Κεφάλαιο 35




Έσπαζε το κεφάλι του να κατεβάσει καμιά καλή ιδέα αλλά τίποτα.

Το μόνο που μπορούσε να κάνει προς το παρόν ήταν να αρχίσει να ρωτάει όποιον έβρισκε μπροστά. Έτσι και έκανε, άρχισε να ρωτάει δεξιά και αριστερά για το αν είδαν μια κοπέλα με κατακκόκινα μαλλιά και εκπληκτικά όμορφη να κυκλοφορεί εδώ στο λιμάνι.

«Άμα βρίσκαμε μια τέτοια κοπέλα σε σένα θα τη δίναμε; Θα την κρατούσαμε για τον εαυτό μας» αστειεύονταν και γελούσαν.

«Τελικά ούτε και αυτό το ντύσιμο μας βοηθά τελικά. Κανείς δεν μου έδωσε πραγματική σημασία. Όλοι είναι βιαστικοί».

Στεκόταν σκεφτικός, ακίνητος. Κοιτούσε γύρω του μέχρι που η ματιά του έπεσε στα γερόντια που κάθονταν πιο πέρα και παρακολουθούσαν το λιμάνι.

«Δεν έχω κάτι να χάσω. Ας δοκιμάσω» συλλογίστηκε και άρχισε να βηματίζει προς το μέρος τους.

Τους έπιασε με τη σειρά

«Μήπως χθες ή σήμερα είδατε μια νεαρή κοπέλα πολύ όμορφη με κόκκινα μαλλιά να τριγυρνά εδώ στο λιμάνι;»

«Όχι γιε μου. Δεν είδα».

Πήγαινε στον επόμενο και του έκανε την ίδια ερώτηση και πάντα λάμβαινε την ίδια απάντηση «όχι, όχι, όχι, όχι, όχι....»

Αμέτρητα όχι, είχε χάσει πια τον λογαριασμό.

Μέχρι που ήρθε και η σειρά του γεράκου με τα αετίσια μάτια. Του έκανε την ερώτηση και όταν πήρε «ναι» για απάντηση δεν πίστευε στα αυτιά του, δεν πίστευε στη τύχη του. Του ξαναέκανε την ερώτηση για να σιγουρευτεί. Και πάλι η απάντηση ήταν «ναι».

Η καρδιά του Ιωάννη είχε αρχίσει να κτυπάει σαν ταμπούρλο

«Και πού την είδες;» τον ρώτησε με λαχτάρα.

«Στο κατάστρωμα ενός καραβιού που αναχωρούσε σήμερα πολύ νωρίς το πρωί. Αξημέρωτα σχεδόν. Θυμάμαι καθαρά τα κόκκινα μαλλιά της που ανέμιζαν στον άνεμο, και από όσο μπόρεσα να καταλάβω γιατί μας χώριζε κάποια απόσταση, πρέπει όντως να ήταν πολύ όμορφη κοπέλα» χαμογέλασε νοσταλγικά στη θύμηση της εικόνας της Σαλώμη.

«Μήπως προσέξατε ποιο καράβι ήταν; Ακούσατε για που θα πήγαινε;» τον ρώτησε

«Ναι, ξέρω».

«Πες μου λοιπόν» του είπε ανυπόμονα.

«Λοιπόν. Εδώ και μερικές μέρες έγινε μεγάλος χαλασμός γιατί ήρθε εδώ στην πόλη μας ένας βασιλιάς ονόματι Φραγκίσκος, αν θυμάμαι σωστα. Ο ίδιος ελάχιστα εμφανίστηκε στην πόλη. Το καράβι του ήταν εδώ αραγμένο στο λιμάνι. Όλοι μας  μάθαμε ποιο ήτανε. Ε, σ'αυτό το καράβι την είδα την κοπέλα. Είμαι σίγουρος».

Ο Ιωάννης άσπρισε σαν το πανί. Τα κατάλαβε όλα. Η Σαλώμη είχε φύγει μαζί με αυτόν τον βασιλιά για τη χώρα του τη Μινόρκα.

«Ε, γιε μου, σου μιλάω με ακούς; Είσαι καλά; Εσύ χλώμιασες» τον σκούντησε ελαφρά ο γεράκος και ο νέος επανήλθε στην πραγματικότητα.

«Ναι, καλά είμαι. Να πάρε το ρεγάλο σου για τη βοήθεια σου. Ήταν πολύτιμη και σε ευχαριστώ» τον κτύπησε φιλικά στον ώμο και ταυτόχρονα του έχωσε τα νομίσματα στη χούφτα του πριν προλάβει να του φέρει αντιρρήσεις. Ήδη ο Ιωάννης είχε απομακρυνθεί με μεγάλα, γοργά βήματα.

Έπρεπε να βρει τον Πέτρο πριν προλάβει να μάθει την αλήθεια για τη Σαλώμη.

Τον έψαχνε για ώρα. Η κίνηση στο λιμάνι είχε αρχίσει να αραιώνει. Είχε αρχίσει πλέον να τους τυλίγει το σκοτάδι.

Επιτέλους τον είδε, ήταν σκυθρωπός, φαινόταν καθαρά αποτυπωμένη στο πρόσωπό του η απογοήτευσή, ανακουφισμένος με την αποτυχία του τον πλησίασε.

«Έγινε τίποτα και έρχεσαι τόσο βιαστικός;» τον ρώτησε ξαφνιασμένα ο Πέτρος

«Ναι, Πέτρο, έγινε. Έμαθα για τη Σαλώμη».

«Αλήθεια; Τί έμαθες;»  είπε και τον γράπωσε από τους ώμους.

«Έμαθα ότι σήμερα το πρωί την είδαν στο κατάστρωμα ενός καραβιού που έφευγε για Συρία και μετά για Αίγυπτο».

«Έφυγε κιόλας δηλαδή;» τον ρώτησε απογοητευμένος αλλά κατόπιν του είπε ζωηρά

«Θα την ακολουθήσουμε, θα την προλάβουμε και θα την πάρουμε από το καράβι εκείνο έστω και με τη βία».

«Σύνελθε Πέτρο. Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Θες να βρούμε τον μπελά μας; Αλίμονό μας από τον πατέρα όταν το μάθει. Αυτό θες; Έφυγε και τέλος. Εσύ τη ζωή σου και αυτή τη δική της».

«Καθόλου δεν τελείωσε» φώναξε αγριεμένος ο Πέτρος «Τώρα αρχίζει. Θα την ακολουθήσουμε. Πάμε να βρούμε ένα καράβι που θα σαλπάρει το συντομότερο για Συρία».

Ο Ιωάννης άρχισε τις αντιρρήσεις.

«Εσύ αν δε θες μην έρχεσαι. Εγώ θα πάω, πάει και τελείωσε. Το αποφάσισα και δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη».

«Τέτοιος ξεροκέφαλος που είσαι..» μουρμούρισε ο Ιωάννης

«Ευτυχώς δηλαδή που του είπα ψέματα ότι η Σαλώμη έφυγε για Συρία, δηλαδή από την αντίθετη πλευρά απ'ότι στην πραγματικότητα αφού η Μινόρκα είναι νησί που ανήκει στην Ισπανία» σκέφτηκε ευχαριστημένος χαμογελώντας «Μια χαρά τα κατάφερα».

«Εντάξει, Πέτρο, νίκησες θα έρθω μαζί σου».

«Ωραία. Πάμε να βρούμε καπετάνιο που να φεύγει για Συρία».

Ξεκίνησαν την αναζήτηση από τις ταβέρνες και δεν έκαναν λάθος. Βρήκαν ένα καπετάνιο που την επομένη νωρίς το πρωί θα αναχωρούσε για Συρία. Όπως επίσης και σε μια από τις ταβέρνες συνάντησαν εντελώς τυχαία τον Ιωάννη Λομβάρδη, έναν φημισμένο ιππότη έμμισθο του βασιλείου. Του δόθηκε η άδεια που ζήτησε από το βασιλιά για να φύγει εκτός Κύπρου και έτσι θα έφευγε με αυριανό καράβι για Ισπανία.

Ήπιαν μαζί του ένα ποτηράκι για να γιορτάσουν μαζί του το γυρισμό του στην οικογένειά του μετά από τόσους μήνες απουσίες.

Μετά κι από αυτό πήγαν στους στάβλους και κανόνισαν να μείνουν τα άλογα εκεί για όσο χρειαζόταν. Τους υποσχέθηκαν πως θα πληρώνονταν καλά για τις υπηρεσίες τους. Η νύχτα είχε προχωρήσει για τα καλά. Έπρεπε να βρουν κάπου να μείνουν. Ευτυχώς εντόπισαν ένα μικρό πανδοχείο. Δεν ήταν και τα ανάκτορά τους αλλά από το τίποτα καλύτερο ήταν. Το θετικό ήταν ότι είχε καλό φαγητό και ποτό. Έφαγαν, ήπιαν και χορτάτοι κίνησαν για ύπνο αφού πρώτα τόνισαν στον πανδοχέα να τους ξυπνήσει πολύ νωρίς την επομένη.

«Μην ανησυχείτε. Θα πω στη γυναίκα μου να ρθει να σας ξυπνήσει. Ξυπνά νωρίτερα και από τα κοκόρια» τους είπε χαμογελώντας τους πρόσχαρα

«Ωραία. Καληνύχτα τότε».

«Καληνύχτα».

Το δωμάτιο τους πέραν των δύο αχυροστρωμάτων δεν είχε τίποτα άλλο. Κοιτάχτηκαν. Ανασήκωσαν αδιάφορα τους ώμους και ευθύς πήραν από ένα αχυρόστρωμα.

Μια στιγμή αργότερα κοιμόντουσαν βαθιά.

Την επομένη όπως τους το είχε υποσχεθεί ο πανδοχέας πήγε η γυναίκα του και τους ξύπνησε. Τους έφερε καθαρό νερό να πλυθούν και τους έφτιαξε και πρωινό.

Έμειναν απόλυτα ικανοποιημένοι από τις περιποιήσεις της μικροσκοπικής γυναίκας.

Την πλήρωσαν καλά και έφυγαν μένοντας όλοι πλήρως ευχαριστημένοι.

Πήγαν στο λιμάνι βρήκαν τον καπετάνιο να τους περιμένει στο σημείο συνάντησης που κανόνισαν από το πρηγούμενο βράδυ και όλοι μαζί πορεύτηκαν για το καράβι.

Λίγη ώρα αργότερα απόπλευσαν.

Μόνο ο Ιωάννης γνώριζε πως το ταξίδι αυτό ήταν τελείως άσκοπο...

Όταν ο Ούγος έφτασε στην Αμμόχωστο μαζί με όλους τους βαρώνους του και τη φρουρά του πάντα ετοιμοπόλεμη, τα παιδιά του είχαν ήδη προπορευτεί σχεδόν μιας μέρας ταξίδι.

«Χωριστείτε και ξαμολυθείτε να μου τους βρείτε» τους διέταξε άγρια χωρίς να χάνει άλλο καιρό. Είχε χάσει ήδη αρκετό.

Σε όλο το ταξίδι είχε ένα άσχημο προαίσθημα και του έβγαινε σε εκνευρισμό και θυμό με αποτέλεσμα να ξεσπά στους συνοδούς του που αμέσως τσακίστηκαν να εκτελέσουν τις διαταγές του βασιλιά τους.

Μετά από κάποια ώρα που φάνηκε αιωνιότητα στον Ούγο του έφεραν μπροστά του τον Ιωάννη Λομβάρδη. Τον είδαν τυχαία όταν επιβιβαζόταν σε κάποιο καράβι και τον ρώτησαν αν είδε τους γιους του Ούγου και αυτός τους απάντησε πως ναι, τους είχε δει. Τότε χωρίς δεύτερη κουβέντα τον πήγαν σηκωτό στο βασιλιά.

Ο Ιωάννης Λομβάρδης τα είχε χαμένα. Δυσκολευόταν να καταλάβει τι γινόταν.

Και η απορία του μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν είδε το βασιλιά να τον κοιτάει με θυμό.

«Πού είναι τα παιδιά μου;» τον ρώτησε έντονα.

«Δεν ξέρω βασιλιά μου».

«Λες ψέματα» τον κατηγόρησε, «αφού με ενημέρωσαν ότι τους είδες».

«Ναι τους είδα. Όμως τους είδα χθες αργά το βράδυ εντελώς τυχαία σε μια ταβέρνα. Ήπιαμε όλοι μαζί ένα ποτηράκι κρασί και έφυγαν. Ούτε τους ρώτησα, ούτε μου είπανε από μόνοι τους τι δουλειά είχαν εδώ».

«Και αφού δεν κάθησαν να φάνε στην ταβέρνα τότε τί ήθελαν εκεί;»

«Δεν ξέρω ακριβώς. Πάντως τους έπιασε το μάτι μου που μιλούσαν με κάποιον. Καπετάνιος μου φαίνεται πως ήταν. Μίλησαν για λίγο και μετά φεύγοντας με πρόσεξαν και μου μίλησαν».

«Και μετά που πήγαν;»

«Αυτό δεν το ξέρω καθόλου. Μετά έφυγαν και δεν τους ξαναείδα από τότε».

«Δηλαδή δεν γνωρίζεις τίποτα άλλο;»

«Όχι, τίποτα άλλο».

«Αυτό θα το δούμε» τα μάτια του Ούγου σπίθισαν από θυμό.

Διέταξε και τον βασάνισαν χωρίς έλεος. Ο καημένος ο Ιωάννης διαμαρτυρόταν, φώναζε, αρνιόταν την οποιαδήποτε κατηγορία που είχαν εναντίον του αλλά του κάκου. Κανείς δεν άκουγε. Απλά ακολουθούσαν τη διαταγή του βασιλιά. Μέχρι που έπεσε αναίσθητος σε μια λίμνη αίματος. Του δικού του αίματος...

«Πάρτε τον στην Λευκωσία και κλείστε τον στη βασιλική φυλακή» διέταξε ο Ούγος που χωρίς ίχνος οίκτου τους έβλεπε να φορτώνουν όπως όπως τον αιμόφυρτο ιππότη σε άλογο, να ανεβαίνουν και αυτοί στα δικά τους και να απομακρύνονται βιαστικά.

Όταν ο θυμός τον κυβερνούσε ήταν ικανός για τα πάντα. Το μυαλό του έχανε τη διαύγεια του. Πίστευε ακράδαντα πως ο ιππότης ψευδόταν και αυτό τον εξαγρίωνε. Δεν σκεφτόταν καθαρά όπως θα έπρεπε, γιατί αν το έκανε θα έβλεπε πως αδικούσε έναν αθώο.

«Βλέπεις κανένα καράβι στον ορίζοντα αδελφέ;»

«Όχι, τίποτα. Είσαι σίγουρος ότι θα πήγαινε κατά τη Συρία;»

Ο Ιωάννης κρυφογέλασε πριν απαντήσει

«Ε, ναι, δε σου είπα; Την είδαν να επιβιβάζεται σε καράβι που θα ταξίδευε για εκεί. Η περιγραφή που μου έδωσαν ταιριάζει ακριβώς με αυτή της Σαλώμης».

«Τότε γιατί δεν είδαμε ακόμα κανένα καράβι;»

«Επειδή το δικό της καράβι έφυγε από χθες το πρωί. Θα σε πολύ τυχερός αν την πετύχεις πριν φτάσει. Που για να είμαι ειλικρινείς δεν το πολυπιστεύω».

«Εγώ σου λέω πως θα την προλάβουμε» είπε με πείσμα ο Πέτρος.

Ο Ιωάννης απλώς ανασήκωσε τους ώμους του.

Έτσι συνέχισαν για ώρες. Ο Πέτρος με κολλημένο το βλέμα στον άδειο ορίζοντα και ο Ιωάννης να βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση ώστε να προλαβαίνει το όποιο πρόβλημα τυχόν να προέκυπτε.

Μέχρι που ένα σημαδάκι εμφανίστηκε στον ορίζοντα.

«Νάτο, νάτο» φώναξε χαρούμενος ο Πέτρος «Επιτέλους. Δεν στο είπα πως θα την προλάβουμε;» του είπε όλο χαρά.

Ο Ιωάννης αναστατώθηκε. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε και ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό.

«Καπετάνιε, καπετάνιε» έτρεξε να τον βρει ο Πέτρος για να συνεννοηθούν.

Ο Ιωάννης έμεινε μόνος να κοιτάζει την κουκκίδα που όλο και διακρινόταν πιο καθαρά στον βαθύ ορίζοντα.

«Είναι δυνατόν;» μουρμούριζε «είναι δυνατόν να έγινε κάποιο λάθος και όντως να τον οδήγησα κοντά της αντί για το αντίθετο;» ένιωσε τον αέρα να λιγοστεύει από τα πνευμόνια του, καταπολέμησε την επιθυμία του να κτυπήσει το κεφάλι του στην κουπαστή του καραβιού γιατί το καταλάβαινε πως το μόνο που θα κέρδιζε από αυτή του την κίνηση είναι απλά ένα άχρηστο καρούμπαλο.

Κλονισμένος έμεινε να κοιτάζει τον ορίζοντα. Τα μάτια του ήταν στηλωμένα σε εκείνο το σημαδάκι που είχε πάρει πια καθαρά τη μορφή καραβιού.

«Συγχώρεσέ με Σαλώμη» ψιθύρισε.

Μπορεί να έγινε ότι έγινε μεταξύ τους αλλά δεν ήθελε το κακό της. Απλά ήθελε να παραμείνει μακριά του. Αυτή η κοπέλα του έβγαζε το χειρότερό του εαυτό. Δεν μπορούσε να ελέγξει τον πόθο του γι'αυτήν και αυτό τον οδηγούσε σε αναίσχυντες πράξεις όπως εκείνο το μοιραίο βράδυ που προσπάθησε να τη βιάσει.

Αν και το είχε κρύψει τότε, ένιωσε ανακουφισμένος όταν ο Πέτρος του ανακοίνωσε ότι είχε φύγει από το παλάτι. Ένιωσε να ανασαίνει ξανά. Δεν άντεχε άλλο να την νιώθει τόσο κοντά του και μην μπορεί να την χαρεί όπως αυτός επιθυμούσε με όλο του το είναι.

Έτσι ήταν καλύτερα. Μέχρι που ήρθε ο Πέτρος και οι αποφάσεις του να του ανατρέψουν τις ισορροπίες του και πάλι...

Πίστευε πως τα είχε καταφέρει μια χαρά μέχρι τώρα να τον ξεγελάει. Αλλά να που είχε κάνει λάθος, και τώρα έπρεπε επειγόντως να βρει καινούριο σχέδιο δράσης.

Ο Ούγος έστησε το στρατηγείο του στο παλάτι της Αμμοχώστου για να βρίσκεται κοντά στην όλη επιχείρηση εύρεσης των παιδιών του.

Είχε ήδη διατάξει να εξοπλιστούν κατάλληλα και να επανδρωθούν δύο γαλέρες, τις οποίες προτίμησε γιατί είναι εφοδιασμένες και με κουπιά εκτός από τα συνήθη πανιά που υπάρχουν σε όλα τα καράβια, και έτσι μπορούν να συνεχίζουν το ταξίδι τους και σε ενάντιο άνεμο αλλά και σε άπνοια, χωρίς καθόλου καθυστέρηση. Όταν ήταν έτοιμες τις έστειλε προς τα δυτικά να ψάξουν παντού εξονυχιστικά από τόπο σε τόπο. Μέχρι και τις βραχονησίδες.

Γίνεται απίστευτα μεγάλη η μεσόγειος όταν θελήσεις να την ψάξεις πόντο πόντο, άσχετα αν στο χάρτη φαντάζει απλώς σαν μια λίμνη σε σύγκριση με τους ατελείωτους ωκεανούς.

Όμως πέρα αυτού, υπήρχαν κι άλλες δυσχέριες. Τα παιδιά ήδη προηγούνταν κατά μία μέρας ταξίδι, και εκτός αυτού έπλεαν προς την αντίθετη μεριά...  προς την ανατολή.

Μέσα στη θολούρα του μυαλού του από οργή και πίκρα ο πατέρας τους είχε αποφασίσει λανθασμένα να στείλει και τις δύο γαλέρες στη δύση ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να τις ισομερήσει στη μεσόγειο μία προς δύση και μία προς ανατολή.

Έτσι θα είχαν πιο σίγουρα και πιο άμεσα αποτελέσματα.

Ακόμα δεν το χωρούσε το μυαλό του πως τα ίδιά του τα παιδιά του προκάλεσαν τέτοιο πόνο και αναστάτωση.

Έβραζε σε ένα κράμα οργής και απογοήτευσης, εξοργισμού και αγανάκτησης.

Κι όλο βασάνιζε το μυαλό του με ατέλειωτες ερωτήσεις.

Τί είχε πάει λάθος στη σχέση του με τα παιδιά του; Σε τί είχε φταίξει; Και ήταν τόσο σοβαρό ώστε να θελήσουν να φύγουν τόσο μακρυά τους; Γιατί να τους εγκαταλείψουν έτσι; Και κυρίως τί θα έλεγε της μητέρας τους αν τελικά δεν κατόρθωνε να τους βρει; Το νέο αυτό θα κατακεραύνωνε την υγεία της. Η θέση του ήταν αβάστακτα δύσκολη και μη ανταλλάξιμη.

Προς το παρόν, και με βαριά καρδιά αποφάσισε να την ξεγελάσει . Έστειλε κάποιον να της πει ψέματα ότι τα παιδιά βρέθηκαν, ότι χαίρουν άκρας υγείας αλλά δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στο παλάτι γιατί έπρεπε να φύγουν άμεσα για την Κερύνεια για κάποια εκκρεμότητα που προέκυψε. Έπρεπε να κερδίσει χρόνο χωρίς να της κινήσει την παραμικρή υποψία.

Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να τους βρει. Και μάλιστα το συντομότερο δυνατόν.

Καθόλου δεν του πήγε το μυαλό στον πραγματικό λόγο που τα παιδιά του αποφάσισαν έτσι ξαφνικά να σεργιανήσουν στη θάλασσα.

Πώς θα μπορούσε άλλωστε;

Έτσι πίστεψε το αυτονόητο γι'αυτόν, ότι δηλαδή τους εγκατέλειψαν και μάλιστα με το χειρότερο τρόπο. Απλά εξαφανίστηκαν!

Αυτό το αίσθημα της μόνιμης αγωνιώδης αναμονής του κατέτρωγε τα σωθικά. Αργά και βασανιστικά. Κατήντησε να μην τρώει, να μην κοιμάται, να μην ξεκουράζεται. Είχε καταλήξει ένα ράκος. Ένιωθε την υγεία του σιγά σιγά να καταρρέει αλλά δεν έκανε τίποτα να το αποτρέψει. Συνέχιζε τα ίδια χωρίς να δίνει απολύτως καμία σημασία.

Επωμιζόταν όλο το βάρος της συνεχής ανησυχίας των προσπαθειών εξεύρεσης των παιδιών, την αγρύπνια της απόγνωσης και την αβεβαιότητα της επιτυχίας αυτής της αναζήτησης.

Τόσο απλά, θυσιαζόταν για την υγεία της γυναίκας του...

Ο Ιωάννης συνέχιζε να έχει καρφωμένο το βλέμμα του στο καράβι μπροστά και το μαυλό του δούλευε πυρετωδώς για κάποια λύση στο πρόβλημά του στην περίπτωση που όντως η Σαλώμη ατυχώς βρισκόταν σε αυτό το καράβι. Τί να έκανε για να γλιτώσει την κοπέλα από τα χέρια του αδερφού του;

Ο Πέτρος δεν άργησε να επιστρέψει κοντά του βγάζοντάς τον από τις απαισιόδοξες σκέψεις του

«Αδελφέ μάντεψε» τον προέτρεψε γεμάτος ενθουσιασμό

«Ωχ, Πέτρο, πού να ξέρω εγώ; Υπάρχουν χιλιάδες επιλογές και δεν έχω καμία διάθεση» του έκοψε απότομα τον ενθουσιασμό.

«Πω, πω αδερφέ μου πώς άλλαξε έτσι η διάθεσή σου από τη μια στιγμή στην άλλη; Τέλος πάντων, θα σου πω. Ο καπετάνιος  πείστηκε να πλησιάσουμε το καράβι. Αν και στην αρχή δεν ήθελε ούτε να το ακούσει τελικά τον έπεισα, φυσικά βοήθησε και το παραφουσκωμένο βαλάντιο που του έταξα».

Σκοτοδίνη του ήρθε του Ιωάννη σαν άκουσε αυτά τα λόγια, αλλά κρατήθηκε γερά από την κουπαστή και απέκρυψε την ταραχή του κοιτάζοντας σταθερά μπροστά του τον βαθύ ορίζοντα. Και τότε του ήρθε μια ιδέα για να τον αποτρέψει.

«Σκέφτηκες το ενδεχόμενο το καράβι να είναι πειρατικό; Δεν νομίζεις πως είναι άδικο να παρασύρουμε τόσους ανθρώπους στο χαμό; Μήπως να το ματάιωνες;» τον ρώτησε με κρυφή ελπίδα.

«Αυτό αποκλείεται. Και μην ανησυχείς, δεν είναι πειρατικό. Την ίδια φοβία εξέφρασε και ο καπετάνιος γι'αυτό και το εξέτασε προσεκτικά και αποφάνθηκε ότι δεν υπάρχει καμιά ανησυχία περί αυτού. Για να το λέει κάτι παραπάνω θα ξέρει και εμένα αυτό μου αρκεί» είπε και απομακρύνθηκε βιαστικά για να μην ακούσει τίποτα παραπάνω που θα έθεταν σε αναβολή τα σχέδια του.

«Μάλιστα» σκέφτηκε απογοητευμένος ο Ιωάννης «καταποντίστηκε αυτό το σχέδιο. Θα πρέπει να βρω κάτι άλλο. Προς το παρόν μόνο την προσευχή μου μπορώ να κάνω και μακάρι να εισακουστεί».

Ο Πέτρος αντιθέτως βρισκόταν σε ανάταση ψυχής και δεν έκανε τίποτα για να το κρύψει. Και όσο ο Ιωάννης τον έβλεπε έτσι καλοδιάθετο τόσο πιο πολύ εκνευριζόταν.

Πήγε πιο πέρα και εσκεμμένα κοιτούσε αλλού μόνο και μόνο για να αποφύγει τον Πέτρο.

Με τον ούριο άνεμο να τους κατευοδώνει, σε σύντομο χρονικό διάστημα κάλυψαν αρκετή απόσταση από αυτή που τους χώριζε από το άλλο καράβι που προχωρούσε σχετικά αργά σε σχέση με το δικό τους.

Σε λίγο θα το πλησίαζαν αρκετά και θα μπορούσαν να συνεννοηθούν με τον καπετάνιο του.

Όταν πλησίασαν πια αρκετά μπορούσαν να διακρίνουν καθαρά το πλήρωμα που εργαζόταν στο κατάστρωμα.

Όταν πλησίασαν ακόμα πιο πολύ έφτασε στ'αυτιά τους καθαρά.

«Ε, κοιτάχτε αυτό το καράβι που μας πλησιάζει επικίνδυνα. Σαλβαδόρ πήγαινε να φωνάξεις τον καπετάνιο. Τώρα» ούρλιαξε η φωνή και κάπου μέσα της μπορούσες να ανιχνεύσεις το φόβο.

Σε λίγο φάνηκε και ο καπετάνιος. Ήταν αρκετά ταραγμένος και έδωσε κάποιες εντολές που εκτελέστηκαν αμέσως. Το κατάστρωμα γέμισε από οπλισμένους άντρες πανέτοιμους για μάχη.

«Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή» είπε στον Πέτρο ο δικός του καπετάνιος

Ευθύς ο Πέτρος ύψωσε τη λευκή σημαία που κρατούσε σαν σύμβολο διαπραγμάτευσης και ειρηνικών προθέσεων.

Τα όπλα στο απέναντι καράβι δεν αποσύρθηκαν, αλλά τουλάχιστον χάθηκε η προηγούμενη έχθρα. Κάτι ήταν κι αυτό.

Το καταλάμβαιναν ότι δεν μπορούσε να υπάρξει απόλυτη εμπιστοσύνη. Θα μπορούσε κάλλιστα εκ μέρους τους να είναι ένα καλοστημένο σχέδιο για να κυριεύσουν το αντίθετο καράβι.

Όταν επιτέλους ακοστάρισαν το καράβι, ο καπετάνιος ζήτησε να μάθει τί ήθελαν.

Ο Πέτρος ανέλαβε να δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις

«Αν έφυγες από το λιμάνι της Αμμοχώστου τότε επιθυμώ να ανέβω στο καράβι σας, άοπλος αν το επιθυμείτε και να το ψάξω».

«Ναι, όντως από εκεί έφυγα.Τί ακριβώς ψάχνεις;»

«Κάποιο πρόσωπο που έφυγε από το νησί».

«Τί πρόσωπο;»

«Με την άδειά σας δεν θέλω να πω κάτι περισσότερο. Απλώς άστε με να ψάξω».

«Αν δεν μου πεις τί ακριβώς ψάχνεις δεν ανεβαίνεις».

Τα νεύρα του Πέτρου είχαν τεντωθεί επικίνδυνα. Στη σκέψη και μόνο πως ήταν μόνο ένα βήμα μακριά από τη Σαλώμη τον έπιανε τρέλα.

Εν τω μεταξύ ο καπετάνιος που ήταν εκεί κοντά και παρακολουθούσε τη συζήτηση ακούγοντας τη φωνή του άλλου καπετάνιου του φάνηκε γνωστή. Πρόσεξε καλύτερα το πρόσωπό του, και αν και είχε περάσει πολύς καιρός τον αναγνώρισε.

«Καπετάν Μάρκο εσύ είσαι;»

Ο καπετάνιος γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε για μερικές στιγμές και σιγά σιγά το ύφος του άλλαξε καθώς αναγνώριζε τον συνομιλητή του.

«Καπετάν Αλπέρτο; Εσύ είσαι;»

«Εγώ».

Τα μάτια τους φωτίστηκαν από ικανοποίηση που συναντούσαν ένα παλιό φίλο. 

Ο Αλμπέρτο πέρασε στο καράβι του Μάρκου και αγκαλιάστηκαν θερμά.

«Που πιάνεις το επόμενο λιμάνι σου;»

«Συρία. Τρίπολη».

«Αλήθεια; Και εγώ. Να βρεθούμε να τα πούμε».

«Μα φυσικά» η χαρά τους ήταν τόση που ξεχάστηκαν και έπιασαν την κουβέντα.

«Τί θα γίνει;» φώναξε ο Πέτρος ανυπόμονος.

«Α, ναι, το ξεχάσαμε το παιδί. Άστο να ψάξει. Θα τον εποπτεύεται σε όλη τη διαδικασία. Αν και στο λέω πως δε χρειάζεται. Ο σκοπός του είναι καθαρός. Μόνο να ψάξει θέλει».

«Μα τί στο καλό ψάχνει;»

«Ούτε σε μένα λέει. Αν και μυρίζομαι γυναικοδουλειά. Στο κάτω κάτω θα το μάθουμε αν και εφόσον το βρει».

Ο καπετάν Μάρκος το σκέφτηκε για λίγο και μετά είπε χαμηλόφωνα στο Μάρκο

«Να ξέρεις πως το κάνω μόνο για το χατίρι σου. Αλλιώς δεν είχε καμία ελπίδα αυτό το ανόητο μειράκιο να ανέβει στο καράβι μου».

«Άντε, έλα» φώναξε στο Πέτρο κάνοντάς του νόημα με το χέρι.

Ο Πέτρος τρελός από χαρά πήδηξε στο καράβι.

«Όμως υπό έναν όρο» του είπε ο καπετάν Μάρκος.

«Δεκτός» είπε με φούρια ο Πέτρος.

«Ωραία, τότε άντε πήγαινε να ψάξεις. Πάρε όσο χρόνο χρειάζεσαι».

«Ευχαριστώ» και έφυγε τρεχάτος, δεν κρατιόταν με τίποτα

Ο καπετάνιος με ένα νεύμα έστειλε στο κατόπι του ένα ανθρώπινο κτήνος. Παραήταν ψηλός, παραήταν γεροδεμένος, παραήταν άγριο το μούτρο του.

Όταν ο Πέτρος τον αντιλήφθηκε πίσω του κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο όρος που είχε δεχτεί εκ των προτέρων και καθόλου δεν τον πείραξε.

Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται..

Ο Ιωάννης σε όλο αυτό έμεινε απλός παρατηρητής. Δεν μπορούσε να κάτι τίποτα άλλο. Ζούσε στιγμές μεγάλης αγωνίας. Δεν έπερνε τα μάτια του από το άλλο καράβι. Περίμενε τη στιγμή που θα εμφανιζόταν ο αδερφός του, και ευχόταν να εμφανιστεί μόνος του. Χωρίς τη Σαλώμη.

Ο Πέτρος έψαχνε μανιωδώς παντού. Κάθε γωνιά. Κάθε πιθανή κρυψώνα. Κιβώτια. Βαρέλια. Σάκους. Έψαχνε, έψαχνε αλλά τίποτα. Πουθενά η κοπέλα. Ούτε ίχνος της. Έψαχνε μέχρι που πείστηκε ότι οι ελπίδες του είχαν διαψευθεί.

Όταν εμφανίστηκε και πάλι στο κατάστρωμα εκεί που ήταν όλοι μαζεμένοι και τον είδαν· κατάλαβαν ότι δεν θα μάθαιναν ποτέ ποιο ήταν το πρόσωπο που έψαχνε τόσο απελπισμένα.

Ο Ιωάννης όταν είδε τα χέρια του Πέτρου αδειανά και το περίλυπο ύφος του, κατάλαβε και ένιωσε απέραντη ανακούφιση.

Απομακρύνθηκε με τρόπο για να πανηγυρίσει την αποτυχία του αδερφού του, αν και κάπου στο βάθος ένιωθε άσχημα γι'αυτό γιατί πίστευε πως κατα κάποιο τρόπο πρόδιδε τον Πέτρο και την εμπιστοσύνη που του είχε.

Μετά από λίγο και αφού αποχαιρετίστηκαν οι δυο καπεταναίοι δίνοντας ραντεβού στο λιμάνι της Τρίπολης, τα καράβια χώρισαν συνεχίζοντας την πορεία τους.

Εκείνο το βράδυ τα δυο αδέρφια δεν αντάλλαξαν κουβέντα.

Την επομένη, γη φάνηκε στον ορίζοντα. Αλλά για τα αδέλφια δεν είχε καμία σημασία. Ο Πέτρος ακόμα σκεφτόταν την αποτυχία του και την ατυχία του.

Ο Ιωάννης τον απέφευγε γιατί δεν ήξερε πως να τον παρηγορήσει αφού αυτός είχε χαρεί με το αποτέλεσμα της έρευνας.

Έτσι, αφού δεν είχε τί άλλο να κάνει πλησίασε τον καπετάνιο και άρχισε τη συζήτηση μαζί του. Ήταν ευκαιρία να ξεχαστεί και λίγο.

«Πότε φτάνουμε καπετάνιο;»

«Το πιθανότερο σήμερα κιόλας. Φτάνει να μην μας εγκαταλείψει ο ούριος άνεμος».

«Και σε ποιο λιμάνι θα αράξουμε;»

«Σε αυτό της Τρίπολης. Γίνονται μεγάλες συναλλαγές εκεί. Τις περισσότερες φορές κερδίζουμε αρκετά».

«Και θα φύγετε απευθείας ή θα μείνετε;»

«Θα μείνουμε για μερικές μέρες. Πάντα χρειάζεται να μείνουμε μερικές μέρες. Ποτέ δεν είναι ίδιες στον αριθμό. Άλλωτε χρειαζόμαστε περισσότερες και άλλωτε λιγότερες. Εξαρτάται από το πόσο θα μας πάρει να ολοκληρώσουμε τις συναλλαγές. Μετά όλα τα υπόλοιπα είναι εύκολα. Ανεφοδιάζουμε το καράβι με νερό, τρόφιμα και καινούριο εμπόρευμα, επισκευάζουμε οποιεσδήποτε ζημιές υπάρχουν και σαλπάρουμε ξανά».

«Και μετά θα πάτε και πάλι Κυπρό;»

«Όχι. Για τον άλλο μήνα είναι στο πρόγραμμα ξανά η Κύπρος».

«Δηλαδή θα πρέπει να βρούμε άλλο καράβι για να γυρίσουμε πίσω».

«Αν πρέπει να γυρίσετε αμέσως ναι. Αλλιώς μείνετε μαζί μας και θα πάμε όλοι μαζί τον άλλο μήνα».

«Όχι, όχι. Είναι επείγον να γυρίσουμε το συντομότερο δυνατόν. Μην σου πω ότι έχουμε ήδη καθυστερήσει».

«Τότε θα πρέπει να βρείτε άλλο καράβι. Μην ανησυχείς, θα βρείτε εύκολα. Συνεχώς φεύγουν καράβια για Κύπρο. Το μόνο μειονέκτημα είναι ότι συνήθως πρώτα πηγαίνουν Αίγυπτο και μετά για Κύπρο».

«Τί να γίνει; Ας είναι. Φτάνει που θα επιστρέψουμε» του είπε συγκαταβατικά.

Και κατόπι σκέφτηκε «Αλλά πως θα γίνει που δεν έχουμε καθόλου χρήματα;»

Το πρόβλημα τους ήταν αξεπέραστο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top