Κεφάλαιο 16
«Η Σαλώμη μου είπε ότι με ζήτησες κυρά μου».
«Ναι, Σοφία, έλα πέρνα μέσα».
«Έγινε κάτι; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
«Όχι, όχι καλή μου μη σκέφτεσαι τα χειρότερα. Πάντα ο νους σου πάει στο κακό».
«Δεν το θέλω κυρά μου, μόνο του γίνεται».
«Καλά. Άκου τώρα τί θέλω να κάνεις. Θέλω να πας και να διαλέξεις ρούχα της Εχίβης που δεν τα φοράει πια. Ξέρεις εσύ. Και να τα δώσεις στη Σαλώμη να τα φορέσει. Μετά φέρε την πάλι σε μένα. Έχω μια ιδέα».
«Τί ιδέα κυρά μου;»
«Θα το μάθεις μετά μην είσαι περίεργη» την κοίταξε αυστηρά.
«Συγγνώμη, κυρά μου».
«Συγχωρεμένη. Πήγαινε τώρα».
Λίγο αργότερα η Σοφία πήγε στο δωμάτιό της που την περίμενε η Σαλώμη. Η αγκαλιά της ήταν γεμάτη από υπέροχα ρούχα που ούτε στον ύπνο της δεν είχε ονειρευτεί η Σαλώμη. Μόλις τα είδε πετάχτηκε πάνω.
«Ωωω, Σοφία, τί υπέροχα ρούχα είναι αυτά για ποιον είναι;»
«Γδύσου».
Για μια στιγμή την κοίταξε απορημένη και αμέσως μετά τα μάτια της φωτίστηκαν, γέλασε κτυπώντας τα χέρια από χαρά και ενθουσιασμό και άρχισε να γδύνεται.
«Ποτέ μου δεν είχα τόσο όμορφα ρούχα. Πού τα βρήκες;»
«Είναι της Εχίβης, της πριγκίπισσας. Δεν τα φοράει πια και η βασίλισσα μου έδωσε την άδεια να στα δώσω να τα δοκιμάσεις. Μόλις τελειώσουμε θα σε πάω κοντά της. Σε περιμένει».
«Πάλι;»
«Πάλι».
«Σου είπε γιατί;»
«Όχι. Μου είπε μόνο ότι έχει μια ιδέα».
«Και μένα μόνο αυτό μου είπε».
«Μην αγχώνεσαι όμως, έχω καλό προαίσθημα. Όλα καλά θα πάνε» της χαμογέλασε και η Σαλώμη φάνηκε να χαλαρώνει.
Αφού γδύθηκε, πρώτα της φόρεσε τη λευκή μακρυμάνικη πουκαμίσα φτιαγμένη από φίνο λινό, της ήρθε ακριβώς όπως έπρεπε, μέχρι το μέσο των μηρών και μετά από πάνω το μεταξωτό σκουροπράσινο φόρεμα που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους, στενό μέχρι τη μέση και στη συνέχεια φάρδαινε, μακρυά μανίκια ελάχιστα φαρδιά από τους αγκώνες και κάτω.
Η Σοφία της χαμογέλασε.
«Λοιπόν πώς το νιώθεις;»
«Αχ, Σοφία, είναι υπέροχο. Τόσο απαλό στην αφή και τόσο δροσερό στο σώμα. Ό,τι πρέπει με τέτοια ζέστη που άρχισε να κάνει» έδειχνε τόσο ενθουσιασμένη και η Σοφία χαιρόταν με την χαρά της.
«Ναι, όντως ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει επικίνδυνα. Πάλι θα έχουμε καυτό καλοκαίρι. Έλα κάθισε να σου φορέσω τα καλτσάκια και τις μπότες».
Υπάκουσε.
Της φόρεσε τις λευκές λινές κάλτσες και μετά τις χιλιοφορημένες δερμάτινες μπότες που όμως ήταν σε πολύ καλή κατάσταση.
«Για σήκω και περπάτα».
Σηκώθηκε.
«Ωωω, τί ωραίες μαλακές μπότες που είναι. Τα λατρεύω όλα. Είναι φανταστικά. Αχ, Σοφία σ' ευχαριστώ».
«Όχι εμένα, τη βασίλισσα, αυτή τα κανόνισε όλα. Έλα σταμάτα να κάνεις σβούρες με ζάλισες. Έλα κάθησε πάλι να σου φτιάξω και τα μαλλιά».
Της τα χτένισε και της τα έδεσε με πράσινη κορδέλα. Της πήγαινε τόσο ωραία. Έκανε εκπληκτική αντίθεση με τα κόκκινα μαλλιά της.
«Είσαι υπέροχη».
«Αλήθεια; Αχ, μακάρι να μπορούσα να με δώ».
«Θα έβλεπες και μόνη σου πόσο εξαίσια είσαι».
Φούσκωσε από περηφάνια η Σαλώμη. Ποτέ άλλοτε δεν την εκθείασαν έτσι.
«Πάμε τώρα να σε παρουσιάσω στη βασίλισσα. Έχω μεγάλη αγωνία πως θα της φανείς. Άντε καλέ κουνήσου» την τράβηξε ανυπόμονα από το χέρι.
«Κυρά μου;»
«Έλα, Σοφία, πέρνα. Έτοιμη;»
«Έτοιμη».
«Φέρε την μέσα τότε».
Έκανε το γνωστό της νεύμα και μέσα στο δωμάτιο εισήλθε μια κοπέλα εκπάγλου καλλονής. Έλαμπε ολόκληρη. Το φόρεμα τής πήγαινε χάρμα αν και το σώμα της ήταν ακόμα πολύ αδύνατο από τις περασμένες κακουχίες.
Η βασίλισσα την κοιτούσε εκστασιασμένη. Δεν είχε ξαναδεί τέτοια ομορφιά. Ούτε καν στην κόρη της που όλοι είχανε να πούνε για την ομορφιά της. Ζήλεψε λίγο. Θα ήθελε η δική της κόρη να ήταν τόσο εκθαμβωτικά όμορφη. Αλλά δυστυχώς τόσο όμορφη δεν ήταν. Μετρίασε τα λόγια της, άλλα πραγματικά σκεφτόταν και άλλα είπε,
«Είσαι πολύ όμορφη Σαλώμη» χαμογέλασε βεβιασμένα «και τα ρούχα σου ταίριαξαν μια χαρά. Ευχαριστώ Σοφία. Τώρα μπορείς να πηγαίνεις».
Η Σοφία αν και καιγόταν από επιθυμία να μάθει αναγκάστηκε να φύγει. Δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Θα μάθαινε αργότερα από τη Σαλώμη τί είχε κατα νου η Αλίκη.
«Λοιπόν, Σαλώμη, ήρθε η ώρα να μάθεις για την ιδέα που έχω. Έχεις αγωνία;»
«φυσικά μεγαλειότατη, η καρδιά μου πάει να σπάσει».
Η Αλίκη χαμογέλασε.
«Δεν θα παρατείνω άλλο την αγωνία σου, πρόκειται για τα καθήκοντά σου εδώ στο παλάτι. Στην αρχή δε σου κρύβω ότι σε προόριζα για χειρονακτικές δουλειές του παλατιού, αλλά μετά βλέποντας πόσο όμορφη είσαι σκέφτηκα ότι είναι κρίμα να σε θάψω στις δουλειές του παλατιού και σκέφτηκα κάτι άλλο. Αφού έχεις περίπου την ίδια ηλικία με την κόρη μου θα μπορούσες άνετα να γίνεις η συνοδός και βοηθός της σε ό,τι χρειάζεται. Δηλαδή, θα την συνοδεύεις στις βόλτες της ή οπουδήποτε θελήσει να πάει, θα τη βοηθάς να ντύνεται και να φτιάχνει τα μαλλιά της, μα πάνω απ'όλα θα ήθελα να της κρατάς συντροφιά και αν είναι δυνατό να γίνεται μέχρι και φίλες. Δεν έχει αδερφή, δεν έχει φίλες, είναι πολύ μόνη και στεναχωριέμαι. Όποτε μπορώ της κρατάω εγώ συντροφιά αλλά δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται μια συντροφιά καθημερινά και αυτό δεν είναι εφικτό από μένα λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων. Τί λες; Έχεις αντίρρηση;»
«Όχι, φυσικά και όχι. Αλλά αν επιτρέπεται έχω μια ερώτηση να κάνω».
«Σε ακούω» την παρότρυνε
«Τί θα γίνει όταν η Εχίβη παντρευτεί;»
«Ναι, όντως είναι πολύ καλή ερώτηση. Αλλά ούτε εγώ δεν το έχω σκεφτεί. Περίμενε μέχρι να συμβεί και τότε το ξανασυζητάμε. Δεν χρειάζεται να το σκέφτεσαι από τώρα εντάξει;»
«Μάλιστα μεγαλειοτάτη. Έχεις δίκιο. Με συγχωρείς».
«Θεέ μου θράσος που το έχει, φυσικά και έχω δίκιο» συλλογίστηκε η Αλίκη «δεν φτάνει που γλίτωσε τις δουλειές θέλει και επιβεβαιώσεις από πάνω για το τί θα γίνει μετά. Είναι δυνατόν να κάνει χαλάστρες στους πιθανούς γάμους της Εχίβης; Ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω. Αλλά καλού κακού θα έχω τα μάτια μου ανοικτά. Τελικά μπορεί να μην είναι και τόσο καλή ιδέα να βρίσκεται κοντά στη κόρη μου. Αλλά δυστυχώς δε γίνεται αλλιώς, η Εχίβη χρειάζεται παρέα, δεν το αντέχω να τη βλέπω μόνη της, χωρίς μια συντροφιά. Και στο κάτω κάτω ποτέ κανείς δεν ξέρει πως θα εξελιχθούν τα πράγματα. Μπορεί όλα να πάνε μια χαρά και άδικα να ανησυχώ από τώρα. Άσε που ακόμα δεν ξέρω καν αν θέλει τη Σαλώμη για παρέα. Αν δεν θέλει δεν μπορώ να την αναγκάσω. Οπότε τέρμα οι μαύρες σκέψεις. Βλέποντας και κάνοντας».
Επέστρεψε στο παρών αποσυντονισμένη και συγχυσμένη από τις αντιφατικές τις σκέψεις και χαμογέλασε αδέξια.
«Ωραία, η Εχίβη όμως δεν ξέρει τίποτα ακόμα. Δεν την ενημέρωσα για τίποτα από όλα αυτά. Δεν το σχεδίασα όλο αυτό, προέκυψε. Οπότε θα πρέπει να τη ρωτήσω. Καταλαβαίνεις ότι μπορεί και να μη θέλει».
«Ναι, φυσικά» ψέλλισε μόνο η Σαλώμη με κομμένα τα φτερά. Η απογοήτευσή της φάνηκε και η βασίλισσα κάπου ενδόμυχα το ευχαριστήθηκε.
«Έλα πάμε τώρα να τη βρούμε. Μάλλον θα βρίσκεται στα διαμερίσματά της».
Η Σαλώμη την ακολούθησε πειθήνια.
Η Εχίβη ήταν στα διαμερίσματά της και τεμπέλιαζε απολαμβάνοντας τις ανέσεις που τόσο της είχαν λείψει όσο καιρό βρίσκονταν στο κάστρο.
Η πόρτα είχε παραμείνει λίγο ανοικτή και η Αλίκη είδε την Εχίβη που ξάπλωνε αμέριμνη και χαλαρή. Τα μαλλιά της λυτά χύνονταν σαν χείμαρος χαιδεύοντας το πάτωμα. Την κοίταξε με λατρεία:
«Και η κόρη μου επίσης είναι πολύ όμορφη, έστω και χωρίς κόκκινα μαλλιά και εκπληκτικά φωτεινά πράσινα μάτια, αλλά, με μαύρα μαλλιά και μάτια σαν τα δικά μου και του μπαμπά της. Έχει τόσο εξαίσια λευκή επιδερμίδα και υπέροχα χαρακτηριστικά προσώπου. Όπως για παράδειγμα η μικρή χαριτωμένη της μυτούλα και τα ροδοκόκκινα σαν τριαντάφυλλο ζουμερά χείλη της. Ναι, είναι όμορφη αλλά η Σαλώμη ομολογώ πως είναι μαγευτική, σωστή μαυλίστρια των αισθήσεων που τις κάνει να τρελαίνονται στη θωριά της. Αχ, κάνε Θεέ μου να μην γεμίσει η αγνή ψυχούλα της Εχίβης μου ζήλια και φθόνο όταν δει τη Σαλώμη. Όχι, όχι η μικρή μου Εχίβη είναι τόσο προσηνής με όλους, όλοι την αγαπάνε και την φροντίζουν γι'αυτό. Αποκλείεται να μολυνθεί η καρδιά της από τέτοια φθονερά συναισθήματα...» όλα αυτά συλλογιζόταν η Αλίκη και πραγματικά τα πίστευε και ευχόταν ολόψυχα να πάνε όλα κατ'ευχή.
Τις σκέψεις της διέκοψε η Εχίβη που την είδε να στέκεται στην πόρτα της και χαμογέλασε. Πάντα χαίρεται να βλέπει τη μαμά της. Δεν έχει και κανέναν άλλο για να κάνει παρέα.
«Έλα μέσα μαμά, γιατί έμεινες στην πόρτα;»
«Εεε, κάτι σκεφτόμουνα αγάπη μου».
«Τί;»
«Τίποτα το σπουδαίο, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει αυτό που ήρθα να σε ρωτήσω».
«Έλα πέρνα μέσα, κάθησε και πες μου».
«Πάντα ανυπόμονο το κοριτσάκι μου» την πλησίασε, τη φίλησε απαλά στο μέτωπο και κάθησε δίπλα της.
«Λοιπόν, σε ακούω. Τί είναι αυτό που θές να με ρωτήσεις;»
«Άκου. Νομίζω πως βρήκα λύση στο πρόβλημα της μοναξιάς σου».
«Αχ, κανόνισες με τον μπαμπά να μένεις περισσότερες ώρες μαζί μου;» και μόνο στη σκέψη αυτής της εκδοχής η Εχίβη ενθουσιάστηκε.
«Αχ, αγάπη μου, λυπάμαι που θα σε απογοητεύσω αλλά όχι, δεν είναι αυτό».
«Τότε;» ρώτησε απογοητευμένη.
«Έλα, αγάπη μου, μην στεναχωριέσαι γιατί στεναχωρείς και μένα. Αφού ξέρεις πως αυτό που επιθυμείς δεν γίνεται».
«Ναι, μητέρα, το ξέρω. Πες μου τώρα αυτό που σκέφτηκες».
«Λοιπόν, θυμάσαι εκείνο το κορίτσι που μαζέψαμε από το δρόμο;»
«Ναι, και λοιπόν;» και ξάφνου το μυαλό της φωτίστηκε.
«Ααα, μη μου πεις» και έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα της ξαφνιασμένη.
«Στο λέω. Μην με κοιτάς έτσι γιατί δεν έχεις δίκιο. Να τη δεις τώρα δε θα την αναγνωρίσεις. Έκανε μπάνιο, χτενίστηκε και ντύθηκε αξιοπρεπώς. Τώρα είναι μια ευπρεπής κοπέλα. Και είναι πάνω κάτω στην ηλικία σου. Πιστεύω πως θα τα πάτε θαύμα μεταξύ σας. Γιατί δε δοκιμάζεις τουλάχιστον; Πώς θα ξέρεις αλλιώς; Αν δεν σου αρέσει μου το λες και την απομακρύνω από κοντά σου και ούτε που θα την ξαναδείς. Να το ξέρεις όμως πως δεν θα τη διώξω από το παλάτι. Θα απασχολείται με άλλα καθήκοντα αλλά πάντα εδώ στο παλάτι. Την μάζεψα από το δρόμο και δε θα τη ξαναστείλω εκεί. Λοιπόν τί λες;»
«Λέω πως έχεις δίκιο. Δεν έχω τίποτα να χάσω. Εντάξει, λοιπόν, ας το κάνουμε με την προυπόθεση όμως πως αν δεν μου αρέσει θα την πάρεις πίσω».
«Ναι, κόρη μου, αφού το είπαμε. Σύμφωνες λοιπόν;»
«Σύμφωνες».
Η Αλίκη την αγκάλιασε.
«Θα το δεις, όλα καλά θα πάνε. Πάω να τη φέρω».
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top