Κεφάλαιο 31




Την έφερε κοντά του και της πρόσφερε το τριαντάφυλλο

«Καλώς ήρθες στη ζωή μου Σαλώμη».

Του ανταπέδωσε το χαμόγελο και πήρε το τριαντάφυλλο χωρίς να απαντήσει τίποτα. Δεν έβρισκε τίποτα να πει. Δεν ήξερε τί άρμοζε να απαντήσει. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Δεν ήθελε μέσα από την αγνωσία της να ξεστομίσει κάτι ανάρμοστο που θα τον έκανε να μετανιώσει για την απόφαση του να την πάρει μαζί του στη χώρα του. Δε θα το άντεχε αν έχανε τέτοια μοναδική ευκαιρία. Και τώρα, βλέποντας ξανά τον Φρανγκίσκο κατάλαβε πως δεν θα άντεχε να τον χάσει. Τον είχε μόλις ερωτευθεί!

Πήρε το τριαντάφυλλο από το χέρι του και υποκλίθηκε βαθιά.

Πόσο χαριτωμένη του φάνηκε η υπόκλιση του Φρανγκίσκου, αν και λίγο ασταθής.

Τόση ώρα την κοίταζε μαγεμένος. Άπλωσε τα χέρια του της ξέδεσε το σκουφάκι και το τράβηξε από το κεφάλι της, σαν χείμαρρος ξεχύθηκαν τα κατακόκκινα μαλλιά της. Σαν ολόδροσες φλόγες έζωσαν το κεφάλι της. Ένας κόμπος έφραξε το λαιμό του, ένιωσε το στόμα του να στεγνώνει και τις χούφτες του να ιδρώνουν. «Αχ! Πόση ομορφιά μπορεί να αντέξει ο ανθρώπινος νους» διερωτήθηκε «νιώθω πως χάνω τον δικό μου».

Κοιτάζονταν στα μάτια και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν τα βλέματά τους. Νόμιζε πως θα έχανε το φως του, η Σαλώμη ένιωσε πως θα σωριαζόταν κάτω. Δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα όρθια. Ένιωθε την καρδιά της να πάλλεται έντονα στο στήθος. Τα χείλη της τρεμόπαιξαν απαλά από ακράτητη επιθυμία για ένα φιλί του. Φαντάστηκε τα χέρια του να την αγκαλιάζουν και ρίγησε από προσμονή. Ήταν τόσο κοντά στην εκπλήρωση της φαντασίας της.

«Αν δεν ένιωθα τόση ντροπή για τη βρωμιά του δρόμου που κουβαλάω πάνω μου θα του δινόμουν τώρα αμέσως, με όλη μου την καρδιά» συλλογίστηκε.

Ένιωσε τον πόθο της να ανάβει και τα μάγουλά της ερυθρίασαν από τη ντροπή που ένιωθε για τις τολμηρές σκέψεις της.

Ο Φρανγκίσκος όμως δεν έβλεπε την τυχόν βρωμιά της, έβλεπε μόνο το αντικείμενο του πόθου του, αστραφτερό, διαυγές και πεντακάθαρο. Με λαγγεμένη ματιά γευόταν το κρυστάλινο απόσταγμα του καταπιεσμένου έρωτά του και δεν άντεξε άλλο. Του ήταν αδύνατο να αντισταθεί περαιτέρω.

Την τράβηξε απότομα στην αγκαλιά του και την φίλησε. Ένα φιλί άγριο, γεμάτο ένταση και ασυγκράτητο πάθος που ξέσπασε με τόση βιαιότητα όση και η φυλακισμένη αδημονία που ολοένα μεγάλωνε, ολοένα θέριευε τόσες μέρες μόνο με την ανάμνησή της.

Η Σαλώμη αφοπλισμένη από την παρορμητική ενέργεια του βασιλιά τον δέχτηκε στην αγκαλιά της και του ανταπέδωσε με θέρμη το φιλί του. Το ήθελε από την πρώτη στιγμή, το ποθούσε και τώρα το είχε.

Ένιωσε έντονα το μυρμήγκιασμα σε όλο της το σώμα, ένα ερεθιστικό, θερμό τράβηγμα κάτω χαμηλά στην κοιλιά της που την τρέλαινε, την έκανε πιο εκδηλωτική, πιο τολμηρή, τον αγκάλιασε και αυτή και έχωσε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του. Ο Φρανγκίσκος την έσφιξε περισσότερο πάνω του. Δεν άντεχε άλλο, άρχισε να τρέμει από τον πόθο. Συνεχίζοντας το έντονο φιλί τους την παρέσυρε και την κόλλησε στο ξύλινο τοίχο του δωματίου. Με τρεμάμενα χέρια και βιαστικές αδέξιες κινήσεις κατέβασε την περισκελίδα του μόνο όσο χρειαζόταν. Σήκωσε το φόρεμα της, την άρπαξε από τους γλουτούς και την ανέβασε στη μέση του, η Σαλώμη με μια ενστικτώδη καθοδήγηση τύλιξε τα πόδια της γύρω του. Την ανασήκωσε όσο χρειαζόταν και ανυπόμονα μπήκε μέσα της. Ένα βογγητό αγαλίασης του ξέφυγε. Αντίθετα η Σαλώμη αν και το επιθυμούσε όσο τίποτα αυτό που γινόταν, πόνεσε, και ήταν τόσο ξαφνικό  και αναπάντεχο που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ουρλιαχτό που της ξέφυγε. Μέχρι έξω ακούστηκε, διασκέδασε τους άνδρες και γελώντας μακάριζαν την τύχη του βασιλιά που ήταν απόψε με γυναίκα, μα ο Αντόνιο με δάκρυα στα μάτια έκλεισε με τις παλάμες του τα αυτιά του να μην ακούει. Δεν άντεχε να ακούει. Αλλά ούτε και να φύγει γινόταν.

Ο Φρανγκίσκος πίστεψε πως από ηδονή ξεφώνισε η Σαλώμη και αυτό τον προέτρεψε να αυξήσει την ένταση της παλμικής του κίνησής. Η Σαλώμη, σιγά σιγά ξεπέρασε τον αρχικό απότομο πόνο που στιγμιαία την αφόπλισε και παραδόθηκε στα έμπειρα χέρια του Φρανγκίσκου. Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω στο τοίχο έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στα συνεχή ηδονικά κύματα που την πλημύριζαν και την συνέπερναν. Χωρίς να το θέλει, βογγητά ευχαρίστησης άρχισαν να της ξεφεύγουν που δεν μπορούσε να συγκρατήσει. Βογγούσε η Σαλώμη από απόλαυση ερεθίζοντας ακόμα περισσότερο τον Φρανγκίσκο που και αυτός με τη σειρά του βογγούσε από άμετρη ηδονή, βάρυνε η ανάσα τους, λαχάνιασαν αλλά συνέχισαν την παλμική τους κίνηση με ακράτητη ορμή μέχρι που επήλθε η απολυτρωτική κορύφωση και για τους δύο μαζί με ένα αναστεναγμό ανακούφισης. Σπασμοί συγκλόνισαν το κορμί τους. Όλη η ένταση της αναμονής τόσων ημερών κυρίως εκ μέρους του Φρανγκίσκου μεταδόθηκε στην τόσο έντονη ερωτική πράξη τους που τους άφησε ξέπνοους και μετέτρεψε τη Σαλώμη από κορίτσι σε ολοκληρωμένη γυναίκα.

Την κράτησε ακόμα λίγο στην αγκαλιά του κοιτάζοντας την βαθιά στα μάτια που έλαμπαν σαν άστρα από ικανοποίηση, αυτό επιθυμούσε και αυτό είδε, την φίλησε απαλά στο στόμα και μετά την άφησε μαλακά κάτω, γύρισε απ'την άλλη και άρχισε σιάζει τα ρούχα του. Όταν ευπρεπίστηκε και πάλι γύρισε την προσοχή του στη Σαλώμη. Κρατούσε το φόρεμα της ψηλά στους μηρούς και αυλάκια από αίμα έτρεχαν στα πόδια της. Ήταν σοκαρισμένη και φοβισμένη γιατί δεν ήξερε τί της συνέβαινε. Ο Φρανγκίσκος ταράχτηκε από το θέαμα. Αμέσως κατάλαβε ότι αυτό που έζησε η Σαλώμη ήταν για πρώτη της φορά και σιχάθηκε τον εαυτό του για τον βίαιο τρόπο που της συμπεριφέρθηκε. Γεμάτος τύψεις πήγε κοντά της και την αγκάλιασε από την μέση για να τη στηρίξει. Ήθελε να την περιποιηθεί όσο πιο καλά γινόταν. Στην ανάγκη θα καλούσε και γιατρό.

«Τί μου συμβαίνει Φρανγκίσκο; Τί έπαθα; Μήπως θα πεθάνω;»

«Έλα» της είπε γελώντας «μη γίνεσαι χαζή, αυτά που λες είναι ανοησίες. Είναι φυσιολογικό αυτό που σου συνέβη. Αυτό συμβαίνει πάντα την πρώτη φορά στις κοπέλες. Τις επόμενες φορές θα δεις δεν θα έχεις αίμα». 

«Είσαι σίγουρος;»

«Ναι. Και αν θέλεις μπορούμε να ρωτήσουμε και γιατρό».

«Όχι δεν χρειάζεται. Σε πιστέυω».

Μετά από αυτή τη συζήτηση η Σαλώμη ηρέμησε.  

Την οδήγησε σε μια μεγάλη λεκάνη γεμάτη με ζεστό καθαρό νερό που ήταν εφοδιασμένη με ένα μικρό σφουγγαράκι και σαπούνι.

«Μπορείς να κάνεις μπάνιο με την ησυχία σου, θα επιστρέψω σε λίγο» της είπε μαλακά και της Σαλώμης της άρεσε η διακριτικότητά του. Αφού ο νέος αποχώρησε η Σαλώμη γδύθηκε και μπήκε στο ζεστό νερό, τί υπέροχη αίσθηση. Αυτό το μπάνιο το είχε τόσο ανάγκη, με ελαφρώς τρεμάμενα χέρια πήρε το σφουγγάρι και το μυρωδάτο σαπούνι και τα βούτηξε στο νερό μέχρι να κάνει σαπουνάδα και βάλθηκε να πλένεται. Έτριψε το κορμί της από τη σκόνη και τον ιδρώτα του ταξιδιού. Έλουσε και τα μαλλιά της άσχετα αν ήταν καλά προφυλαγμένα στο σκουφάκι που φορούσε. Όταν τελείωσε σκουπίστηκε καλά με το χοντρό κομμάτι ύφασμα που της είχαν αφήσει εκεί δίπλα και φόρεσε τα καθαρά ρούχα που είχε φέρει μαζί της. Έτριβε τα μαλλιά της να στεγνώσουν με το ίδιο ύφασμα που σκουπίστηκε αφού δεν βρήκε άλλο όταν επέστρεψε και ο Φρανγκίσκος

«Είσαι εντάξει τώρα;» τη ρώτησε αγγίζοντάς την απαλά στον ώμο.

«Πολύ καλύτερα ευχαριστώ» του χαμογέλασε αχνά.

«Να, όση ώρα πλενόσουνα πήγα και σου έφερα να βάλεις αυτό».

«Σ' ευχαριστώ. Μα τί είναι;»

«Είναι είδος καθημερινού εσώρουχου κυρίως για εσάς τις γυναίκες. Το τοποθετείς στα σκέλια και το δένεις στα πλαινά με αυτά τα κορδόνια».

Η Σαλώμη το πήρε στα χέρια της. Αν και λινό ήταν εξαιρετικά απαλό. Σαν βελούδο.

«Μα είναι υπέροχο. Πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο, ούτε καν η Εχίβη δε φορούσε τέτοια και ήταν και πριγκίπισσα».

«Επειδή είναι κάτι εντελώς καινούριο δεν έχει ακόμα κυκλοφορήσει σε όλη την ευρώπη. Προς το παρών λίγες έχουν τη χαρά να το χαίρονται. Φαντάζομαι όμως πως σε λίγο όμως καιρό θα κυκλοφορήσει παντού».

«Πάντως είναι καταπληκτική ιδέα. Ποτέ δεν μου πέρασε από το νου, και να σκεφτείς ότι όταν ζούσα ακόμα στο παλάτι η Σοφία, υπηρέτρια και αυτή όταν έρχονταν τα εμμηνά μου κάθε μήνα μου έδινε ένα κομμάτι τετράγωνο πανί και το φορούσα με τον ίδιο τρόπο στα σκέλια μου, του παράχωνα και μερικά κομμάτια από καθαρά πανιά και το έδενα στα πλαινά, μα καθόλου βολικό δεν ήταν. Ανυπομονούσα να περάσουν οι μέρες για να μην τα χρειάζομαι πια. Ποτέ δεν  φαντάστηκα ότι μπορεί να υπάρξει τόσο κομψό, εύχρηστο και βολικό για καθημερινή χρήση» και κοιτάζοντας γύρω της πρόσθεσε «μήπως υπάρχει κάποιο μέρος που μπορώ να το βάλω;»

«Να εκεί πίσω» και της έδειξε την είσοδο ενός μικρού δωματίου που το χρησιμοποιούσαν κυρίως ως αποθήκη, «πάρε και αυτή τη βαμβακερή βάτα, να τη βάλεις να δούμε πόσο θα συνεχιστεί η αιμορραγία. Αν δεν σταματήσει σύντομα, θα χρειαστεί να σε δει κάποιος γιατρός».

Η Σαλώμη πισωπάτησε γουρλώνοντας τα μάτια από φόβο

«Όχι, όχι μη φοβάσαι δεν είναι τίποτα το ανησυχητικό. Αφού είπαμε, είναι φυσιολογικό. Εντάξει;»

«Καλά εντάξει. Πάω να το βάλω».

Μετά από λίγο γύρισε χαμογελώντας.

«Τόσο πολύ σου άρεσε;» την πείραξε ο Φρανγκίσκος.

«Και αυτό, αλλά κυρίως γιατί η αιμορραγία σχεδόν σταμάτησε και μάλλον δεν θα χρειαστώ τελικά το γιατρό».

«Αυτό είναι πολύ ευχάριστο νέο. Και για σένα που φοβόσουν αλλά και για το ταξίδι μας που δεν θα καθυστερήσει να ξεκινήσει. Έλα τώρα να φάμε γιατί πεινάω σαν λύκος».

Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο τραπέζι που βρισκόταν σε μια γωνιά του δωματίου και ήταν στρωμένο με όλα τα καλά.

«Ήταν και πριν αυτό;» ρώτησε απορημένη

«Ναι ήταν. Γιατί;»

«Γιατί τώρα το πρόσεξα».

«Ε, καλά δεν έχει σημασία» της είπε γελώντας, ήταν απίθανη η αφέλεια αυτής της κοπέλας σκεφτόταν ο Φρανγκίσκος, και αυτή ακριβώς η αφέλεια ήταν που τον ξετρέλαινε ακόμα περισσότερο μαζί της.

Τράβηξε μια καρέκλα και τη βοήθησε να καθήσει.

Έφαγαν με μεγάλη όρεξη, η Σαλώμη ειδικά απολάμβανε την κάθε μπουκιά της. Είχε να φάει τόσο ωραία φαγητά από τότε που αποκλείστηκε στην κάμαρά της στο παλάτι.  Όταν χόρτασαν την πείνα τους ο Φρανγκίσκος της πρότεινε να πάνε για ύπνο, ήταν πολύ αργά και αύριο θα έπρεπε να ξυπνήσουν νωρίς. Η Σαλώμη συμφώνησε πρόθυμα. Ήταν κουρασμένη και νύσταζε τόσο πολύ.

Της παραχώρησε το ντιβάνι του που το στρώμα ήταν πολύ μαλακό. Ξάπλωσε η Σαλώμη το κουρασμένο της κορμί και αποκοιμήθηκε αμέσως χωρίς να έχει το κουράγιο να προβάλει αντίσταση που τον έβγαζε από το κρεβάτι του.

Ο Φρανκίσκος πήγε και κοιμήθηκε σ'ένα διπλανό δωμάτιο. Μπορεί το στρώμα να μην ήταν το ίδιο μαλακό αλλά τα όνειρα του ήταν πουπουλένια.

Ο Πέτρος έφτασε στο παλάτι μεταμεσονύχτιες ώρες. Αν και ήταν κομμάτια από την κούραση το πρώτο μέλημά του ήταν να πάει να επισκεφθεί τη Σαλώμη. Αφού γι'αυτήν γύρισε τόσο βιαστικά. Ανυπομονούσε να την ξαναδεί, να γεμίσει τη ματιά του και το μυαλό του με τη συγκλονιστική θωριά της.

Η πόρτα της κάμαράς της ήταν ανοικτή και αυτό τον παραξένεψε γιατί η Σαλώμη δεν το συνήθιζε. Το σκοτάδι είχε απλωθεί για τα καλά είχε καταπιεί τα πάντα, τίποτα δεν διακρινόταν.  Έπρεπε να πλησιάσει αρκετά, να ψυθιρίσει αρκετές φορές το όνομα της χωρίς απάντηση για να αντιληφθεί ότι δεν ήταν εκεί. Η απογοήτευσή του ήταν μεγάλη και έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν πια τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι και σιγουρεύτηκε για την απουσία της αγαπημένης του. Είχε τόση λαχτάρα να τη δει, τόση επιθυμία που όμως θα έμενε απραγματοποίητη.

«Θα κοιμάται με τη Σοφία όπως και τόσες άλλες φορές» σκέφτηκε με πίκρα.

«Όμως δεν το βάζω κάτω, θα μείνω εδώ μέχρι να έρθει. Δεν μπορεί το πρωί που θα ξυπνήσει θα έρθει εδώ» και με αναπτερωμένο το ηθικό ξάπλωσε στο ντιβάνι της Σαλώμης και αποκοίμησε την επιθυμία του, τη λαχτάρα του, μέχρι το επόμενο το πρωί... 

Την επομένη η Σαλώμη ξύπνησε από ποδοβολητά και φωνές που προέρχονταν από πάνω, στο κατάστρωμα. 

«Όρτσα τα πανιά, εμπρός, έχουμε ούριο άνεμο».

«Αναχωρούμε» σκέφτηκε «ας ανέβω και εγώ στο κατάστρωμα να αποχαιρετίσω το νησί που μου πρόσφερε πολλές χαρές αλλά και άλλες τόσες πίκρες. Ας είναι όμως, χαλάλι οι πίκρες αν είναι η ζωή να μου τις ξεπληρώσει έτσι» και ευδιάθετη πέταξε τα στρωσίδια από πάνω της ντύθηκε, πλύθηκε, έφτιαξε τα μαλλιά της και ανέβηκε.

Όντως είχαν μόλις αρχίσει να απομακρύνονται από τη στεριά.

Τώρα στο φως της μέρας, η Αμμόχωστος απόκτησε σάρκα και οστά δεν ήταν πια το χθεσινοβραδυνό φάντασμα.

«Όμορφη πόλη, πολύ όμορφη» πιάστηκε γερά από την κουπαστή και άφησε το σώμα της ελεύθερο προς τα πίσω. Έκλεισε τα μάτια και απόλαυσε ότι την τριγύριζε. Ο ήλιος της χάιδεψε τα μάγουλα, και η πρωινή θαλασσινή αύρα της ανακάτεψε τα μαλλιά. Γεύτηκε και πάλι την αλμύρα της θάλασσας στα χείλη της που τόσο την είχε συνεπάρει την προηγούμενη μέρα.

«Μα είναι πραγματικά τόσο υπέροχη αίσθηση».

Και έτσι πιασμένη από την κουπαστή και με κλειστά μάτια δεν πρόσεξε ότι δυο μάτια, γέρικα μεν αλλά αετίσια αιχμαλωτίστηκαν από το σέλας των πορφυρών μαλλιών της και δεν μπορούσαν να ξεκολλίσουν από πάνω τους.

Όπως επίσης δεν πρόσεξε και δυο άλλα μάτια, νεανικά και υπέροχα σαν δυο καμμάτια ουρανού. Ο Αντόνιο. Κρυμμένος πίσω από κάτι ψαροκασέλες παρακολουθούσε το καράβι που αναχωρούσε. Από τη μια τον πόνεσε που κανείς δεν το έψαξε και έφευγαν χωρίς να καταλάβουν ότι λείπει, αλλά από την άλλη αυτό δεν ήθελε; Μόνος του δεν είχε αποφασίσει να μείνει πίσω επειδή δεν άντεχε να ξαναδεί τη Σαλώμη; Για όλα η απάντηση είναι ναι. Από τη στιγμή που τα συναισθήματα του στάθηκαν πιο δυνατά από τη θέλησή του να μην τα παραδεκτεί, τότε ήταν που αποφάσισε να τους εγκαταλείψει. Καλύτερα θα ήταν εδώ. Δεν ανησυχούσε. Είχε πίστη στο Θεό, κανέναν δεν αφήνει. Κάτι θα έβρισκε να κάνει για να ζήσει δε θα χανόταν... 

Όταν ξανάνοιξε τα μάτια της είχαν απομακρυνθεί κι άλλο από τη στεριά, η ματιά της τότε μπόρεσε να αγκαλιάσει όλο το λιμάνι και ένα μέρος από την πόλη. Ξεχώρισε τα πέτρινα σπίτα που εδώ ήταν πιο αρχοντικά, φαινόταν καθαρά ότι οι άνθρωποι εδώ ήταν καλοβολεμένοι. Τα παιδιά ήταν γελαστά, με κοιλιές γεμάτες. Έπαιζαν ξέγνοιαστα και οι χαρούμενες φωνές τους μόλις που έφθαναν στα αυτιά της, σε λίγο ούτε που θα τα άκουγε πια.

Βουτηγμένη στη σκέψη της δεν κατάλαβε τα βήματα πίσω της παρά μόνο όταν δυό αντρικά χέρια την αγκάλιασαν από τη μέση.

«Εγώ είμαι. Καλημέρα».

Χαμογέλασε στο άκουσμα της φωνής του.

«Καλημέρα».

«Κοιμήθηκες καλά;»

«Περίφημα».

«Πεινάς;»

«Μμμ, πολύ».

«Πάμε κάτω να φάμε τότε» και πέρνοντάς την από το χέρι κινήθηκαν προς τα σκαλιά που οδηγούν κάτω στην καμπίνα. Κατέβηκαν τα σκαλιά μέχρι που χάθηκαν από τα μάτια των ανθρώπων.

Και το καράβι όλο και ξεμάκραινε από το νησί μέχρι που χάθηκε στον ορίζοντα.

Και κάπου εδώ η ιστορία της Σαλώμης χάνεται στα βάθη των αιώνων χωρίς κανένας να μάθει τι απέγινε τελικά. Αν και κάποια χρόνια μετά φήμες κυκλοφόρησαν για μια κοκκινομάλλα καλλονή που προσπάθησε να δολοφονήσει το βασιλιά και εραστή της, γιατί τελικά επέλεξε να παντρευτεί μια πριγκίπισσα και όχι αυτή. Λέγεται πως καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της μέγιστης προδοσίας.

Ποτέ όμως δεν επιβεβαιώθηκε η ταυτότητα εκείνης της γυναίκας...

Ποιός ξέρει;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top