Κεφάλαιο 20




Η Εχίβη έμεινε παγωμένη στη θέση της, δεν πίστευε στα αυτιά της, δεν πίστευε στα μάτια της. Αναρωτήθηκε αν όλα αυτά τα ζούσε στην πραγματικότητα ή τα ονειρευόταν. Ένιωσε το αίμα της να κοχλάζει και να κυλάει πιο γρήγορα στις φλέβες της. Ένιωσε το πρόσωπό της να καίει. Προσπάθησε να συγκρατήσει τα αισθήματά της αλλά όσο και αν το πάλεψε τελικά δεν τα κατάφερε.

«Τίίίίίίίίίίίίίίί.....;» τσίριξε με όλη της τη δύναμη, «εγώ είμαι η Εχίβη άθλιε, τ'ακούς; Εγώ και μόνο εγώ, και αυτή που τόση ώρα της κρατάς το χέρι και της λες ερωτόλογα δεν είναι παρά η συνοδός μου, μια υπηρέτρια τ'ακούς; Αν θες να παντρευτείς μια υπηρέτρια, μια δούλα κανένα απολύτως πρόβλημα, ορίστε» και σπρώχνει τη Σαλώμη με όλη της τη δύναμη και πέφτει πάνω του με φούρια. Αυτός τη συγκράτησε γιατί αλλιώς θα έπεφτε σπάζοντας τα μούτρα της. Η Σαλώμη ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της και στάθηκε και πάλι στα πόδια της ψέλισε ένα με συγχωρείται και έφυγε τρέχοντας.

«Ναι, φύγε, κάνε μας και τη θιγμένη από πάνω» συνέχισε φωνάζοντας η Εχίβη «να φύγεις και εσύ ακούς; Να φύγεις τώρα αμέσως και να μην σε ξαναδώ. Ποτέ» ορυόταν   κτυπώντας το πόδι της στο πάτωμα και σφίγγοντας τα χέρια της σε γροθιές. Δάκρυα αφόρητης ντοπής έτρεχαν συνέχεια στα μάγουλά της. Έκανε μεταβολή και έφυγε τρεχάτη προς τα διαμερίσματά της.

Όλοι τα είχαν χαμένα. Στέκονταν χωρίς να κάνουν τίποτα. Η Αλίκη κουνούσε περίλυπη το κεφάλι της, οι χειρότεροι φόβοι της είχαν εκπληρωθεί. Ο Ούγος δεν τόλμησε να σταματήσει την κόρη του, είχε όλα τα δίκια με το μέρος της, τέτοια δύναμη ψυχής δεν την περίμενε από την κόρη του και αυτό του άρεσε. Κατα βάθος την καμάρωσε που αντίδρασε με τέτοιο θάρρος και δυναμισμό.

Αλλά η αλήθεια είναι πως η Εχίβη δεν αντέδρασε έτσι ούτε από θάρρος, ούτε από δυναμισμό, αλλά από αφόρητη απογοήτευση, παράφορη ζήλια και τσαλακωμένη αξιοπρέπεια.

Ο Πέτρος και ο Ιωάννης έγιναν πράσινοι από τη ζήλια τους, αλλά δε γινόταν να αντιδράσουν γιατί θα προδίδονταν και αυτό δεν το ήθελαν. Έμειναν σιωπηλοί και έβραζαν στο ζουμί τους.

Ο Ούγος θεώρησε πως ήρθε η ώρα να αναλάβει τα ηνία:

«Πώς μπόρεσες να προσβάλεις με αυτό τον τρόπο την κόρη μου; Φύγε. Έξω από το παλάτι τώρα».

Ο Φρανγκίσκος δε χρειάστηκε να του το ξαναπούν. Έφυγε χωρίς καν να απολογηθεί. Καθόλου δεν μετάνιωσε για την πράξη του. Δεν το ήθελε, απλά συνέβη. Αυτός δεν έφταιγε σε τίποτα. Υπήρξε απλώς μια τραγική παρεξήγηση.

Έφυγε, και το μόνο που σκεφτόταν ήταν την κοπέλα εκείνη που του έκλεψε την καρδιά και το μυαλό. Η μόνη σκέψη που τον κυριαρχούσε τώρα ήταν πως έπρεπε οπωσδήποτε να την ξαναδεί.                                                                        

Η εικόνα της Σαλώμης αποτυπώθηκε ανεξίτηλα στο μυαλό του.

«Πού θα πάει, θα βρω τρόπο να την κάνω δική μου» σκεφτόταν με ευφορία και ακράτητη επιθυμία, ήδη τη φανταζόταν στην αγκαλιά του να της δίνει καυτά φιλιά και σκιρτούσε από αδημονία, και τότε συνηδητοποίησε ότι ούτε το όνομά της δεν ήξερε. Το σκέφτηκε για λίγο και ξαφνικά το μάτια του φωτίστηκαν και ένα χαμόγελο χαράκτηκε στα χείλη του, «νομίζω πως βρήκα κιόλας τη λύση» συλλογίστηκε «πρέπει όμως να κινηθώ γρήγορα γιατί μετά από τον εξευτελισμό που προκάλεσε στην πριγκίπισσα έστω και άθελά της μπορεί να της στοιχίσει τη θέση της στο παλάτι, να την πετάξουν στο δρόμο κακήν κακώς. Και μετά πως θα την ξαναβρώ; Πρέπει να έχω τα μάτια μου ανοικτά..και σε αυτό θα με βοηθήσει ο πολύτιμος μου Αντόνιο και από σήμερα μάλιστα, δεν υπάρχει καθόλου καιρός για χάσιμο».

Με το μυαλό του γεμάτο σκέψεις και σχέδια που έπρεπε να μπουν άμεσα σε εφαρμογή κάλπαζε γοργά με την φρουρά του προς την Αμμόχωστο όπου είχαν αγκυροβολήσει με τον ερχομό τους στο νησί. 

Πίσω στο παλάτι τα πράγματα εξελίσσονταν τραγικά.

Η Αλίκη έτρεξε πίσω από την κόρη της. Έτρεμε για τα χειρότερα. Άπατο πηγάδι ήταν ο πόνος της για την μονάκριβη κόρη της.

Την βρήκε μπρούμυτα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της να σπαράζει στο κλάμα, σπάραξε και η καρδιά της μάνας για τη δυστυχία που βρήκε το παιδί της. Την πλησίασε και την άγγιξε απαλά. Με μαλακές κινήσεις της έβγαλε το καπέλο που από το τρέξιμο και τις απότομες κινήσεις είχε γείρει άχρηστο στα πλάγια του κεφαλιού της. Το πέταξε κάτω και το πάτησε με θυμό και αγανάκτηση. Έτσι κι αλλιώς τους ήταν πια άχρηστο.   

Πήγε και κάθησε κοντά της και άρχισε να της χαιδεύει μαλακά τα μαλλιά.

«Έλα, αγάπη μου, ηρέμησε σε παρακαλώ θα πάθεις τίποτα και να ξέρεις δε θα το αντέξω».

Η Εχίβη συνέχιζε το σπαραξικάρδιο κλάμα της και η Αλίκη συνέχιζε αδίκως να την παρηγορεί. Η μικρή παθών ήταν απαρηγόρητη.

«Ησύχασε, κόρη μου. Πάει τελείωσε έφυγε. Πες πως δε συνέβη ποτέ».

Η Εχίβη ανασηκώθηκε απότομα. Το προσωπό της ήταν μια μάσκα θυμού, οργής και απόγνωσης.

«Δε συνέβη ποτέ ε; Και όμως συνέβη μόλις πριν από λίγο. Νομίζεις πως είναι κάτι που ξεχνιέται τόσο εύκολα και γρήγορα;»

«Όχι, αλλά..»

«Φυσικά και όχι. Δεν έχει αλλά. Συνέβη και για όλα φταίει αυτό το παλιοθύληκο. Να φύγει από εδώ ακούς; Να φύγει και να μην τη ξαναδώ στα μάτια μου. Ποτέ».

«Έλα, ησύχασε καλή μου. Ηρέμησε σε παρακαλώ και θα καταλάβεις ότι άμεσα δεν φταίει σε τίποτα η Σαλώμη».

Τα μάτια της Εχίβης πέταξαν αστραπές.                                                                        

«Μη μου πεις μου ότι την υποστηρίζεις. Αυτό το παλιοθήλυκο που μου κατέστρεψε το γάμο, πες μου μαμά την υποστηρίζεις;» κοίταξε την Αλίκη της με έχθρα.

«Όχι αγάπη μου, φυσικά και όχι, καθόλου δεν την υποστηρίζω. Όμως πρέπει να καταλάβεις πως...»

«Τίποτα δεν έχω να καταλάβω» τσίριξε η Εχίβη, «αυτή φταίει για όλα ακους; Αυτή, αυτή και μόνο αυτή. Αυτή τα κατέστρεψε όλα. Να φύγει, να φύγει, να φύγει να μην τη βλέπω, να μην τη ξαναδω ποτέ. Αν είναι δυνατόν να φύγει και από το νησί».

Ξεφώνιζε και κτυπιότανε. Τράβαγε τα μαλλιά της, ξέσκιζε το υπέροχο φόρεμά της και έσπαγε ότι έβρισκε μπροστά της. 

Ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Μέχρι που έπεσε λιπόθυμη. Η Αλίκη όλη αυτή την ώρα την παρακολουθούσε έντρομη, και όταν την είδε να πέφτει πανικοβλήθηκε. Έτρεξε κοντά της φωνάζοντας βοήθεια. Κάθησε στο πάτωμα και την πήρε στην αγκαλιά της.

«Αχ, κόρη μου, κοριτσάκι μου σύνελθε σε παρακαλώ. Μην μου το κάνεις αυτό».

«Σοφία, βοήθεια» άρχισε να φωνάζει και πάλι, δάκρυα χαράκωναν τα μάγουλά της.

Η Σοφία κατέφθασε αλαφιασμένη.                                                                                 

«Τί συμβαίνει κυρά μου, αχ το παιδί, τί έπαθε;»

«Έλα βοήθησέ με να την βάλουμε στο κρεβάτι της και να τη συνεφέρουμε».

Τη σήκωσαν προσεκτικά και με κόπο την ξάπλωσαν στο κρεβάτι της.

«Έλα, Εχίβη μου, ξύπνα, σύνελθε σε παρακαλώ» η Αλίκη της έβρεχε το πρόσωπο και της έδινε χαιδευτικά χαστούκια. Σιγά σιγά προς μεγάλη ανακούφιση των γυναικών είδαν την Εχίβη να ανοίγει τα μάτια της.

«Τί έγινε; Πού βρίσκομαι;»

«Λιποθύμησες αγάπη μου. Αλλά τώρα πάει πέρασε ευτυχώς. Είσαι στο κρεβάτι σου».

«Λιποθύμησα; Γιατί; Τί έγινε;» και σιγά σιγά η όψη της άρχιζε να αλλάζει, η μνήμη της επανερχόταν και πάλι...

«Την έδιωξες; Λέγε την έδιωξες;» κοιτούσε τη μητέρα της και τα μάτια της πετούσαν σπίθες από οργή.

«Ναι, την έδιωξα...» μάσαγε τα λόγια της κερδίζοντας χρόνο, «βασικά δεν πρόλαβα γιατί έφυγε από μόνη της. Εγκατέλειψε το παλάτι» η Αλίκη ψευδόταν και κοιτούσε παρακλητικά την Σοφία να τη βοηθήσει.

«Αλήθεια σου λέει η μητέρα σου Εχίβη. Πήγα και εγώ στο δωμάτιο της, δεν τη βρήκα εκεί και όσο και αν έψαξα δεν τη βρήκα πουθενά αλλού στο παλάτι. Το έσκασε».

Η Εχίβη άκουγε με προσοχή και ικανοποίηση.

«Έκανε και κάτι σωστό η παλιοβρώμα. Να φύγει και να μην ξαναγυρίσει» τα μάτια της έλαμπαν από χαρά και ικανοποίηση.

Η Σοφία άκουγε σιωπηλή όλες τις κατηγόριες ενατίον της Σαλώμης και φούντωνε από θυμό. Από την μία καταλάβαινε τη δυσάρεστη θέση της Εχίβης, όμως από την άλλη σκεφτόταν πώς ήταν τόσο άδικο για την Σαλώμη επειδή δεν έφταιγε σε τίποτα.

Όλες αυτές οι σκέψεις την αναστάτωναν πολύ χωρίς όμως να  μπορει να αντιδράσει.

Αγαπούσε τόσο την βασιλική οικογένεια, όμως αγαπούσε και την Σαλώμη. Βρισκόταν σε δύσκολη θέση.                                                                 

«Γιατί τρέμει το χέρι σου Σοφία;» τη ρώτησε η Εχίβη

«Μάλλον από τη ταραχή, αλλά αφού είσαι καλύτερα λέω να πάω τώρα, έχω δουλειές. Ε, κυρά μου, να πάω; Εκτός και αν με χρειάζεσαι να μείνω».

«Όχι, όχι Σοφία μπορείς να πας» και αφού σιγουρεύτηκε ότι η Εχίβη δεν τις κοιτούσε με τα χείλη της σχημάτισε βουβά τη λέξη «ευχαριστώ». Η Σοφία κατάλαβε και της απάντησε με τον ίδιο τρόπο «παρακαλώ» και βγήκε από το δωμάτιο. Ένιωσε τόση ανακούφιση! Μπορούσε και πάλι να αναπνεύσει καθαρό αέρα. Έτρεξε προς το δωμάτιο της Σαλώμης. Με όλα αυτά δεν είχε προλάβει ακόμα να την δει καθόλου και ανησυχούσε τρομερά. «Αχ, Παναγιά μου, κάνε να είναι καλά το κοριτσάκι μου» θερμοπαρακάλεσε. «Μόνο να'ναι καλά».

Μπήκε και βρήκε τη Σαλώμη να κλαίει. Καθόταν στο χαμηλό πεζούλι του παραθύρου της. Πάντα της άρεσε να κάθεται εκεί και να ρεμβάζει.

«Αχ, Παναγιά μου, σε ευχαριστώ. Ευτυχώς είναι καλά το κοριτσάκι μου» είπε ανακουφισμένη η Σοφία. Την πλησίασε και την άγγιξε απαλά στον ώμο. Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα. Η Σαλώμη σηκώθηκε και έπεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά της.

«Δε φταίω, σου ορκίζομαι πως δεν έκανα τίποτα» και όλο την έσφιγγε

«Το ξέρω καρδιά μου εκεί ήμουνα. Δε φαινόμουνα αλλά ήμουν εκεί. Τα είδα και τα άκουσα όλα. Για το μόνο που ίσως φταις είναι που γεννήθηκες κληρονομώντας τέτοια ομορφιά» ακολούθησε μικρή παύση «αλλά που ξανακούστηκε η ομορφιά να είναι αμαρτία; Αν είναι ποτέ δυνατόν» μονολόγησε.

«Και τώρα τί θα γίνει Σοφία; Τί θα μου συμβεί;» η κοπέλα την κοιτούσε τρομοκρατημένη.

«Θα σου μιλήσω ειλικρινά. Θέλω να τα μάθεις από μένα».

«Με τρομάζεις Σοφία».

«Δε χρειάζεται. Άκου. Πριν από λίγο άκουγα την Εχίβη που φώναζε σαν υστερικιά ότι κάποιος ήθελε να φύγει τώρα και άκουγα διάφορα πράγματα να σπάνε. Μάλλον αυτή τα έσπαγε. Μετά από λίγο άκουσα τη βασίλισσα να με καλεί σε βοήθεια. Για αυτό και καθυστέρησα να έρθω να σε βρω. Πάω που λες που με καλούσε η κυρά και τί να δω; Η Εχίβη πεσμένη στο πάτωμα και από πάνω της η Αλίκη να κλαίει με απελπισία. Σκέφτηκα πως πάει το κορίτσι έμεινε στο τόπο, αλλά η μάνα της με πληροφόρησε ότι απλώς είχε λιποθυμήσει. Τη βοήθησα και τη μεταφέραμε στο κρεβάτι και τη συνεφέραμε».

Βλέποντας το γεμάτη φρίκη ύφος της Σαλώμης περίμενε λίγο και έπειτα συνέχισε με δυστυχισμένο υφος.

«Όμως, δυστυχώς κόρη μου τα χειρότερα δεν ήρθαν ακόμα» την κοίταξε λυπημένη.

«Γιατί, Σοφία, το λες αυτό. Τί ξέρεις;» ρώτησε ταραγμένη η κοπέλα.

«Γιατί η Εχίβη για εσένα ωρυόταν και έσκουζε επειδικτικά ότι θέλει να φύγεις. Όταν συνήλθε από τη λιγοθυμιά και ρώτησε τη μάνα της αν σε έδιωξε αυτή είπε ψέματα αρχικά πως ναι σε είχε διώξει αλλά μετά είπε πως είχες φύγει από μόνη σου στα κρυφά. Αλλά αυτό φαντάζομαι το έκανε για να αποφύγει χειρότερα ξεσπάσματα της κακομαθημένης κόρης της. Ζήτησε τη βοήθεια μου και έτσι και εγώ επιβεβαίωσα τα λόγια της».

Τώρα η Σαλώμη έκλαιγε.

«Δηλαδή θα με διώξει;» η Σοφία την αγκάλιασε «Αλήθεια δεν ξέρω να σου πω με σιγουριά καρδιά μου. Πάντως να ξέρεις πως δε θα την αφήσω έτσι απλά να το κάνει. Δε θα καθήσω με χέρια σταυρωμένα. Θα το αποτρέψω όσο μπορώ. Αν τελικά δεν τα καταφέρω μαζί θα φύγουμε, δεν θα σε αφήσω μοναχή σου. Ποτέ δε θα σε αφήσω». και όλο την έσφιγγε πάνω της.

«Αχ, Σοφία γιατί να πάθω τέτοιο κακό; Ήμουν τόσο καλά. Σχεδόν ευτυχισμένη».

«Αχ, αγάπη μου, άγνωστες οι βουλές του Κυρίου. Έλα ησύχασε τώρα. Θέλεις να μείνω μαζί σου μέχρι να σε πάρει ο ύπνος;»

«Αχ, ναι σε παρακαλώ» και ξάπλωσαν μαζί στο στενό ντιβάνι, σκεπάστηκαν με μια λεπτή κουβέρτα. Της χάιδευε απαλά τα μαλλιά μέχρι που η μικρή αποκοιμήθηκε. Σκόπευε να μείνει μαζί της όλο το βράδυ ξάγρυπνη να την προσέχει. Έξω το σκοτάδι ήταν βαθύ, όπως σκοτεινό ήταν και το μέλλον τους στο παλάτι γιατί η Σοφία το εννοούσε με όλη της την καρδιά όταν έλεγε πως δε θα την άφηνε μόνη της. Ένιωθε τόσο αποκαμωμένη. Ήταν τόσο εξουθενωτική ημέρα σωματικά, αλλά κυρίως συναισθηματικά.

Τελικά η Σοφία δεν άντεξε και αποκοιμήθηκε, και έτσι δεν είδε τη σκοτεινή φιγούρα έξω από το παράθυρο που κρυφοκοιτούσε μέσα, αλλά μόλις κατάλαβε ότι η κοπέλα δεν ήταν μόνη εξαφανίστηκε στα σκοτάδια όπως και ήρθε...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top