Κεφάλαιο 25
Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να βγει η Μαρίκα από το σπίτι. Η Σαλώμη όλη αυτή την ώρα ξεροστάλιαζε απ'έξω. Όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει κρύφτηκε καλύτερα.
«Αντίο, Μαρίκα μου, και να μην χάνεσαι, να έρχεσαι να τα λέμε».
«Αντίο, Ειρήνη, πέρνα και εσύ καμιά φορά από το σπίτι μην περιμένεις μόνο από μένα».
«Θα' ρθω, θα΄ρθω» έλεγε η Ειρήνη αλλά ήταν φανερό πως ήταν λόγια του αέρα.
Ποιός ξέρει άραγε γιατί.
Έκλεισε η πόρτα και η Μαρίκα ξεκούραστη πια φορτώθηκε τα ψώνια της και συνέχισε το δρόμο της.
Έστριψαν σε τόσες γωνιές που η Σαλώμη φοβήθηκε πως δεν θα έβρισκε το δρόμο της επιστροφής. Κι'άλλη ώρα πέρασε.
Ξαφνικά η κοπέλα ένιωσε ότι βάδιζε σε γνώριμους δρόμους, ένιωσε να ανατριχιάζει ολόκληρη. Ήταν τόσο απασχολημένη να μην χάσει τη γυναίκα που δεν κατάλαβε ότι
είχαν φτάσει σε οικείους της δρόμους. Σε λίγο θα έφταναν και στην συνοικία των Εβραίων όπου κάποτε ήταν το σπίτι της, η οικογένεια της, η ευτυχία της...
Συγκίνηση την κατέλαβε ολόκληρη. Από τότε που έφυγε από τη συνοικία δεν είχε επιστρέψει ποτέ, δεν το άντεχε. Και να που τώρα όλα της μαζεύτηκαν βουνό που έπρεπε να ξεπεράσει. Μνήμες την κατέκλυσαν από παντού νόμισε πως θα λιγοθυμήσει αλλά τελικά βρήκε τη δύναμη να κρατηθεί όρθια. Θυμήθηκε το σκοπό της και κατάφερε να διώξει οτιδήποτε άλλο από το μυαλό της. Η δοκιμασία αυτή της αποκάλυψε δυνάμεις που δεν ήξερε ότι τις είχε, απλώς μπήκαν σε λειτουργία την κατάλληλη στιγμή, και ένιωσε τόσο ξαλαφρωμένη από το βαρύ φορτίο που άφησε πίσω της για πάντα.
Η προσοχή της στράφηκε και πάλι στη γυναίκα, σ'αυτήν τη διαβολογυναίκα που την είχε στοιχειώσει και ας ήταν ακόμα ζωντανή.
Τώρα περνούσαν ακριβώς μπροστά από την Εβραική συνοικία. Η γυναίκα μπροστά έφτυσε με μίσος και απέχθεια και γύρισε απαξιωτικά το κεφάλι της απ' την άλλη. Η Σαλώμη άκουσε καθαρά τα πιο κάτω λόγια
«Παλιοεβραίοι, καταραμένη φάρα, σκουλήκια της μαυρισμένης γης, καλά πάθατε ότι πάθατε και χειρότερα σας άξιζαν γιατί εξαιτίας σας έχασα την οικογένειά μου και έμεινα ολομόναχη».
Η Σαλώμη με το ζόρι κρατήθηκε να μην της ορμήξει εκεί επί τόπου.
Προχώρησαν κάμποσο ακόμα, έστριψαν σε μερικά καντούνια ακόμα μέχρι που την είδε να μπαίνει σε ένα πλινθόκτιστο μικρό σπίτι με ξεχαρβαλωμένα παράθυρα και πόρτα που δεν έκλεινε εντελώς.
«Μάλλον αυτό θα είναι το σπίτι της αφού μπήκε χωρίς να κτυπήσει. Αυτό μοιάζει ετοιμόρροπο. Ζει σε μεγαλεία, η αρχόντισσα» είπε κοροιδευτικά «πφφ..ακούς εκεί αρχόντισσα, η φαντασμένη. Έτσι είμαι και εγώ αρχόντισσα κυρά μου. Αλλά ας τα αφήσω τώρα αυτά» συγκέντρωσε και πάλι τη σκέψη της «Οπότε εδώ είμαστε και μένει και μόνη της όπως την άκουσα να μονολογεί. Ωραία, τώρα μπορώ να φύγω».
Νοερά απομνημόνευσε σημάδια της γειτονιάς και του δρόμου ώστε να τα ξαναβρεί, όπως επίσης το ίδιο έκανε και στην υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το παλάτι.
Τελικά δε δυσκολεύτηκε καθόλου να βρει το δρόμο της επιστροφής όπως νόμιζε πως θα γινόταν.
Έφτασε στο παλάτι κάθιδρη αλλά πλήρως ικανοποιημένη από το εύρημα της, και που φυσικά το κράτησε μόνο για τον εαυτό της.
Η Σοφία είχε τελειώσει με τις δουλειές της, και αφού η βασίλισσα με την Εχίβη απουσίαζαν της έμεινε ελεύθερος χρόνος να ξεκουραστεί.
Η Σαλώμη την βρήκε στην κάμαρά της να κάθεται στην αγαπημένη της καρέκλα και να κεντάει.
«Γεια σου, Σοφία μου, επέστρεψα» της είπε χαρούμενα και τη φίλησε στο μάγουλο.
«Καλώς το κοριτσάκι μου. Χαρούμενη σε ακούω. Πέρασες ωραία στην βόλτα σου;»
«Ναι, ωραία πέρασα. Όμως συνέβη και κάτι άλλο που όμως θα το συζητήσουμε μετά. Πρώτα θα ξεκινήσουμε τη θεραπεία σου, έφερα και τα βότανα, να κοίτα» και έβγαλε από το πουγγί της το σακουλάκι που της είχε δώσει η γριά.
«Πάμε να βάλουμε νερό να ζεσταθεί, και μέχρι να ζεσταθεί θα σου εξηγήσω τί πρέπει να κάνεις».
Της πήρε προσεκτικά το εργόχειρο από τα χέρια, την τράβηξε να σηκωθεί και την οδήγησε στο μαγειρίο. Έβαλε το νερό στη φωτιά και μέχρι να βράσει της εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια πως έπρεπε να εφαρμόζει την θεραπεία.
Μισή ώρα αργότερα βρίσκονταν πίσω στην κάμαρα, η Σοφία με την κομπρέσα στο μπράτσο και μια μάσκα αηδίας στο πρόσωπο από την απαίσια γεύση των βοτάνων που έπρεπε να πιει. Η Σαλώμη καθόταν κοντά της.
«Θες να σου πω τώρα τί μου συνέβη σήμερα ή μήπως θέλεις να το αφήσουμε για κάποια άλλη στιγμή;»
«Όχι, τώρα πες μου. Γιατί η αλήθεια είναι πως με έχει φάει η περιέργεια».
Η Σαλώμη γέλασε.
«Αχ, πάντα η ίδια Σοφία. Ωραία λοιπόν θα σου πω τώρα. Όταν βγήκα από το παλάτι λίγο πιο κάτω μου μίλησε ένα αγόρι και μετά από συζήτηση που είχαμε μου αποκάλυψε ότι ήταν απεσταλμένος του Φρανγκίσκου του βασιλιά».
Η Σοφία γούρλωσε τα μάτια από έκπληξη.
«Τί πράγμα; Και τί ήθελε;»
«Μου έστειλε μαντάτο πως την τρίτη μέρα από σήμερα θα φύγουν από το νησί, και μου ζητά να τον ακολουθήσω, θέλει να με πάρει μαζί του Σοφία. Μου μήνυσε πως θα μου δίνει ότι χρειάζομαι, πως τίποτα δεν θα μου λείψει».
Η Σοφία την κοιτούσε βουβή. Δεν πίστευε στα αυτιά της.
«Και με τί αντάλλαγμα θα στα δώσει όλα αυτά; Γιατί αποκλείεται να στα δώσει όλα αυτά έτσι ανιδιοτελώς χωρίς να ζητήσει κάτι. Και νομίζω πως είναι αρκετα σαφές το τί θα σου ζητήσει δεν χρειάζεται να στο πω».
Η Σαλώμη έμεινε να την κοιτάζει σαν χαμένη. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί μέχρι τώρα. Η ματιά της σκοτείνιασε.
«Ναι, Σαλώμη μου. Για προσωπική του ερωμένη σε θέλει. Να του χορταίνεις τις ορέξεις όποτε αυτός το ζητά. Και το χειρότερο θα είναι όταν θα σε χορτάσει καλά καλά να σε πετάξει στο δρόμο, έρμαιο της κακής σου τύχης σε έναν τόπο που δεν θα γνωρίζεις. Τί θα κάνεις τότε; Πού θα πας;»
«Και γιατί Σοφία να γίνουν έτσι τα πράγματα;» την ρώτησε με πείσμα.
«Επειδή δεν πρόκειται να σε παντρευτεί αν αυτό είναι που πιστεύεις καλή μου. Δεν είσαι της τάξης του».
«Ναι το ξέρω πως δεν είμαι της τάξης του, αλλά, στην Μινόρκα μπορεί να μην είναι απαραίτητο αυτό».
«Και τότε γιατί ήρθε στην Κύπρο να γνωρίσει την Εχίβη με σκοπό το γάμο;»
«Σωστό κι αυτό» είπε απογοητευμένη και έσκυψε αποκαρδιωμένη το κεφάλι.
Ήθελε να της πει κι' άλλα η Σοφία αλλά δεν το έκανε, πίστεψε πως την είχε πια πείσει.
«Και αν αυτό δεν με πειράζει;» της είπε ξαφνικά η Σαλώμη.
«Ποιο δηλαδή;»
«Το ότι δε θα με παντρευτεί».
«Θα δεκτείς τέτοιο πράγμα;»
«Γιατί όχι;» της αντιγύρισε.
«Δηλαδή θα πουληθείς σε αυτόν».
«Γιατί όχι; Πάντως καλύτερα θα είμαι από εδώ. Θα έχω ό,τι επιθυμήσω».
«Δεν το πιστεύω ότι ακούω αυτά τα λόγια από σένα Σαλώμη» η Σοφία ήταν πραγματικά έκπληκτη.
«Σκέψου το καλά Σοφία, είναι η καλύτερη λύση, η Εχίβη δεν πρόκειται ποτέ να αλλά ξει στάση και εγώ δεν μπορώ να ζήσω για πάντα φυλακισμένη σε μια κάμαρα».
«Αν αυτό που θες είναι να φύγεις από εδώ ας φύγουμε τότε, μαζί. Θα βρούμε κάπου να μείνουμε και θα βρούμε και μια δουλειά και θα πάνε όλα καλά, θα το δεις. Πιστεύω πως η Αλίκη δεν θα μου αρνηθεί αυτή την χάρη».
Έκανε να την αγκαλιάσει αλλά η Σαλώμη έκανε πίσω.
«Δηλαδή θα ξεφύγουμε από τη μια μιζέρια και θα πέσουμε σε άλλη, χειρότερη. Συγγνώμη, αλλά δεν είναι αυτό που ονειρεύτηκα για τη ζωή μου, αποκλείεται».
«Δηλαδή το όνειρό σου είναι να γίνεις η ερωμένη κάποιου;»
«Όχι, το όνειρό μου είναι να ζω στην πολυτέλεια και να έχω ότι επιθυμώ. Με όποιο κόστος» κοίταξε τη Σοφία σταθερά στα μάτια.
Η Σοφία γύρισε το χέρι της και της άστραψε ένα ηχηρό χαστούκι.
Η κοπέλα αιφνιδιασμένη έφυγε τρεχάτη.
Το μόνο που πρόλαβε να δει η Σοφία ήταν τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της.
Η Σαλώμη κατέληξε στην κάμαρά της.
Την πόνεσε το χαστούκι της Σοφία όχι τόσο στο σώμα αλλά στην καρδιά και τη ψυχή της.
«Δεν πρόλαβα να της πω ότι μπορεί να έρθει μαζί μου. Μπορεί να άλλαζε γνώμη. Μπορεί όλα αυτά να τα έλεγε για να με αποτρέψει να πάω και να μην με χάσει. Ναι αυτό μάλλον θα είναι» καινούριες ελπίδες φώτησαν την καρδιά της, «αύριο κιόλας θα της ξαναμιλήσω».
Όμως δε χρειάστηκε γιατί η Σοφία ήρθε και τη βρήκε μετανιωμένη για την πράξη της.
«Συγγνώμη, αγάπη μου, δεν το θελα. Συγγνώμη» την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω της. Η κοπέλα τη συγχώρεσε και την αγκάλιασε και αυτή. Και έτσι μονιασμένες καθώς ήταν η Σαλώμη βρήκε την ευκαιρία να της πει αυτό που σκεφτόταν πριν λίγο
«Ξέρεις Σοφία; Δεν πρόλαβα να σου πω πως δεν υπάρχει πρόβλημα να έρθεις και εσύ μαζί μου. Έτσι δε θα χωριστούμε, θα είμαστε μαζί. Αυτό δε θες;»
«Θέλω να είμαστε μαζί αλλά όχι με αυτό το τρόπο. Μου είναι αδύνατον να έρθω και να σε βλέπω να αναλώνεσαι με αυτό το τρόπο. Δεν θα το αντέξω καρδιά μου. Προτιμώ να μείνω πίσω και να μην μαθαίνω τί κάνεις. Πριν έρθω εδώ σκέφτηκα κάποια πράγματα και κατάλαβα ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να σου πω τί θα κάνεις. Μπορεί να σου στάθηκα σαν μάνα αλλά δεν είμαι η μητέρα σου. Και ακόμα και η ίδια σου η μάνα δεν θα είχε το δικαίωμα να σε αποτρέψει να κάνεις αυτό που ποθεί η
καρδιά σου. Η ζωή σου σου ανήκει και έχεις το δικαίωμα να την διαθέσεις όπως εσύ
επιθυμείς. Εύχομαι μόνο να μην σου βγει σε κακό. Σε αγαπώ πολύ και θέλω να είσαι ευτυχισμένη. Και αν αυτό είναι που θα σε κάνει ευτυχισμένη τότε να πας».
«Σ' ευχαριστώ Σοφία μου που με καταλαβαίνεις. Μπορεί να μην είσαι η πραγματική μου μάνα αλλά να ξέρεις πως σε αγαπώ σαν να ήσουν και θα σε αγαπώ και θα σε σκέφτομαι πάντα. Όπως σεβάστηκες εσύ την επιλογή μου έτσι θα σεβαστώ και εγώ τη δική σου και δε θα επιμείνω να έρθεις μαζί μου» αγκαλιάστηκαν θερμά, με κλάματα. Ο χωρισμός που ερχόταν ήταν σκληρός και για τις δυο.
Καθώς ήταν έτσι σφιχταγκαλιασμένες η Σαλώμη που είχε το πρόσωπο στραμμένο στο παράθυρο ξεχώρισε μέσα στα σκοτάδια μια σκιά να τις παρακολουθεί, αναγνώρισε το σουλούπι και τότε ένα σχέδιο άστραψε στο μυαλό της. Όση ώρα διαρκεί η αστραπή σε έναν σκοτεινιασμένο ουρανό τόση ώρα χρειάστηκε και η Σαλώμη να καταστρώσει το σχέδιο στο σκοτεινιασμένο της κεφάλι. Σκέφτηκε πως δεν είναι καθόλου τυχαίο που όλες οι συγκυρίες το ευνοούν, «όλα με καλούν να το πράξω, μέχρι και ο Θεός, και λέω να μην απογοητεύσω κανέναν τους» σκέφτηκε.
Η Σοφία δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ούτε καν το αισθάνθηκε ότι κάτι άλλαζε, δεν θα ήταν πια το ίδιο.
«Έλα, πάμε στην κάμαρά μου να κοιμηθούμε όπως κάθε βράδυ».
«Αν δεν σε πειράζει Σοφία σήμερα θέλω να κοιμηθώ εδώ στην κάμαρά μου».
«Όπως θες αγάπη μου τί να με πειράζει. Είσαι σίγουρη όμως;»
«Ναι, είμαι».
«Εντάξει τότε. Αν όμως αλλάξεις γνώμη ξέρεις που θα με βρεις. Μη διστάσεις».
«Δε θα διστάσω. Σ' ευχαριστώ. Καληνύχτα».
«Καληνύχτα» τη φίλησε στο μέτωπο και έφυγε.
Μερικά λεπτά αργότερα, όσα ακριβώς χρειάζονται μέχρι η Σοφία να επιστρέψει στην κάμαρά της και να κλείσει πίσω της την πόρτα, εμφανίστηκε στην πόρτα της Σαλώμης η γνώριμη σε αυτήν σκιά.
«Γεια σου, Σαλώμη».
«Γεια σου, Πέτρο. Μέρες έχεις να φανείς» του είπε με προσποιητό παράπονο.
Αναπτερώθηκε το ηθικό του, σιρόπι μέλωσε την καρδιά του.
«Έπρεπε να απουσιάσω από τη Λευκωσία και δεν πρόλαβα να σε ειδοποιήσω, ήταν κάτι εντελώς ξαφνικό. Πήγα στην Πάφο με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου για μια υπόθεση. Όμως ήταν πολλές οι μέρες και εγώ σε αποθύμησα, έτσι σκαρφίστηκα μια πρόφαση να φύγω και να γυρίσω κοντά σου. Ήθελα τόσο πολύ να σε δω. Συνεχώς μου τριβέλιζαν το μυαλό τα λόγια που σου είπα την τελευταία φορά που ήμουν εδώ και δεν μπορούσα να ησυχάσω».
«Ήταν πολύ σκληρά τα λόγια σου, Πέτρο».
«Δεν το μετανιώνω που στα είπα, γιατί τα εννοούσα όσα σου είπα. Μονάχα μετανιώνω που δεν στα είπα λίγο πιο μαλακά. Πώς αλλιώς όμως θα με λάβαινες σοβαρά υπόψη; Γι' αυτό για να με συγχωρέσεις έστω και λίγο σου έφερα ένα δώρο». και της έδωσε ένα κουτί.
Η Σαλώμη το πήρε ενθουσιασμένη. Μέσα όπως πάντα υπήρχαν λαμπερά και αστραφτερά κοσμήματα.
«Σ' ευχαριστώ Πέτρο είναι απίστευτα όμορφα. Όπως όλα σου τα δώρα άλλωστε».
Η Σαλώμη καθόταν στο ντιβάνι και ο Πέτρος σκεκόταν δύο βήματα πιο πέρα.
«Έλα, κάθησε κοντά μου» του άπλωσε το χέρι.
Ο Πέτρος το πήρε με λαχτάρα και κάθησε κοντά της, πρόσωπο με πρόσωπο. Τότε η Σαλώμη έσκυψε και τον φίλησε τρυφερά στο στόμα.
Τί υπέρτατη χαρά για τον Πέτρο! Τεράστια αγαλλίαση για την καρδιά του, νέκταρ για την ψυχή του. Τα χείλια της, γλυκά ώριμα φρούτα τον μεθούσαν, νόμιζε πως θα έχανε τα λογικά του. Πλανεύτρα η Σαλώμη, πλάνεψε το νου και την καρδιά του. Τον φιλούσε ατελείωτα με πάθος με μόνο σκοπό να τον υπνωτίσει. Ο Πέτρος ζούσε το όνειρο, πετούσε στα ουράνια και τότε η Σαλώμη αργά και προσεκτικά έσυρε το χέρι της μέχρι την μπότα του, το έχωσε μέσα και με προσοχή ανέσυρε από μέσα το ίδιο στιλέτο που της έδειξε εκείνο το βράδυ και την απείλησε πως με αυτό θα την σκότωνε αν χρειαζόταν. Το έκρυψε πίσω της, κάτω από το μαξιλάρι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top