Κεφάλαιο 33
«Τί; Που θα πας να την βρεις; Αφού δεν ξέρεις καν που βρίσκεται» εξεπλάγηκε ο Ιωάννης που ευθύς ξαναβρήκε την μιλιά του.
«Ρώτησα με τρόπο τη Σοφία και μου είπε ότι θα πήγαινε να ψάξει αλλού δουλειά. Σε κανένα αρχοντόσπιτο και όταν θα βολευόταν κάπου τότε θα ειδοποιούσε και τη Σοφία. Αλλά εγώ αυτό δεν το πιστεύω».
Ο Ιωάννης τον διέκοψε
«Τί θέλεις να πεις; Ότι η Σοφία τόλμησε να σου πει ψέματα;»
«Όχι, δεν εννοώ αυτό. Άσε με να τελειώσω. Πιστεύω ότι είπε και της Σοφίας ψέματα. Πραγματικός της σκοπός πιστέυω ότι είναι να φύγει εντελώς από την Κύπρο».
«Και πως είσαι τόσο βέβαιος;»
«Είμαι απόλυτα σίγουρος επειδή ένα βράδυ την απείλησα πως αν ποτέ έφευγε έτσι, στα κρυφά χωρίς να μου πει οτιδήποτε τότε θα τηναναζητούσα παντού, θα την έβρισκα και θα την σκότωνα επί τόπου ως τιμωρία για την αισχρή προδοσία της. Και επειδή η Κύπρος είναι μικρή και εύκολα θα την έβρισκα αποφάσισε να φύγει εντελώς από το νησί με την ελπίδα πως θα μου ξεφύγει. Γι'αυτό φεύγω πάλι για την Αμμόχωστο. Ίσως την προλάβω. Αν όχι να ρωτήσω μήπως την έχει δει κανείς. Αποκλείεται να μην την έχει δει κανείς. Έστω και αυτόν τον ένα πρέπει να τον βρω. Οποιαδήποτε πληροφορία θα μου φανεί χρήσιμη».
«Και όταν την βρεις τί θα κάνεις; Θα την σκοτώσεις;»
«Φυσικά και θα τη σκοτώσω. Το είπα και θα το κάνω. Κανένας δεν παίζει μαζί μου, και αν τολμήσει κανείς τότε το πληρώνει πάρα πολύ ακριβά».
«Μα θα τα βάλεις με μια γυναίκα; Δεν το βρίσκεις άνανδρο;»
Ομίχλη θυμού θόλωσε για μια στιγμή τη ματιά του, αλλά, κράτησε τη ψυχραιμία του σκεφτόμενος και μόνο ότι μέσα στην κάμαρα κοιτόταν η μητέρα του άρρωστη εξαιτίας αυτού του θυμού.
«Θα ήταν αν δεν την είχα προειδοποιήσει. Δεν πρόκειται να την αφήσω να τριγυρνάει και να διατυμπανίζει ότι με ξεγέλασε, ότι μου ξέφυγε. Δεν πρόκειται να την αφήσω ελέυθερη να γελάει εις βάρος μου. Το είπα και αυτό πρέπει να γίνει. Άσε που το θέλω κιόλας. Θα το χαρώ τόσο πολύ να την δω να υποφέρει από το φόβο λίγο πριν τη σκοτώσω και θα χαρώ ακόμα περισσότερο όταν δω την λάμψη της ζωής να σβήνει από τα μάτια της».
Ο Ιωάννης έφριξε με αυτά που άκουγε. Δεν το πίστευε ότι άκουγε τον αδελφό του να λέει αυτά τα τόσο τρομερά λόγια.
«Αυτό δεν πρέπει να γίνει» σκέφτηκε ο Ιωάννης «δεν θα το επιτρέψω. Δεν θα επιτρέψω ο αδερφός μου να γίνει ένας στυγνός δολοφόνος. Δεν πρόκειται να επιτρέψω να μολύνει τη ψυχή του τόσο απερίσκεπτα με ένα ανούσιο φονικό»
«Ωραία τότε, σήκω. Πάμε, θα έρθω και εγώ μαζί σου. Θα σε βοηθήσω στην ανεύρεση της μικρής προδότρας. Και θα χαρώ πολύ να σε δω να της κόβεις το ωραίο της κεφαλάκι» τα μάτια του έλαμψαν και ο Πέτρος πίστεψε πως ήταν από ευχαρίστηση για την προσεχή εκδίκησή τους και αυτό του άρεσε.
«Δεν έχω αντίρρηση, αλλά η μητέρα; Θα φύγουμε και θα την αφήσουμε στην κατάστασή της;»
«Μην ανησυχείς και θα είναι μια χαρά. Θα έχει δίπλα της την Σοφία, που όλοι ξέρουμε πόσο την αγαπάει και την φροντίζει. Θα πάμε να την επισκεφθούμε τώρα πριν φύγουμε για να την ενημερώσουμε κιόλας. Και γρήγορα γιατί δεν έχουμε άλλο χρόνο για χάσιμο, αλλιώς δεν θα την προλάβουμε. Όμως δεν ανησυχώ και τόσο. Θα την κυνηγήσουμε και δια θαλάσσης αν χρειαστεί».
«Τότε ας μην καθυστερούμε. Πάμε».
Χτύπησαν απαλά την πόρτα της κάμαρας της Αλίκης. Άνοιξε ο γιατρός.
«Θέλουμε να δούμε την μητέρα μας, είναι ανάγκη».
«Κοιμάται. Και θα κοιμάται για πολλές ώρες ακόμα».
«Καλά τότε. Πάμε Ιωάννη» βγήκαν απογοητευμένοι από την κάμαρα
«Και τώρα;»
«Πάμε να βρούμε τη Σοφία».
Την βρήκαν στην κουζίνα. Μόλις τους είδε αναστατώθηκε, ο νους της πήγε κατευθείαν στο κακό. Αχ, αυτή η δύστυχη Σοφία, μέχρι πότε θα ζει σε αυτή την αγωνία; Μέχρι πότε θα φοβάται μέχρι και τη σκιά της μην της έρθουν κακά μαντάτα για τη Σαλώμη; Μέχρι πότε θα τρέμει και να της πέφτει ότι κρατάει κάθε φορά που κάποιος την καλεί; Μάλλον μέχρι να φύγει οριστικά από το παλάτι, ελεύθερη να ζήσει όπως αυτή επιθυμούσε, όπου επιθυμούσε με τον άντρα που αγαπούσε και δυστυχώς αυτό θα έπαιρνε αρκετό καιρό μέχρι να εκπληρωθεί.
Παρ'όλη την αναστάτωσή της υποκλίθηκε με σεβασμό και πριν προλάβει να τους ρωτήσει τί ήθελαν την πρόλαβαν αυτοί.
«Σοφία, εμείς πρέπει να φύγουμε. Πάμε Αμμόχωστο. Πήγαμε στη μητέρα μας αλλά της χορηγήθηκαν φάρμακα και ακόμα κοιμάται. Απο σένα θέλουμε μόλις ξυπνήσει να την ενημερώσεις για την απουσία μας και ότι θα γυρίσουμε το συντομότερο. Επίσης πες της πως όλα πια είναι εντάξει και θα καταλάβει».
«Όπως επιθυμείτε υψηλότατοι».
Και έφυγαν βιαστικά. Μετά από ελάχιστα λεπτά ήδη ταξίδευαν με τα πιο γοργά τους άλογα για Αμμόχωστο. Ήθελαν μιας ημέρας ταξιδιού για να φτάσουν στον προορισμό τους αλλά θα έκαναν τα πάντα για να φτάσουν νωρίτερα.
Και ενώ οι καβαλάρηδες άφηναν πίσω τους τη Λευκωσία, την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή σ'ένα από τα μικροαστικά της σπίτια μια άλλη ιστορία θα εξελισσόταν εντελώς απρόσμενα και εντελώς κατα τύχη.
Όλα θα ξεκινήσουν με μια συζήτηση μεταξύ δύο κουτσομπόληδων φιλενάδων που θα αποτελέσει και το έναυσμα μιας ενδιαφέρουσας αναζήτησης...
Το επίμονο κτύπημα στην πόρτα την διέκοψε με δυσφορία από το καθάρισμα των πατατών που θα αποτελούσαν και το λιτό μεσημεριανό της οικογένειας.
«Ποιος να είναι τόσο νωρίς» μονολογούσε η μεσόκοπη γυναίκα ενώ κατευθυνόταν στην πόρτα σέρνωντας βαριεστημένα τα πόδια της και στραβομουτσουνιάζοντας. Τη δυσαρεστούσε απίστευτα όταν την διέκοπταν από τις δουλειές της. Όμως, σαν άνοιξε την πόρτα μια ευχάριστη έκπληξη την περίμενε που μονομιάς εξαφάνισε τα ξινισμένα μούτρα και στη θέση τους απλώθηκε ένα μεγάλο ειλικρινές χαμόγελο.
«Μυρσίνη μου, πόσο καιρό έχουμε να τα πούμε. Καλά έκανες και ήρθες. Έλα, κόπιασε μέσα. Δεν σε πειράζει να συνεχίσω την δουλειά που έκανα; Πατάτες καθαρίζω για το μεσημέρι, λέω να τις κάνω βραστές».
Και λέγοντας αυτά ταυτόχρονα την αγκάλιασε τρυφέρα από τους ώμους και την παρέσυρε εκεί που καθόταν και έκανε τη δουλειά της.
Η Καημένη η Μυρσίνη λέξη δεν πρόλαβε να πει, μονότερμα την πήρε. Αλλά καθόλου δεν την ενοχλούσε η διαχυτικότητα της φίλης της, απεναντίας μάλιστα. Μπορεί να ήταν παραπάνω φλύαρη από το κανονικό αλλά ποτέ δε βαριόταν την παρέα της. Γελαστή και λέγοντας μόνο μισόλογα, ό,τι προλάβαινε δηλαδή, όχι καθόλου δεν.... κάνε τη δουλειά σ...
Την έβαλε και κάθησε σε μια καρέκλα απέναντι από την δική της.
«Περίμενε λίγο να σου φέρω και μια λεμονάδα που την έφτιαξα με τα χεράκια μου να δροσιστείς. Μόλις πριν από λίγο τράβηξα νερό από το πηγάδι. Ακόμη κρύο θα είναι, ότι πρέπει με τέτοια ζέστη».
Ετοίμασε τη λεμόνάδα και την πρόσφερε στη Μυρσίνη.
«Αχ, σε ευχαριστώ πολύ Ειρήνη μου. Όντως είναι ότι πρέπει με τέτοια ζέστη, και έχω μια δίψα».
Το πήρε και άδειασε το μισό ποτήρι μονορούφι. Το υπόλοιπο το ακούμπησε στο τραπέζι για αργότερα.
«Χρυσοχέρα είσαι Ειρήνη μου, πολύ ωραία η λεμονάδα σου».
Χαμογέλασε απο ικανοποίηση η Ειρήνη. Ήταν καλή νοικοκυρά και το ήξερε, αλλά της άρεσε κιόλας να της το επιβεβαιώνουν κάπου κάπου.
«Λοιπόν; Τί νέα Μυρσίνι μου; Στο σπίτι όλοι καλά; Γιατί χάθηκες τόσο καιρό;»
«Ναι δόξα τω Θεό. Τώρα όλα καλά. Ο άντρας μου μόλις ανάρρωσε από ένα ατύχημα που είχε. Γι αυτό και έχει τόσο καιρό να περάσω από εδώ».
«Α, τον κακόμοιρο. Μα τί έπαθε;» ρώτησε με ειλικρινή ανησυχία
«Χτύπησε άσχημα το πόδι του. Έπεσε σε ένα βαθύ αυλάκι. Ο γιατρός που τον εξέτασε είπε ότι ευτυχώς δεν το είχε σπάσει, αλλά έπρεπε να το ξεκουράζει. Και το έκανε αναγκαστικά αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να περπατήσει».
«Τώρα όμως είναι καλύτερα ε;»
«Δόξα τω Θεό τώρα είναι τελείως καλά αφού σου το'πα. Τόσο καιρό δεν με άφηνε να το κουνήσω από δίπλα του, με ήθελε συνεχώς κοντά του να τον φροντίζω. Αλλά τώρα που μπόρεσε και βγήκε και αυτός επιτέλους από το σπίτι είπα να κάνω και εγώ μια βόλτα να πάρω αέρα. Ακόμα λίγο και θα τρελενόμουν κλεισμένη εκεί μέσα τόσες μέρες. Εσείς εδώ;»
«Και εμείς εδώ όλα καλά. Φαντάζομαι και τα παιδιά μου με τις οικογένειές τους. Δεν έχω νέα τους εδώ και αρκετό καιρό. Μένουν και μακριά. Σκορπισμένα σε όλο το νησί είναι τα χρυσά μου. Πάντως αν είχαν πάθει κάτι κακό θα το μαθαίναμε. Πάντα τα κακά μαντάτα μαθαίνονται αμέσως. Έτσι δεν ανησυχώ. Και ο άντρας μου λίγο πριν έρθεις βγήκε έξω. Θα συναντούσε φίλους του μου είπε.Λες να με κορόιδεψε ότι θα συναντηθεί με φίλους και να έτρεξε να βρεθεί με καμιά γυναίκα;»
Τα είπε αυτά και άρχισε να γελάει με τη σαχλαμάρα που πέταξε γιατί το ήξερε καλά πως ο Παντελής της δεν θα της έκανε ποτέ τέτοιο κακό.
«Το ξέρω πως ο Παντελής σου είναι σωστός οικογενειάρχης και σε λατρεύει. Το βλέπω στα μάτια του που όποτε σε κοιτάζουν στάζουν μέλι. Αλλά γενικά συμβαίνουν πολλά που δεν τα ξέρεις» της πέταξε η Μυρσίνι «να ας πούμε με αυτό που είπες μου θύμισες κάτι που έγινε πριν καιρό αλλά δεν πρόλαβα να στο πω γιατί αμέσως μετά από αυτό χτύπησε ο Αντρέας μου».
«Ε, άντε λέγε να δούμε» της είπε η Ειρήνη και τα μάτια της έλαμπαν από την αδημονία της να μάθει. Η περιέργεια της είχε φτάσει στα ύψη.
«Καλά, καλά. Λοιπόν που λες εκεί στην γειτονιά μου, δυο με τρία σπίτια παρακάτω από το δικό μου μένει ένα αντρόγυνο. Μάλλον έμενε αλλά θα στα πω σιγά σιγά. Παιδιά δεν έκαναν, όχι επειδή δεν ήθελαν αλλά επειδή δεν τους έστελνε ο Θεός. Ποιος ξέρει τι αμαρτίες κουβαλούν και γι'αυτό τους τιμώρησε ο Θεός. Τους άκουγα που κάθε τόσο τσακώνονταν και τα έλεγαν αυτά μεταξύ τους. Έφταιγαν ο ένας τον άλλο για την δυστυχία τους να μην αποκτήσουν παιδιά. Αντάλλασαν λόγια βαριά. Μέχρι και χέρι άπλωσε πάνω της και την χτύπησε άσχημα. Την είδα με τα μάτια της μπλαβιά και τα χείλη της σκισμένα και πρισμένα. Την λυπήθηκα πολύ αλλά δεν τόλμησα να της πω οτιδήποτε. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν έιχαμε ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα».
«Αχ, την καημένη. Και μετά; Τί έγινε; Γιατί τώρα δεν μένουν εκεί; Μετακόμισαν αλλού;»
«Τώρα θα σου πω. Λοιπόν μετά από αυτό γλυκάθηκε ο άντρας της και σήκωνε συχνά το χέρι του πάνω της. Οι κραυγές της ακούγονταν παντού στη γειτονιά αλλά κανένας δεν τολμούσε να πάει να την υπερασπιστεί. Όλοι τον φοβόντουσαν τον άντρα της. Ειδικά μετά που άρχισε να πίνει πάρα πολύ. Είχε γίνει πολύ βίαιος και επικίνδυνος. Η καημένη η γυναίκα ήταν μονίμως φορτωμένη με μελανιές. Άρχισε πια να μην βγαίνει και πολύ από το σπίτι της επειδή προφανώς θα ντρεπόταν να κυκλοφορήσει στην κατάσταση που ήταν. Μέχρι που μια ημέρα ο άντρας της δεν γύρισε. Την επομένη ήρθαν και της έφεραν το μαντάτο ότι ο άντρας της βρέθηκε σκοτωμένος στο δρόμο. Είχε πέσει κάτω στο δρόμο από το μεθύσι και τον πάτησε άμαξα. Ο αμαξάς όταν κατάθεσε είπε πως ούτε που τον είδε. Δεν το έκανε σκόπιμα. Δεν τον φόνευσε. Ούτε που τον ήξερε. Υπήρξαν ακράδαντα διαπιστευτήρια για την αθωότητα του και έτσι τον άφησαν ελεύθερο. Αλλά αυτό δεν αφορά την ιστορία μας.
Η γυναίκα που λες το έπαιξε και καλά θλιμμένη χήρα μπροστά τους αλλά μετά όταν έμεινε μόνη, την είδα εγώ τι χαρά έκανε που επιτέλους είχε γλιτώσει από δαύτον. Μπήκα κρυφά στην αυλή της και την παρακολούθησα για λίγο από το παράθυρο».
Η Ειρήνη έμεινε με ανοικτό το στόμα.
«Τί έκανες αθεόφοβη; Μπήκες στην αυλή της; Το ξέρεις πως αν σε έπαιρνε χαμπάρι μπορούσε να σε καταγγείλει; Στην κρεμάλα θα πήγαινες».
«Ε, καλά πώς κάνεις έτσι; Για χαζή με πέρασες; Είχα κρύψει το πρόσωπό μου» το είπε τόσο φυσικά και άφοβα που η Ειρήνη δεν κρατήθηκε και άρχισε να γελάει δυνατά παρασύροντας μαζί της και τη Μυρσίνι.
Όταν τους πέρασε, σκούπισαν τα μάτια τους από τα δάκρυα που τους έφεραν τα γέλια και συνέχισαν την κουβέντα τους.
«Ωραία γελάσαμε Μυρσίνι μου δε λέω αλλά να μην το ξανακάνεις. Είναι πολύ επικίνδυνο. Θα βρεις τον μπελά σου. Για πες μου όμως τώρα και τη συνέχεια».
«Ναι, εντάξει, έτσι και αλλιώς και να ήθελα να το ξανακάνω δεν γίνεται γιατί αυτή τώρα έφυγε από το σπίτι. Το πούλησε και έφυγε. Μάλλον θα έχει φύγει εντελώς από την πόλη μας».
«Γιατί το λες αυτό; Αποκλείεται δηλαδή να ντρέπεται πλέον να μένει στη γειτονιά σας και να αγόρασε κάπου αλλού σπίτι στη Λευκωσία;»
«Χμμ.. αυτό ομολογώ πως δεν το είχα σκεφτεί. Εμένα το μυαλό μου πήγε κατευθείαν αλλού».
«Σαν που δηλαδή;»
«Έλα τώρα, μην μου κάνεις την αθώα. Τί άλλο να ψάχνει ειδικά μετά από τόσο καιρό που ζούσε εντελώς παραπεταμένη και κακοποιημένη απο τον άντρα της; Τί θα ψάχνει τώρα σαν τρελλή αφού ο προηγούμενος της ψόφησε;»
«Μπα σε καλό σου δεν έχεις το Θεό σου εσύ» και καινούριο κύμα γέλωτα δονούσε ευχάριστα το κορμί της. Η Μυρσίνι αυτή τη φορά δεν την ακολούθησε. Μιλούσε σοβαρά και πίστεψε πως κορόιδευε τη γνώμη της. Η Ειρήνη πρόσεξε τη σοβαρότητα της Μυρσίνης και σταμάτησε να γελάει, αν και με κόπο βέβαια.
«Αχ, καλή μου, τόσα χρόνια και ακόμα να με μάθεις; Δεν γελάω επειδή κοροιδεύω αυτά που σκέφτεσαι, γελώ με το τρόπο που μου το είπες. Άκου ψόφησε» και μετά δυσκολίας συγκρατήθηκε να μην ξεσπάσει και πάλι σε γέλια.
Η Μυρσίνι απλά χαμογέλασε που λύθηκε η παρεξήγηση και ύστερα της είπε
«Δηλαδή συμφωνείς;»
«Τίποτα δεν αποκλείεται. Τώρα μάλλον θα θελήσει να ζήσει τη ζωή που της στέρησαν. Ειδικά αν είναι νεαρή. Είναι;»
«Ε, δεν είναι και είκοσι χρονών. Πάντως πιο μικρή από εμάς σίγουρα είναι».
«Ε, τότε καθόλου απίθανο δεν είναι αν τα μάζεψε και πήγε σε άλλη πόλη που δεν την ξέρουν και να ζήσει όπως θέλει και με όποιον θέλει, γιατί κακά τα ψέματα απ'όσα μου εξιστόρησες δεν τράβηξε και λίγα από το παλιάνθρωπο που στραβώθηκε και παντρεύτηκε».
«Όντως, δεν πέρασε και λίγα. Της αξίζει να ζήσει καλύτερα. Ίσως μια μέρα ακούσουμε κάτι».
«Πώς τη λένε;»
«Κάρμεν και είναι σπανιόλα».
«Α, μάλιστα. Θα το έχω υπόψην, αν και μπορεί να επέστρεψε στην πατρίδα της. Πάντως, να σαι καλά Μυρσίνη μου, ήρθες και μου έφτιαξες τη διάθεση. Ήταν εντελώς πεσμένη».
«Και γιατί παρακαλώ; Σου συμβαίνει κάτι σοβαρό και δεν μου το λες;»
«Όχι βέβαια. Θα είχα κάτι και θα το έκρυβα από σένα; Ούτε που να σου περνά από το μυαλό. Ε, να σκεφτόμουν την υποχρέωση που πρέπει να ανταποδώσω και χαλούσε η διάθεση μου».
«Τί είδους υποχρέωση;»
«Μια επίσκεψη, και καθόλου δεν θέλω να πάω στο σπίτι της».
«Ποιας;» ρώτησε η Μυρσίνη με ζωηρή περιέργεια.
«Της Μαρίκκας».
«Την ξέρω; Δεν μου λέει κάτι το όνομα».
«Την γνώρισες μια φορά που ήρθες εδώ και εντελώς συμπτωματικά ήταν και αυτή εδώ».
Το ύφος της Μυρσίνη τής έλεγε ότι ακόμα δεν είχε καταλάβει και έτσι συνέχισε με πιο ενδολεχείς λεπτομέρειες.
«Αυτή που στην αρχή κάθισες δίπλα της αλλά σιγά σιγά και με τρόπο απομακρύνθηκες γιατί κατάλαβε ότι σου βρώμαγε η απλυσιά της. Ναι, ναι και μην με κοιτάς με αυτό το ύφος. Φυσικά και κατάλαβα ότι αυτό σε ενοχλούσε μέχρι που δεν άντεξες άλλο και έφυγες εντελώς από το σπίτι προφασιζόμενη μια δικαιολογία που ούτε θυμάμαι τώρα πια. Και τώρα που το σκέφτομαι από τότε έχεις να ξανάρθεις. Μεσολάβησε φαίνεται το ατύχημα του Αντρέα».
«Ωχ, ναι. Τώρα τα θυμήθηκα όλα καθαρά. Και έκανα τόσο κόπο να τα ξεχάσω. Τί βρώμα ήταν εκείνη Θεέ μου. Ούτε εγώ θυμάμαι τι δικαιολογία χρησιμοποίησα τότε, έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε. Και γιατί δύστυχη πρέπει να πας;»
«Ήρθε πριν από δυο τρεις μέρες περίπου και μου έκανε επίσκεψη και φεύγοντας μου είπε να μην περιμένω μόνο από αυτήν να έρχεται, αλλά, να πηγαίνω και εγώ να την επισκέπτομαι και της είπα πως θα πήγαινα. Τότε το είπα έτσι αψήφιστα δεν είχα σκοπό να πάω αλλά μετά που το σκέφτηκα πιο προσεκτικά κατάλαβα πως δεν είναι σωστό. Και έτσι αποφάσισα να πάω».
«Και καλά, είναι ανάγκη να πας σήμερα; Μόνο μερικές μέρες έχουν περάσει απ'ότι μου είπες. Περίμενε να περάσουν λίγες μέρες ακόμα και το ξανασκέφτεσαι».
«Μπορεί να έχεις και δίκιο. Όχι για να το ξανασκεφτώ αλλά για να περιμένω ακόμα λίγες μέρες».
«Για πες μου κάτι γι'αυτήν. Εκτός του ότι βρομάει. Αυτό το εμπέδωσα».
«Ε, να, είχα την ατυχία να τη γνωρίσω μια μέρα στην αγορά. Αν θυμάμαι καλά εντελώς τυχαία πιάσαμε την κουβέντα σε έναν από τους πάγκους των εμπόρων. Και έκανα το λάθος να την προσκαλέσω στο σπίτι και από τότε έχουμε επαφές. Αραιές μεν αλλά υπάρχουν. Περισσότερο αυτή αναζητά την παρέα μου. Έρχεται εδώ στο σπίτι, ε και δεν μπορώ να το αποφύγω, δεν μπορώ και να τη διώξω».
«Γιατί όμως τα λες αυτά; Εντάξει βρομάει ε και; Άμα είναι καλή τί πειράζει; Τότε που την πέτυχα στο σπίτι σου δεν κατάλαβα τίποτα γι'αυτήν, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου και μετά έφυγα. Αν και νομίζω πως δεν της είχε πολυαρέσει η επίσκεψη μου τότε».
«Όντως, κάτι είχα καταλάβει και εγώ τότε. Και εκτός αυτού δεν νομίζω ότι γενικά είναι και πολύ καλός άνθρωπος».
«Γιατί το λες αυτό;» και πλησίασε την καρέκλα της για να ακούει καλύτερα γιατί η Ειρήνη είχε χαμηλώσει το τόνο της φωνής της. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά...
«Ε να, είναι υπερβολικά ξυπασμένη. Όλους τους κοιτάει υπεροπτικά και τους μιλά απαίσια. Λες και είναι υποτακτικοί της. Αφού να φανταστείς μέχρι και σε μένα που υποτίθεται με θεωρεί φίλη της, εδώ μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, σχολίασε πικρόχολα επειδή μαγείρευα φασόλια, ενώ αυτή όπως μου κοκορεύτηκε θα έτρωγε κρέας όπως και κάθε μέρα, δικά της λόγια είναι αυτά και τα είπε με τόση υπεροψία που φαντάσου, ανασήκωσε μέχρι και την μύτη της, έτσι όπως κάνουν οι πραγματικές αρχόντισσες».
«Αποκλείεται να είναι και αυτή;» ρώτησε με ειλικρίνεια η Μυρσίνι.
«Ποια, καλέ,; Αυτή; Και δεν θα το επιδείκνυε νομίζεις; Αφού την είδες τι ρούχα φορούσε, την μύρισες πως βρομάει. Έτσι βρομάνε και οι αρχόντισσες; Άσε το σπίτι της».
«Έχεις ξαναπάει στο σπίτι της;»
«Ναι, έκανα το λάθος μία φορά και να που τώρα σκέφτομαι να το ξανακάνω».
«Γιατί λάθος; Τόσο όμορφο και αρχοντικό είναι που στο κτυπάει και αυτό;»
«Χα! Καμιά σχέση. Αν ήταν έτσι δεν θα είχα να λέω για το πως συμπεριφέρεται γιατί δεν θα το θεωρούσα αφύσικο».
«Ε, τότε τί;» ρώτησε η φίλη της και τα μάτια της έλαμψαν από έντονη περιέργεια.
«Ζει σε ένα σπίτι που πάλιωσε τόσο που δεν θεωρείται πια σπίτι».
«Αλλά τι;»
«Τρώγλη, μια βρωμερή, άθλια τρώγλη με ξεχαρβαλωμένα παράθυρα και πόρτα, που δεν κλείνουν καλά. Οποιοσδήποτε μπορεί να μπει μέσα και να κλέψει αλλά θα μου πεις και τι να της πάρει που δεν έχει τίποτα. Αφού για να φανταστείς ούτε τραπέζι έχει ούτε καν καρέκλες να κάτσεις σαν άνθρωπος».
«Έλα, Παναγία μου,» είπε η Μυρσίνι και σταυροκοπήθηκε «μα αυτά είναι ανήκουστα! Και όταν πήγες που σε βόλεψε; Ή μήπως σε άφησε όρθια;»
«Η αλήθεια είναι πως δεν με άφησε όρθια. Για καρέκλες έχει κάτι βρωμερές τρύπες που σκάφτηκαν στο πάτωμα, μπαίνεις μέσα και κάθεσαι. Και για τραπέζι έχεις το πάτωμα μπροστά σου.»
Η Μυρσίνη άκουγε και έφριττε.
«Που θα χρησιμεύει και σαν πάτωμα φαντάζομαι. Θα πατά πάνω δεν θα πατά; Και μετά τρώει κιόλας; Τί σιχαμένο» είπε με ύφος απόλυτης σιχασιάς η γυναίκα.
«Σιχαμένο δε λες τίποτα. Ποτέ δεν θα έχει σκουπίσει εκεί μέσα. Άσε που δεν μπορείς να αναπνεύσεις, τόσο βαριά είναι η ατμόσφαιρα, ποτέ δεν θα έχει ανοίξει τα παράθυρα να αεριστεί χορταστικά το σπίτι. Ευτυχώς δηλαδή που τα παράθυρα είναι κάπως ξεχαρβαλωμένα και μπαίνει λίγος αέρας αλλά που να είναι αρκετός, και με όλα εκείνα τα κρέατα που ψήνει ολημερίς και χλαπακιάζει, ντουμανιασμένο καμένα λίπη είναι όλο το σπίτι. Τουλάχιστον αποδείχτηκε ότι σ'αυτό έλεγε την αλήθεια. Καλοτρώει. Κάθε μέρα. Όχι σαν εμάς που βλέπουμε κρέας στο τραπέζι μόνο σε μεγάλες γιορτές. Να σήμερα όπως σου είπα και πριν, βραστές πατάτες θα φάμε, εσείς;»
Καμιά απάντηση.
«Εσείς τί θα φάτε σήμερα λέω».
Πάλι καμιά απάντηση. Κόκκαλο η Μυρσίνη. Άρχισε πλέον να ανησυχεί.
«Μυρσίνη; Ε Μυρσίνη; Τί έπαθες παιδάκι μου και με κοψοχολιάζεις;» την σκούντηξε απότομα και αυτή πετάχτηκε από την τρομάρα.
«Τί έγινε; Γιατί φωνάζεις;»
«Τί να έγινε; Με τρόμαξες που έμεινες ασάλευτη σαν νεκρή. Τί έπαθες;»
«Να, σκεφτόμουνα.»
«Τί πράγμα σκεφτόσουνα που σε απορρόφησε τόσο ώστε να μην ακούς τίποτα και κανέναν;»
«Εσύ δηλαδή δεν το έχεις σκεφτεί ποτέ;»
«Το ποιο να έχω σκεφτεί;» την κοίταξε απορημένη
«Ε, να, μου λες ότι καλοτρώει η φίλη σου η Μαρίκκα.»
«Ναι. Ε, και λοιπόν;»
«Ε, να, διερωτώμαι τώρα εγώ, πού τα βρίσκει τόσα λεφτά για να τρώει τόσο καλά και πλουσιοπάροχα; Γιατί τέτοιου είδους φαγητό να το τρως καθημερινά κοστίζει σωστά;»
«Ναι, δεν αντιλέγω κοστίζει. Και πολύ μάλιστα. Αλλά τί υπονοείς;» τη ρώτησε με μισόκλειστα μάτια αν και είχε αρχίσει να καταλαβαίνει που το πήγαινε η Μυρσίνη.
«Αυτό ακριβώς που μπήκε μόλις στο μυαλό σου Ειρήνη μου. Σίγουρα έχει κρυμμένα λεφτά. Και για να μην τα λογαριάζει και τρώει τόσο καλά κάθε μέρα πάει να πει πως είναι και πολλά τα λεφτά που έχει καταχωνιασμένα» τα μάτια της ανταύγασαν από ριπές στιγμιαίου πόθου να τα είχε δικά της.
«Ναι, αλλά αν έχει όντως λεφτά γιατί δεν φτιάχνει το σπίτι της που είναι έτοιμο να την πλακώσει; Τόσα πράγματα της λείπονται γιατί δεν αγοράζει τίποτα;»
«Για να μην προκαλέσει υποψίες μάλλον. Αν την μυριστούν ότι έχει χρήματα όλο και κάποιος επιτήδειος θα θελήσει να της τα κλέψει. Ενώ έτσι, όλοι βλέπουν την τρώγλη και κανείς δεν υποψιάζεται ότι εκεί μέσα υπάρχουν χρήματα. Γι'αυτό μάλλον δεν θα ανοίγει και τα παράθυρα για να αερίσει το σπίτι, για να μην μυρίζονται το καθημερινό κρέας».
«Και πώς δεν την υποψιάστηκε ο χασάπης;»
Σκέφτηκε για λίγο πριν απαντήσει
«Μα ναι, φυσικά» είπε με μάτια λαμπερά «δεν θα πηγαίνει κάθε μέρα στον ίδιο χασάπη. Θα υπάρχουν τόσοι στην πόλη. Τόσοι άρχοντες ζουν στην πόλη, δε φτάνει για όλους μόνο ένας».
«Δε λέω, δίκιο μου φαίνεται πως έχεις, αλλά και πάλι, πως μπορείς να είσαι τόσο σίγουρη;»
«Δεν είμαι και εντελώς σίγουρη. Αλλά υπάρχει τρόπος να μάθουμε».
«Και ποιος είναι αυτός;»
«Μα να πάμε σπίτι της φυσικά».
«Μαζί;» ο φόβος καθρεφτίστηκε καθαρά στα μάτια της αλλά η άλλη γυναίκα τον αγνόησε. Δεν είχε ώρα για χαζοφόβους τώρα. Ήθελε απεγνωσμένα να βάλει το σχέδιο της σε εφαρμογή άμεσα. Σήμερα κιόλας αν ήταν δυνατόν. Τώρα.
«Μαζί» της είπε αποφασιστικά κοιτάζοντάς την σταθερά στα μάτια «και σε κάποια στιγμή, θα σου κάνω νόημα όποτε κρίνω ότι ήρθε η κατάλληλη στιγμή, θα της κρατήσεις την προσοχή, ξέρεις εσύ, και εγώ θα εκμεταλευτώ το χρόνο για να ψάξω ανενόχλητη».
«Μα δεν θα της κινήσει την υποψία που θα είμαστε μαζί; Από που και ωσπού;»
«Γιατί να υποψιαστεί; Αφού υποτίθεται έχουμε γνωριστεί. Και αν χρειαστεί να δώσουμε περαιτέρω εξηγήσεις θα πούμε ότι και καλά σε πέτυχα στην πόρτα που έφευγες για να πας σε αυτήν και αποφάσισα να σε ακολουθήσω γιατί θα ήταν μεγάλη μου χαρά να την ξαναδώ».
«Και θα πειστεί;» η Ειρήνη είχε ακόμα τις αμφιβολίες της.
«Και να μην πειστεί βρε Ειρήνη μου τι μας νοιάζει; Εμείς τη δουλειά μας να κάνουμε. Εκτός...» και σταμάτησε σκεφτική
«Εκτός τί;»
«Εκτός αν την κατασκοπεύσουμε και μπούμε στο σπίτι της κάποια ώρα που θα λείπει».
«Α παπα. Παρα είναι επικίνδυνο. Θα πρέπει να γίνει μέρα και μπορεί να μας δουν. Τί μπορεί δηλαδή, σίγουρα, όλο και κάποιο μάτι θα μας δει και τότε αλίμονό μας» και διέτρεξε το δάκτυλό της από την μια μεριά του λαιμού της εώς την άλλη. Η Μυρσίνη έλαβε το μήνυμα και ξεροκατάπιε.
«Ναι, έχεις δίκιο. Οπότε θα γίνει σύμφωνα με το πρώτο σχέδιο. Πάμε, την απασχολείς εσύ, ψάχνω εγώ. Αν βρω κάτι το βουτάω και το μοιραζόμαστε μετά. Σύμφωνες;»
Η Ειρήνη έγινε έξω φρενών.
«Καλέ τρελάθηκες; Πριν αναφέρθηκες μόνο σε ψάξιμο και εγώ πίστεψα ότι θέλεις απλά να ικανοποιήσεις την περιέργειά σου. Αλλά εσύ εννοείς να διαπράξουμε κανονική κλοπή. Ούτε που να το σκέφτεσαι πως θα λάβω μέρος σε κάτι τόσο ανήθικο. Η Μυρσίνη δεν είχε ηθικούς φραγμούς. Δεν θα σκότωνε βέβαια αλλά μια κλεψιά άνετα την έκανε. Ειδικά αν υπήρχε η πιθανότητα να καλυτερέψει το βιοτικό της επίπεδο. Βλέποντας την έντονη αντίδραση της Ειρήνης άλλαξε τακτική.
«Μα δεν θα της τα κλέψουμε όλα. Μόνο μερικά».
«Και νομίζεις δεν θα το καταλάβει; Και τί πιστέυεις δηλαδή; Ότι θα την κλέψουμε και θα μας πει και ευχαριστώ; Εννοείται πως θα μας καταγγείλει. Σαν ύποπτες τουλάχιστον, αφού θα είμαστε οι μόνες που θα πήγαμε σπίτι της, δεν φαντάζομαι να πηγαίνει και κανένας άλλος. Και τότε πάει καταστραφήκαμε. Εγώ δεν ξέρω να διατηρώ την ψυχραιμία μου σαν εσένα, και ούτε και να λέω τόσο εύκολα τα ψέματα. Θα προδωθώ και θα καταλήξω στην κρεμάλα».
Και μόνο στη σκέψη έχασε το χρώμα της.
Η Μυρσίνη όμως δεν ήθελε να το βάλει κάτω. Είχε πείσμα μεγάλο και γαϊδουρινή υπομονή για να πείσει τον ʺαντίπαλοʺ και τελικά να περάσει το δικό της.
«Έλα, εντάξει ηρέμησε. Σε καταλαβαίνω. Θα το κάνουμε αλλιώς».
«Δεν θέλω να κλέψω το καταλαβαίνεις;» της είπε έντονα.
«Μα άκουσε με λίγο. Δεν θα κλέψεις εσύ εγώ θα το κάνω. Και αν μας πιάσουν όπως λες τότε θα πάρω όλη την ευθύνη πάνω μου. Καθόλου δεν θα σε ανακατέψω. Το μόνο που σου ζητάω είναι να πάμε μέχρι εκεί. Δεν γίνεται να πάω μόνη μου. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνω εγώ».
«Και θα διακινδυνέψεις τη ζωή σου για μερικά νομίσματα; Αξίζει αυτή η θυσία;»
«Ναι, Ειρήνη, αξίζει. Αξίζει κάθε θυσία προκειμένου να κάνω τη ζωή μου καλύτερη, και το τραπέζι μου πλουσιότερο. Χίλιες φορές ναι, αξίζει. Η τύχη βοηθά τους τολμηρούς Ειρήνη. Και εγώ θέλω να τολμήσω. Θέλω να ζήσω...»
Πήρε τα χέρια της στα δικά της και την κοίταξε με μάτια γεμάτα δάκρυα.
Η Ειρήνη ένιωσε τη λαχτάρα της να ζήσει κάπως καλύτερα. Εξάλλου στην ίδια θέση βρισκόταν και η ίδια. Αλλά αυτή ποτέ δεν θα έφτανε στα άκρα όπως η φίλη της.
Φοβόταν. Παρ'όλα αυτά το σκεφτόταν.
«Εντάξει. Θα σε βοηθήσω» είπε τελικά
«Αλήθεια; Το εννοείς;»
«Το εννοώ».
Η Μυρσίνη της έσφιξε τα χέρια και την κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
«Σ' ευχαριστώ Ειρήνη».
«Το ευχαριστώ να μου το πεις αφού φέρουμε εις πέρας με επιτυχία την αποστολή».
«Εγώ σ' ευχαριστώ όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα. Για εμένα μετρά η προσφορά σου».
«Έλα, άσε τις κλάψες τώρα γιατί δεν θα προλάβουμε» της είπε τρυφερά.
«Τί εννοείς;»
«Οι κλάψες θα μας καθυστερήσουν από το σκοπό. Δε θα πάμε τώρα;»
«Αλήθεια; Τώρα; Το εννοείς;» και ένιωσε την καρδιά της να κλοτσά στο στήθος της
«Ε, πότε; Του χρόνου; Φυσικά το εννοώ. Τώρα να πάμε να τελειώνουμε. Τώρα που βρήκα το θάρρος. Αν και πολύ φοβάμαι πως πολύ σύντομα θα το χάσω».
«Όχι, όχι μην το χάνεις. Όλα καλά θα πάνε. Φτάνει να μην τα χάσεις μπροστά της και καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά. Και μην ανησυχείς αν με τσακώσει κάτι θα βρω για να τα μπαλώσω».
«Ε, γι'αυτό πια δεν αμφιβάλλω. Είσαι μια καταφερτζού εσύ. Δε βλέπεις εμένα πως με κατάφερες;» είπε εύθυμα και γέλασαν
«Άντε, πάμε να τελειώνουμε» συνέχισε στον ίδιο τόνο.
Και με τα λόγια αυτά κίνησαν για το σπίτι της Μαρίκας.
Αν ήξεραν τί της περίμενε θα πήγαιναν άραγε; Ποιος ξέρει;
Συνέχιζαν το δρόμο τους με την ελπίδα πως από αύριο θα ξημέρωνε μια καλύτερη μέρα γι'αυτές.
Προχωρούσαν γεμάτες προσμονή και λαχτάρα για κάτι καλύτερο στη ζωή τους. Να σταματήσουν πια να παλεύουν για το καθημερινό τους γεύμα που πάντα υπήρξε τόσο λιτό παρά τους αγώνες τους. Ζητούσαν μια μέρα ξεγνοιασιάς. Να κάνουν κάτι που τους ευχαριστούσε χωρίς να τους ταλαιπωρεί η έγνοια για οτιδήποτε άλλο, αν και ποτέ δεν είχαν την ευχέρεια να ανακαλύψουν τί τους αρέσει και τί όχι. Πάντα έκαναν αυτό που χρειαζόταν και αυτό δεν τους άφηνε ελεύθερο χρόνο. Μπορεί να ζούσαν ελεύθεροι από χρόνια πριν όταν οι παππούδες τους εξαγόρασαν την ελευθερία τους όμως δεν ήταν και πλούσιοι, έπρεπε να παλεύουν καθημερινά για τον άρτον ημών τον επιούσιον. Οι γυναίκες τη μια ξενόπλεναν στα αρχοντόσπιτα και την άλλη δούλευαν σε χωράφια μεροκάματο. Συνήθως πληρώνονταν σε είδος, φρούτα ή λαχανικά, ότι παρήγαγε το χωράφι ή το περβόλι.
Μετά ήρθαν και τα παιδιά και τα πράγματα δυσκόλεψαν. Πού να τα αφήσουν για να μπορέσουν να πάνε να δουλέψουν; Έτσι έμεναν σπίτι μαζί τους. Μόνο οι άντρες δούλευαν, ή στα χωράφια ή κάνοντας διάφορα άλλα μερεμέτια. Ότι έβρισκαν. Τίποτα σταθερό, τίποτα σίγουρο. Το φαγητό λιτό και λιγοστό στο τραπέζι. Δεν χόρταιναν καλά καλά. Όταν ξεπετάγονταν κάπως τα παιδιά ξανάβγαιναν οι γυναίκες στη γύρα για δουλειά. Τώρα μπορούσαν να τα παίρνουν μαζί τους και τα πράγματα καλυτέρευαν έστω και στο ελάχιστο, μα και αυτό το ελάχιστο τους φαινόταν πολλή γιατί ένιωθαν τις κοιλιές τους πιο γεμάτες από πριν και το βάρος της ζωής τους ελαφρύτερο.
Οι δυο γυναίκες περπάτησαν αρκετά. Χάθηκαν και κανα δυό φορές γιατί η Ειρήνη δεν θυμόταν πολύ καλά το δρόμο. Ίδρωσαν. Ο ήλιος τις τσουρούφλιζε εδώ και ώρα ανελέητα.
«Αχ, Ειρήνη μου, δεν αντέχω άλλο. Κοντεύουμε;» έβγαλε το μαντήλι της και σκούπισε το ιδρωμένο της μέτωπο. Ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν επικίνδυνα.
«Έλα, Μυρσίνη μου, κάνε κουράγιο. Σε λίγο φτάνουμε. Σκέψου μόνο το θησαυρό και πάρε δύναμη από αυτό» τα τελευταία λόγια της τα είπε ψιθυριστά. Η Μυρσίνη ακολούθησε τη συμβουλή της και ένιωσε το κορμί της να αναστηλώνεται.
«Να ορίστε, τί σου' λεγα, εδώ είμαστε φτάσαμε» και της έδειξε το σπίτι.
«Αχ, επιτέλους. Πωπω, δίκιο είχες. Μια ξεχαρβαλωμένη τρώγλη είναι. Κοίτα τα παντζούρια, έτοιμα να πέσουν είναι».
«Και που να δεις το από μέσα. Θα χεις να λες για καμιά εβδομάδα. Πρόσεξε μην σου ξεφύγει τίποτα μπροστά της.»
«Καλέ για χαζή με έχεις; Ξέρω, μην ανησυχείς».
Η Ειρήνη πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει την καρδιά της που την ένιωθε να κτυπάει σαν ταμπούρλο. Όταν ένιωσε κάπως πιο ήρεμη τράβηξε μαλακά τη φίλη της από το χέρι.
Διέσχισαν το δρόμο και βρέθηκαν απέναντι. Ακριβώς έξω από το χαμηλό πορτάκι του κήπου. Το έσπρωξαν. Έτριξε μα δεν έκαναν κάτι γι'αυτό, δεν έρχονταν κρυφά, ήρθαν για επίσκεψη. Στάθηκαν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού. Καμία δεν τη χτυπούσε.
«Άντε, Ειρήνη, κτύπα την».
«Κτύπα την εσύ βρε Μυρσίνη εγώ δεν μπορώ τρέμουν τα χέρια μου».
«Μην μου πεις πως ακόμα δεν ήρθαμε και θα προδωθούμε» της είπε απότομα
«Όχι, καλέ, τί είναι αυτά που λες. Θα μου περάσει. Δεν ξέρω τί έπαθα. Δεν το θέλω μόνο του γίνεται».
«Καλά, καλά θα κτυπήσω εγώ. Τα χέρια σου κρύβε τα όσο πιο πολύ μπορείς και να μην φαίνεται ότι το κάνεις επίτηδες γιατί θα υποπτευθεί. Εντάξει;»
«Εντάξει».
Κτύπησε την πόρτα με δύο κτυπήματα. Περίμεναν λίγο... Τίποτα...
Κτύπησε και πάλι, τρία κτυπήματα. Περίμεναν και πάλι... Τίποτα...Απόλυτη σιγή...
Η Ειρήνη ευχόταν να μην ερχόταν τελικά, και η Μυρσίνη αντιθέτως σκεφτόταν «Μα τί κάνει και δεν έρχεται; Λες να τα μετράει; Και μέχρι να τα ξανακρύψει θα της πάρει χρόνο» και ασυναίσθητα τέντωσε τα αυτιά της για να ακούσει οποιοδήποτε αναγνωρίσιμο θόρυβο που θα μπορούσε να της φανεί χρήσιμος αργότερα.
«Τί κάνουμε τώρα;» ρώτησε η Ειρήνη τη Μυρσίνη
«Σπρώξε την πόρτα να μπούμε».
«Τί λες καλέ τρελάθηκες; Και τί θα της πούμε αν τη βρούμε μέσα;» της είπε αναστατωμένη.
«Θα της πούμε ότι ήρθαμε για επίσκεψη. Ήμασταν εδώ απ'έξω έτοιμες να της κτυπήσουμε την πόρτα αλλά δεν προλάβαμε γιατί και καλά ακούσαμε κάποιο περίεργο θόρυβο και σκεφτήκαμε ότι κάτι θα έπαθε και μπήκαμε για να βοηθήσουμε χωρίς καν να χτυπήσουμε».
«Τί είσαι εσύ! Όλα τα κανονίζεις. Άρχισα να σε φοβάμαι» της είπε με θαυμασμό μισοαστεία-μισοσοβαρά. «Άντε καλά σπρώχνω».
Και έσπρωξε την πόρτα που άνοιξε με ένα δυσοίωνο τρίξιμο.
Η Ειρήνη έχωσε το κεφάλι της μέσα αλλά δεν έβλεπε κανέναν.
«Άντε, μπες μέσα» την μάλωνε η Μυρσίνη
«Όχι καλύτερα. Δεν φαίνεται να είναι κανείς εδώ γύρω».
«Μπες καλέ να δω και εγώ» και την έσπρωξε τόσο που την έμπασε στο σπίτι και μπήκε και αυτή. Όντως δεν φαινόταν κανείς. Προχώρησε ακόμα λίγο και πρόσεξε τις άθλιες τρύπες που υπήρχαν για καρέκλες και το τραπέζι-πάτωμα. Κοίταξε γύρω της και κατάλαβε ότι αυτά που της είχε πει η Ειρήνη ήταν λίγα, εδώ ήταν η απαθλίωση σε όλο της το μεγαλείο. Αναγούλα της ήρθε αλλά όχι μόνο από τη θέα τους αλλά και από κάτι άλλο απροσδιόριστο. Μια ελαφρά μπόχα που δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει από τί ακριβώς προερχόταν.
«Σήμερα δεν θα έφαγε πάλι κρέας η φίλη σου. Δεν μου μυρίζουν φρέσκα καμένα λίπη».
«Όντως. Λες να της τελείωσαν; Ξέρεις ποια λεω...»
«Μη μου λες τέτοια γιατί θα τρελαθώ αν αργήσαμε τόσο. Θα τα χάσω και μόνο στη σκέψη αυτών που μπορούσαμε να έχουμε και τα χάσαμε».
«Έλα, ηρέμησε. Τίποτα σίγουρο δεν είναι. Μπορεί να μην υπήρχε ποτέ θησαυρός» της άρεσε να τον αποκαλεί έτσι. Το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού που ήρθε ο καιρός να αλλάξει χέρια. Ήρθε ο καιρός να τον απολαύσουν και άλλοι.
«Θησαυρός υπάρχει και θα τον βρούμε αλλά πέρα από αυτό δεν σου έρχεται μια ελαφρά μπόχα; Αλλά όχι από φαγητό».
«Τώρα που το λες σαν κάτι να μου ψιλοβρωμάει. Σαν κάτι ψόφιο. Λες να ψόφησε εδώ μέσα κανένας αρουραίος;»
«Αχ, μην μου λες τέτοια και θα βάλω τις φωνές» είπε η Μυρσίνη πνίγοντας μια τσιρίδα και μαζεύοντας βιαστικά τις φούστες της μέχρι το γόνατο.
«Πώς κάνεις έτσι καημένη; Ηρέμησε. Και έτσι να'ναι σιγά το πράγμα. Αφού είπαμε πάει ψόφησε. Τί μπορεί να σου κάνει πια;» την αποπήρε. «Τί κάνουμε τώρα;».
«Προχώρα. Θα ελέγξουμε όλο το σπίτι και αν όντως λείπει θα ξανάρθουμε αύριο. Κάθε μέρα αν χρειαστεί μέχρι να την πετύχουμε σπίτι».
Προχώρησαν. Δεν ήταν και πολύ μεγάλο το σπίτι. Αφού απέτυχαν σε όλα τα υπόλοιπα δωμάτια κατευθύνονταν τώρα προς το δωμάτιο της Μαρίκας.
Όταν έφτασαν τους κόπηκε η ανάσα από την μαζεμένη μπόχα αλλά ιδιαιτέρως από το αποκρουστικό θέαμα που αντίκρυσαν.
«Αυτή είναι η Μαρίκα;» ρώτησε σοκαρισμένη η Μυρσίνη
«Μάλλον. Αφού μόνη της μένει» επιβεβαίωσε η Ειρήνη επίσης σοκαρισμένη.
«Να, τι ψόφησε τελικά» σχολίασε μαραμένα η Μυρσίνη.
Αν και αποκρουστικό το θέαμα, ένα πτώμα μέσα σε ξεραμένα πια αίματα σε αρχή αποσύνθεσης, δεν μπορούσαν να τραβήξουν τα μάτια τους από πάνω του. Ένα κύμα αναγούλας συγκράτησαν ταυτόχρονα κλείνοντας το στόμα τους και τη μύτη τους με τα καθαρά μαντήλια τους.
Παραπατώντας βγήκαν από το μικρό δωμάτιο και πήγαν και στάθηκαν κοντά σε ένα από τα παράθυρα. Το άνοιξαν και καθαρός αέρας όρμησε μέσα λες και ήταν οργισμένος που τόσο καιρό τον κρατούσαν απέξω. Εισέπνευσαν βαθιά.
«Πάμε να φύγουμε, τώρα» έλεγε συνεχώς φοβισμένα η Ειρήνη, τώρα εκτός από τα χέρια της έτρεμαν και τα πόδια της.
«Κατ'αρχήν σταμάτα να τρέμεις λες και την σκοτώσαμε εμείς. Γιατί σίγουρα κάποιος τη σκότωσε».
«Μπορεί να μην τη σκοτώσαμε εμείς αλλά θα μπορούσαν να μας κατηγορήσουν ότι το κάναμε γι'αυτό σου λέω πάμε να φύγουμε».
«Περίμενε, από που και ως πού καλέ να συμβεί κάτι τέτοιο;»
«Αν μας είδε κανείς να μπαίνουμε; Το αποκλείεις δηλαδή;»
«Ναι το αποκλείω» της είπε «γιατί είμαι σίγουρη πως δεν μας είδε κανείς. Με τέτοια διαολεμένη ζέστη όλοι είναι κλειδαμπαρωμένοι στα δροσερά σπίτια τους».
«Αφού το λες εσύ, έτσι θα είναι» πραγματικά η Ειρήνη ήθελε να το πιστέψει, το ευχόταν με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Μέχρι και τάμα έκαμε σε όλους τους Αγίους που κατάφερε να ανασύρει εκείνη τη στιγμή το αναστατωμένο της μυαλό.
«Δεν το βλέπεις Ειρήνη;» της είπε μετά από λίγο η Μυρσίνη
«Τί να δω;»
«Πόσο πιο βολικά μας έρχονται τα πράγματα τώρα. Αφού πέθανε δεν μας χρειάζεται πια το σχέδιο που καταστρώσαμε. Μαζί τώρα θα ψάξουμε με την άνεσή μας, τα βρίσκουμε τα παίρνουμε και φεύγουμε, αθόρυβα και αθέατα».
«Δεν το πιστεύω ότι σκέφτεσαι τόσο ψυχρά. Η γυναίκα πάει πέθανε και ούτε που σε νοιάζει» είπε η Ειρήνη με συγκρατημένο θυμό.
«Και γιατί να με νοιάζει δηλαδή; Ποιος ξέρει τί άσχημα πράγματα θα έκανε για να της το ξεπληρώσουν έτσι. Δεν τη σκότωσαν τυχαία. Γι' αυτό ξέχνα την και άρχισε να ψάχνεις. Όσο πιο γρήγορα τελειώσουμε τόσο το καλύτερο».
«Και αν τη σκότωσαν για τον ίδιο λόγο που ήρθαμε και εμείς σήμερα;»
«Αυτό δεν το σκέφτηκα» απάντησε με ραγισμένη φωνή πιάνοντας το κεφάλι της. Κοίταξε ένα γύρω το σπίτι και με αναπτερωμένο το ηθικό είπε πάλι
«Το σπίτι δεν φαίνεται ανακατεμένο. Όλα είναι στη θέση τους. Ό,τι λιγοστό υπάρχει τέλος πάντων».
«Εκτός αν ο δράστης ήξερε που τα είχε κρυμμένα και έτσι δεν χρειάστηκε να ψάξει».
«Αμάν βρε Ειρήνη, την καταστροφή φέρνεις» της φώναξε απηυδισμένη με την απαισιοδοξία της. «Λοιπόν θα αρχίσουμε να ψάχνουμε. Θα σκορπιστούμε και άκου, μην αφήσεις τίποτα άψαχτο. Κάπου εδώ θα είναι το νιώθω. Άντε, τί με κοιτάς αρχίνα να τελειώνουμε».
«Ναι, εντάξει, αλλά σου ξεκαθαρίζω πως στην κάμαρα που είναι η πεθαμένη δεν μπαίνω ξανά».
«Σύμφωνες. Θα πάω εγώ».
Και άρχισαν σαν τρελές να ψάχνουν τα πάντα. Μέχρι και στην εστία που μαγείρευε η μακαρίτισσα αλλά τίποτα. Έψαξαν πόντο πόντο τον τοίχο για αυτοσχέδια κρυψώνα αλλά τίποτα. Έκαναν πέρα την αηδία τους και έπεσαν στα τέσσερα ψάχνοντας το χωμάτινο πάτωμα μήπως και υπήρχε κάποιο σημείο που δεν ήταν πια καλά πατημένο αλλά να ήταν σκαμμένο επειδή τα έθαβε εκεί αλλά τίποτα.
Η απογοήτευση ήταν οικτρή. Καταπτοημένα κουρέλια κατέληξαν οι δυο γυναίκες. Μέχρι και την πεθαμένη έψαξε η Μυρσίνη, τίποτα, το ντιβάνι της, τα πράγματά της, τίποτα, παντού το απόλυτο τίποτα.
«Πού να τα καταχώνιασε;» μουρμούραγε κάθε τόσο η Μυρσίνη που δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος. Δεν ήθελε τα όνειρα της να τελειώσουν έτσι. Της ήταν αδύνατο να πιστέψει πως στάθηκαν τόσο άτυχες, πως θα γύριζαν άπραγες στη χρόνια μιζέρια τους. Δεν έπρεπε να ονειρευτεί, δεν έπρεπε να ελπίσει για κάτι καλύτερο. Βιάστηκε να πιστέψει σε ένα καλύτερο μέλλον.
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα από το παράπονο που παραγέμισε την ψυχή της, δεν χωρούσε άλλο πια και αργά αργά άρχισε να ξεχυλίζει.
«Γιατί Θεέ μου εμάς μας αφήνεις έτσι; Χωρίς τίποτα; Χωρίς όνειρα; Χωρίς ελπίδα; Χωρίς πίστη; Εμείς δεν αξίζουμε κάτι καλύτερο; Τί είχε αυτή παραπάνω που να της αξίζει η ζωή που έκανε; Εμείς δεν είμαστε ευσεβείς και ενάρετες χριστιανές; Δεν ερχόμαστε κάθε Κυριακή στην εκκλησία; Δεν προσευχόμαστε; Δεν φροντίζουμε τις οικογένειες μας; Δεν βοηθάμε όποτε μας ζητηθεί;» τα δάκρυα είχαν γίνει λυγμοί.
«Φτάνει Μυρσίνη μου και μου μαυρίζεις τη ψυχή» την αγκάλιασε τρυφερά από τους ώμους «φτάνει, μου ραγίζεις την καρδιά. Έτοιμη είμαι να κλάψω και εγώ μαζί σου».
«Και όμως θα έπρεπε. Γιατί δεν κλαις;»
«Ίσως επειδή δεν το ονειρεύτηκα όπως εσύ. Δεν το πίστεψα όπως εσύ. Έτσι, τί είχα τί έχασα».
«Ίσως...» ψιθύρισε και έσκυψε αποκαμωμένη το κεφάλι.
Και σε μια ύστατη στιγμή συντριβής ύψωσε το κεφάλι της προς τα πάνω, άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια της και ξαναρώτησε
«Γιατί όχι και σε εμάς Θεέ μου; Γιατί;»
Έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι περιμένοντας αδίκως κάποια απάντηση και εκεί ανάμεσα στα καλάμια και την αποξηραμένη λάσπη κάτι ξεχώρισε. Σκούπισε τα μάτια της από τη θολούρα των δακρύων και ξανακοίταξε πιο προσεκτικά. Ναι δεν είχε κάνει λάθος κάτι υπήρχε εκεί πάνω.
«Α, την πανούργα! Ειρήνη, έλα να δεις και εσύ».
Η Ειρήνη την πλησίασε. Κοίταξε και αυτή προς τα πάνω απορημένη.
«Το βλέπεις και εσύ;» τη ρώτησε φουσκωμένη από αναζωπηρωμένη ελπίδα
«Ναι, έτσι μου φαίνεται. Νομίζω πως το βλέπω. Καλάθι πρέπει να είναι. Αν και καμωμένο και αυτό από καλάμια ξεχωρίζει. Μυρσίνι;» είπε με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση «Λες;» την κοίταξε με ελπίδα.
«Αχ, λέω Ειρήνη μου, λέω» γελούσε και χοροπηδούσε από χαρά.
«Περίμενε Μυρσίνη. Κάτσε πρώτα να σιγουρευτούμε και μετά χοροπήδα όσο θες. Πώς θα το κατεβάσουμε; Το σκέφτηκες;»
«Αμάν. Όχι αυτό δεν το σκέφτηκα» και ευθύς σταμάτησε το χοροπηδητό. Και κοιτάζοντας τριγύρω θυμήθηκε πως δεν υπήρχε τραπέζι.
«Αφού δεν υπάρχει κάτι για να πατήσει πάνω αυτή πως έπαιρνε;»
«Πώς λες να το ανέβασε εκεί πάνω;» διέκοψε τη σκέψη της η Ειρήνη
«Μάλλον θα ανέβηκε στη σκεπή και κάπως θα το καταχώνιασε. Αλλά αποκλείεται να ανέβαινε κάθε φορά στη σκεπή, γιατί εκτός το ότι είναι επικίνδυνο να πέσει είναι και επικίνδυνο στο να την έβλεπε κάποιος. Δεν θα το διακινδύνευε. Κάτι άλλο θα έκανε. Αλλά τί; Αυτό πρέπει να ανακαλύψουμε».
Σκεφτόταν βαθιά κοιτάζοντας το όνειρό της καταχωνιασμένο σε ένα μάτσο καλάμια αδύνατο να το φτάσει. Πραγματικά της ερχόταν τρέλα. Της ερχόταν να γκρεμίσει το σπίτι. Μέχρι που κάτι αδιόρατο έπιασε το μάτι της να κρέμεται από το καλάθι, το ακολούθησε και ανακάλυψε πως κατέληγε χαμηλά κολλημένο στο τοίχο. Το ξεκόλλησε, το πήρε στα χέρια της και άρχισε να το εξετάζει.
«Τί είναι αυτό; Σχεδόν αόρατο. Πού να βρήκε κάτι τέτοιο; Λες να το έφτιαξε μόνη της; Απίστευτο κατασκεύασμα! Αν και τόσο λεπτό μοιάζει να είναι γερό υλικό» τελικά μου φαίνεται θα αρχίσω να τη θαυμάζω αυτή τη γυναίκα.
Το πήρε στα χέρι της και ανακάλυψε πως ήταν διπλό. «Για ποιο λόγο άραγε; Να υπάρχει κάποιος λόγος ή έτυχε;» συλλογίστηκε το τράβηξε και ένιωσε ένα βάρος. Κοίταξε πάνω το ξανατράβηξε και είδε το καλάθι να κινείται.
«Πώς να κατεβαίνει;» τράβαγε από εδώ τράβαγε από εκεί, παιδευόταν, δεν το έβαζε κάτω και όλο ξεφυσούσε. Με τα πολλά ανακάλυψε πως το διπλό σχοινί, ή ότι και να ήταν τέλος πάντων, δεν ήταν τυχαία έτσι αλλά είχε το σκοπό του. Τραβώντας το ένα κατέβαινε και τραβώντας το άλλο ανέβαινε.
«Καταπληκτικό» σκεφτόταν η Μυρσίνη, «πώς το σκέφτηκε; Πραγματικά μένω άφωνη. Τί μυαλό είχε η άτιμη!»
Όταν το καλάθι βρέθηκε επιτέλους στην αγκαλιά της θαμπώθηκε η ματιά της στην κυριολεξία από το εσωτερικό του. Νομίσματα όλων των ειδών, μέχρι και χρυσά. Μαγεμένες έχωσαν τα χέρια τους μέσα για να απολαύσουν την αφή τους και στον πάτο ανακάλυψαν κοσμήματα με πολύτιμους λιθους.
Έχασαν τη λαλιά τους οι γυναίκες. Το μόνο που έκαναν ήταν να κοιτάζονταν και να χαζογελάνε σαν παιδούλες.
Όταν συνήλθαν το πρώτο που είπε η Μυρσίνη κορδωμένη ήταν
«Είδες που στα 'λεγα; Να την ακούς τη φίλη σου, έχει τρομερό ένστικτο».
Γέλασε η Ειρήνη
«Είδα φίλη μου. Και τώρα μου λες πως θα τα μεταφέρουμε; Γιατί δεν νομίζω ότι θα πάρουμε το καλάθι έτσι».
«Ε, όχι βέβαια. Μόνο αν είμασταν χαζές θα κάναμε κάτι τέτοιο αλλά δεν είμαστε».
«Τί θα κάνουμε λοιπόν;»
«Δεν βλέπω κανένα καθαρό πανί άρα...ναι αυτό είναι το βρήκα» είπε χαρούμενη.
«Για πες το και σε μένα να χαρώ και εγώ».
«Καθώς μπαίναμε πριν στο κήπο πρόσεξα ένα δέντρο στον κήπο. Δεν καλοπρόσεξα τί δέντρο είναι αλλά έχει καρπούς, οπότε πάμε κόβουμε τους βάζουμε από πάνω και όποιος τύχει να μας δει στο δρόμο θα δει απλά ένα καλάθι γεμάτο φρούτα».
«Καταπληκτική ιδέα. Μπράβο Μυρσίνη. Αλλά πώς θα γίνει. Αν μας δει κανείς;»
«Ε, αυτό θα πρέπει να το διακινδυνέψουμε δυστυχώς. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι θα βγούμε μόνο όταν σιγουρευτούμε ότι δεν υπάρχει κανείς, και μετά θα κάνουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Εντάξει;»
«Ε, αφού, δε γίνεται αλλιώς».
«Όχι, δε γίνεται. Σκέψου και το άλλο» της είπε δήθεν συνωμοτικά.
«Ποιό άλλο;» ρώτησε.
«Θα εξοικονομήσουμε και το φρουτάκι μας για το βράδυ» της απάντησε ευδιάθετα κλείνοντάς της το μάτι.
Η Ειρήνη γέλασε.
«Εσύ είσαι τρελή πάει και τελείωσε».
«Πάμε και όπως είπαμε. Εντάξει;»
«Ναι, όπως είπαμε. Άντε κοίτα μην έρχεται κανείς».
Η Μυρσίνη κροφοκοίταξε από τη σαραβαλιασμένη πόρτα.
«Αχ, δεν βλέπω πολύ καλά. Θα πρέπει να την ανοίξουμε λίγο».
«Άνοιξέ την, με προσοχή όμως».
«Ναι, ξέρω».
Την άνοιξε όσο πιο μαλακά γινόταν. Η ματιά της σάρωσε όλο το μήκος του δρόμου μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι της. Τα σπίτια ακόμα κλειδαμπαρωμένα. Κανείς δε φαινόταν.
«Κανείς. Πάμε;»
«Πάμε».
Βγήκαν και πήγαν κατευθείαν στο δέντρο που όταν πλησίασαν αποδείχτηκε πως ήταν ροδακινιά φορτωμένη με ωραία μεγάλα και λαχταριστά ροδάκινα.
«Μμμ πολύ ωραία φαίνονται» τα έβλεπε και ξερογλειφόταν.
Η Μυρσίνη τη σκούντηξε
«Σταμάτα να χαζεύεις και άρχισε να κόβεις. Να τελειώνουμε, να φεύγουμε και να γυρίσουμε σπιτάκι μας».
«Ναι, καλά λες» και άρχισε να κόβει από τα ωραία φρούτα
«Άντε, φτάνει τόσα, αρκετά είναι» είπε στη Μυρσίνη.
«Καλέ τί λες. Αυτά μόλις που σκεπάζουν τα νομίσματα. Και πες ότι τα αφήνουμε έτσι. Σκέφτηκες τί θα μπορούσε να συμβεί αν συναντήσουμε κάποιον στο δρόμο μας και μας εκφράσει την επιθυμία του να πάρει ένα από τα φρούτα; Τί θα του πούμε για να τον αποφύγουμε; Και να καταφέρουμε τελικά να τον αποφύγουμε αν είναι αρκετά πονηρός θα υποψιαστεί ότι κάτι συμβαίνει, άσε που μπορεί και να μας παρακολουθήσει για να ανακαλύψει τί συμβαίνει. Τι συνέχεια νομίζω μπορείς να την φανταστείς» πάντα τα φούσκωνε λιγάκι όταν ήθελε να πείσει την φιλενάδα της για οτιδήποτε. Πάντα αυτό έκανε. Στόχευε στο φόβο της, αλλά πάντα για το καλό της.
Η Ειρήνη ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο της να σηκώνονται από τον τρόμο που διαπέρασε το κορμί της.
«Α πα πα πα. Ούτε για αστείο δεν θέλω να το σκέφτομαι. Άντε, ας το γεμίσουμε μέχρι απάνω».
Τα φρούτα έπεφταν βροχή μέσα στο καλάθι μέχρι που δεν χωρούσαν άλλα.
«Πωπω πολύ βαρύ έγινε» είπε η Μυρσίνη και η Ειρήνη έτρεξε να βοηθήσει.
Έτσι κρατώντας μαζί το καλάθι και χαμογελαστές κίνησαν για το σπίτι της Ειρήνης.
Στο δρόμο τους συνάντησαν το μαστρο-Περικλή τον πελεκάνο. Φαινόταν χαρούμενος.
«Γεια σας, κορίτσια» τους είπε χαμογελώντας.
«Πάει καιρός που είμασταν κορίτσια» του είπε η Μυρσίνη ανταποδίδοντας το χαμόγελο «πολύ χαρούμενος είσαι ή μου φαίνεσαι;» τον ρώτησε
«Είμαι, δε σου φαίνεται».
«Και γιατί αν επιτρέπεται».
«Πως δεν επιτρέπεται; Επειδή ανέλαβα μια μεγάλη δουλειά και η οικογένεια μου θα κάνει μήνες για να ανησυχήσει αν θα υπάρξει το μεσημέρι φαγητό στο τραπέζι».
«Αχ, μπράβο, Περικλή μου. Πάντα τέτοια σου ευχόμαστε να έχεις γιατί σου αξίζει, είσαι εξαίρετος μάστορας».
«Ευχαριστώ» και τότε έπεσε η ματιά του στο καλάθι «βαρύ φαίνεται. Γι αυτό το κρατάτε μαζί;»
«Γι'αυτό» του απάντησαν χαμογελώντας χωρίς ωστόσο να αγνοήσουν και ένα σφίξιμο φόβου στην καρδιά τους.
«Ωραία φαίνονται τα ροδάκινα. Να πάρω ένα;»
«Πάρε και δύο άμα θες» του έδωσε την άδεια η Μυρσίνη αλλά ο Περικλής από ευγένεια πήρε μόνο ένα. Το δεύτερο του το έβαλε στα χέρια η Μυρσίνη.
«Αν δεν βιαζόμουνα να γυρίσω σπίτι να πω τα καλά νέα στην κυρά μου θα σας έλεγα να σας βοηθήσω» σκέφτηκε για λίγο «αν μπορείτε να με περιμένετε μέχρι...»
«Όχι, όχι» τον διέκοψαν «δεν χρειάζεται. Μια χαρά θα τα καταφέρουμε μην ανησυχείς. Πάντως σ' ευχαριστούμε. Να πας στο καλό και δώσε χαιρετίσματα στην κυρά σου από λόγου μας».
«Πολύ ευχαρίστως. Να τα δώσω. Καλό σας απόγευμα».
Και κίνησε βιαστικά για το σπιτικό του. Όταν απομακρύνθηκε αρκετά και οι δύο γυναίκες θεώρησαν ότι ήταν πια ασφαλής άφησαν επιτέλους τα αισθήματά τους να ξεχυθούν. Ειδικά η Ειρήνη.
«Πω πω Μυρσίνη μου τί θα παθαίναμε. Πόσο δίκιο είχες. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει μέχρι να βεβαιωθώ ότι όλα πήγαν καλά και δεν κατάλαβε τίποτα όταν του έδινες τα ροδάκινα. Αμέσως κρυφοκοίταξα το καλάθι να ελέγξω αν φαίνεται το οτιδήποτε αλλά ευτυχώς τίποτα δε φαινόταν» και σκούπισε ανακουφισμένη το ιδρωμένο της μέτωπο.
«Δεν υπήρχε περίπτωση να φανούν, υπάρχουν αρκετά ροδάκινα περιθώριο μέχρι να αποκαλυφθεί το μυστικό μας. Να το θυμάσαι ότι έχω πάντα δίκιο και για αυτό να με ακούς. Δεν σου κρύβω ότι και εγώ ένιωσα την καρδιά μου άθελα μου να σπαρταρά αλλά είδες; Όλα καλά πήγανε. Αλλά ας τα αφήσουμε τώρα αυτά. Είδες τον Περικλή; Πάντα έτσι είναι καλός και ευγενικός με όλους. Όλους να τους βοηθήσει, όλους να τους εξυπηρετήσει. Τόσα του έκαναν και ποτέ κακία δεν κράτησε σε κανέναν» σχολίασε η Μυρσίνη απλά έτσι για να πει κάτι.
«Ναι, και ο Θεός τον αντέμειψε γι'αυτό» συμπλήρωσε η Ειρήνη
Συνέχισαν το δρόμο τους χωρίς άλλη διακοπή. Ευτυχώς..
Έφτασαν λαχανιασμένες στο σπίτι και ήπιαν με βουλιμία νερό μέχρι που ξεδίψασαν. Συνήλθαν από την περιπέτεια μου μόλις είχαν βιώσει.
Η Ειρήνη βάλθηκε να βάζει τις πατάτες να βράσουν, και έπειτα πήρε το καλάθι και άρχισε να το αδειάζει από τα ροδάκινα.
«Τί κάνεις εκεί;» τη ρώτησε η Ειρήνη «δεν είναι ανάγκη να μου αφήσεις ροδάκινα. Άστα όπως είναι. Να το πας έτσι στο σπίτι σου»
«Μα δεν το κάνω γι'αυτό».
«Αλλά;»
«Μα για να τα αδειάσω στο τραπέζι και να τα μοιραστούμε».
«Μα αφού εσύ ήθελες να το κάνεις αυτό. Ό,τι έβρισκες εσύ θα το έπαιρνες, με τη συμφωνία πως θα αναλάμβανες και την ευθύνη. Όλα δικά σου είναι».
«Ναι, αλλά τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν υπάρχει τρόπος να μας βρουν. Δεν μας είδε κανείς. Η Μαρίκα είναι πλέον νεκρή, δεν μπορεί να μας κατηγορήσει για τίποτα. Είσαι ασφαλής. Μπορείς και εσύ να χαρείς λίγο τη ζωή σου όπως σου αξίζει».
Η Ειρήνη συγκινήθηκε
«Και θα το έκανες αυτό για μένα; Θα μοιραζόσουν το θησαυρό σου μαζί μου».
«Γιατί; Αμφιβάλλεις; Κοίτα έτσι και αλλιώς είναι πάρα πολλά. Θα χρειστεί να ζήσω δυο φορές για να τα ξοδέψω όλα, και επειδή αυτό δεν γίνεται ας ζήσει και ένας άλλος σαν εμένα, και ποιά καλύτερη επιλογή έχω από εσένα; Πάντως θέλω να ξέρεις πως και λιγότερα να ήταν πάλι θα τα μοιραζόμουνα μαζί σου γιατί σε νιώθω σαν την αδελφή που δεν είχα ποτέ και θέλω το καλύτερο για εσένα».
Αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας εκφράζοντας η μια στην άλλη την αγάπη της.
Δέχτηκε η Ειρήνη την προσφορά της με χαρά και άδειασαν το καλάθι στο τραπέζι,
στα μάτια τους καθρεφτίστηκε η λάμψη από το βουνό των νομισμάτων και των κοσμημάτων.
«Πού να τα βρήκε όλα αυτά;»
«Πού να ξέρω εγώ; Ποτέ δεν είπε τίποτα. Ούτε καν κατα λάθος δεν της ξέφυγε ποτέ κάτι, οτιδήποτε».
«Και στο κάτω κάτω τί μας νοιάζει που τα βρήκε;»
«Σωστά».
Και τα μοιράστηκαν.
Τους πήρε αρκετή ώρα, αλλά όσο περισσότερη τόσο το καλύτερο, σωστά;
Η Μυρσίνη έβαλε το μερίδιό της πίσω στο καλάθι με τα ροδάκινα από πάνω.
Η Ειρήνη το δικό της το έκρυψε καλά.
Πριν φύγει η Μυρσίνη ορμήνεψε καλά την Ειρήνη.
«Δεν πρέπει να πεις τίποτα και πουθενά, ούτε καν στην οικογένεια σου. Πρέπει να μείνει επτασφράγιστο μυστικό, και μυστικό που το ξέρουν πάνω από ένα άτομο δεν είναι πια μυστικό. Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ, γιατί αν μαθευτεί οτιδήποτε θα βρούμε άσχημα τον μπελά μας. Μην το παρακάνεις ποτέ με τα έξοδα για να μην αρχίσουν να σε ρωτάνε που τα βρήκες τα χρήματα. Και τότε τί θα τους πεις;»
«Κατάλαβα μην ανησυχείς δεν θα το παρακάνω. Όμως με τα κοσμήματα τί θα γίνει;»
«Θα τα χρησιμοποιήσουμε μόνο σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις. Άμα χρειαστεί θα δούμε πως. Δεν είναι ανάγκη να το σκεφτούμε από τώρα. Μην ανησυχείς, όλα καλά θα πάνε».
«Και η Μαρίκα;»
«Τί η Μαρίκα; Αυτή πάει, ξεράθηκε».
«Γι'αυτό λέω, δεν πρέπει να πούμε για το θάνατό της. Έτσι θα την αφήσουμε;» έλεγε η πονετικιά Ειρήνη και η φωνή της έσταζε οίκτο.
Οίκτο που προσπέρασε η λογική Μυρσίνη.
«Θες να βρούμε το μπελά μας τώρα που έφτιαξε η ζωή μας; Πάλι τα ίδια θα λέμε; Κανείς δεν μας είδε. Από μόνες μας θες να καταστραφούμε;»
«Μα γιατί να βρούμε το μπελά μας αφού δεν τη σκοτώσαμε εμείς» επέμενε η Ειρήνη.
«Εμείς αυτό το ξέρουμε αλλά δε σημαίνει πως θα μας πιστέψουν. Και αν μας φταίξουν; Δεν ξέρω για σένα αλλά εγώ δεν θέλω να πεθάνω, γιατί στην κρεμάλα θα μας στείλουν αν μας κατηγορήσουν για φόνισσες μόνο και μόνο για να τιμωρήσουν κάποιον για το φόνο».
«Όχι, όχι ούτε εγώ θέλω να πεθάνω» είπε έντονα η Ειρήνη.
«Ε, τότε τσιμουδιά. Κάποια στιγμή θα την ανακαλύψουν. Θα τους οδηγήσει η μπόχα όταν θα εξαπλωθεί για τα καλά στη γειτονιά».
Η Ειρήνη δεν σχολίασε την ωμότητα των λόγων της φίλης της. Μετά από τόσα χρόνια φιλίας την είχε μάθει πια και δεν την παρεξηγούσε.
«Άντε, φιλενάδα, σε αφήνω τώρα και όπως είπαμε».
«Ναι, ξέρω, όπως είπαμε. Στο καλό να πας και μη χάνεσαι».
Φιλήθηκαν σταυρωτά και έφυγε η Μυρσίνη για το σπίτι της, για την καινούρια της ζωής. Τελικά αυτό που ονειρεύτηκε με τόσο πάθος είχε πραγματοποιηθεί και ήταν ευτυχισμένη. Απερίγραπτα ευτυχισμένη.
Αλήθεια; Τί θα έκαναν αν με οποιοδήποτε τρόπο μάθαιναν ότι αυτά τα χρήματα και κοσμήματα ήταν κλεμμένα από τα Εβραικά σπίτια που έμπαιναν με τη βία και σκότωναν τις οικογένειες που ζούσαν μέσα σαν υπαίτιους για την εξάπλωση της πανούκλας; Αυτό έκανε η Μαρίκκα και μερικοί άλλοι που ήταν το ίδιο πονηροί και αδίστακτοι. Γι αυτό άλλωστε και έλαβαν μέρος σε αυτό το άδικο μακελειό με αποτέλεσμα να χαθούν τόσες αθώες ψυχές.
Κρυφά από τους υπόλοιπους της ομάδας των δολοφόνων έβρισκαν με μαεστρία τις κρυψώνες, έκλεβαν το περιεχόμενό τους κάτω από τις μύτες των υπολοίπων και τα έκρυβαν στα ρούχα τους που τα είχαν παραποιήσει ειδικά για αυτό το σκοπό.
Έτσι θησαύρισε η Μαρίκα και μερικοί άλλοι...
Όμως, ευτυχώς για τις δύο φίλες δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να ανακαλύψουν ποτέ κάτι τέτοιο. Οι άνθρωποι που τα έκαναν αυτά ξέρουν να κρατούν το στόμα τους ερμητικά κλειστό, και η Μαρίκα είναι πλέον νεκρή και άκακη.
Έτσι θα απολαύσουν τα χρήματα χωρίς τύψεις και ενοχές. Τα χρόνια που θα έρθουν θα είναι τα καλύτερα της ζωής τους.
Θα ζουν μετρημένα μεν, αλλά χωρίς το φόβο του αύριο που πάλι θα ερχόταν και οι κοιλιές θα ζητούσαν και πάλι φαγητό. Δεν θα έτρωγαν κάθε μέρα κρέας όπως η προηγούμενη κάτοχος αλλά τουλάχιστον θα υπήρχε φαγητό στο τραπέζι καθημερινά.
Όσο για τη Μαρίκκα που κοιτόταν νεκρή στο ντιβάνι της, εκεί θα παρέμενε για μερικές μέρες ακόμα και μετά όπως πολύ σοφά προείπε και η Μυρσίνη, η μπόχα θα εξαπλωνόταν αναστατώνοντας τη γειτονιά. Θα ψάξουν την πηγή της δυσωδίας, και θα καταλήξουν στο σπίτι της άτυχης.
Με συνοπτικές διαδικασίες θα την θάψουν για να πάψει επιτέλους η μπόχα.
Κανείς δεν θα ενδιαφερθεί πραγματικά και με ζήλο να μάθει πως και γιατί δολοφονήθηκε.
Μέχρι και ο νόμος που είναι υποχρεωμένος να ανακαλύψει το δράστη θα τα παρατήσει σχεδόν αμέσως αφού δεν θα ανακαλύψει το παραμικρό στοιχείο. Κανένας δε θα ξέρει τίποτα. Κανένας δεν είδε και δεν άκουσε τίποτα.
Το απόλυτο κενό.
Το σπίτι θα καεί για απολύμανση και θα παραμείνει εκεί αποσκελετωμένο μέχρι η βροχή να το ρημάξει εντελώς και να το καταντήσει ένα βουνό λάσπης.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top