Κεφάλαιο 19
Άρχισαν και πάλι οι ταξιδιώτες να επισκέπτονται το νησί. Ο Ούγος το εκμεταλλευόταν. Τους δωροδοκούσε πλουσιοπάροχα για να μείνουν για πάντα στο νησί, να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι. Κάποιοι δέχονταν και κάποιοι όχι.
Με αυτό το τρόπο ο πληθυσμός του νησιού άρχισε να αυξάνεται. Άρχισε να γεμίζει απότομα ζωή.
Επικρατούσαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης τώρα πια γιατί τα εργατικά χέρια ήταν σε έλλειψη, και αυτά που απέμειναν πληρώνονταν καλύτερα από ότι πριν.
Τα χωράφια ένιωσαν και πάλι σπόρους σιτηρών στα σπλάχνα τους, και με την ευεργετική βροχή πρόσφεραν στους ανθρώπους τις καλύτερες σοδειές από ποτέ. Οι κοιλιές γέμισαν και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Κλάματα βρεφών άρχισαν να ξανακούγονται στις γειτονιές. Η ζωή επανερχόταν στο νησί και πλέον ένιωθαν συγχωρεμένοι και ευλογημένοι από το Θεό.
Οι εκκλησιές γέμισαν και πάλι αλλά αυτή τη φορά για να ευχαριστήσουν το Θεό που τους συγχώρεσε και τους έδωσε πίσω τη ζωή τους, αλλά πάντα θα ζούσαν με τη νοσταλγία των αγαπημένων τους προσώπων που χάθηκαν τόσο βίαια από τη ζωή τους.
Ένα βράδυ που κάθισαν στο πλουσιοπάροχο και πάλι τραπέζι για φαγητό ο Ούγος τους είπε ότι είχε μια άκρως σημαντική ανακοίνωση να κάνει μετά το δείπνο.
Όταν απόφαγαν ο Ούγος μίλησε:
«Σήμερα ήρθε και με βρήκε απεσταλμένος από το βασιλιά Φρανγκίσκο της Μινόρκα. Όπως είναι φυσικό ψάχνει πριγκίπισσα για να την κάνει γυναίκα του και βασίλισσα στο πλευρό του. Έμαθε για την Εχίβη και θέλει να έρθει να τη γνωρίσει. Θα είναι εδώ σε τρεις με τέσσερις εβδομάδες, μπορεί και νωρίτερα, όλα εξαρτώνται από το καιρό».
«Μα αυτό είναι πρωτάκουστο και άκρως προσβλητικό» φώναξε η Αλίκη «Δηλαδή τί θα γίνει; Θα έρθει εδώ θα δει την Εχίβη και αν του αρέσει καλώς αλλιώς αν δεν του αρέσει όλα καλά και αντίο; Δεν πρόκειται να επιτρέψω να υποστεί η Εχίβη τέτοια ταπείνωση».
«Ο Φρανγκίσκος θα έρθει και δεν θέλω αντιρρήσεις. Είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία για την κόρη μας. Αποκλείεται να την απορρίψει αν αυτό είναι που φοβάσαι γιατί η κόρη μας είναι πανέμορφη και υπέροχος άνθρωπος, μόνο ένας τρελός ή τυφλός θα έλεγε όχι» φώναξε με τη σειρά του ο Ούγος.
Η Εχίβη πρώτη φορά άκουγε τον πατέρα της να εξυμνεί τις αρετές της τόσο έντονα. Δεν το είχε κάνει ποτέ στο παρελθόν, ούτε στο ελάχιστο. Μέχρι τώρα νόμιζε πως αδιαφορούσε πως δεν την πρόσεχε καν, αλλά, τί λάθος που έκανε τελικά, και αυτό την έκανε τόσο ευτυχισμένη!
«Συμφωνώ. Αλλά εμείς είμαστε οι γονείς της, και φυσικά την βλέπουμε πανέμορφη. Μπορεί το ίδιο να τη βρει και ο βασιλιάς. Όμως υπάρχει πάντα η πιθανότητα για το αντίθετο αποτέλεσμα. Και αυτό ακριβώς είναι που επιθυμώ να αποφύγω. Αρνούμαι να υποστεί η κόρη μας αυτή την απογοήτευση, αυτή την ταπείνωση, αυτό τον εξευτελισμό...όπως θες πες το. Το αρνούμαι ακούς;» αντέκρουσε με πείσμα η Αλίκη.
Η Εχίβη τότε μπήκε στη μέση. Δεν άντεχε να τους βλέπει να τσακώνονται άλλο γι' αυτήν. Δεν άντεχε να ακούει τις φωνές τους τόσο εχθρικά αντιμαχόμενες.
«Μαμά, μπαμπά, μη μαλώνετε σας παρακαλώ. Δεν με πειράζει να έρθει εδώ ο βασιλιάς Φρανγκίσκος. Δεν με πειράζει αν τελικά με απορρίψει. Αλήθεια, μαμά, δεν με πειράζει, μη μαλώνετε άλλο για μένα» δάκρυα απελπισίας ανέβηκαν στα μάτια της και τα άφησαν να κυλήσουν ελεύθερα, οι γονείς της σπάνια έρχονταν σε διένεξη αλλά όταν συνέβαινε απλά δεν το άντεχε.
Η Αλίκη την κοίταξε έκπληκτη
«Είσαι σίγουρη αγάπη μου;» τη ρώτησε
«Ναι, μαμά, ας έρθει. Ας μην εναντιωθούμε στο μπαμπά, είμαι σίγουρη πως δεν θέλει το κακό μου. Ε, μπαμπά;»
«Φυσικά, αγάπη μου, είναι δυνατόν να θέλω το κακό σου; Μόνο το καλό σου. Δέχτηκα επειδή δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε, είμαι σίγουρος πως θα τρελαθεί μαζί σου αφού είσαι πανέμορφη, μοναδικά υπέροχη» της χάιδεψε τα μαλλιά και της χαμογέλασε τρυφερά.
Γέμισε ευφορία η καρδιά της από ευχαρίστηση.
«Θα γίνει αυτό που θες μπαμπά» τον αγκάλιασε από τη μέση.
«Όπως επιθυμείτε. Ας γίνει το θέλημά σας» είπε παραιτημένη η Αλίκη.
«Θα κανονίσω να αρχίσουν οι προετοιμασίες, από αύριο κιόλας» συνέχισε σφιγμένα, «ελπίζω μόνο να μην το μετανιώσετε», ακόμα είχε αμφιβολίες αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παραπάνω και ειδικά τώρα που υπήρχε και η έγκριση της Εχίβης.
Όπως είπε η Αλίκη έτσι και έγινε. Τις επόμενες μέρες στο παλάτι επικρατούσε μεγάλη κινητικότητα για να προλάβουν όλα να είναι στην εντέλεια για το μεγάλο γεγονός. Όλοι οι υπηρέτες στρατολογήθηκαν με σαφείς οδηγίες καθαρισμού του παλατιού. Έπρεπε όλα να αστράφτουν από καθαριότητα και πάστρα.
Ο κήπος περιποιήθηκε και τα κενά του αναπληρώθηκαν φυτεύοντας καινούρια φυτά.
Επίσης έπρεπε να μεριμνήσουν και για το φαγητό που θα σερβίριζαν τη μέρα εκείνη. Οι άντρες της βασιλικής οικογένειας μαζί με μια μεγάλη συνοδεία από ιππότες και αξιωματούχους ξεχύθηκαν στα βουνά και στους κάμπους για κυνήγι με τα άλογα και τα γεράκια τους. Έβρισκαν μεγάλη ευχαρίστηση στη δραστηριότητα αυτή και την ανέλαβαν με μεγάλη χαρά και ανυπομονησία.
Έλειψαν πέντε ολόκληρες μέρες αλλά επέστρεψαν αναζωογονημένοι και πλήρως ικανοποιημένοι με τα θηράματα που κουβαλούσαν και αποτελούνταν από λαγούς, πέρδικες, ορτύκια, φασιανούς, φραγκόκοτες, και φυσικά το αγριοκάτσικο που ζει στα βουνά της Κύπρου. Εύρωστο και πανέμορφο, αλλά τώρα μόνος του προορισμός ήταν η ευχαρίστηση του βασιλιά Φρανγκίσκου με τον καλύτερο τρόπο.
Τρεις ατελείωτες εβδομάδες αργότερα, τον υποδέχτηκαν με όλες τις τιμές που αξίζουν σε ένα βασιλιά. Έστρωσαν κόκκινο χαλί που έφθανε μέχρι την είσοδο του παλατιού. Όλοι οι ευγενείς και οι αξιωματικοί στήθηκαν δεξιά και αριστερά του, και διαδοχικά υποκλίθηκαν στο πέρασμα του βασιλιά Φρανγκίσκου.
Ο Φρανγκίσκος έδειχνε φανερά ικανοποιημένος από την υποδοχή που του ετοίμασαν, και η αλήθεια είναι πως δεν την περίμενε, αλλά τελικά εκπλάγηκε ευχάριστα.
Τον οδήγησαν στην αίθουσα που θα γινόταν το γλέντι και κάθισαν όλοι μαζί στο μεγάλο δρύινο τραπέζι που τους περίμενε πιο πλούσιο παρά ποτέ.
Το φαγοπότι θα κρατούσε αρκετές ώρες και ο Φρανγκίσκος έδειχνε ήδη ξετρελαμένος με τα εδέσματα που δοκίμαζε.
«Ούγο, τα φαγητά είναι όλα υπέροχα, εξαιρετικά. Σε ζηλεύω που είσαι βασιλιάς σε αυτό το νησί με τα τόσο υπέροχα θηράματα».
«Όλα μαγειρεύτηκαν με ιδιαίτερη προσοχή για να σε ικανοποιήσουμε στο μέγιστο» του είπε ευχάριστα ο Ούγος.
Και έτσι, ενώ προχωρούσε ευχάριστα το γεύμα, στα διαμερίσματά της η Εχίβη ετοιμαζόταν. Η αγωνία και η ανησυχία της ότι όλα θα πάνε καλά είχαν φτάσει στο απόγειο της αντοχής της. Κάθε τόσο ρωτούσε «Ήρθε; Τον είδατε; Πώς μοιάζει; Είναι ωραίος; Είναι νέος;» η Αλίκη αναστέναζε συγκαταβατικά, χαμογελούσε και απαντούσε κάθε φορά «Ήρθε από ότι πληροφορήθηκα, αγάπη μου, αλλά δεν τον είδα. Αφού είμαι εδώ μαζί σου συνέχεια. Κάνε λίγη υπομονή».
Η Εχίβη απλά κουνούσε καταφατικά το κεφάλι της, ήξερε πως γινόταν υπερβολική αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις της.
Πρώτα πήρε το λουτρό της με το σκληρό μοσχοσάπουνο που περιέχει ελαιόλαδο, σόδα, μοσχολέμονο και αρωματικά βότανα. Μετά το λουτρό ακολούθησε η απολέπιση του σώματος και η επάλειψή του με ελαφρά αρωματισμένα αιθέρια έλαια. Κατόπιν της χτένισαν τα μαλλιά μέχρι που έλαμψαν ολόμαυρα σαν τον έβενο και που έκαναν υπέροχη αντίθεση με το λευκό της δέρμα. Της τα άφησαν λυτά να χύνονται στην πλάτη της και τα στόλισαν με μαργαριτάρια και μπουμπούκια από τριαντάφυλλα που γέμισαν το χώρο με το μεθυστικό τους άρωμα.
Σειρά είχε η ψιμυθίωση. Κάλεσαν στο παλάτι την καλύτερη ψιμυθιολόγο για να αναλάβει να αναδείξει την ομορφιά της Εχίβης. Δεν έχουν απομείνει και πολλές στο επάγγελμα γιατί το ψιμυθίαμα θεωρήθηκε από την Εκκλησία μεγάλη αμαρτία. Υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες ασχολούνται με την ομορφιά του προσώπου και του σώματος παραμελώντας έτσι τη σωτηρία της αθάνατης και άφθαρτης ψυχής τους. Άφησαν ανοικτά μόνο μικρά παραθυράκια, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις σαν και τη σημερινή, για τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις οι οποίες έχουν το δικαίωμα της ψιμυθίωσης πάντα όμως με την απαραίτητη φειδώ.
Πρώτα η ψιμυθιολόγος της αποτρίχωσε το φρύδι σχηματίζοντάς το σε λεπτή γραμμή, μέθοδος που έκανε το μέτωπο και τα μάτια να φαίνονται μεγαλύτερα απ' ότι ήταν στην πραγματικότητα και προσδίδει υψηλή πνευματικότητα στην προσωπικότητά της κάθε κοπέλας.
Μετά, υπό κανονικές συνθήκες λευκαίνουν το πρόσωπο με σκόνη από ανθρακικό μόλυβδο, αλλά της Εχίβης είναι τόσο ζηλευτά λευκή η επιδερμίδα της που καθιστά την λεύκανση εντελώς αχρείαστη. Έτσι, αφού το στάδιο αυτό προσπεράστηκε, στη συνέχεια ασχολήθηκε με τα μάτια της. Της τα τόνισε ελαφρά σε αμυγδαλωτό σχήμα με απαλό γήινο χρώμα. Καφέ.
Της χρωμάτισε απαλά τα χείλη και τα μάγουλα με ελαφρύ κόκκινο χρώμα από κόκκινη άργιλο σε σκόνη την οποία ανακάτεψε με ελάχιστο νερό.
Την περιποιήθηκε σχολαστικά και με άψογη τεχνική. Όταν τελείωσε η Εχίβη έλαμπε από ομορφιά και χάρη.
Η ψιμυθιολόγος πήρε την αδρότατη αμοιβή και έφυγε αφού πρώτα τους υποσχέθηκε ότι δεν θα μαρτυρούσε ποτέ και πουθενά το λόγο που πήγε στο παλάτι.
Σειρά είχε το ντύσιμο. Το φόρεμα που είχαν αγοράσει ειδικά γι'αυτήν τη μέρα ήταν μοναδικό και υπέροχο. Η Εχίβη περίμενε πως και πως να ερχόταν η ώρα που θα το έβαζε, και να που αναμονή της έλαβε τέλος. Την βοήθησαν να βγάλει προσεκτικά τα ρούχα που ήδη φορούσε μέχρι που έμεινε εντελώς γυμνή, αλλά η στιγμή δεν χωρούσε ντροπές.
Πρώτα της φόρεσαν το δαντελένιο σουτιέν και της έδεσαν γερά τα κορδόνια πίσω στην πλάτη. Έπειτα της φόρεσαν την ολοκαίνουρια χιονάτη πουκαμίσα καμωμένη από το πιο φίνο λινό. Ήταν μακρυμάνικη με στενά μανίκια και σε μάκρος έφτανε μέχρι τη μέση των μηρών της. Η λαιμοκοψή φάρδαινε ή στένευε με τη βοήθεια κορδονιών. Της τα στένεψαν αρκετά ώστε να αναδειχθεί αργότερα το φόρεμα, ένα πανέμορφο μοβ φόρεμα φτιαγμένο από εξαιρετικής ποιότητας βελούδο. Της το πέρασαν προσεκτικά από το κεφάλι, δεν έπρεπε να πειραχτούν ούτε τα μαλλιά ούτε το ψιμυθίαμα, πέρασε τα χέρια της από τα μανίκια, και το άφησαν ελεύθερο να πέσει. Έφτασε μέχρι το πάτωμα. Η Εχίβη έκλεισε τα μάτια απολαμβάνοντας την υπέροχη του αίσθηση στο κορμί της.
Τα μανίκια ήταν μακριά σχηματίζοντας μύτη στο τελείωμά τους και έφταναν μέχρι λίγο πιο κάτω από τα γόνατά της. Το πάνω μέρος μέχρι και τη μέση ήταν εφαρμοστό. Μια κεντητή μπορντούρα από χρυσοκλωστή πλαισίωνε το ντεκολτέ και στόλιζε τους ώμους. Η μέση της αναδεικνυόταν άψογα από μια διακοσμητική ζώνη που σχημάτιζε μύτη προς τα κάτω και ήταν ενσωματωμένη στο φόρεμα. Από τη μέση και έπειτα το φόρεμα φάρδαινε δημιουργώντας πολλές πτυχές και άγγιζε απαλά το πάτωμα.
Η Αλίκη την καμάρωνε.
«Αχ, καρδιά μου, είσαι υπέροχη. Το φόρεμα σου πάει απόλυτα και το χρώμα του κάνει τέλεια αντίθεση με τα μαλλιά και το δέρμα σου. Είσαι εκθαμβωτική».
Η Εχίβη χαμογέλασε με ένα λαμπερό χαμόγελο που δήλωνε απόλυτη αυτοπεποίθηση για το άτομό της.
«Εσύ Σαλώμη, τί νομίζεις;» την κοίταξε με προσδοκία ευχόμενη για μια απάντηση παρόμοια της μητέρας της. Όλο αυτό τον καιρό άκουγε τη γνώμη της και έμαθε να λαμβάνει υπόψην της, της διάφορες παρατηρήσεις της. Συχνά η Σαλώμη την κανάκευε και την θαύμαζε, από τότε η Εχίβη δεν τη ζήλευε αλλά αντιθέτως ένιωθε αντάξιά της. Ήταν τόσο ευχαριστημένη! Σχεδόν ευτυχισμένη.
«Πραγματικά είσαι υπέροχη Εχίβη, πραγματική καλλονή» η Σαλώμη της μίλησε με ειλικρίνεια και θαυμασμό. Η Εχίβη άκουσε αυτό που επιθυμούσε και έλαμψε ολόκληρη.
«Όμως, δεν τελειώσαμε ακόμα, απομένουν οι κάλτσες και οι μπότες. Πού να είναι;» μια ματιά γύρω στο δωμάτιο την έπεισε ότι δεν βρίσκονταν εκεί.
«Α, ναι, τώρα θυμήθηκα. Σαλώμη;»
«Παρακαλώ, μεγαλειότατη».
«Πήγαινε σε παρακαλώ στα διαμερίσματά μου και φέρε τις κάλτσες και τις μπότες. Είναι αφημένα πάνω στο ντιβάνι. Θα τα δεις».
«Μάλιστα, πάω».
Η απουσία της Σαλώμης ήταν η τέλεια ευκαιρία.
«Αχ, Εχίβη μου, τώρα που έφυγε η Σαλώμη θέλω να μιλήσουμε για κάτι».
«Ναι, μητέρα, σε ακούω. Πες μου. Έχει σχέση με τη Σαλώμη;»
«Ναι. Έχει».
Η ματιά της Εχίβης σκοτείνιασε.
«Αν και δεν μου αρέσει αυτό που γίνεται πίσω από την πλάτη της Σαλώμη για χάρη σου και μόνο θα δεχτώ. Λοιπόν σε ακούω».
«Σήμερα το πρωί κατά λάθος άκουσα τη συζήτηση που είχες με τη Σαλώμη».
«Τί άκουσες δηλαδή;»
«Ότι θες να σε συνοδεύσει και αυτή μέσα στην αίθουσα όταν θα πας για να γνωρίσεις το βασιλιά».
«Ναι, φυσικά και θέλω».
«Δεν προτιμάς να πάμε μόνο οι δυο μας σαν μάνα με κόρη; Άσε την καλύτερα απ' έξω».
Η Εχίβη κοκκίνησε από θυμό
«Τί είναι αυτά που λες; Καταλαβαίνεις τί λες; Δεν γίνεται να κάνω κάτι τέτοιο. Όταν της το ζήτησα ξετρελάθηκε από τη χαρά της που θα λάμβανε και αυτή μέρος, δεν μπορώ να το πάρω πίσω, δεν μπορώ και ούτε θέλω να της το κάνω αυτό. Ποτέ. Τη χρειάζομαι μαζί μου. Ή θα έρθει και η Σαλώμη μαζί ή δεν πάω μήτε εγώ».
Η Αλίκη διέκρινε αποφασιστικότητα στα λόγια της κόρης της και δεν θέλησε να το διακινδυνεύσει.
«Όπως θες κόρη μου».
Η Αλίκη για άλλο λόγο δεν ήθελε τη Σαλώμη μαζί. Έβλεπε πως και έτσι φτιασιδωμένη και στολισμένη που ήταν η Εχίβη δεν έφτανε την ομορφιά της Σαλώμη. Είναι όμορφη, απλά όχι τόσο. Αυτό φυσικά είναι κάτι που δεν ξεστομίζεται και έτσι πλαγίως η Αλίκη προσπάθησε ώστε η Σαλώμη να μην παρευρεθεί μαζί τους στο τραπέζι. Αλλά αδίκως. Οι κοπέλες είχαν έρθει πολύ κοντά η μια στην άλλη και είναι δύσκολο τώρα να τις χωρίσει κανείς. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κανέναν σοβαρό λόγο για να το πετύχει παρά μόνο η αλήθεια και αυτό δε θα το έκανε ποτέ. Ποτέ δε θα πλήγωνε την κόρη της έτσι, εν ψυχρώ.
Έτσι έκανε τα πάντα ώστε να δείχνει άχαρη. Της έδωσε να φορέσει ένα φόρεμα χρώματος σκούρου καφέ που δεν την κολάκευε καθόλου, αλλά και πάλι η ομορφιά της δεν κρυβόταν. Η Αλίκη είχε τους φόβους της.
«Ορίστε μεγαλειότατη τα έφερα» η Σαλώμη είχε επιστρέψει, μόλις που πρόλαβαν να τελειώσουν τη συζήτησή τους.
«Πάλι καλά» σκέφτηκε η Αλίκη.
«Αχ, ωραία» της χαμογέλασε με βιάση «τα βρήκες εύκολα;»
«Ακριβώς εκεί που μου είπατε» της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Έλα, Εχίβη, κάθισε σε παρακαλώ να σου τις φορέσω».
Η Εχίβη υπάκουσε. Της σήκωσε απαλά το φόρεμα και τις φόρεσε τις κάλτσες. Ήθελε αυτή να τις της φορέσει, σαν γούρι, για να πάνε όλα καλά. Το ήξερε ότι σκεφτόταν βλακωδώς αλλά τί είχε να χάσει;
«Αχ, μαμά, τί ωραία αίσθηση που έχουν. Είναι τόσο απαλές».
«Εχίβη παιδί μου, πάντα τέτοιες κάλτσες φοράς δεν είναι η πρώτη φορά».
«Ναι, μητέρα το ξέρω, αλλά αυτές τις νιώθω αλλιώτικα δεν μπορώ να σου εξηγήσω πως ακριβώς, πάντως αλλιώτικα, μοναδικά».
Η Αλίκη δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε να πει τίποτα.
Έτσι κι αλλιώς δε θα προλάβαινε γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή μια υπηρέτρια ήρθε να τους ειδοποιήσει ότι ήρθε η ώρα, τις περίμεναν στην αίθουσα.
«Ειδοποίησέ τους ότι ερχόμαστε».
«Μάλιστα μεγαλειότατη πάω» υποκλίθηκε και εξαφανίστηκε.
«Έφτασε η ώρα Εχίβη. Πάμε;»
«Αχ, μαμά, νομίζω πως θα λιποθυμήσω από το τόσο καρδιοχτύπι. Η καρδιά μου θα βγει από το στήθος μου, να πιάσε» και της έβαλε το χέρι στο μέρος της καρδιάς. Όντως, η καρδιά της Εχίβης κλοτσούσε στο στήθος της.
«Έλα, κρατήσου, όλα καλά θα πάνε. Ωχ, παραλίγο να το ξεχάσουμε, περίμενε να βάλουμε και την τελευταία πινελιά στην εμφάνισή σου. Κάθισε, πάω να το φέρω».
Η Αλίκη επέστρεψε κρατώντας ένα ψηλό καπέλο σε σχήμα κώνου. Ήταν και αυτό μοβ όπως και το φόρεμά της και από την κορυφή του κρέμονταν χρωματιστά πέπλα.
«Αχ μαμά είχα ξεχάσει πόσο υπέροχο είναι».
«Μείνε ακίνητη να σου το φορέσω».
Της το φόρεσε στο κεφάλι, το στερέωσε καλά και έδεσε τα κορδόνια του πίσω στο σβέρκο της, κάτω από τα μαλλιά της για να μη φαίνονται.
«Υπέροχο. Σου πάει πολύ αγάπη μου».
Η Εχίβη χειροκρότησε ευχαριστημένη.
«Άντε πάμε. Έχουμε ήδη καθυστερήσει».
Η Εχίβη σηκώθηκε και πήρε μερικές βαθιές εισπνοές για να πάρει κουράγιο. Παραδόξως πέτυχε. Ή πίστεψε ότι πέτυχε.
«Έλα, Σαλώμη, σε θέλω δίπλα μου».
Η Αλίκη στάθηκε από την άλλη.
Προχωρούσαν με αργά βήματα. Η Εχίβη κρατούσε το φόρεμά της για να μην το πατήσει και προχωρούσε όλο καμάρι και περηφάνια. Έλαμπε ολόκληρη. Έλαμπαν τα μαύρα της μάτια από αυτοπεποίθηση και ματαιοδοξία ότι με μια ματιά της θα σκλάβωνε το βασιλιά με την εκθαμβωτική ομορφιά της. Ακόμα κι αν αυτή τελικά δεν τον ήθελε αυτός θα σερνόταν στα πόδια της και θα την παρακαλούσε γονατιστός να δεχτεί τον έρωτά του, να δεκτεί να την κάνει γυναίκα του και βασίλισσα. Τέτοια φανταζόταν η Εχίβη και σαν κατακτητής κρατών προχωρούσε, αλλά αυτή το μόνο που ήθελε να κατακτήσει ήταν η καρδιά του βασιλιά. Ένιωθε σίγουρη για τον εαυτό της και τη γοητεία της. Ένιωθε θελκτική και σαγηνευτική. Ένιωθε ήδη θριαμβεύτρια.
Καθώς πλησίαζαν όλο και περισσότερο στην αίθουσα, άκουγαν τις φωνές των αντρών που συζητούσαν. Η Εχίβη ξεχώρισε μία που δεν την είχε ξανακούσει. Μια φωνή βαθιά, μπάσα και αρρενωπή.
«Είναι δυνατόν να είναι αυτή η φωνή του βασιλιά;» σκέφτηκε με κρυφή προσδοκία η μελλόνυμφη.
Πήρε τη φωνή και με τη φαντασία της την ταίριαξε σ'έναν ψηλό και γεροδεμένο άντρα, με έντονα αρρενωπά χαρακτηριστικά προσώπου και πλούσια μαύρα μαλλιά.
Έφτασαν. Μπήκαν στην αίθουσα που μύριζε έντονα φαγητό και κρασί. Όλα πρόδιδαν ότι προηγήθηκε γερό φαγοπότι.
Οι τρεις γυναίκες στάθηκαν.
Ο Ούγος πήρε το λόγο:
«Βασιλιά Φρανγκίσκο της Μινόρκα με μεγάλη μου ευχαρίστηση και τιμή, σου παρουσιάζω την κόρη μου Εχίβη και πριγκίπισσα της Κύπρου».
Ο Φρανγκίσκος έμεινε καθηλωμένος. Δεν περίμενε να αντικρύσει τέτοια θεική ομορφιά. Είχε ακούσει ότι η Εχίβη ήταν όμορφη γι αυτό άλλωστε και θέλησε να τη
γνωρίσει. Όμως ούτε που τόλμησε ποτέ να ονειρευτεί τέτοια ομορφιά. Όλοι χάθηκαν από την αίθουσα. Έβλεπε μονάχα αυτήν. Έμειναν οι δυο τους. Δεν υπήρχε κανένας άλλος. Προχώρησε σαν υπνωτισμένος και μαγεμένος προς το μέρος της. Η Εχίβη τον παρακολουθούσε να πλησιάζει προς το μέρος της και δεν το πίστευε. Ήταν όπως ακριβώς τον φαντάστηκε πριν από λίγο καθώς ερχόταν. Γεροδεμένος, αρρενωπός, μαύρα μαλλιά και όμορφος, τόσο όμορφος. Η καρδιά της χοροπήδησε στο στήθος. Ήδη έβλεπε τον εαυτό της ντυμένο νύφη δίπλα του. Ήδη σκέφτηκε την πρώτη νύχτα τους μαζί και αναρρίγησε.
Επιτέλους έφτασε κοντά της. Πήρε το ντελικάτο χέρι της στα χέρια του και το φίλησε με λατρεία.
«Χωρίς καμιά ντροπή και ενδοιασμό δηλώνω δούλος σου πριγκίπισσα Εχίβη. Σε παντρεύομαι και τώρα αμέσως αν είναι δυνατόν, είναι το μόνο που επιθυμώ. Να σε κάνω γυναίκα μου και βασίλισσα μου».
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top