Κεφάλαιο 21
Στα βασιλικά διαμερίσματα μάνα και κόρη κοιμόντουσαν επίσης μαζί. Η Αλίκη για το επόμενο διάστημα δε σκόπευε να αφήσει την Εχίβη ούτε για ένα λεπτό μονάχη της. φοβόταν μην έκανε καμιά τρέλα, αν και η αλήθεια είναι πως δεν την είχε ικανή να κάνει κακό στον εαυτό, ήταν η μάνα της βλέπετε και την ήξερε καλά, όπως επίσης ήξερε πόσο αγαπούσε τον εαυτό της η Εχίβη. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις τί μπορεί να αλλάξει στο μυαλό του κάθε ανθρώπου μετά από έντονη συναισθηματική περιπέτεια, έτσι η Αλίκη πρόσεχε την μονάκριβη κόρη της σαν κόρη οφθαλμού
Την επομένη, καμιά από τις κοπέλες δε βγήκε από το δωμάτιό της. Η Αλίκη ακλόνητος βράχος, έμεινε δίπλα στην κόρη της να την φροντίζει και να την παρηγοράει. Η Εχίβη ψυχολογικά ήταν ερείπιο. Η Αλίκη το έβλεπε αυτό και δεν μπορούσε να ησυχάσει, ήθελε οπωσδήποτε να μιλήσει στη Σαλώμη.
Έτσι το μεσημέρι μετά το γεύμα η Αλίκη έδωσε στην Εχίβη να πιει ένα τσάι, χαλαρωτικό όπως της είπε και η ίδια, κάτι το οποίο δεν ήταν εξολοκλήρου ψέμα αφού το τσάι ήταν βαλεριάνα και όντως θα τη βοηθούσε να χαλαρώσει και να κοιμηθεί βαριά για κάποιες ώρες. Αυτό ακριβώς που χρειαζόταν η Αλίκη. Να λείψει για κάποιες ώρες μακριά από την κόρη της χωρίς να την τρώει η έννοια.
Ένιωθε, βέβαια, τύψεις αλλά δε γινόταν κι αλλιώς. Στο κάτω κάτω δεν θα πάθαινε και τίποτα σοβαρό απλά θα κοιμόταν. Έτσι δεν θα σκεφτόταν κιόλας.
«Μάλλον καλό της κάνω» παρηγορούσε και συνάμα δικαιολογούσε ανώφελα τον εαυτό της η Αλίκη.
Μόλις η Εχίβη αποκοιμήθηκε, η Αλίκη ξεγλίστρησε από το δωμάτιο, αφού, πρώτα άφησε μια υπηρέτρια να φυλάει την κόρη της για κάθε ενδεχόμενο.
Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο της Σαλώμης. Τη βρήκε να κάθεται όπως συνήθιζε στο πεζούλι του παραθύρου της και να ατενίζει στο πουθενά βουτηγμένη σε σκέψεις.
«Ήρθα, Σαλώμη».
Η κοπέλα που είχε γυρισμένη την πλάτη της στην πόρτα, δεν την είδε που μπήκε και στο άκουσμα της οικείας φωνής τινάχτηκε ελαφρά και ένα θερμό κύμα έξαψης διαπέρασε ολόκληρο το κορμί της. Σηκώθηκε χωρίς να βιάζεται και γύρισε προς τη βασίλισσα που στεκόταν αγέρωχη. Υποκλίθηκε.
«Σε περίμενα μεγαλειότατη».
«Μάλιστα» είπε σκεφτική μάλλον στον εαυτό της «ε, τότε θα μπω απ' ευθείας στο θέμα».
«Σε ακούω, αν και νομίζω πως ξέρω τί ήρθες να μου πεις».
«Και τί νομίζεις ότι θέλω να σου πω;» τη ρώτησε κοιτάζοντάς την επικριτικά, σχεδόν κοροϊδευτικά.
Η Σαλώμη αν και πρόσεξε τη ψυχρή ματιά της βασίλισσας και το πόσο απόμακρη ήταν από τη στιγμή που μπήκε στο δωμάτιό της εντούτοις δεν πτοήθηκε.
«Μα να φύγω από το παλάτι φυσικά».
«Είδες που βιάστηκες να βγάλεις αυθαίρετα συμπεράσματα; Κάνεις λάθος».
Η Σαλώμη την κοίταξε έκπληκτη. Η Αλίκη συνέχισε χωρίς να δώσει σημασία στην αντίδραση της.
«Αν και η Εχίβη επέμεινε σφόδρα να σε διώξω και την καταλαβαίνω απόλυτα γι' αυτό εντούτοις δε θα το κάνω, αν και δεν σου κρύβω πως θα το ήθελα πολύ. Σε αρκετούς μπελάδες μας έβαλες δε νομίζεις;»
Η Σαλώμη κάτι έκανε να πει αλλά η Αλίκη ύψωσε απότομα το χέρι της.
«Όχι, όχι δε θέλω καμιά απάντηση, δεν μου χρειάζεται, ρητορική ήταν η ερώτηση. Και συνεχίζω. Δε λέω αυτό που συνέβη στην Εχίβη ήταν τρομερό χτύπημα για την περηφάνια και την υπόληψη μιας κοπέλας και ειδικά δε όταν αυτή η κοπέλα είναι πριγκίπισσα. Φαντάζομαι πως μπορείς να αντιληφθείς το φοβερό πλήγμα που υπέστη η κόρη μου» την κοίταξε τόσο έντονα που αν η ματιά σκότωνε η Σαλώμη θα έπεφτε νεκρή ακαριαία. Το βλέμμα αυτό την διαπέρασε αιχμηρά μέχρι την άβυσσο της ψυχής της και κάπου στο βάθος αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί η Σαλώμη ένιωσε φόβο. Αμυδρά μεν αλλά σίγουρα αυτό που ένιωσε ήταν φόβος. Ήθελε να υπερασπιστεί τον εαυτό της αλλά δε βρήκε τη δύναμη ούτε το θάρρος που χρειαζόταν. Έτσι απλώς ένευσε καταφατικά.
«Ωραία, χαίρομαι γι' αυτό. Άκου, Σαλώμη αν ήταν αλλιώς τα πράγματα να είσαι σίγουρη ότι θα σε πετούσα έξω χωρίς δεύτερη σκέψη, αν δηλαδή όντως έφταιγες, αλλά δεν είναι έτσι, δε φταις για ότι έγινε. Απλά εγώ θύμωσα με το πάθημα της κόρης μου και τη φρίκη που υπέστη. Κακά τα ψέματα όλοι είδαμε και θαυμάσαμε την απίστευτη ομορφιά σου και ο Φραγκίσκος μόνο αν ήταν τυφλός δεν θα την έβλεπε και δε θα θαμπωνόταν όπως άλλωστε και έγινε».
Η Σαλώμη έσκυψε το κεφάλι της δήθεν από ταπεινοφροσύνη και σεμνότητα αλλά στην πραγματικότητα ήθελε να κρύψει τον ενθουσιασμό που φλεγόταν στα μάτια της. Ούτε στα πιο τρελά της όνειρα δε θα μπορούσε να το ονειρευτεί. Ήταν κάτι το εντελώς απρόσμενο αλλά φυσικά ευπρόσδεκτο για την τόνωση της δικής της περηφάνιας και αυτοπεποίθησης.
Μέχρι σήμερα ήταν πολύ απασχολημένη να σκέφτεται το μέλλον της και δεν το είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν μάγεψε κάποιον τυχαίο αλλά ολόκληρο βασιλιά, θα μπορούσε να γίνει βασίλισσα. Ούτε σαν σκέψη δεν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό της και τώρα το είχε όντως ζήσει στην πραγματικότητα.
Καινούρια συναισθήματα έξαψης έκαναν την καρδιά της να φτερουγίσει, αλλά αυτή τη φορά ήταν συναισθήματα απόλυτης ευχάριστης έκπληξης για το καινούριο δεδομένο του σήμερα και της κρυφής ματαιοδοξίας του αύριο...
Η κάπως εχθρική φωνή της βασίλισσας την έβγαλε από τους λογισμούς της
«Λοιπόν, αν και η κόρη μου απαίτησε να φύγεις από εδώ, δεν θα το κάνω, και όχι μόνο για σένα αλλά και για εκείνην. Όταν μετά από κάποιες μέρες της περάσει όλο αυτό και ξαναγίνει η Εχίβη που όλοι αγαπάμε, τότε το ξέρω καλά πως θα σε γυρέψει και με μεγάλη μου ικανοποίηση θα σας ξαναενώσω» την κοίταξε με νόημα και συνέχισε «γιατί το ξέρω καλά Σαλώμη πως την αγαπάς την κόρη μου και σ' ευχαριστώ για αυτό».
Για πρώτη φορά η βασίλισσα της χαμογέλασε ειλικρινά όμως η Σαλώμη δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο. Δεν τους εμπιστευόταν πια και μάλλον ούτε και την Εχίβη αγαπούσε πια, τουλάχιστον αυτά ήταν τα συναισθήματά της τώρα. Ακόμα έκαιγαν τα σωθικά της από τα φαρμακερά λόγια τα ποτισμένα με κακία και μίσος που εξακόντισε εναντίον της η Εχίβη εκείνη τη μαύρη μέρα που άλλαξαν τα πάντα και που τόσο η Σαλώμη λαχταρούσε να παρέμεναν τα ίδια.
Η βασίλισσα συνέχιζε το λογύδριο της
«Την διαβεβαίωσα ότι έφυγες από το παλάτι και υπό άλλες συνθήκες θα σε πετούσα έξω, όμως δεν θα το κάνω. Εγώ σε έφερα, ξέρω τί πέρασες, ξέρω ότι δεν έχεις πουθενά να πας και ότι δεν έχεις κανέναν δικό σου», έπιασε το κεφάλι της με τα χέρια της, έμεινε για λίγο σιωπηλή και ξαφνικά ξαναμίλησε «όχι, όχι αποκλείεται να σε πετάξω στο δρόμο εξαιτίας αυτού του άτυχου συμβάντος. Δεν πρόκειται να αθετήσω το λόγο μου απέναντί σου».
«Μα δεν μου έδωσες κανέναν λόγο μεγαλειοτάτη» είπε η Σαλώμη χαμηλόφωνα. Με φρίκη έβλεπε τη βασίλισσα να παλεύει με τον εαυτό της και με τις σκέψεις της, να φάσκει και να αντιφάσκει και δεν ήξερε τί να υποθέσει, μέχρι και ότι άρχισε να της σαλεύει της πέρασε από το μυαλό.
Η βασίλισσα άρχισε να χάνει την υπομονή της.
«Μπορεί να μην στο είπα αυτοπροσώπως αλλά στον έδωσα. Και σε σένα και σε μένα και δεν πρόκειται να τον αθετήσω. Τουλάχιστον σίγουρα δε θα το ήθελα... αλλά δεν ξέρω το μέλλον, το μόνο που ξέρω καλά είναι η κόρη μου, και ξέρω πως θα της περάσει και θα γαληνέψει και πάλι η ψυχή της και η ανταριασμένη της καρδιά.
Και τότε θα σε γυρέψει σαν να μην έχει συμβεί ποτέ τίποτα και θα το ήθελα πολύ να είσαι ακόμα εδώ και να ξαναπάς κοντά της όπως πριν».
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και έτρεξαν στα μάγουλά της, τα σκούπισε βιαστικά με την ανάστροφη του χεριού της και συνέχισε.
«Απλώς μέχρι τότε θα πρέπει να είσαι πολύ προσεκτική ώστε να μη σε δει αλλιώς χαθήκαμε. Θα σε βοηθήσει και η Σοφία, της έχω μιλήσει και χάρηκε τόσο πολύ που δεν σε διώχνω που σου ομολογώ πως ζήλεψα λιγάκι γιατί μέχρι πριν έρθεις εσύ εδώ εγώ ήμουν η αγαπημένη της».
«Δε νομίζω πως....» έκανε να δικαιολογήσει την Σοφία η Σαλώμη όμως η Αλίκη την διέκοψε
«Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα, νομίζω πως είμαι αρκετά νοήμων ώστε να έχω τις δικές μου απόψεις και γνώμες».
Η Σαλώμη έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένη ψελλίζοντας ένα συγνώμη, δεν το είχε σκοπό να θίξει τη βασίλισσα.
«Το ξέρω πως δεν είχες σκοπό να με βλάψεις με κανένα τρόπο».
Το είπε και το εννοούσε αλλά δεν μπορούσε να νιώσει πραγματικά ευθυμία όταν λίγο πιο πέρα η κόρη της υπέφερε όσο ποτέ άλλοτε.
«Εκτός και αν το θέλεις εσύ να φύγεις. Αν και θα μου ήταν δυσάρεστο. Ωστόσο είσαι ελεύθερη να πράξεις όπως επιθυμείς. Να θυμάσαι Σαλώμη, εδώ δεν είσαι φυλακισμένη αλλά ευπρόσδεκτη. Η τύχη και η ζωή σου είναι στα χέρια σου και μπορείς να τα διαθέσεις σύμφωνα με τις δικές σου βουλές».
Γλυκά τα λόγια που άκουγε αλλά στην καρδιά της Σαλώμης έφταναν γλυφά. Κανένα συναίσθημα, το απόλυτο κενό. Όλα τα όμορφα συναισθήματα τα κατέρριψε με τα δηλητηριασμένα βέλη της η Εχίβη που εξακόντισε χθες εναντίον της με τόσο μίσος και κακεντρέχεια. Ακόμα αντηχούσαν σαν ηχώ μέσα της. Κτυπούσαν σε κάθε γωνιά του κορμιού της και επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά με φοβερά αποτελέσματα στην μέχρι πρότινος εύθραυστη ψυχή της κοπέλας.
«Τί σκέφτεσαι να κάνεις Σαλώμη; Σκέφτεσαι μήπως να φύγεις;» η Αλίκη την κοιτούσε με αγωνία και προσμονή.
«Όχι, δεν σκέφτομαι να φύγω, εκτός και αν παραστεί απόλυτος ανάγκη, αν και πολύ θα το ήθελα, έλα όμως που δεν έχω πουθενά αλλού να πάω» συμπλήρωσε από μέσα της.
Αν και η Αλίκη δεν ήθελε να προδώσει τα αισθήματά της εν τούτοις δεν κατάφερε και τόσο καλά να τα κρύψει γιατί η Σαλώμη διέκρινε καθαρά την ανακούφιση της βασίλισσας.
«Θέλω να πιστεύω πως δε θα χρειαστεί, αλλά αν τελικά το αποφασίσεις, όποτε και αν είναι αυτό δεν θα σε εμποδίσω».
Είχαν ειπωθεί όλα όσα έπρεπε να ειπωθούν, το ήξεραν καλά. Δεν ήταν στο χέρι τους πια. Η μπάλα ήταν στο γήπεδο της Εχίβης και αυτή θα αποφάσιζε για την έκβαση του παιχνιδιού.
Η Αλίκη γύρισε με καινούριες ελπίδες κοντά στην κόρη της. Για καλή της τύχη κοιμόταν ακόμα και έτσι δε χρειαζόταν να δώσει εξηγήσεις για το που βρισκόταν τόση ώρα που έλειψε.
Η Σαλώμη έμεινε πάλι μόνη με τις σκέψεις της.
«Αχ, κακόμοιρη βασίλισσα. Καυχιέσαι ότι ξέρεις καλά την κόρη σου, αλλά, τελικά μάλλον δεν την γνωρίζεις και τόσο καλά. Εγώ, αν και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, με τόσες ολοήμερες επαφές την ξέρω πολύ καλύτερα, και δεν νομίζω πως θα χαλαρώσει τις επιθέσεις της και ούτε θα αλλάξει τόσο εύκολα μυαλά και συναισθήματα, τουλάχιστον τόσο σύντομα όσο εσύ πιστεύεις. Το πιο πιθανόν να μη γίνει και ποτέ. Μάλλον θα πρέπει να αρχίσω να σκέφτομαι σοβαρά το μέλλον μου και τις ανύπαρκτες επιλογές μου» κατέληξε θλιμμένη.
Η Σαλώμη με βαθιά θλίψη βίωνε καθημερινά την επαλήθευση των σκέψεων της. Η Εχίβη παρέμενε πεισματικά αδιάλλακτη στην απόφασή της να απορρίψει από τη ζωή της την φταίχτρα όπως αποκαλούσε την Σαλώμη, που με κάθε ευκαιρία καταφερόταν εναντίον της με σκληρά λόγια.
Μέρες πέρασαν χωρίς καμιά απολύτως αλλαγή. Η Σαλώμη κλεισμένη στο δωμάτιό της δεν ξεμυτούσε καθόλου. Η δυσφορία άρχισε να την κυριεύει και είχε γίνει πολύ νευρική. Η Σοφία φρόντιζε να της κρατά συντροφιά όποτε ευκαιρούσε όπως επίσης φρόντιζε καθημερινά για το νερό και την τροφή της. Η παρέα της Σοφίας έσπαζε τη δυσφορία της και για λίγο ηρεμούσε. Γινόταν ο παλιός της εαυτός.
Η Σοφία ήταν ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο τα αισθήματά της δεν άλλαξαν στο ελάχιστο. Την αγαπούσε όπως πάντα. Η αστείρευτη αγάπη της Σοφίας κράτησαν ζωντανή και άθικτη από την καταιγίδα την αγάπη της Σαλώμης προς αυτήν...
Τις μέρες αυτές που η Σαλώμη ήταν καταχωνιασμένη στο δωμάτιό της αργά το βράδυ δέχτηκε μια επίσκεψη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top