Κεφάλαιο 34

Πίσω στο παρόν, οι καβαλάρηδες που σπεύδουν ταχέως προς την Αμμόχωστο, όλο και κεντρίζουν τ'άλογα τους να τρέξουν πιο γρήγορα. Είναι τα τρίτα που αντάλλαξαν μέχρι στιγμής και όταν και αυτά κουραστούν τόσο με κίνδυνο να σκάσουν τα κακόμοιρα με την πρώτη ευκαιρία θα τα ανταλλάξουν κι αυτά με άλλα ξεκούραστα χρυσώνοντας τους ιδιοκτήτες τους αφήνοντας τους επιπλέον κέρδος και το κουρασμένο άλογο. Κι όλα αυτά για να μην χρειαστεί να σταματήσουν να ξεκουράσουν τα δικά τους και χάσουν έτσι πολύτιμο χρόνο.

Κέρδισαν χρόνο, όμως έχουν ακόμα πολλή δρόμο μπροστά τους να καλύψουν.

Στάθηκαν τυχεροί που συνάντησαν αρκετούς καλοθελητές που τους διευκόλυναν, λες και η μοίρα συνομότησε μαζί τους για να προλάβουν, έτσι νόμιζαν. Λανθασμένα βέβαια αφού η Σαλώμη είχε ήδη φύγει, και ένιωθε πλέον εντελώς ασφαλής και ελεύθερη από τα βαριά δεσμά της. 

Αγνοούσε αυτά που γίνονταν πίσω της, που αν τα μάθαινε σίγουρα θα ανησυχούσε.

Αλλά δεν είχε ιδέα και συνέχιζε να πλέει σε μεγαλειώδη πελάγη ευτυχίας.

Ούτε που φανταζόταν σε τι κόπο θα έμπαιναν για χάρη της.....

Ο δρόμος μπροστά τους φάνταζε ατελείωτος. Κυνηγούσαν με μανία το χρόνο.

Στα μάτια του Πέτρου διακρίνεται καθαρά η άβυσσος της λύσσας για εκδίκηση. Έχει συσσωρεύσει τόσο μένος μέσα του που δεν βλέπει την ώρα να το ξεσπάσει στην άτιμη προδότρα.

Όσο η απόσταση μικραίνει τόσο αυτό μεγαλώνει και θεριεύει.

Ξεκίνησε για την Αμμόχωστο χωρίς ουσιαστικά να είναι εντελώς σίγουρος ότι όντως θα βρισκόταν εκεί. Υπάρχουν και άλλα λιμάνια στο νησί. Όμως το λιμάνι της Αμμοχώστου είναι το πιο πολυσύχναστο. Ίσως και το μόνο από το οποίο θα μπορούσε να βρει αμέσως καράβι για να φύγει.

Εκτός αυτού ένα έντονο συναίσθημα τον παρακινούσε προς τα εκεί. Κάτι του έλεγε έντονα μέσα του ότι η επιλογή του ήταν σωστή και αυτό ακολούθησε, το ένστικτο ενός προδομένου άντρα και, αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί, βαθιά πληγωμένου.

Οι ώρες κύλησαν, η απόσταση καλύφθηκε. Ο ήλιος είχε αρχίσει να βασιλεύει εδώ και να γλυκοχαράζει κάπου αλλού, σε τόπους μακρινούς.

Η Αμμόχωστος τους υποδέχτηκε πάντα όμορφη, πάντα μεγαλειώδης, πάντα έχοντας στην αγκαλιά της τη θάλασσα. Σε αυτή την αγκαλιά βρισκόταν φωλιασμένο και καλοβαλμένο το λιμάνι της.

Ήταν και το πρώτο μέρος που θα έψαχναν απ'άκρη σ' άκρη.  

Ήταν ακόμα κατάμεστο από κόσμο. Έμποροι και οι βοηθοί τους που κουβαλούσαν πραμάτειες στα καράβια, οι καπεταναίοι με τα πληρώματά τους αναστάτωναν το λιμάνι με τις φωνές και τους περιστασιακούς καβγάδες τους, έπρεπε να τελειώσουν με το φόρτωμα των πραμάτειων στο αμπάρι όπως επίσης και τον ανεφοδιασμό τους σε τρόφιμα και νερό. Υπήρχαν και απλοί περίεργοι που δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν και μπερδεύονταν στα πόδια τους και στη δουλειά τους. Όλο τους έδιωχναν και όλο εκεί βρίσκονταν. Στην απέναντι μεριά του δρόμου υπήρχαν ηλικιωμένοι που δεν χρησίμευαν σε τίποτα πια και απλά κάθονταν σε μια γωνιά παρακολουθώντας τα διάφορα ευτράπελα που συμβαίνουν καθημερινώς στο λιμάνι και έτσι ανακουφίζουν την πλήξη τους διασκεδάζοντας. Έφευγαν από τη θέση τους μόνο όταν έπεφτε ο ήλιος και ξαναέπαιρναν θέση με την ανατολή. Και η ζωή κυλούσε αθόρυβη πια γι' αυτούς.

Τα δύο αδέρφια ανακατεύτηκαν με τον κόσμο ψάχνοντας διαρκώς με το βλέμμα τα γνώριμα πορφυρά μαλλιά.

Οι αισθήσεις του Ιωάννη ήταν ακόμα πιο οξυμένες γιατί είχε έρθει αποφασισμένος να αλλάξει τα σχέδια του αδερφού του χωρίς ωστόσο αυτό να του γίνει αντιληπτό.

Έπρεπε να πράξει έξυπνα και μεθοδικά. Δεν ήξερε ακόμα πως, και αυτό τον είχε αγχώσει, αλλά είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του πως όλο και κάποια ιδέα θα κατέβαζε το μυαλό του.

Συνεχώς κόσμος πηγαινοερχόταν, φωνές ακούγονταν από παντού και τους ξεκούφαιναν.

Ο Ιωάννης νευριασμένος με την όλη ανάκατη κατάσταση που επικρατούσε κέντρισε το άλογο του να επιταχύνει το βήμα του και πλησίασε τον Πέτρο.

«Δεν γίνεται τίποτα έτσι αδερφέ μου».

«Και τί προτείνεις Ιωάννη;» του είπε θιγμένος

«Πάμε λίγο πιο πέρα που δεν έχει τόσο κόσμο και οχλαγωγία και θα σου πω».

«Πάμε γιατί η αλήθεια είναι πως έχω εκνευριστεί με όλη αυτή τη φασαρία».

Προχώρησαν πιο κάτω και όταν πια ξέφυγαν από την οχλοβοή μπόρεσαν επιτέλους να μιλήσουν πιο ήρεμα.

«Για πες μου λοιπόν τί έχεις κατα νου».

«Λέω να αφήσουμε τα άλογα σε στάβλο για να τα φροντίσουν και για να μην μας τα κλέψουν και εμείς θα αναμειχθούμε πεζοί με το πλήθος. Θα τους ρωτάμε αν είδαν το άτομο που ψάχνουμε. Έχεις καθόλου χρήματα πάνω σου;»

Ψάχτηκε.

«Όχι. Και τώρα;»

«Μην ανησυχείς έχω εγώ».

«Πάλι καλά» είπε ανακουφισμένος.

«Ναι αλλά δεν είναι πολλά και δεν ξέρω αν μας φτάσουν. Πάμε και βλέπουμε. Και άκου, δεν λέμε σε κανέναν ποιοι είμαστε γιατί αλλιώς δεν θα μας αφήσουν σε ησυχία».

Παρατήρησε τον εαυτό του και κατόπιν τον Πέτρο. Έμεινε ευχαριστημένος.

«Ωραία. Τα ρούχα μας δεν προδίδουν ποιοι είμαστε».

«Μα ούτε και απλούς χωριάτες μας λες».

«Όχι δεν μας λες. Μάλλον για καλοζωισμένους ευγενείς θα μας έλεγα. Έστω και έτσι την δουλειά μας θα την κάνουμε. Μην σου πω και καλύτερα έτσι γιατί θα μας δώσουν περισσότερη σημασία από το να είμασταν απλοί χωρικοί γιατί έτσι θα παρακινηθούν να μας βοηθήσουν για το ρεγάλο που θα περιμένουν να εισπράξουν».

«Καλά τα λες αδερφέ. Οπότε πάμε και ανακατευόμαστε με το πλήθος. Ξεκινάμε;».

«Περίμενε. Λέω καλύτερα να χωριστούμε, έτσι θα έχουμε αποτελέσματα γρηγορότερα».

«Συμφωνώ. Και όταν νυχτώσει θα συναντηθούμε στους στάβλους που θα πάμε τα άλογα. Αν τη βρεις αδερφέ μου να τη φέρεις σε μένα έστω και με το ζόρι» τον κρατούσε γερά από το μπράτσο.

Κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια. Ο Ιωάννης βούτηξε στη ψυχή του και βρέθηκε αντιμέτωπος με όλη τη λαίλαπα που μαινόταν στη ψυχή του και συγκλονίστηκε.

Διέλυσε πρώτος την παράφορη ένταση της στιγμής.

«Ας μη χάνουμε άλλο καιρό πάμε τα άλογα στο στάβλο, εδώ πιο κάτω είναι».

Τους υποδέχτηκαν με χαμόγελα μέχρι τα αυτιά. Θα αυξανόταν κι άλλο το μεροκάματο.

«Θα τα φροντίσετε καλά;»

«Μείνετε ήσυχοι. Τα καλύτερα θα τους δώσουμε. Άχυρο αρίστης ποιότητας, μήλα και καρότα. Επίσης θα τα βουρτσίσουμε και θα τα ποτίσουμε με φρέσκο νερό».

«Πολύ ωραία λοιπόν. Θα επιστρέψουμε το βράδυ».

«Όπως επιθυμείτε».

Οι σταβλίτες έμειναν να χαζεύουν τα δύο αδέλφια μέχρι που απομακρύνθηκαν από τα μάτια τους.

«Σαν να μου θυμίζουν κάποιους αυτοί οι δύο» είπε ο ένας σκεφτικός.

«Είναι επειδή όλοι οι ευγενείς πλούσιοι είναι ίδιοι. Θα τους μπερδεύεις με κάποιους άλλους».

«Καλά λες. Μάλλον αυτό θα έπαθα» και καταπιάστηκαν με τα άλογα ξεχνώντας εντελώς την προηγούμενη συζήτησή τους.

  Εν τω μεταξύ στο παλάτι πίσω στη Λευκωσία η Αλίκη καλοσώρισε τον άντρα της πίσω στην αγκαλιά της και την ώρα του δείπνου τον ενημέρωσε για τα καθέκαστα με τα παιδιά.

«Αυτό δεν είναι καλό. Κάτι σκαρώνουν τα καμάρια σου».

«Μα γιατί το λες αυτό;» τον ρώτησε ανήσυχη.

«Επειδή εγώ τους είπα να με περιμένουν εδώ και όμως αυτοί με αψήφησαν και έκαναν του κεφαλιού τους» έσφιξε στα δάκτυλά του το κύπελλο με το κρασί με θυμό  «Θα πάω να τους βρω. Να τους προλάβω πριν μπλέξουν σε μπελάδες. Δεν τους έχω καμία εμπιστοσύνη. Αύριο πρωί πρωί θα φύγω για Αμμόχωστο».

Τα είπε με αποφασιστικότητα και πυγμή. Ο θυμός άστραψε έντονα στα μάτια του.

Η Αλίκη το πρόσεξε και έτσι δεν τόλμησε να εκφράσει τις αντιρρήσεις της που τον ήθελαν κοντά της. Εκτός αυτού άρχισε να ανησυχεί και η ίδια για τα παιδιά της. Έτσι προτίμησε να μην επέμβει.

Έδωσαν τις κατάλληλες οδηγίες για το πρωινό ξύπνημα της επόμενης μέρας στον Μπωλιάν και πήγαν αγκαλιασμένοι στα διαμερίσματά τους, έτοιμοι να απολαύσουν όλα τα παρελκόμενα που κουβαλά μαζί της η νύχτα όταν συναντά δύο βαθιά ερωτευμένους ανθρώπους που ακόμα ποθούν να αγαπηθούν έστω και σε αυτή την ηλικία...

Χάιδεψε τους γκρίζους κροτάφους του άντρα της και του χαμογέλασε. Ρυτίδες σχηματίστηκαν γύρω από τα μάτια της. Δεν ήταν πια μικρά παιδιά. Ο Ούγος είχε κλείσει πια τα πενήντα και η Αλίκη τα σαράντα πέντε.

Αυτός χάιδεψε τα μαλλιά της που είχαν αρχίσει σποραδικά να ασπρίζουν. Όλο και συχνότερα προσθέτονταν άσπρες τρίχες στα μαλλιά της.

Δεν της επέτρεπε να τα βάψει με χένα. Την προτιμούσε φυσική χωρίς φτιασίδια που προσδίδουν ψεύτικη και εφήμερη ομορφιά. Έτσι κι αλλιώς γι αυτόν ήταν πάντα η παιδούλα που ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά την ημέρα του γάμου τους.  

Έσκυψε και τη φίλησε τρυφερά στα χείλη....

Όπως πάντα ένιωσε τις αμέτρητες πεταλούδες να πλημμυρίζουν το στομάχι της. Τόσα χρόνια μετά και ακόμα να της τελειώσει αυτό το εφηβικό συναίσθημα.

Και ευχόταν να μην την εγκαταλείψει ποτέ. Ποτέ...

Έκλεισε τα μάτια της και του ανταπέδωσε με θέρμη το φιλί..

Πίσω στην Αμμόχωστο, ο Πέτρος με τον Ιωάννη αρχίζουν ακάθεκτοι το ψάξιμο.

«Εδώ θα χωριστούμε. Έλα πάρε και αυτά τα χρήματα. Χρησιμοποίησε τα όμως με φειδώ. Να τα προσφέρεις σε όποιον πραγματικά ξέρει κάτι και θα σε βοηθήσει».

«Καλά, καλά ξέρω. Δεν είναι ανάγκη να μου μιλάς λες και είμαι κανα παιδί».

και άρπαξε θυμωμένα τα νομίσματα από τη χούφτα του Ιωάννη «Θα ξεκινήσω από την άλλη μεριά του λιμανιού και εσύ από αυτή».

«Πολύ καλά. Πήγαινε και καλή τύχη.» του φώναξε και από μέσα του συμπλήρωσε «να μην έχεις».

«Καλή τύχη και σε σένα» τον άκουσε να του φωνάζει

«Τώρα είναι η ευκαιρία μου να χαλάσω τα σχέδια του. Που είμαι μόνος. Αλλά πώς;»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top