Κεφάλαιο 29
«Σαλώμη» πρόφερε μαλακά.
Η κοπέλα πετάχτηκε τρομαγμένη
«Τί έγινε; Ποιος είναι;»
«Ησύχασε, ο Αντόνιο είμαι. Σήκω. Πρέπει να συνεχίσουμε το δρόμο μας».
Ζαλισμένη ακόμα από τον ύπνο κοίταξε γύρω της και του είπε παραπονιάρικα «Μα δεν έχει καν ξημερώσει ακόμα. Ας περιμένουμε ακόμα λίγο» και έγειρε για να ξανακοιμηθεί.
«Μην κοιμάσαι Σαλώμη σήκω. Τώρα είναι η καλύτερη ώρα για ταξίδι που δεν έχει αυτήν την διαβολεμένη ζέστη να μας κτυπά αλύπητα».
«Εμένα μου αρέσει η ζέστη» αντέκρουσε πεισματικά η κοπέλα.
«Αυτό το λες τώρα που κάνει μια χαρά ψυχρούλα, μετά όμως όταν ο ήλιος θα μεσουρανεί και θα σου τσουρουφλίζει το κεφάλι να δω τί θα λες».
«Καλά με έπεισες θα σηκωθώ» του είπε παραιτημένη. Δεν άντεχε να προσπαθήσει κι άλλο. Εξάλλου όσο συντομότερα απομακρυνόταν τόσο το καλύτερο. Ούτε και την ζέστη άντεχε, έτσι ψέματα του το είπε μήπως και τον κατάφερνε αλλά τίποτα.
«Πάρε και πλύσου» της έδωσε νερό σε ένα τσίγκινο δοχείο. Το πήρε ακόμη μουδιασμένη από την χαύνωση του ύπνου που διακόπηκε τόσο απότομα. Όταν το ένιωσε στο πρόσωπό της ήταν τόσο κρύο που την συνέφερε πλήρως.
Του επέστρεψε το δοχείο άδειο πια και αυτός της πρόσφερε ένα κομμάτι ψωμί με λίγο σκληρό τυρί.
Το πήρε και τον ευχαρίστησε.
«Εντάξει ξύπνησες;» τη ρώτησε μισοχαμογελώντας «πάντως μια χαρά ξύπνια μου φαίνεσαι τώρα».
«Ναι, χάρη σε σένα και στο παγωμένο νερό που μου έδωσες να πλυθώ» του είπε με δήθεν θυμό.
«Και γω με το ίδιο νερό πλύθηκα και μια χαρά μου φάνηκε».
«Τέλος πάντων ας μην το συζητήσουμε άλλο. Ας φάμε και ας προχωρήσουμε».
«Πολύ καλά. Καλή όρεξη τότε» ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και απομακρύνθηκε λίγο για να φάει με την ησυχία του.
Η Σαλώμη έφαγε το δικό της εκεί που βρισκόταν. Αν και δεν ήταν κολατσιό ισάξιο με ότι είχε καλομάθει μέχρι χτες εντούτοις το έφαγε με μεγάλη όρεξη και το βρήκε και πολύ νόστιμο. Αφού τελείωσαν το φαγητό τους καβάλησαν τα άλογα τους, που ήταν πια ξεκούραστα και χορτάτα, και συνέχισαν με γοργό ρυθμό το δρόμο τους προς την όμορφη Αμμόχωστο. Εκεί όπου το ταξίδι της θα τελείωνε και μια καινούρια ζωή θα άρχιζε για αυτήν και τα όνειρά της, σε ένα καινούριο τόπο, μακρινό. Με καινούριους ανθρώπους και καινούριες συνήθειες. Μια δεύτερη ζωή ανοιγόταν μπροστά της και ανυπομονούσε να τη ζήσει, να τη γευτεί....με την προσμονή ότι θα είναι γλυκιά, χωρίς σταγόνα πίκρας.
Η σκόνη που άφηναν πίσω τους τα άλογα με τη τρεχάλα αιωρείτο για λίγο και μετά κατακαθόταν πάλι στο έδαφος και στην παρακείμενη χαμηλή βλάστηση ενώ τα άλογα χάνονταν προς τον ορίζοντα απ' εκεί που σε λίγο θα γεννιόταν ο ήλιος.
Η Σαλώμη πάνω στο άλογο της και τυλιγμένη στην κάπα της για να προστατευτεί από την πρωινή ψύχρα απολάμβανε τη δροσιά που της κτυπούσε με μανία το πρόσωπο. Τελικά παραδέκτηκε πως ναι αυτή ήταν η πιο κατάλληλη ώρα για να ξεκινήσει κανείς ένα μακρινό ταξίδι και πως ο Αντόνιο δικαίως επέμενε να σηκωθεί και να ξεκινήσουν. Αλλά αυτό είναι κάτι που στον Αντόνιο δεν θα το παραδεχόταν ποτέ.
Χαμογελούσε. Η διάθεσή της ήταν ανεβασμένη σε αντίθεση με χθες το βράδυ που ένα πλάκωμα της βάραινε ανεξήγητα το στήθος, μέχρι που όλα επανήλθαν στο μυαλό της που σταδιακά ξεθόλωνε. Θυμήθηκε την αντίδρασή της Σοφίας όταν της αποκάλυψε τη φοβερή πράξη της. Το τεράστιο κενό που ένιωσε όταν αναγκάστηκε να φύγει χωρίς να την αποχαιρετίσει· που δεν θα την ξανάβλεπε...
Το κακό προαίσθημα που την κατέκλυζε και της εμπόδιζε την αναπνοή, τόσο που νόμιζε πως θα έσκαγε. Την κράτησε ξύπνια τόσο που της Σαλώμης της φάνηκε αιωνιότητα, μέχρι που αυτό ως δια μαγείας λύθηκε το στήθος της απελευθερώθηκε και μπόρεσε να αναπνεύσει και πάλι ελεύθερα. Η ανάσα της ξαναγέμισε.
Αίσθημα θαλπωρής γέμισε την καρδιά της και χαμογελστή πια αποκοιμήθηκε σε ύπνο γλυκό και βαθύ. Ήταν τόσο ταλαιπωρημένη.
Μέχρι που ο Αντόνιο την σκούντηξε ελαφρά για να ξυπνήσει...
Τώρα πάνω στο άλογο που όλο κάλπαζε ήταν αντίκρυ στην μπάλα του ήλιου που άρχισε να ανατέλλει. Ο ορίζοντας γέμισε χρώματα. Τόσο όμορφα χρώματα που όλο και απλώνονταν, όλο και γέμιζαν τον ουρανό. Η Σαλώμη τα κοιτούσε εκστασιασμένη, πρώτη φορά έβλεπε κάτι τόσο όμορφο. Τόσο όμορφο που να σε καθηλώνει και να μην σου επιτρέπει να στρίψεις το βλέμμα σου αλλού. Γέμισε το νου και την ψυχή της με το υπέροχο θέαμα. Όμορφη ανάμνηση από την πατρίδα της. Που την αγαπούσε άσχετα αν οι άνθρωποί της την πλήγωσαν τόσο. Υπήρχε όμως και η Σοφία, ένας άνθρωπος που η Σαλώμη πλήγωσε αν και άθελα της. Δάκρυα κύλησαν στα μάτια της και τα σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού της. Αφού έτσι το θέλησαν είτε ο θεός, είτε η μοίρα έτσι έπρεπε να γίνει.
Ο ήλιος όλο και αποκαλυπτόταν, πανδαισία χρωμάτων γέμιζε ολοένα τον ουρανό. Μοναδικές συνθέσεις χρωμάτων.
Η Σαλώμη ευχαριστημένη σκέφτηκε πως υπήρχε κάτι πιο όμορφο από αυτήν. Έτσι θα μπορούσε και αυτή να απολαμβάνει κάτι εξαίσια όμορφο. Κάτι απόλυτα μοναδικό.
Και τα άλογα όλο και έτρεχαν οδηγώντας την στην πολυπόθητη ελευθερία...
Η Σοφία όπως και κάθε μέρα ξύπνησε πολύ νωρίς το πρωί, με την διαφορά πως σήμερα ήταν το πιο ευτυχισμένο ξύπνημα της ζωής της. Τεντώθηκε χουζουριάρικα στο ντιβάνι της και τα πρώτα λόγια που ψυθίρισε με χαμόγελο ήταν
«Καλημέρα Παναή μου» με τη σκέψη του κοιμήθηκε, με τη σκέψη του ξύπνησε.
Και ήταν όμορφα!!
Πάντα ξυπνούσε τόσο πρωί και ας μην χρειαζόταν, της είχε μείνει συνήθεια από τότε που ζούσε στην Αραδίπου. Ξυπνούσαν πριν την ανατολή του ηλίου για να πάνε να φροντίσουν τα χωράφια.
Όμως, από τότε που πήγε να δουλέψει στο παλάτι συνέχισε να ξυπνάει τόσο πρωί από συνήθεια, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να απολαμβάνει τους πρωινούς απαλούς ήχους και την πρωινή δροσερή πάχνη που άφηνε δροσοσταλίδες στα φύλλα και στα πέταλα των λουλουδιών. Πρωινά διαμάντια που έλαμπαν εκτυφλωτικά υπό το βλέμα του ήλιου μέχρι να εξατμιστούν και να γίνουν ένα μαζί του.
Όταν ο ήλιος άρχιζε να κάνει την εμφάνισή του τότε σηκωνόταν και αυτή για να αρχίσει τις δουλειές της. Έτσι και σήμερα. Μόνο που σήμερα δούλευε με διάθεση που ανέβαινε στα ύψη, η καρδιά της φτερούγιζε από ευδαιμονία και ένιωθε λες και δεν πατούσε στη γη. Ήταν ευτυχισμένη αλλά και αφηρημένη, το μυαλό της πετούσε έτσι δεν πρόσεξε την βασίλισσα που την περίμενε στο μαγειρίο εδώ και ώρα ενώ η ίδια έλειπε, είχε πάει να μαζέψει διάφορα μυρωδικά που συνήθως βρίσκει όχι πολύ μακρυά από το παλάτι. Ποτέ δεν απομακρύνεται από το παλάτι μονάχη της. Φοβάται.
Ξαφνιάστηκε όταν είδε μπροστά της τόσο απροσδόκητα την βασίλισσα. Δεν το συνήθιζε να έρχεται στην κουζίνα. Σπανίως και σε εντελώς επείγουσες κατάστασεις.
«Τί να συνέβη άραγε;» σκέφτηκε φοβισμένη η Σοφία.
Χαμογέλασε για να κρύψει το φόβο της
«Κυρά μου; Τί κάνετε τόσο πρωί ξύπνια;»
«Δεν είναι και τόσο πρωί Σοφία. Τέτοια ώρα ξυπνάω το ξέχασες;»
Η Σοφία έριξε μια ματιά έξω και πρόσεξε πόσο πιο φωτεινός ήταν ο ουρανός, πόσο πιο μικρές οι σκιές. Ναι, είχε δίκιο η βασίλισσα, δεν ήταν τόσο πρωί πια. Πέρασε η ώρα και δεν το κατάλαβε.
«Ναι έχετε δίκιο, πέρασε η ώρα μαζεύοντας τα μυρωδικά και δεν το κατάλαβα. Αχ κυρά μου, και το πρωινό σας δεν είναι έτοιμο. Συγχωρέστε με. Δώστε μου λίγο χρόνο και όλα θα είναι έτοιμα σε λίγο» άρχισε να πηγαινοέρχεται βιαστικά στην κουζίνα πιάνοντας διάφορα κατσαρολικά και δοχεία.
«Όχι, όχι καλή μου μην κάνεις έτσι. Δεν πειράζει. Δεν είναι αυτός ο λόγος που ήρθα εδώ».
«Αλλά ποιος;» ρώτησε η Σοφία με ανυσηχία.
«Να, πήγα στην κάμαρα της Σαλώμης αλλά δεν ήταν εκεί. Περίμενα για λίγο αλλά δεν εμφανίστηκε. Μήπως την έχεις στείλεις πουθενά;»
Η Σοφία στην αρχή σκέφτηκε να της πει πως ναι την είχε στείλει κάπου, αλλά πάλι μετά σκέφτηκε πως ίσως θα την περίμενε η βασίλισσα, και αν όχι, σίγουρα θα ξαναρωτούσε γι αυτήν και τί θα της έλεγε τότε; Για πόσο θα της έλεγε πως η Σαλώμη ήταν απασχολημένη; Αφού ακόμα δεν επιτρεπόταν να ξεμυτάει από την κάμαρά της. Όχι όχι δεν έπρεπε να πει τέτοιο ψέμα, γιατί σίγουρα θα αποκαλυπτόταν κάποια στιγμή και θα έβρισκε τον μπελά της και θα χαλούσαν και οι καλές σχέσεις που είχε με την βασίλισσα και δεν ήθελε να ρισκάρει το μέλλον της με τον Παναή. Τότε; Τί να έλεγε; Μάλλον η αλήθεια είναι η καλύτερη λύση γιατί ούτε θα πίστευαν ποτέ πως η Σαλώμη έφυγε χωρίς να την αποχαιρετίσει και ούτε ήθελε να γυρίσει πάνω στη Σαλώμη τις υποψίες του θανατικού που θα ανακαλυπτόταν αργά ή γρήγορα. Γιατί σίγουρα κάτι θα περάσει από το μυαλό τους όταν μαθευτεί ο φόνος και το ότι η Σαλώμη το έσκασε σαν το κλέφτη ή μάλλον σαν την δολοφόνο. Όχι αυτό δεν το ήθελε με τίποτα. Αλλά και πάλι πως μπορούσαν να συνδέσουν τη δολοφονία μιας εντελώς άγνωστης κατα τα φαινόμενα με τη Σαλώμη; Αλλά και πάλι ποτέ δεν ξέρεις. Αν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και ανακαλύψουν κάτι; Αν κάποιος άκουσε κάτι ή κάποιος να την είδε; Καθόλου απίθανο δεν ήταν. Καλύτερα να έλεγε την αλήθεια. Αν όχι ολόκληρη τουλάχιστον τη μισή. Ναι, το αποφάσισε.
«Κυρά μου, άδικα περίμενες γιατί δεν πρόκειται να επιστρέψει».
«Τί ακριβώς εννοείς Σοφία;»
«Ότι έφυγε βασίλισσα μου. Από το παλάτι και για πάντα. Δεν ήθελε να αποχαιρετήσει κανέναν, μόνο εμένα. Τα παιδιά κυρά μου είναι ικανά να αισθάνονται ποιος πραγματικά τα αγαπάει και τα νοιάζεται, έτσι αποχαιρέτησε μόνο εμένα και έφυγε. Το αποφάσισε και δεν την εμπόδισα. Ναι, θα μου λείψει πάρα πολύ αλλά ούτε και το άντεχα να την βλέπω κλεισμένη σε μια κάμαρη σαν φυλακισμένη να μαραίνεται μέρα με τη μέρα. Εσείς η ίδια της δώσατε το ελεύθερο να φύγει όποτε το αποφάσιζε και αυτό έκανε. Δεν συμφωνούσα βέβαια να φύγει με τον τρόπο αυτό αλλά τί να γίνει αφού αυτό επιθυμούσε;»
Ναι, σ'αυτό έχεις δίκιο. Και πού θα πάει;» τη ρώτησε φανερά απορημένη και συγχυσμένη η βασίλισσα. Ήταν το τελευταίο που περίμενε να ακούσει. Κατραπακιά της ήρθε αλλά όχι πως δεν το χάρηκε κιόλας. Εξάλλου αυτό ήθελε να κάνει. Να την διώξει. Να ηρεμήσει επιτέλους από το βάρος της έννοιας της. Το ότι έπρεπε συνεχώς να την κρύβει από την κόρη της, να της λέει ψέματα και συνεχώς να ζει με την αγωνία μήπως και την καταλάβει. Ούτε να το φανταστεί δεν άντεχε, που να συνέβαινε κιόλας. Έτσι το πήρε απόφαση ότι αυτή η υπόθεση έπρεπε να τελειώνει μια και καλή. Αυτό θα έκανε αλλά την πρόλαβαν τα γεγονότα και την έβγαλαν από τη δυσχερή θέση να παραβεί την υπόσχεση που είχε δώσει στη Σαλώμη όταν πρωτοήρθε στο παλάτι ότι θα την φρόντιζε. Δεν μπορούσε να το αρνηθεί πως ναι ήταν ευχαριστημένη. Όλα τέλειωσαν. Λύθηκε το πρόβλημα, έτσι απλά, έτσι απροσδόκητα.
«Ούτε η ίδια δεν ήξερε καλά καλά. Μου είπε πως θα δοκιμάσει να βρει δουλειά σε κανένα αρχοντόσπιτο. Εγώ της πρότεινα αν ποτέ θελήσει να πάει στην Αραδίπου στους γονείς μου. Φυσικά δεν ξέρω τί απόγιναν αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Αν ζουν ακόμα και τους βρει τη συμβούλευσα να τους πει ότι τη στέλνω εγώ και τότε θα την δεχτούν σαν κόρη τους. Σαν να ήμουν εγώ. Μου είπε πως όταν κατασταλάξει κάπου θα βρει τρόπο να με ειδοποιήσει. Να με ενημερώσει πως είναι καλά».
«Μάλιστα. Και δεν στεναχωριέσαι που έφυγε;»
«Από τη μία ναι λυπάμαι που δεν την έχω πια κοντά μου. Να την βλέπω, να της μιλάω, να τη φροντίζω. Αλλά από την άλλη χαίρομαι που ξέφυγε από την κατα μία έννοια σκλαβιά της. Θα μπορούσα να πω ότι ζω σε μια χαρμολύπη».
Η Αλίκη μόλις τώρα παρατήρησε πως η Σοφία είχε περασμένο στο λαιμό της ένα μαντίλι. Τόση ώρα που η έννοια της ήταν αλλού ούτε που το είχε προσέξει. Η Σοφία ένιωσε έντονο το βλέμμα της απάνω της.
«Είσαι άρρωστη Σοφία;»
«Γιατί το ρωτάτε αυτό;»
«Επειδή έχεις τυλίξει το λαιμό σου με μαντήλι».
«Α, γι'αυτό λέτε» γέλασε αμήχανα «δεν είναι τίποτα. Απλώς θα κρύωσα μάλλον χθες βράδυ γιατί σήμερα το πρωί με πονούσε ο λαιμός και ένιωθα ρίγη. Ήπια και ένα τσαγάκι ελπίζω να το πρόλαβα το κρυολόγημα».
«Πολύ παράξενο με τέτοια ζέστη να αρρωστήσει κάποιος».
«Ας μην ασχοληθούμε όμως άλλο με μένα, ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Μπορώ να ρωτήσω τί την θέλατε τη Σαλώμη και την ψάχνατε;»
«Α! Τίποτα το σημαντικό και συγκεκριμένο απλώς μια τυπική επίσκεψη ήθελα να της κάνω τίποτα παραπάνω. Εντάξει, Σοφία, σε ευχαριστώ για την ενημέρωση. Θα περιμένω το πρωινό στην κάμαρά μου μαζί με την Εχίβη φυσικά» την χτύπησε απαλά στον ώμο και βγήκε. Η Σοφία δεν είδε την ικανοποίηση που απλώθηκε στο πρόσωπό της, ούτε και το χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα αυτιά της Αλίκης, αλλά σίγουρα τα μάντευε.
Την ίδια ώρα, κάπου μακρυά στο δρόμο δυο καβαλάρηδες όλο και μεγάλωναν την απόσταση που τους χώριζε από τη Λευκωσία. Τώρα πια ταξίδευαν με τον ήλιο να τους χτυπάει ανελέητα αλλά δεν πτοούνταν, έπρεπε να συνεχίσουν, έπρεπε το συντομότερο δυνατό να φτάσουν στον προορισμό τους την Αμμόχωστο. Είχαν από ώρα βγάλει τις κάπες τους και τις φύλαξαν πίσω στα σακίδια τους. Το λευκό σκουφάκι που φορούσε η κοπέλα την προστάτευε από την κάψα του ήλιου. Το αγόρι που ήταν μαζί της υπέφερε περισσότερο από τη ζέστη, και το χειρότερο ήταν που το μεσημέρι δεν είχε έρθει ακόμη, γιατί τότε ήταν που θα υπέφεραν από τη ζέστη ακόμα περισσότερο. Όμως δεν έπρεπε να σταματήσουν παρά μόνο για να βάλουν κάτι στο στόμα τους και να ξεδιψάσουν.
Ο δρόμος ήταν έρημος αφού κανείς δεν τολμούσε να ταξιδέψει με τέτοια ζέστη.
«Καλύτερα» συλλογιζόταν η Σαλώμη «έτσι δεν κινδυνεύω να με αναγνωρίσει ο οποιοσδήποτε, να το αναφέρει πουθενά· να συνδέσουν τα γεγονότα και τελικά να με ανακαλύψουν» χαμογέλασε «'όλα θα πάνε καλά».
Σχεδόν γευόταν την καλοζωία που την περίμενε, ήδη αισθανόταν τα απαλά μετάξια τυλιγμένα στο λυγερό κορμί της και αναστέναξε από προσμονή. Οραματιζόταν τα πουπουλένια στρώματα στα οποία θα κοιμόταν και τα εκλεχτά εδέσματα τα οποία θα έτρωγε από εδώ και πέρα. Στη σκέψη τους και μόνο της έτρεχαν τα σάλια. Έτσι προχωρούσε με σκέψεις και οράματα. Καλύτερα για αυτήν γιατί έτσι είχε ξεχάσει τον καυτό ήλιο που τους τσουρούφλιζε σε αντίθεση με τον Αντόνιο που ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα.
Όταν μεσημέριασε για τα καλά ο Αντόνιο της έκανε νόημα να σταματήσει. Τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου της μέχρι που σταμάτησε και άφησε τον Αντόνιο να την πλησιάσει.
«Στα πρώτα δέντρα που θα βρούμε από δω και πέρα θα σταματήσουμε. Να ξεκουραστούν τα άλογα μα και εμείς να φάμε κάτι και να ξεδιψάσουμε. Εντάξει;»
«Ναι αμέ και εγώ το θέλω. Πείνασα και δίψασα».
«Ωραία τότε ξεκινάμε και όπως είπαμε, στα πρώτα δέντρα».
«Έγινε».
Κέντρισαν τα άλογά τους και ξαναξεκίνησαν. Δεν άργησαν να βρουν αυτό που έψαχναν, σταμάτησαν και κάθησαν ανακουφισμένοι κάτω από την σκιά των πεύκων.
Της έδωσε ψωμί και παστό κρέας.
«Νερό θέλω πρώτα».
«Πρώτα να φας και μετά θα ξεδιψάσεις γιατί δεν έχουμε αρκετό. Άμα πιεις τώρα θα θες και μετά».
«Καλά» πήρε το φαγητό της χωρίς δεύτερη κουβέντα και άρχισε να τρώει.
«Από αύριο και μετά θα τρώω και θα πίνω όποτε θέλω και όσο θέλω» σκέφτηκε ικανοποιημένη «υπομονή μέχρι αύριο».
Αφού έφαγαν ήπιαν και το πολυπόθητο νερό. Τι αναζωογονική αίσθηση να το νιώθουν να κυλάει μέσα τους. Σαν τα λουλούδια που αφού μαραθούν και μετά ποτιστούν ξαναισιώνουν το μίσχο τους όλο ζωντάνια. Έτσι και αυτοί σαν τα λουλούδια ποτίστηκαν και ξαναίσιωσε το κορμί τους από ζωντάνια. Πότισαν και τα άλογα. Τα κακόμοιρα έπιναν με μια μανία λες και ήταν απότιστα για μέρες. Τα άφησαν να ξεκουραστούν καλά και μετά κίνησαν και πάλι στο δρόμο τους. Είχαν καλύψει την μισή απόσταση και όλο περισσότερο την μείωναν .
Ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς την δύση του όταν σταμάτησαν ξανά για να ξεκουράσουν τα άλογα.
«Επιτέλους όπου νάναι φτάνουμε» ενημέρωσε τη Σαλώμη ο Αντόνιο.
«Χαίρομαι που το ακούω» του είπε χαμογελώντας.
Ο Αντόνιο κάθησε κάτω από τον ίσκιο για να ξεκουραστεί. Η Σαλώμη προτίμησε να περπατήσει λίγο.
«Μην απομακρυνθείς πολύ» την προειδοποίησε ο Αντόνιο.
«Όχι μην ανησυχείς, εδώ γύρω θα είμαι».
Περπατούσε αμέριμνη. Χάζευε την όμορφη θέα. Ήξερε καλά πως όλα αυτά δεν θα τα ξανάβλεπε και ήθελε να τα χορτάσει πριν φύγει για πάντα. Χάζευε όταν ξαφνικά άκουσε κάποιο άλογο να πλησιάζει. Ερχόταν από την Αμμόχωστο. Κρύφτηκε πίσω από κάποιο δέντρο.
«Για να ταξιδεύει τέτοια ώρα, μάλλον και αυτός βιαστικός θα είναι».
Τον κατασκόπευσε μόνο για να περάσει κάπως την ώρα της και να διασκεδάσει την πλήξη της, αλλά όταν κατάλαβε ποιον παρακολουθούσε γούρλωσαν τα μάτια της από την έκπληξη, έχασε το χρώμα της, άσπρισε σαν το πανί. Αν δεν ήταν τόσο επιτακτική ανάγκη να οπισθοχωρήσει θα λιποθυμούσε εκεί, επι τόπου. Δεν πίστευε στα μάτια της. Είναι δυνατόν να της σκαρώνει τέτοια παιχνίδια η μοίρα; Και όμως δε λάθευε αυτός ήταν. Ο Πέτρος. Ναι, αυτός ήταν...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top