Κεφάλαιο 32
Ο Πέτρος από την έγνοια του ξύπνησε πολύ νωρίς. Όμως στην κάμαρα ήταν ακόμα μόνος «δεν θα έχει ξυπνήσει ακόμα,» παρηγορούσε τον εαυτό του, «ας περιμένω ακόμα λίγο. Δεν μπορεί θα φανεί».
Όμως δε φάνηκε, ούτε στο ακόμα λίγο αλλά ούτε και στο περισσότερο. Είχε αρχίσει πραγματικά να ανησυχεί. Μήπως είχε συμβεί κάτι; Έπρεπε να μάθει αλλά πώς; Δεν έπρεπε να μαθευτεί ότι κάτι τρέχει μεταξύ τους. Προς το παρόν έπρεπε να φύγει από την κάμαρα. Δεν ήθελε να φύγει αλλά δεν έπρεπε να τον τσακώσουν εκεί. Πώς θα εξηγούσε μετά την παρουσία του εκεί; Ποιά πιστευτή δικαιολογία να βρει; Δεν υπήρχε. Έτσι έφυγε και πήγε στο δικό του δωμάτιο. Πήγε στην κάμαρά του προσέχοντας μην τον δει κανείς, μπήκε και ξάπλωσε ανάσκελα στο ντιβάνι του με τις παλάμες κάτω από το κεφάλι του. Έμεινε εκεί σκεφτικός για πολλή ώρα. Για το μόνο που ήταν πεπεισμένος ήταν ότι έπρεπε να σιγουρευτεί για το που βρίσκεται η Σαλώμη. Και μόνο στη μαύρη σκέψη ότι μπορεί να ήταν φευγάτη τον έλουζε κρύος ιδρώτας. Σηκώθηκε απότομα ξεφυσώντας σαν ταύρος. Πηγαινοερχόταν στην κάμαρα, το κεφάλι του κόντευε να σπάσει.
«Πρέπει να βρω τρόπο να μάθω. Αλλά πρώτα να σιγουρευτώ» βγήκε και πολύ προσεχτικά ξαναπήγε στη κάμαρά της. Τίποτα. Στην κάμαρα της Σοφίας. Τίποτα. Έψαξε όλο το παλάτι και τίποτα. Παραπατώντας επέστρεψε στην κάμαρά του. Κάθησε στο ντιβάνι του με σκυφτό κεφάλι. Έπρεπε να σκεφτεί κάποιο τρόπο να μάθει.
Είχε αποκλήσει το ενδεχόμενο να ρωτήσει κάποιο υπηρέτη από το παλάτι και ειδικά τη Σοφία γιατί σίγουρα θα προξενούσε υποψίες. Έτσι μετά από σκέψη αποφάσισε πως η ασφαλέστερη λύση είναι να προσπαθήσει να εκμαιεύσει πληροφορίες από τη μητέρα του. Του έλειπε όμως το κουράγιο. Μόνο στη σκέψη του είχαν κοπεί τα πόδια. Δεν ήταν μαθημένος σε τέτοια και φοβόταν μην φανερωθεί το μεγάλο του μυστικό. Επειδή όμως η επιθυμία του να μάθει ήταν μεγαλύτερη. Συγκέντρωσε όλη τη δύναμή του και κίνησε να πάει να βρει τη μητέρα του. Δεν είχε σκεφτεί ακριβώς πως θα έπερνε τις πληροφορίες. Θα το σκεφτόταν εκείνην την ώρα.
Βγήκε από την κάμαρα και με αποφασιστικά βήματα προχώρησε προς την κάμαρα της μητέρας του αλλά δεν ήταν εκεί, πήγε στην αίθουσα του θρόνου αλλά ούτε εκεί ήταν, ούτε στον κήπο, ούτε στο εκκλησάκι.
«Που στο καλό έχει πάει; Μήπως έχει πάει κάπου με τη Σαλώμη γι'αυτό δεν βρίσκω καμιά τους;» αναθάρρεψε, η καρδιά του άρχισε να κτυπάει γρήγορα. Καινούριες ελπίδες ξεφύτρωσαν από εκεί που δεν το περίμενε και αναπτερώθηκε το ηθικό του.
Κατά τύχη είδε τη Σοφία που περνούσε βιαστικά και τη σταμάτησε.
«Γεια σου, Σοφία».
Η Σοφία τα 'χασε, πρώτη φορά της απηύθυνε το λόγο ο Πέτρος.
«Γεια σας, υψηλότατε» και υποκλίθηκε όπως άρμοζε.
«Μήπως ξέρεις πού είναι η μητέρα μου;»
«Ναι, πήγε κατά τους σταύλους να προυπαντήσει τον αδελφό σας που μόλις γύρισε από το ταξίδι του».
«Α, μάλιστα» έκανε απογοητευμένος, τώρα θα ήταν πιο δύσκολο να την πετύχει μόνη της, «εντάξει, σ'ευχαριστώ» η Σοφία υποκλίθηκε ξανά και έφυγε βιαστική όπως είχε έρθει.
«Τί να κάνω τώρα;» σκεφτόταν «χάνω πολύτιμο χρόνο, πρέπει να δράσω άμεσα».
Μετά από λίγο για καλή του τύχη η Σοφία ξαναερχόταν το ίδιο βιαστική με πριν, και τότε μια ιδέα του ήρθε.
«Σοφία, να σου μιλήσω λίγο;»
«Φυσικά, υψηλότατε» πλησίασε απορημένη και ξαναυποκλίθηκε.
«Να, πριν από λίγο ήμουν με την αδελφή μου και ήταν πολύ κακοδιάθετη, με το ζόρι μου είπε δυο κουβέντες. Λυπάμαι που την βλέπω έτσι, τί έγινε τελικά με την κοπέλα που της έκανε παρέα; Έφυγε από τότε που έγινε εκείνο το επεισόδιο με εκείνον το βασιλιά και δεν ξαναγύρισε; Δεν θα ξαναγυρίσει; Αν όχι, να βρούμε κάποια άλλη κοπέλα για την αδερφή μου τότε, μήπως και ξαναβρεί τη χαρά της. Φτάνει πια τόση κακοκεφιά».
«Καταλαβαίνω την αγωνία σας. Λοιπόν θα σας μιλήσω ειλικρινά αλλά δεν είναι ανάγκη να μάθει οτιδήποτε η Εχίβη. Πιο πολύ το λέω για την καημένη τη μητέρα σας που θα υποστεί το θυμό της Εχίβης».
«Ναι, Σοφία, μην φοβάσαι δεν θα πω τίποτα, άντε λέγε πριν μας διακόψουν» της είπε ανυπόμονα.
«Λοιπόν, η Σαλώμη τότε δεν είχε φύγει αλλά κρυβόταν στην κάμαρά της. Ψέμματα είπε στην Εχίβη η μητέρα σου για να την καθυσηχάσει. Η μητέρα σου δεν άφησε τη Σαλώμη να φύγει γιατί πίστευε όπως και όλοι μας ότι η Εχίβη θα έβλεπε την αδικία που έκανε εις βάρος της Σαλώμης και θα τη συγχωρούσε. Αν και δεν είχε τίποτα να της συγχωρέσει γιατί δεν έφταιξε. Μέχρι που..» σταμάτησε, ένας κόμπος της έκλεισε το λαιμό σαν θυμήθηκε το κοριτσάκι της και όλα όσα είχαν γίνει.
«Μέχρι που..;» την ρώτησε.
«Μέχρι που είδε και απόειδε το κοριτσάκι μου, εε..δηλαδή η Σαλώμη εννοώ, και αφού τίποτα δεν διορθωνόταν με την Εχίβη που ούτε να τη δει δε θέλει ακόμα, το πήρε απόφαση και έφυγε από το παλάτι. Δεν άντεχε να ζει άλλο σαν φυλακισμένη σε μια κάμαρα».
Έχασε το χρώμα του ο Πέτρος αλλά κράτησε τη ψυχραιμία του
«Και που θα πήγαινε;» ρώτησε υποκρινόμενος τον αδιάφορο.
«Δεν πρέπει να του πω την αλήθεια γιατί δεν την είπα ούτε της μητέρας του. Δεν γίνεται να πω άλλα στον ένα και άλλα στον άλλο. Θα γίνει χαμός αν ποτέ αποκαλυφθεί το ψέμα μου» σκέφτηκε προσεκτικά η Σοφία.
«Μου είπε πως θα δοκίμαζε την τύχη της για να βρει δουλειά σε κάποια άλλα αρχοντόσπιτα ή εδώ στη Λευκωσία ή αλλού, ούτε η ίδια δεν ήξερε. Της πρότεινα αν δεν βρει τίποτα, να πάει στους δικούς μου στην Αραδίππου. Πάντως μου είπε πως μόλις αποκατασταθεί κάπου θα με ειδοποιήσει».
«Εντάξει, Σοφία, μπορείς να πηγαίνεις».
Ο Πέτρος έμεινε βουτηγμένος στις σκέψεις του. Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως η Σαλώμη απλά έφυγε. Ένιωσε το θυμό του να βράζει μέσα του.
«Το παλιοθήλυκο. Έφυγε χωρίς να μου πει τίποτα, ούτε λέξη, είναι φανερό πως δεν θέλει πια να ξαναϊδωθούμε» έσφιγγε της γροθιές του από οργή, «και τώρα που θα σε βρω άπιστη; Πού να σε πρωτοψάξω; Πάντως να ξέρεις. Θα γυρίσω όλο το νησί σπιθαμή προς σπιθαμή, αν χρειαστεί θα ψάξω και κάτω από τις πέτρες αλλά θα σε βρω, δεν πρόκειται να μου ξεφύγεις» και τότε σαν διάττοντας αστέρας αναπήδησε μια ανάμνηση από το μυαλό του από εκείνο το βράδυ που την είχε απειλήσει ότι θα τη σκότωνε με στιλέτο αν ποτέ το έσκαγε.
«Μα φυσικά, αυτό είναι, πώς δεν το σκέφτηκα; Το πιο πιθανό είναι να είπε ψέματα στη Σοφία πως θα έψαχνε κάπου αλλού για δουλειά ενώ πραγματικός της σκοπός είναι να φύγει από την Κύπρο. Δεν είπε την αλήθεια στη Σοφία για να μην ζει με το φόβο ότι η Σοφία θα την μαρτυρήσει. Μα γιατί να έφυγε; Και κυρίως με ποιον;»
Το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από πόνο, ζήλια και θυμό.
«Τώρα ξέρω που θα σε βρω παλιοθήλυκο και θα σε σκοτώσω. Και σένα και αυτόν, όποιος και αν είναι».
Τις σκέψεις του διέκοψαν απότομα οι φωνές χαράς της μητέρα του που ερχόταν αγκαλιά με τον Ιωάννη. Ο Πέτρος τους είδε και βιαστικά πήγε προς το μέρος τους.
Η Σοφία ανακουφισμένη που η συζήτηση τελείωσε έφυγε για τη δουλειά της. Πίστεψε πως το θέμα της Σαλώμης πάει, ξεχάστηκε και πως κανένας δεν θα ασχιολιόταν ποτέ ξανά μαζί της. Πριν μπει στην κουζίνα έριξε μια τελευταία ματιά στην χαρούμενη παρέα στον κήπο που χωρίς να της δώσει σημασία συνέχισαν την κουβέντα τουςː
«Ώστε εδώ είσαι τελικά. Καλά το είπε ο πατέρας μας» του είπε γελώντας ο Ιωάννης χτυπώντας τον χαϊδευτικά στην πλάτη. Η μητέρα τους εξεπλάγηκε ευχάριστα και με μεγαλύτερη χαρά που είχε και τα δυο παιδιά της κοντά της, τον αγκάλιασε και τον φίλησε.
«Πότε γύρισες παιδί μου και δεν σε πήρα χαμπάρι;» τον ρώτησε χαμογελώντας.
«Χθες το βράδυ πολύ αργά. Εσείς κοιμόσασταν. Τώρα ξύπνησα και έχει τόση ώρα που σε ψάχνω και δεν σε έβρισκα πουθενά, μέχρι που αναγκάστηκα να ρωτήσω τη Σοφία αν τυχόν ήξερε που βρισκόσουν».
«Η Σοφία πάντα ξέρει που βρίσκομαι ανα πάσα στιγμή».
«Αυτό ακριβώς θυμήθηκα μόλις την είδα να περνά από τον κήπο και τη σταμάτησα να τη ρωτήσω. Αλλά δε χρειάστηκε να έρθω να σας βρω. Ήρθατε εσείς, και επί τη ευκαιρία να σας ενημερώσω ότι ξαναφεύγω».
«Που θα πας παιδί μου κάτσε να σε δω λίγο μόλις ήρθες και θα ξαναφύγεις;» του είπε με παράπονο η μητέρα του.
«Όταν γυρίσω θα με δεις τώρα πρέπει να φύγω για Αμμόχωστο. Είναι επείγον».
«Περίμενε καλέ, πωπω βιασύνη, αφού μόλις γύρισες από Αμμόχωστο, έγινε κάτι;»
«Ωχ, αδελφέ μου, τώρα με καθυστερείς και εγώ βιάζομαι. Τα λέμε όταν γυρίσω» αλλά ο Ιωάννης δεν τον άφηνε να φύγει προτού μάθει.
«Μητέρα;»
«Ναι παιδί μου;»
«Πήγαινε μέσα να ξεκουραστείς και θα έρθω και εγώ σε λίγο. Δυο κουβέντες θα τελειώσω εδώ με τον Πέτρο και θα έρθω».
«Καλά παιδί μου, όπως θέλεις» και με τα λόγια αυτά πλησίασε τον Πέτρο και τον φίλησε.
«Καλό σου ταξίδι και ο Θεός μαζί σου με τις βλακείες που κάνεις. Αλλά τί να κάνω που δεν ακούς κανέναν και κάνεις συνέχεια του κεφαλιού σου;»
«Μην ανυσηχείς μια χαρά θα είμαι» τη φίλησε και αυτός και έφυγε. Την παρακολούθησαν να απομακρύνεται μέχρι που μπήκε στο παλάτι.
«Και τώρα λέγε τί συμβαίνει. Γιατί είσαι τόσο έξαλλος. Μπορεί να το κρύβεις πολύ καλά αλλά εγώ το βλέπω καθαρά στα μάτια σου. Λέγε».
Ο Πέτρος εντυπωσιάστηκε με το πόσο καλά τον ήξερε ο αδερφός του
«Υπάρχει κάτι αλλά δεν μπορώ να σου πω. Εξάλλου δεν έχει να κάνει με θέματα του παλατιού αλλά με προσωπικά μου θέματα».
«Ακόμα χειρότερα δηλαδή, αφού εμείς πάντα τα λέγαμε όλα μεταξύ μας. Τί είναι το τόσο σοβαρό που δεν μπορείς να το μοιραστείς μαζί μου; Δεν με εμπιστεύεσαι πια;»
«Για το συγκεκριμένο θέμα ούτε τον εαυτό μου δεν εμπιστεύομαι. Γι' αυτό μην μου ζητάς να σου πω» κίνησε να φύγει.
«Περίμενε».
«Τί είναι πάλι;» του είπε εκνευρισμένος.
«Αν σου ομολογήσω ένα δικό μου μυστικό που δεν το έχω ομολογήσει σε κανένα θα μου πεις και εσύ το δικό σου;»
Του Πέτρου τώρα οξύνθηκε κατα πολύ η περιέργεια του. Τί μπορεί να ήταν αυτό που έκρυβε απ'όλους ο μικρός;
«Εντάξει, λοιπόν, σε ακούω αλλά γρήγορα γιατί βιάζομαι».
«Τη θυμάσαι τη Σαλώμη;»
Απόρησε ο Πέτρος, έσμιξε τα φρύδια
«Ναι, αλλά αυτό τί σχέση έχει με την κουβέντα μας;»
«Πως δεν έχει, αφού αυτήν αφορά το μυστικό μου».
«Ε, λέγε, που να σε πάρει» του είπε ανηπόμονα.
«Είχαμε αρχίσει μια μικρή περιπέτεια μεταξύ μας αλλά τώρα πάει τελείωσε».
«Τί είπες άθλιε;» ο Πέτρος κατακόκκινος ερχόταν απειλητικός προς το μέρος του «τί ήταν αυτό που ξεστόμισες άτιμε, δεν τη γλιτώνεις θα σε σκοτώσω» τράβηξε το σπαθί του από το θηκάρι και ορμόμενος σαν μαινόμενος ταύρος χύμηξε στον ίδιο του τον αδελφό. Τυφλός από ζήλια και θυμό δεν σκεφτόταν σωστά.
Ο Ιωάννης εντελώς μπερδεμένος με την αντίδραση του αδερφού του μόλις που πρόλαβε να τραβήξει το δικό του σπαθί και να προστατευτεί από την απρόσμενη επίθεση το Πέτρου.
«Τί έπαθες αδελφέ δεν σε αναγνωρίζω. Γιατί μου επιτίθεσαι;»
«Δεν ξέρεις γιατί ε;»
«Όχι. Πού να ξέρω;»
«Ε, να για να μάθεις» και του επιτέθηκε με περισσότερη λύσσα. Ευτυχώς που ο Ιωάννης ήταν εξαιρετικός ξιφομάχος και αντέκρουε με σχετική ευκολία τα χτυπήματα. Αν ήταν άλλος στη θέση του σίγουρα θα σκοτωνόταν.
«Αυτό είναι για τη Σαλώμη» του ξαναείπε ο Πέτρος.
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα» απάντησε ο Ιωάννης, αλλά ο Πέτρος ούτε που τον άκουγε.
«Η Σαλώμη είναι δική μου. Εμένα αγαπάει ακούς; Και όλα αυτά που λες είναι ψέματα και κακοήθειες που τα έβγαλες από το μυαλό σου. Δεν σου επιτρέπω να την συκοφαντείς».
Αστροπελέκι χτύπησε τον Ιωάννη με το νέο που άκουσε. «Α, το παλιοθήλυκο» μουρμούρισε «μας κορόιδευε και τους δύο μέχρι να διαλέξει».
Τα είχε τόσο πολύ χαμένα που παραμέλησε τη μάχη και αυτό παρολίγο να του κοστίσει τη ζωή. Την τελευταία στιγμή συνήλθε και απέκρουσε το θανατηφόρο χτύπημα, και μετά κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο...
Οι σπαθιές συνεχίζονταν με αμείωτη μανία, οι κλαγγές των φονικών όπλων αντηχούσαν σε όλο το παλάτι με ανατριχιαστικό θόρυβο. Και όμως οι υπηρέτες δεν έδωσαν σημασία γιατί νόμισαν πως είναι άλλη μία εξάσκηση των νέων όπως και τόσες άλλες.
Μόνο η Αλίκη αντιλήφθηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, ότι δεν ήταν απλά μια συνηθισμένη εξάσκηση και ανήσυχη έτρεξε να δει τι συνέβαινε. Ακολούθησε τον θόρυβο των σπαθιών που την οδήγησε σε ένα συνταρακτικό γι' αυτήν θέαμα.
Τα παιδιά της να μάχονται στ'αλήθεια. Τί ήταν ικανό να προξενήσει τέτοιο τρομερό διχασμό στα παιδιά της; Κλονίστηκε και με κραυγή σαν πληγωμένου ζώου γονάτισε. Κτυπούσε τα στήθια της και τραβούσε τα μαλλιά της ξεριζώνοντας τούφες ολόκληρες. Μοιρολογούσε λες και ήταν ήδη νεκροί.
Ο Ιωάνης την είδε πρώτος και ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν, ο Πέτρος ούτε που αντιλήφθηκε τίποτα ήταν πλήρως προσηλωμένος στο έργο του.
«Σταμάτα Πέτρο, να χαρείς».
«Ποτέ» του αντιγύρισε με λύσσα «θα σταματήσω μόνο για να χαρώ το θάνατό σου».
«Σταμάτα Πέτρο, κοίτα, η μητέρα μας».
Γύρισε τότε ο Πέτρος και είδε την άμοιρη του μάνα να σπαράζει και να ολοφύρεται για τη δυστυχία που τη βρήκε έτσι ξαφνικά.
Συγκλονίστηκε ο Πέτρος από τη θωριά της, γιατί της είχε και ιδιαίτερη αδυναμία. Κατέβασε το σπαθί. Το ίδιο και ο Ιωάννης αν και ποτέ δεν επιτέθηκε στον αδερφό του, απλώς αντέκρουε τα χτυπήματα προστατεύοντας τη ζωή του.
Τώρα άκουγαν και τα σπαρακτικά της λόγια που τόση ώρα η κλαγγή των σπαθιών, τους είχε απομονώσει από τον έξω κόσμο.
«Σταματήστε, σταματήστε παιδιά μου, λυπηθείτε με σας παρακαλώ» σωριάστηκε σχεδόν αναίσθητη. Έτρεξαν τα παιδιά και την μάζεψαν. Την μετέφεραν ημιλιπόθυμη στην κάμαρά της και έστειλαν να ειδοποιήσουν το γιατρό. Ήρθε και η Σοφία τρεχάτη που είχε ακούσει τους οδυρμούς της, βοήθησε και αυτή στη μεταφορά της κυράς της με δάκρυα στα μάτια. Τώρα καθόταν δίπλα της και της δρόσιζε το μέτωπο με κρύες κομπρέσες λέγοντάς της παρήγορα γλυκόλογα. Σε λίγο φάνηκε και ο γιατρός αλαφιασμένος.
«Επιτέλους γιατρέ κοντεύουμε να τρελαθούμε από την αγωνία μας».
«Ας μην καθυστερούμε λοιπόν οδηγείστε με στην παθούσα».
Τον οδήγησαν στην κάμαρα της Αλίκης.
Περιμένετε έξω παρακαλώ.
«Ό,τι πείτε γιατρέ».
Περίμεναν χωρίς να πουν ούτε λέξη. Είχαν τις δικές τους σκέψεις.
Δεν χρειάστηκε να περιμένουν πολύ. Εμφανίστηκε ο γιατρός στην πόρτα.
«Παιδιά ελάτε μέσα, σας ζητάει».
Τα παιδιά μπήκαν και δειλά προχώρησαν και στάθηκαν κοντά της.
Μόλις τους είδε με κλάματα και σπαραγμό άνοιξε την αγκαλιά της για να τους υποδεχτεί με απέραντη ανακούφιση που τα παιδιά της ήταν σώα και αβλαβή.
«Αχ, παιδιά μου, τί ήταν αυτό που κάνατε; Υποσχεθείτε μου πως δεν θα το ξανακάνετε» έκλαιγε και τους φιλούσε με λατρεία.
«Στο υποσχόμαστε μητέρα. Δεν θα ξαναγίνει».
Ηρέμησε επιτέλους και έγειρε ήσυχη στα μαξιλάρια της. Ένιωθε τόσο αδύναμη. Σε λίγο κοιμόταν μακαρίως. Τα φάρμακα που της χορηγήθηκαν είχαν αρχίσει να δρουν.
Ο γιατρός τους έβγαλε έξω. Δεν χρειάζονταν πια.
Αυτός θα έμενε ακόμα λίγο μαζί της για κάθε ενδεχόμενο.
Βγήκαν έξω σιωπηλοί, με σκυμμένο το κεφάλι. Η κατάσταση τελικά είχε πάρει τραγική τροπή και αυτό τους ταρακούνησε. Ειδικά τον Πέτρο που τώρα αντιλαμβανόταν το φταίξιμό του. Κάθισαν στο πέτρινο πεζούλι του κήπου.
«Συγχώρα με Ιωάννη» είπε χώνοντας το κεφάλι του στις παλάμες του. Πραγματικά έδειχνε μετανιωμένος. Η εικόνα της συντετριμμένης του μητέρας τον είχε ταρακουνήσει τόσο που συνήλθε και αντιλήφθηκε το λάθος του.
Ο Ιωάννης τον λυπήθηκε. Γνωρίζει τις αδυναμίες του Πέτρου, πόσο παρορμητικός και πεισματάρης είναι και γι'αυτό τον συγχώρεσε. Τον αγαπάει ακριβώς όπως είναι, με τα ελαττώματα του.
«Πάλι καλά. Σ'ευχαριστώ. Στη θέση σου δε θα με συγχωρούσα» ψιθύρισε μόνο και ο Ιωάννης γέλασε κτυπώντας τον χαϊδευτικά στην πλάτη.
«Τώρα που βλέπω ότι ηρέμησες, θέλεις να συζητήσουμε;»
«Νομίζω πως είναι καλή ιδέα. Να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα».
«Ωραία. Συμφωνώ μαζί σου. Λοιπόν για πες μου τι συμβαίνει με σένα και τη Σαλώμη».
«Την πλησίασα και με δέχτηκε. Φιληθήκαμε κάποιες φορές αλλά μέχρι εκεί. Όχι πως δεν ήθελα να προχωρήσουμε αλλά αυτή δε δεχόταν, και όποτε γινόμουν ξέρεις....» κόμπιασε για μια στιγμή «...πιο τολμηρός, αυτή πάντα με σταματούσε με κάποια δικαιολογία και εκεί έπαιρνε τέλος η προσπάθεια μου».
«Και σε μένα τα ίδια έκανε» του είπε με πικρία ο Ιωάννης χωρίς όμως να του αποκαλύψει το βράδυ εκείνο που προσπάθησε να την κάνει δική του με τη βία, «Βρωμοθήλυκο αδελφέ, μας κορόιδευε και τους δυο».
«Έτσι φαίνεται. Το ξέρεις πως έφυγε;»
«Τί εννοείς; Αφού δεν πρέπει να βγαίνει από την κάμαρά της, αν την δει η Εχίβη θα γίνει χαμός».
«Δεν εννοώ αυτό, δεν κατάλαβες. Εννοώ ότι έφυγε από εδώ, από το παλάτι, και δεν θα ξαναγυρίσει. Το έσκασε».
Ο Ιωάννης ένιωσε την καρδιά του να αναπηδά από την έκπληξη που του προκάλεσε η είδηση ή μήπως ήταν από απογοήτευση που δεν θα ξανάβλεπε την κοπέλα;
Δεν είπε τίποτα. Μόνο καθόταν εκεί αμίλητος χωρίς να μπορεί να αρθρώσει ούτε λέξη. Έτσι συνέχισε ο Πέτρος.
«Ξέρεις κάτι;»
Ο Ιωάννης απάντησε με ένα απλό νεύμα του κεφαλιού.
«Θα πάω να τη βρω» του ανακοίνωσε αποφασισμένος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top