Κεφάλαιο 27




Η Σαλώμη έπρεπε να φύγει, τώρα. Βγήκε ζαλισμένη από το σπίτι  κρατώντας ακόμα το στιλέτο. Το σκοτάδι είχε πυκνώσει. Στάθηκε λίγο και πήρε βαθιές ανάσες, λες και τόση ώρα που ήταν εκεί μέσα δεν είχε πάρει ανάσα. 

Περίμενε μέχρι να επανέλθει η αναπνοή της σε φυσιολογικά επίπεδα και αμέσως μετά άρχισε να τρέχει με όλη της τη δύναμη. Σταμάτησε μόνο όταν έφτασε έξω από το παλάτι. Η ανάσα της έβγαινε σφυρικτή από τα πνευμόνια της. Αφού ηρέμησε κάπως  μπήκε μέσα προσεκτικά. Δεν έπρεπε να την δουν. Είχε συνεργό της το σκοτάδι, κρυβόταν σε αυτό και προχωρούσε μέχρι που έφτασε στην κάμαρά της. Εκεί την περίμενε η Σοφία με αυστηρό ύφος και με σκοπό να την κατσαδιάσει άσχημα που της είπε όλα αυτά τα ψέματα. Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι όταν ήρθε να την ξυπνήσει και αντί για τη Σαλώμη βρήκε ένα βουνό από μαξιλαράκια και ρούχα. Όμως όταν την είδε βουτηγμένη στα αίματα άλλαξε απ'ευθείας στάση, την πλησίασε τρομοκρατημένη από το φρικτό θέαμα και τρελαμένη από αγωνία

«Τί έπαθες κοριτσάκι μου είσαι καλά; Σε κτύπησαν;Πονάς;» και όλο την πασπάτευε να βρει από που αιμορραγούσε.

Η Σαλώμη δεν αντιδρούσε, μόνο την κοιτούσε.

«Τί έπαθες παιδί μου; Μίλα, σε πλήγωσαν;»

«Α, όχι μην ανησυχείς δεν είναι δικά μου αυτά τα αίματα» της είπε με ήρεμη φωνή.

«Α, εντάξει, τότε δεν τρέχει τίποτα. Χαζομάρα μου που ανησύχησα. Τό χεις χάσει; Τί συνέβη; Τί έκανες;» η Σοφία είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της, η φωνή της υψώθηκε επικίνδυνα, την άρπαξε από τους ώμους και την ταρακουνούσε.

«Άσε με, Σοφία» ξέφυγε από τη λαβή της «Θα σου πω».

«Ακούω».

«Τη σκότωσα».                                                                     

Η Σοφία έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της, έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα της και με φρίκη ρώτησε

«Ποια;»

«Τη γυναίκα των εφιάλτων μου. Τώρα δεν θα ξανάρθει πια. Λυτρώθηκα από δαύτην». τα μάτια της έλαμπαν άγρια από ικανοποίηση

Η Σοφία την κοιτούσε σα χαμένη, νόμιζε πως έβλεπε μια ξένη. Αυτή που αντίκρυζε ήταν μια άγνωστη και επουδενεί το πολύτιμο κοριτσάκι της.

«Της έμπηξα αυτό το στιλέτο στο στήθος και πολύ το ευχαριστήθηκα» είπε και της έδειξε το ματωμένο στιλέτο που ακόμα κρατούσε στο χέρι.

«Φτάνει. Πάψε. Μου μολαίνεις την ψυχή» της φώναξε η Σοφία έκλεισε τα αυτιά της με τα χέρια και κουνούσε έντονα το κεφάλι δεξιά και αριστερά.

«Όχι, όχι δεν είναι δυνατόν. Αποκλείεται» πισωπάτησε και ξαφνικά γύρισε την πλάτη και άρχισε να τρέχει και να φωνάζει «Όχι, όχι....»

Η Σαλώμη ταράχτηκε. Τέτοια αντίδραση δεν την περίμενε. Είχε πει στη Σοφία την ιστορία της και πίστευε πως θα την καταλάβει. Αλλά τίποτα από όλα αυτά δε συνέβη και τώρα δεν είχε ώρα ούτε να το σκεφτεί  αλλά ούτε και να τρέξει πίσω από τη σοφία. Έπρεπε να φυγει τώρα. Δεν έπρεπε να χάνει καθόλου χρόνο.

Έβγαλε τα ματωμένα ρούχα που φορούσε, με βρεγμένο πανί σκούπισε τα αίματα από το πρόσωπό της και τα χέρια της και καθαρή πλέον φόρεσε τα ρούχα της Εχίβης. Δεν ήταν και ότι καλύτερο αλλά δεν είχε άλλα.

«Με την πρώτη ευκαιρία θα τα κάψω» συλλογίστηκε, «δε θέλω τίποτα να μου τη θυμίζει. Τελείωσα μαζί της».

Τύλιξε ένα κουβάρι τα ματωμένα ρούχα μαζί με τα πανιά που χρησιμοποίησε πριν από λίγο για να καθαριστεί και έχωσε βαθιά μέσα τους το στιλέτο, πήρε και τον μπόγο της και βγήκε. Έφτασε με κάθε επιφύλαξη στο μαγειρίο, περίεργο η Σοφία δεν ήταν εκεί. Πέταξε τα ρούχα της στο φούρνο που έκαιγε σχεδόν πάντα και για λίγο έμεινε και τα παρακολούθησε να καίγονται. Έπειτα πέρασε από την κάμαρα της Σοφίας αλλά ούτε εκεί ήταν.

«Πολύ περίεργο» μονολόγησε σκεφτική «Πού να πήγε; Πρέπει να φύγω» περίμενε για λίγο μπας και φανεί αλλά τίποτα. Απογοητευμένη βγήκε από την κάμαρα, προχώρησε στα σκοτάδια και βγήκε έξω συντετριμμένη από τη συμπεριφορά της Σοφίας, αλλά δεν προλάβαινε να την ψάξει, ήταν επιτακτική η ανάγκη να φύγει. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να έβρισκαν τη δολοφονημένη γυναίκα και τότε σούσουρο θα επικρατούσε παντού και έτρεμε μην τυχόν και δεν προλάβαινε να φύγει από την Κύπρο.

Βγήκε από το παλάτι και προχωρησε προς το σημείο όπου ορίστηκε η συνάντηση δυο μέρες πριν.

Ο Αντόνιο είχε φτάσει λίγο πριν και την περίμενε. Χαιρετήθηκαν τυπικά, ο Αντόνιο απόρησε με τη βιάση της αλλά τα έριξε στο άγχος της. Κίνησαν με άλογα προς Αμμόχωστο. Ο άνεμος τη κτυπούσε στο πρόσωπο, της ανέμιζε τα μαλλιά και της σκορπούσε τις σκέψεις μακριά. Το σκοτάδι όλο και πύκνωνε ελαχιστοποιώντας την ορατότητα, όμως, η Σαλώμη αδιαφορώντας όλο και κέντριζε το άλογο της σε πιο γρήγορο τροχασμό...

Πίσω της ο Αντόνιο πανικοβλήθηκε βλέποντάς την να πράττει τόσο απερίσκεπτα και έτρεξε να την προλάβει πριν γινεί κανά κακό και το έχει κρίμα. Φοβόταν κιόλας μη βρεθεί και φταίχτης στα καλά του καθουμένου.

Της φώναξε να σταματήσει τις τρέλες και να ελαττώσει ταχύτητα όμως αυτή τίποτα απτόητη συνέχισε τον τρελό σκοπό της, μέχρι που ο Αντόνιο αναγκάστηκε να τρέξει κεντρίζοντας βίαια το δικό του άλογο τόσο ώστε να προλάβει το άλογο της Σαλώμης και να το σταματήσει τραβώντας  με μαεστρία τα γκέμια του αλόγου.

«Άσε με, να τρέξω, αφού βλέπεις πως είμαι μια χαρά δεν έπαθα τίποτα» του είπε θυμωμένα.

«Εννοείς πως ήσουν τυχερή μέχρι τώρα και είσαι μια χαρά. Καθόλου δεν αποκλείεται να πάθεις κάτι κακό αν συνεχίζεις να τρέχεις έτσι στο σκοτάδι. Ας βρούμε καλύτερα καταφύγιο για το βράδυ και αύριο με το χάραμα ξεκινάμε πάλι».

«Όχι, όχι αυτό δε γίνεται. Δεν πρέπει να σταματήσουμε, πρέπει οπωσδήποτε να συνεχίσουμε , πρέπει να προλάβω».

«Τί να προλάβεις Σαλώμη; Έκανες κάτι;» την κοίταξε καχύποπτα

«Όχι, πως σου πέρασε κάτι τέτοιο από το μυαλό;> ρώτησε δήθεν αδιάφορα με την καρδιά της να πάει να σπάσει από φόβο <Βλακείες λέω. Ούτε κατάλαβα πως το ξεστόμισα. Έλα, πάμε να βρούμε καταφύγιο να κοιμηθούμε».

Ο Αντόνιο δεν πολυπείστηκε με τα λεγόμενά της αλλά ούτε και το ξεψάχνισε περισσότερο. Δεν τον ενδιέφερε κιόλας. Πού να βάλει ο νους του ότι ερήμην του φυγάδευε μια φόνισσα;

Έψαξαν για το καταφύγιο και το βρήκαν κάτω από κάτι πεύκους. Τυλίχτηκαν σφιχτά με τους μανδύες τους και έκεισαν τα μάτια. Σε λίγο η ρυθμική ανάσα του Αντόνιο πρόδιδε ότι είχε ήδη παραδοθεί στη γλυκιά ζεστασιά του ύπνου. Η Σαλώμη όμως δεν μπορούσε να κοιμηθεί, μια αδιόρατη ανησυχία την κρατούσε ξύπνια, ένα κακό προαίσθημα την ταλανούσε και δεν την άφηνε να ησυχάσει.

«Κάτι θα συμβεί απόψε, κάτι τρομερό...» συλλογίστηκε και δάκρυα κύλισαν στα μάγουλά της.

«Μάνα, που να πήγες να κρυφτείς για να μην με ξαναδείς;» ψιθύρισε με πόνο. «Κατάλαβέ με και συγχώρα με...αλλά έπρεπε να το κάνω».

Λυγμοί συντάρρασαν το κορμί της, που όμως τους έπνιγε στο μανδύα. Δεν ήθελε να την πάρει είδηση ο Αντόνιο. Δεν ήθελε να δώσει εξηγήσεις.

Η Σοφία, σαν τρελή βγήκε από την κάμαρα της Σαλώμης. Δεν τη χωρούσε ο τόπος. Τρέχοντας βγήκε από το παλάτι, κατευθήνθηκε προς το ποτάμι και ακολούθησε το σκεπαστό δρόμο που οδηγούσε στην αγορά. Κάποια στιγμή κουράστηκε και σταμάτησε να τρέχει. Μόνο έκλαιγε και μονολογούσε καθώς περπατούσεː

«Το κοριτσάκι μου, το πολύτιμό μου κοριτσάκι έκανε φόνο; Έγινε φόνισσα;  Όχι όχι αποκλείεται δεν είναι δυνατόν. Πως μπόρεσε; Δεν είναι δυνατόν».

Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που ξεκάθαρα η Σαλώμη της είχε ομολογήσει. Όλα πάνω της το ομολογούσαν, τα καταματωμένα ρούχα, χέρια και πρόσωπο, το φονικό όπλο που ακόμα κρατούσε στα χέρια της γεμάτο αίματα, η άγρια λάμψη των ματιών της, και όμως η Σοφία δεν ήθελε να το πιστέψει, δεν μπορούσε. Μολύβι ένιωσε την καρδιά της και δεν άντεξε το βάρος, γονάτισε. Έκλαιγε, έκλαιγε, ψυχοραγούσε η καρδιά της, ποτάμι τα δάκρυα και όμως το βάρος δεν έλεγε να ξαλαφρώσει ούτε στο ελάχιστο.                                                         

Σηκώθηκε ξανά στα πόδια της και σαν χαμένη άρχισε να περπατά με σκυμμένο το κεφάλι. Πλησίαζε πια στο γεφύρι της Πιλλορής, και λίγο πιο πέρα ήταν η πλατεία.

«Δεν το αντέχει αυτό το βάρος της γνώσης το μυαλό μου, δεν το αντέχει αυτό το βάρος της πράξης η καρδιά μου, δεν θέλω πια να ζω. Προτιμώ τη γαλήνη και τη λησμονιά του θανάτου. Χίλιες φορές το προτιμώ. Ναι, το προτιμώ..»

Η απόγνωση και η συντριβή την οδηγούσαν σε άλλα μονοπάτια του νου που δεν είχε ξαναδιαβεί. Πρώτη φορά απόψε. Και ήταν σκοτεινά, δίχως γυρισμό.

Σήκωσε αργά το κεφάλι προς τον έναστρο ουρανό, σήκωσε έπειτα τα χέρια σαν σε παράκληση και είπε με πόνο ψυχής και καρδιάςː

«Πάρε με Κύριε κοντά σου. Απόψε. Τώρα. Μην με βασανίζεις άλλο. Σκίστηκε η καρδιά μου, απόθανε ήδη η ψυχή μου. Πώς να ζήσω κουβαλώντας αυτό το τρομερό βάρος; Δεν έχω το κουράγιο, μήτε την αντοχή. Πάρε με σε παρακαλώ. Σ' εκλιπαρώ. Απελευθέρωσέ με».

Έμεινε εκεί για ώρα να περιμένει. Έστω ένα σημάδι. Όμως τίποτα. Καμιά απόκριση. Τί ήλπιζε αλήθεια;

Απογοητευμένη άφησε άβουλα τα χέρια της να πέσουν στα πλευρά της. Σαν μαριονέτας. Προχώρησε άλλο λίγο μέχρι που η ματιά της σκλάβωσε κάτι υπό το φως του έναστρου ουρανού. Πλησίασε άλλο λίγο και όταν κατάλαβε τί ήταν ανατρίχιασε σύγκορμη.

Μπροστά της είχε την κρεμάλα που κρέμαγαν τους κακοποιούς καθέ λογής εγκλήματος, με την θηλιά πάντα έτοιμη να δεκτεί το επόμενο θύμα της.

Έμεινε να την κοιτάζει μέχρι που έφυγε η αποστροφή από το βλέμμα, τη θέση της πήρε η αποδοχή και συμβιβάστηκε με την ιδέα. Μόνα τους τα βήματα της την οδήγησαν προς τα εκεί. Ανέβηκε στη ξύλινη σκάλα πέρασε τη θηλιά από το κεφάλι και την έσφιξε όσο μπόρεσε στο λαιμό της. Ήθελε δύναμη η άτιμη για να σφύξει γερά γύρω από το λαιμό. Δύναμη που προέρχεται μόνο από χέρια αντρικά. 

«Αφού, Κύριε μου, αρνιέσαι τη χάρη να με πάρεις κοντά σου. Από μόνη μου σου παραδίδω το χιλιομπαλωμένο πνεύμα μου. Δεν έχει άλλο πια..» και δίχως δισταγμό άφησε τη σκάλα και βούτηξε στη λύτρωση του κενού.

Ταλαντεύτηκε για λίγο στον αέρα. Ένιωσε έναν αφοπλιστικό πόνο στο λαιμό εκεί που την κρατούσε το σχοινί και της κόπηκε η ανάσα, και σαν να ξύπνησε από λήθαργο συνειδητοποίησε τί έκανε και πανικός την κατέβαλε.

Προσπάθησε να μιλήσει, να καλέσει βοήθεια όμως δεν έβγαινε η φωνή της. Άρχισε να κουνά βίαια τα πόδια της. Πάλευε η Σοφία για τη ζωή της, μετάνιωσε για την πράξη της όμως ήταν πια αργά. Το οξυγόνο της τελείωνε αργά και βασανιστικά. Της στέρευε η ζωή και ήταν ανήμπορη να κάνει κάτι. Έπαψε να παλεύει και απλώς αφέθηκε ηττημένη στη μοίρα που μόνη της διάλεξε.

Βρισκόταν στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου και όμως άκουγε γοργά βήματα να πλησιάζουν. Ή μήπως έκανε λάθος; Τί σημασία είχε αφού θα πέθαινε;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top