Κεφάλαιο 17




Σε λίγο η Αλίκη επέστρεψε με τη Σαλώμη. Η Εχίβη στην θέα της Σαλώμη έμεινε αποσβολωμένη. Πώς γίνεται ένα πλάσμα κακόμοιρο και μαυριδερό από τη βρώμα να μεταμορφώθηκε σε αυτή την τόσο όμορφη κοπέλα; Διερωτήθηκε. Αν και δεν το ήθελε ένιωσε το τσίμπημα της ζήλιας στην καρδιά της. Δεν εξέφρασε κανένα από τα αισθήματα της, δεν της το επέτρεπε ούτε η ανατροφή της, ούτε η θέση της αλλά κυρίως ούτε η περηφάνια της. Απλώς χαμογέλασε εγκάρδια όπως άρμοζε και την καλωσόρισε στην κάμαρά της. Η Σαλώμη ανταπόδωσε και πραγματικά ήταν ενθουσιασμένη με την καινούρια τροπή που πήραν τα πράγματα. Αντί για εξουθενωτικές δουλειές του παλατιού θα έκανε παρέα στην πριγκίπισσα. Τέλεια!

Έπιασαν την κουβέντα ξεχνώντας την παρουσία της Αλίκης η οποία αποχώρησε αφήνοντάς τις μόνες με την ελπίδα να τα βρούνε. Αν και δεν μπορούσε να αποφασίσει αν συμπαθούσε ή όχι τη Σαλώμη, δεν έφταιγε αυτή που ήταν τόσο εκνευριστικά όμορφη, εντούτοις ειλικρινά ήθελε η Σαλώμη να νιώθει οικία και όχι σαν ξένη. Να νιώσει και πάλι έστω και στο ελάχιστο ότι βρίσκεται σε οικογένεια έστω και αν δεν είναι η δική της που άφησε τότε να κρέμεται από το δέντρο και που αναγκάστηκε να τα εγκαταλείψει όλα τόσο απότομα και βίαια και να περάσει τόσο πολλά σε τόσο τρυφερή ηλικία.

Η Σοφία έμαθε τα νέα από την Αλίκη και τρελάθηκε από τη χαρά της για τη τύχη της αγαπημένης της Σαλώμη.

«Αχ, κυρά μου, τί φαεινή ιδέα ήταν αυτή που είχες. Είσαι τόσο έξυπνη. Μακάρι τα δυο κορίτσια να τα πάνε καλά» όλη την υπόλοιπη μέρα την πέρασε με γέλια και χαρές.

Όταν το βράδυ κάθισαν για το λιτό τους δείπνο, μαζί τους προσκλήθηκε και η Σαλώμη. Αμέσως τράβηξε πάνω της τα βλέμματα των αγοριών, του Πέτρου και του Ιωάννη, που όταν την είδαν τους κόπηκε η ανάσα. Ο μικρός Ιάκωβος ακόμη δεν                                                                       ασχολούταν με τα κορίτσια, η μεγάλη του αγάπη ήταν τα μυθιστορήματα με ιππότες και διάβαζε όλη μέρα.

Όλοι θαύμασαν τα φλογερά της μαλλιά και τα πράσινα σπινθηροβολία μάτια της. Ο Ούγος μάλιστα χαριτολογώντας είπε:

«Μα τί θεσπέσια ομορφιά κρυβόταν κάτω από όλη εκείνη τη βρομιά, ειδικά για τα μαλλιά αν δεν τα έβλεπα δεν θα το πίστευα ότι έχουν αυτό το εκτυφλωτικό κόκκινο χρώμα. Σαν τις φλόγες στο τζάκι είναι» γέλασε απαλά.

Νάτο πάλι το κέντρισμα της ζήλιας στην καρδιά της Εχίβης. Ο πατέρας της ποτέ δεν μίλησε έτσι για αυτήν. Η Σαλώμη απ' την άλλη ένιωσε τρομερά προσβεβλημένη, ένιωσε την ανάγκη να φύγει αλλά δεν το έκανε, δεν έπρεπε, δεν ήθελε να τα χαλάσει όλα. Ο Ούγος πάλι, καθόλου δεν το είχε σκοπό να την προσβάλει, αντίθετα ότι είπε το είπε με μεγάλη έκπληξη και θαυμασμό και η Σαλώμη έτσι υποτίθεται πως έπρεπε να το εκλάβει. Αλλά το πήρε εντελώς αρνητικά.

Καθ' όλη τη διάρκεια του δείπνου ο Πέτρος την κρυφοκοίταζε, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της, αλλά και ούτε άντεχε να μην τη κοιτάζει πότε πότε στα κλεφτά. Πολλά συναισθήματα πλημμύριζαν το κορμί του τα οποία δεν ήξερε να εξηγήσει γιατί πολύ απλά δεν τα είχε ξανανιώσει στο παρελθόν, για το μόνο που ήταν σίγουρος ήταν ότι τα πρωτόγνωρα αυτά συναισθήματα του τα προκαλούσε η Σαλώμη. Τα ένστικτα του διεγέρθηκαν, ένιωσε το σώμα του να ξυπνάει από μακροχρόνιο λήθαργο και εκεί κάτω από το βαρύ δρύινο τραπέζι ένιωσε την περισκελίδα του να φουσκώνει από ξαφνικό πόθο για την κοπέλα αυτή που μπήκε στη ζωή τους τόσο αναπάντεχα.

Ντράπηκε, λες και τον πήραν χαμπάρι, έσκυψε το κεφάλι του στο πιάτο του και δεν  το ξανασήκωσε μέχρι που τελείωσε το φαγητό του και εγκατέλειψε το τραπέζι. Πρώτη φορά τόσο απότομα και χωρίς κουβέντα.

Πιο πέρα ο Ιωάννης επίσης κρυφοκοίταζε με λαμπερά μάτια τη Σαλώμη, σαν το αγρίμι που εντοπίζει το θήραμά του και αθόρυβα το πλησιάζει με σκοπό να του χυμήξει την κατάλληλη στιγμή.

Όλα αυτά η Σαλώμη τα είχε καταλάβει αλλά έκανε πως δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Δεν ήξερε πως αλλιώς να το διαχειριστεί. Δεν θέλησε να τους ξεμπροστιάσει αλλά ούτε και να τους δώσει θάρρος, με την ουδέτερη στάση που κράτησε έκανε το σωστό και πρέπον.  

Όταν το δείπνο τελείωσε αποσύρθηκαν όλοι για τις κάμαρές τους. Η Σαλώμη για πρώτη φορά εδώ και αρκετό καιρό θα κοιμόταν σε κανονικό κρεβάτι και όχι μέσα στα χόρτα και τα φύλλα του δάσους. Ένιωθε μια ευχάριστη ανατριχίλα ικανοποίησης σε όλο της το σώμα. Ήταν τόσο κουρασμένη που δεν είχε προσέξει τις δύο σκιές που την ακολούθησαν μέχρι το δωμάτιό της. Παρακολούθησαν που μπήκε και έφυγαν χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς, ούτε καν η μια την άλλη.

Από την επομένη κιόλας μέρα άρχισε η πολιορκία και από τους δυο αδερφούς. Καραδοκούσαν συνεχώς πότε θα την πετύχαιναν μόνη. Ήταν τόσο σπάνιο με τα καθήκοντα που διατελούσε. Σχεδόν πάντα ήταν με την αδερφή τους που ταίριαξαν απίστευτα μεταξύ τους και έγιναν αχώριστες, ή σχεδόν αχώριστες.                                                                     

Έτσι τις φορές που την πετύχαιναν μόνη την στόλιζαν με γλυκόλογα, τις χάριζαν λουλούδια και της κρατούσαν τρυφερά τα χέρια. Τίποτα παραπάνω δεν ζητούσαν προς το παρόν. Η Σαλώμη δεν έβλεπε κάτι κακό σε αυτό και τα δεχόταν, έτσι όμως άθελά της τροφοδοτούσε τις προσδοκίες τους.

Τα δυο αδέλφια έλειπαν εναλλάξ από το  παλάτι έτσι ποτέ δεν έμαθαν ο ένας για τον άλλον, ο καθένας τους νόμιζε πως μονοπωλούσε την καρδιά και την αγκαλιά της Σαλώμης.

Η Σαλώμη βίωνε πρωτόγνωρη εμπειρία. Κανένας στο παρελθόν δεν της έδωσε τέτοια προσοχή. Της άρεσαν και οι δύο, τους έβρισκε πολύ όμορφους και γοητευτικούς  αλλά για κανέναν απ' τους δυο δεν ένιωθε κάτι παραπάνω.

Της χάιδευαν τα μαλλιά, το πρόσωπο, τους ώμους και πεταχτά φιλιά στα χέρια. Τίποτα παραπάνω δεν τολμούσαν. Δεν τους έδινε το θάρρος να προχωρήσουν. Καίγονταν από το πόθο, αφήνιαζαν από το πάθος αλλά τόλμησαν τίποτα παραπάνω. Καθησύχαζαν το πάθος τους στρέφοντας αλλού την προσοχή τους αλλά δεν πετύχαινε πάντα. Ένιωθαν τα σωθικά τους να φλέγονται.

Ένα βράδυ λοιπόν που η Σαλώμη ήταν στο δωμάτιο της και κοιμόταν μακαρίως, ένιωσε στον ύπνο της κάποιον να την αγγίζει και να τη χαϊδεύει σε όλο της το κορμί. Βαριά ανάσα ένιωσε στο λαιμό της και αμέσως μετά ζεστά χείλη κάλυψαν τα δικά της. Αιφνιδιάστηκε. Άνοιξε απότομα τα μάτια της. Κάποιος ήταν από πάνω της και την πίεζε με το κορμί του αλλά μέσα στο σκοτάδι δεν διακρινόταν καθαρά ποιος ήταν.

Τον έσπρωξε με όλη της τη δύναμη και άρχισε να φωνάζει. Αυτός της έκλεισε το στόμα.

«Μη Σαλώμη, μη φωνάζεις, εγώ είμαι ο Πέτρος».

Η κοπέλα όταν τον είδε ηρέμησε και ο Πέτρος της ελευθέρωσε το στόμα.

«Και τί κάνεις εδώ;» τον ρώτησε τότε θυμωμένη.

«Αχ, Σαλώμη, δεν αντέχω άλλο μακριά σου. Θέλω να σε αγκαλιάσω, να σε φιλήσω, να σε κάνω δική μου τώρα και για πάντα».

«Εμένα με ρώτησες αν θέλω; Ή μήπως δεν έχει σημασία για σένα τί θέλω εγώ;»

Ο Πέτρος εξεπλάγηκε από την ερώτηση δεν την περίμενε.

«Δε θες;»

«Με αυτόν τον τρόπο που ήρθες στα κρυφά και με άρχισες στα χάδια και στα φιλιά ενώ εγώ κοιμόμουν όχι δεν θέλω».

«Δηλαδή αλλιώς θα δεχόσουν;» ρώτησε γεμάτος ελπίδα

«Δεν ξέρω. Αυτή τη στιγμή είμαι έξαλλη μαζί σου και το μόνο που θέλω είναι να φύγεις και να μην ξανάρθεις. Τώρα φύγε».

Ο Πέτρος ένιωσε να χάνει το δάπεδο κάτω από τα πόδια του. Ένιωσε να παραλύει.

Έπεσε στα γόνατα εκλιπαρώντας:

«Όχι, όχι δεν το εννοείς αυτό. Αποκλείεται να το εννοείς αυτό. Σε παρακαλώ συγχωρέσε με, δεν θα το ξανακάνω, ορκίζομαι πως δεν θα το ξανακάνω χωρίς τη θέλησή σου».

Η Σαλώμη κολακεύτηκε μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής της. Της άρεσε η ιδέα να σέρνονται στα πατώματα πρίγκιπες για χάρη της.                                                                       

«Προς το παρόν θέλω να φύγεις και θα το σκεφτώ αύριο αν θα σε συγχωρέσω. Τώρα είμαι πολύ θυμωμένη για να σκεφτώ καθαρά. Καλό σου βράδυ».

«Καλά, θα φύγω αλλά να ξέρεις θα κάνω τα πάντα για να με συγχωρέσεις» και έφυγε με την καρδιά θρύψαλα.

«Ουφ, επιτέλους έφυγε. Νομίζω πως έμπλεξα. Εύχομαι τουλάχιστον να κερδίσω κάτι» μουρμούρισε η κοπέλα όταν ήταν πια μόνη.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top