να του βρούμε γυναίκα όπως και στους υπόλοιπους. Κανονικά επρεπε να παντρευτούν πριν από χρόνια. Μας καταπλάκωσαν όμως όλα αυτά που έγιναν, που να σκεφτούμαι τους γάμους των παιδιών μας. Μόνο τότε του Πέτρου έγινε, και αυτό γιατί την είχε έτοιμη την νύφη ο Πάπας. Άσε το άλλο που έγινε με το βασιλιά Φρανγκίσκο που...»
«Άστο καλύτερα. Ας μην τα σκαλίζουμε» τον διέκοψε η Αλίκη που δεν ήθελε καθόλου να ακούσει γι'αυτό και συνέχισε με άλλο θέμα
«Πού είναι τώρα ο Ιάκωβος;»
«Λεμεσό και μετά θα πάει Πάφο. Θα λείψει αρκετά. Και μιας και συνάφερα τον Φρανγκίσκο, η Εχίβη πώς είναι;»
«Καλά είναι το κορίτσι μου. Έχει αρχίσει να συνέρχεται. Έκανε αρκετή πρόοδο. Μήπως είναι καιρός να προσπαθήσουμε ξανά να την παντρέψουμε; Με τον παραδοσιακό όμως τρόπο. Στην εκκλησία θα ιδωθούν για πρώτη φορά».
«Καλή η ιδέα σου. Μόλις γίνω καλύτερα και σηκωθώ με το καλό θα το κανονίσω. Και τα αγόρια μας όμως πρέπει σιγά σιγά να βρουν νύφες. Έχουν ξεπεράσει κατά πολύ την ηλικία γάμου. Αλλά θα ήθελα να το συζητήσω και μαζί τους πρώτα».
«Πώς θα το συζητήσεις μαζί τους Ούγο; Τα καημένα τα αγοράκια μας βρίσκονται στη φυλακή. «Κάνε να βγουν σύντομα. Σ' εκλιπαρώ».
«Μη στεναχωριέσαι Αλίκη μου. Θα βγουν...»
Πέρασαν μέρες και ο Ούγος ένιωσε καλύτερα. Μπόρεσε να σηκωθεί και από το κρεβάτι. Μπορεί προς το παρόν να ένιωθε καλύτερα αλλά η ζημιά που υπέστει η καρδιά του ήταν δυστυχώς ανεπανόρθωτη.
Τελικά πέρασαν δύο μήνες και κάτι μέρες μέχρι να αποφυλακιστούν. Αυτή τη φορά τα κακά νέα άργησαν παραπάνω απο το κανονικό να μαθευτούν. Πέραν αυτού δεν έδειχναν και τόσο ταλαιπωρημένοι. Κοιμόντουσαν καλά και έτρωγαν ακόμα καλύτερα. Γύρισαν στη Λευκωσία και συμπτωματικά εκείνη την ημέρα γύρισε και ο Ιάκωβος από τη Πάφο. Όλο αυτό τον καιρό είχε πάει αρκετές φορές να τους δει στη φυλακή. Μπορεί να μην είναι και τόσο δεμένοι αλλά είναι αδέλφια του και τ'αγαπάει.
Είχε μπει πια το Φθινόπωρο για τα καλά. Η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά.
Πρώτη έτρεξε η μητέρα τους να τους υποδεχτεί. Ήταν μεγάλη η χαρά της να έχει όλα τα παιδιά της κοντά της, και είχε μια τεράστια αγκαλιά για όλα.
«Παιδιά μου επιτέλους γυρίσατε; Είχατε καλό ταξίδι; Με τις δουλειές που είχατε να φέρετε εις πέρας όλα καλά;»
Τα αγόρια κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν ανακουφισμένα.
Ευτυχώς η μητέρα τους δεν ήξερε τίποτα. Ένιωσαν μεγάλη ανακούφιση που τα βρήκαν όλα όπως τα άφησαν.
«Ναι, μητέρα όλα καλά» της είπαν και την αγκάλιασαν. Αυτή τους έσφιξε πάνω της με λατρεία και συγκράτησε τα δάκρυα συγκίνησης.
«Ελπίζω να πεινάτε γιατί ετοιμάσαμε μεγάλο τραπέζι. Ξέρω τί θα πείτε αλλά πρώτη φορά λείπετε τόσο καιρό από το παλάτι και απο κοντά μου. Θα κατσαδιάσω άλλη μέρα τον πατέρα σας που σας παραγεμίζει με καθήκοντα. Σήμερα είναι μέρα χαράς».
Μετά από αρκετό καιρό η οικογένεια ήταν και πάλι μαζεμένη. Τα φαγητά ήταν αφθόνως απλωμένα στο τραπέζι, το ίδιο και η ευτυχία άπλετη στις καρδιές τους. Σαν ένα απαλό, αέρινο πέπλο τους κάλυπτε όλους. Εκείνη τη μέρα ξέχασαν τις απογοητεύσεις που έζησαν και τους πλήγωσαν. Ξέχασαν πως είχαν ολόκληρο βασίλειο να κουμαντάρουν και έγιναν απλά άνθρωποι.
Συζήτησαν και το θέμα των γάμων. Τα παιδιά δεν έφεραν καμία αντίρρηση. Μέχρι και η Εχίβη συμφώνησε σε μια δεύτερη ευκαιρία. Δεν ξέχασε τι πέρασε, όμως, η επιθυμία της για γάμο τελικά υπερκέρασε όλα τα εμπόδια του εγωισμού και του πείσματος και δήλωσε ανοικτή σε προτάσεις. Μετά κι απ'αυτό όλα πια κυλούσαν αρμονικά.
Από την επόμενη κιόλας μέρα ο Ούγος άρχισε να ψάχνει επιμελώς για τις νύφες.
Όμως δεν ήταν και τόσο εύκολο γιατί ο Ούγος προτιμούσε πολύφερνες νύφες από Γαλλία και Αραγωνία για να εξασφαλίσει συμμαχίες με αυτά τα Ευρωπαικά κράτη.
Το τερπνόν μετά τού ωφελίμου δε λένε;
Μετά από μερικούς μήνες βρέθηκε η πρώτη νύφη.
Την Ελεονώρα. Τη θυγατέρα του ινφάντη Πέτρου της Ριμπαργκόθα μέλους της βασιλικής οικογένειας της Αραγωνίας.
Κατέθεσαν αμέσως αίτηση γάμου στον Πάπα, και μόλις αυτή εγκρίθηκε αμέσως ορίστηκε ημερομηνία γάμου. Ο Πέτρος έμεινε κατευχαριστημένος όταν πρωτοαντίκρυσε την Ελεονώρα. Μια νεαρή κοπέλα και εξαιρετικά όμορφη. Τί παραπάνω να ζητήσει;
Οι γάμοι τελέστηκαν με μεγάλη μεγαλοπρέπεια και με όλες τις τιμές.
Μετά σειρά είχε ο Ιωάννης, του έτυχε αποκαρδιωτική περίπτωση που όμως ο Ιωάννης, προς μεγάλη έκπληξη του πατέρα του, δέχτηκε να γίνει αυτός ο γάμος.
Η περί ου ο λόγος νύφη ήταν η Κωνσταντία. Η οποία όμως καταγόταν απο Σικελία και όχι απο Γαλλία ή Αραγωνία όπως ο ίδιος ο βασιλιάς Ούγος επιθυμούσε. Αυτό που είδε ο βασιλιάς σ'αυτήν ήταν η τεράστια προίκα που κατείχε απο τους δύο προηγούμενους της άτεκνους γάμους. Αυτό σημαίνει ότι η νύφη δεν είναι μικρή κοπέλα αλλά αρκετά ώριμη γυναίκα. Συγκεκριμένα, διήνυε την τέταρτη δεκαετία της ζωής της.
Ο Ιωάννης το σκέφτηκε καλά και αφού δεν γινόταν να αποκτήσει την Σαλώμη ας αποκτούσε τουλάχιστον αυτή τη τεράστια περιουσία, και αν η μέλλουσα γυναίκα του, του έκανε τη χάρη να πέθαινε τόσο νωρίς όσο και η πρώτη γυναίκα του Πέτρου ακόμη καλύτερα. Έτσι τελικά αποδέχτηκε να προχωρήσει σε αυτό το γάμο για να εισχωρήσει στην τεράστια περιουσία της.
Η Ελεονώρα στο γάμο του Ιωάννη και της Κωνσταντίνας εμφανίστηκε με στρουμπουλή κοιλίτσα τραβώντας όλα τα βλέματα. Οι θερμές ευχές για να φέρει στο κόσμο τον πολυπόθητο διάδοχο του πατέρα του έπεφταν βροχή. Οι ευχές θα επαληθευτούν και θα φέρει στον κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι που θα το ονομάσουν Πέτρο.
Η Εχίβη δέχτηκε τελικά πρόταση για γάμο απο το Φερδινάνδο της Μαγιόρκα. Έτσι μαζί με τους γονείς της έκαναν το ταξίδι μέχρι το νησί τη Μαγιόρκα. Τελέστηκαν οι γάμοι με δόξα και τιμή. Η Εχίβη ήταν πολυ όμορφη νύφη. Ο Φερδινάνδος φάνηκε εντυπωσιασμένος μαζί της και αυτό ευχαρίστησε την Εχίβη, άφησε πίσω της τα παλιά και κοιτούσε μόνο μπροστά. Το μέλλον. Όταν ήρθε η ώρα η Εχίβη αποχαιρέτησε με λύπη τους γονείς της που θα επέστρεφαν πίσω στην Κύπρο. Μια νέα ζωή ξεκινούσε τώρα πια γι'αυτήν πλάι στον σύζυγό της. Έναν όμορφο μελαχρινό άντρα.
Τελευταίος στη σειρά έμεινε ο Ιάκωβος που τελικά βρέθηκε και γι'αυτόν η Ελοïζ ντε Μπράνσγουικ απο βασιλική οικογένεια της Γαλλίας. Όλα έδειξαν πως έμεινε ευχαριστημένος με την επιλογή του πατέρα του.
Τελικά ο Ούγος κατάφερε και να παντρέψει τα παιδιά του, και να συνάψει συμμαχίες με Γαλλία και Αραγωνία.
Εν τω μεταξύ ηυγεία του Ούγου άρχισε να χειροτερεύει...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top