Κεφάλαιο 14
Κάτι κουρέλια κάλυπταν το βρώμικο κορμάκι της και ήταν ξυπόλητη. Ήταν μόνο του και φανερά φοβισμένο. «Αχ, Ούγο, κρίμα είναι. Είναι μόνο του το καημένο».
«Μπορεί και να μην είναι. Μπορεί κάπου να είναι οι γονείς της».
«Και αν δεν είναι;».
«Ε, δεν ξέρω. Εσύ τι σκέφτεσαι;».
«Να την πάρουμε μαζί μας!».
«Μόνο όμως αν δεν έχει γονείς, σύμφωνοι;».
«Σύμφωνοι. Πάμε να την ρωτήσω».
Πήγαν κοντά της. Το κορίτσι είχε μείνει ακίνητο σαν κεραυνοβολημένο. «Γεια σου» της είπε γλυκά η Αλίκη. Καμιά απάντηση. Την κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια από το φόβο. «Μη φοβάσαι, δεν θα σου κάνω κακό, θέλω μόνο να σε ρωτήσω αν έχεις γονείς».
«Όχι, δεν έχω. Τους έχασα» απάντησε επιφυλακτικά μετά από κάποια σιωπή. Κάτι στο βλέμμα της Αλίκης που ήταν γεμάτο καλοσύνη την έσπρωξε να την εμπιστευθεί και να της μιλήσει.
«Από την αρρώστια;».
«Περίπου». Αν και της Αλίκης της φάνηκε περίεργη απάντηση εντούτοις δεν στάθηκε εκεί. Ήθελε πρώτα να ξεκαθαρίσει την κατάσταση.
«Άλλους δικούς σου ανθρώπους έχεις;».
«Όχι».
«Δηλαδή είσαι ολομόναχη;».
«Ναι».
«Και πώς σε λένε;».
«Σαλώμη».
«Ωραίο όνομα».
«Ευχαριστώ» της χαμογέλασε ντροπαλά.
«Λοιπόν; Θέλεις να έρθεις μαζί μας;».
«Πού πάτε;».
«Στο παλάτι».
«Στο παλάτι; Ποιοι είστε;» και μετά γούρλωσαν τα μάτια της από την έκπληξη όταν κατάλαβε. «Είστε οι ...».
«Ναι» την πρόλαβε η Αλίκη και ευθύς το κορίτσι υποκλίθηκε βαθιά. «Εντάξει, φτάνει, σήκω τώρα και πες μου αν θες να έρθεις μαζί μας και να δουλεύεις στο παλάτι. Θα έχεις φαγητό και στέγη. Τι λες;».
«Λέω ναι!» απάντησε με ενθουσιασμό. Τέτοια τύχη δεν την περίμενε. Μέχρι πριν από λίγο δεν είχε στον ήλιο μοίρα, και τώρα είχε κάπου να μείνει και φαγητό να τρώει κάθε μέρα. «Ωραία. Βλέπεις εκείνο το κάρο με τα πράγματα; Ανέβα εκεί πάνω και φύγαμε».
«Πάω. Ευχαριστώ πολύ. Είσαι πολύ καλή».
«Περίμενε μια στιγμή».
«Μάλιστα μεγαλειότατη ακούω».
«Θα ήθελα να μου πεις για τους γονείς σου». Στην ερώτηση αυτή η Αλίκη είδε τη ματιά της μικρής να σκοτεινιάζει και κάπου στο βάθος διέκρινε μίσος. Ή μήπως της φάνηκε;
Η μικρή κατάπιε με κόπο και άρχισε. «Η αλήθεια είναι πως οι γονείς μου...».
«Άσε, καλύτερα να μου τα πεις όταν φτάσουμε. Με την ησυχία μας. Εντάξει;»
«Εντάξει, όπως επιθυμείτε» απάντησε ανακουφισμένη. Δεν ήθελε να μιλήσει για αυτό που την πονούσε περισσότερο έτσι μέσα στη μέση του δρόμου. Η Αλίκη της χαμογέλασε και το κορίτσι έτρεξε να ανέβει στο κάρο που θα την οδηγούσε στην καινούρια της ζωή. Σίγουρα θα είναι καλύτερη η ζωή μου εκεί, σκεφτόταν, και αν δεν είναι, θα την κάνω εγώ να γίνει. Τα μάτια της έλαμψαν με αγωνιώδη προσμονή. Η συνοδεία συνέχισε την πορεία της με τελικό προορισμό το παλάτι.
Η Αλίκη ήταν συντετριμμένη από την κατάσταση του κοριτσιού και ταυτόχρονα ήταν και πλήρως ικανοποιημένη με την καλή πράξη που μόλις είχε κάνει. Το καημένο το κοριτσάκι τι θα έχει περάσει, σκεφτόταν και τα μέσα της σπάραζαν. Θα μπορούσε η Εχίβη, η πολύτιμη κορούλα της να ήταν στη θέση αυτού του κοριτσιού. Την έσωσα από τις κακουχίες που την περίμεναν από εδώ και πέρα, συλλογιζόταν με ευχαρίστηση. Σίγουρα θα κατέληγε στην πορνεία. Αφού δεν είχε κανέναν δικό της πού αλλού θα κατέληγε; Σίγουρα εκεί. Και εγώ την έσωσα. Δεν μπορούσε καν να φανταστεί τα προβλήματα που θα της προξενούσε αυτό το ταλαιπωρημένο και καημένο κορίτσι στο κοντινό μέλλον...
Η πορεία ήταν αργή και βασανιστική για το σώμα αλλά κυρίως για το νου που δε χωρούσε όλα αυτά που συνεχώς του διοχέτευαν τα μάτια.
Μπαίνοντας στην Λευκωσία η καρδιά τους σφίχτηκε ακόμα περισσότερο αντικρύζοντας την σχεδόν έρημη πόλη. Παντού μαυρίλα και καταχνιά.
Σπίτια και δρόμοι έρημα από ζωή, κήποι παρατημένοι, εγκαταλελειμμένοι στην τύχη τους. Οι άνθρωποι που απέμειναν είχαν πιο σοβαρές έγνοιες από το να περιποιηθούν κήπους. Έλειπαν τα χρώματα και η πρότερη ζωντάνια της και ποιος ξέρει πότε και αν θα επέστρεφαν ξανά.
Πότε πότε έβλεπαν σε ανοικτά παράθυρα μαυροφορημένα κεφάλια, θλιμμένα και κατηφή πρόσωπα. Το θέαμα πλήγωνε τα μάτια και ξέσκιζε την καρδιά.
Η Λευκωσία, θλιβερό τοπίο τώρα πια, είχε μετατραπεί σε νεκροταφείο αναμνήσεων.
Η συνοδεία προχωρούσε σιωπηλή. Τι θα μπορούσε να πει άλλωστε; Όλα μίλαγαν από μόνα τους. Ούρλιαζαν και έσταζαν πόνο μηνών.
Δάκρυα χαράκωναν τα μάγουλα της Σαλώμης. Οι θύμησες ήταν νωπές. Ακόμα και το παραμικρό ερέθισμα έφερνε δάκρυα και πόνο.
Από την παρέα εκείνη, μόνο η Σαλώμη έζησε όλη τη φρίκη στο μεγαλείο της, πάλεψε καθημερινά για την επιβίωση της και τα κατάφερε όταν συναισθηματικά ηττημένη παραιτήθηκε από αυτήν.
Η διαδρομή τους φάνηκε αιώνια.
Έφτασαν ανακουφισμένοι στο παλάτι και στην κυριολεξία χώθηκαν σε αυτό. Δεν ήθελαν να βλέπουν. Δεν άντεχαν την επώδυνη όψη των πάντων και τη φρικτή διαπίστωση ότι η πανδημία είχε αφήσει το νησί μισερό και τους ανθρώπους ψυχικά ανάπηρους.
Πρώτο μέλημά τους όταν έφτασαν στο παλάτι ήταν η προσωπική τους καθαριότητα.
Ζητούσαν απεγνωσμένα την κάθαρση σώματος και ψυχής. Να πλυθούν, να κάψουν τα ρούχα που φόραγαν, λες και έτσι θα διαγραφόταν το παρελθόν.
Η Αλίκη διέταξε ζεστό νερό για όλους. Τα καζάνια άναβαν για ώρες και το κουβάλημα του νερού δεν είχε τελειωμό. Τα κορμιά πλύθηκαν και τα φορεμένα ρούχα κάηκαν για παν ενδεχόμενο. Όλες οι υπηρέτριες έτρεξαν να βοηθήσουν και πρώτη πρώτη η αγαπημένη της βασίλισσας. Η Σοφία χάρηκε πολύ όταν τους υποδέχθηκε και πάλι στο παλάτι.
«Καλώς ήρθατε και πάλι σπίτι σας!» τους είπε με πλατύ χαμόγελο.
Η Αλίκη την αγκάλιασε θερμά και αφού την πήγε λίγο πιο πέρα της ψιθύρισε: «Σοφία μου, πίσω στο κάρο που ακολουθεί υπάρχει ένα κορίτσι που βρήκαμε και μαζέψαμε από το δρόμο καθώς ερχόμασταν. Άμα δεις το χάλι του θα το λυπηθείς. Θα αναλάβεις να πλυθεί και όλα τα άλλα; Ξέρεις εσύ. Σαλώμη τη λένε και όταν την ετοιμάσεις θέλω να μου τη φέρεις να τη δω».
«Αχ, κυρά μου, πάντα καλόκαρδη και φιλάνθρωπη. Φυσικά και θα το αναλάβω. Με μεγάλη μου χαρά. Πάω. Θα στη φέρω μόλις τελειώσω» και έφυγε να βρει το κάρο.
Η Αλίκη την κοιτούσε που έφευγε και την κατέκλισαν νοσταλγικές αναμνήσεις. Αχ, καημένη Σοφία, πώς πέρασαν τα χρόνια. Κοπελίτσα ήταν όταν μπήκε στη δούλεψη της βασιλικής οικογένειας και να 'την, είκοσι χρόνια μετά, πάντα εδώ, πάντα αφοσιωμένη. Δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε δικά της παιδιά παρόλο που τα λάτρευε. Είχε συναντήσει πολλές ευκαιρίες όλα αυτά τα χρόνια και τις είχε απορρίψει όλες μία προς μία.
Είχε ερωτευτεί κάποτε ένα αγόρι, αλλά το είχε αφήσει πίσω της στο φέουδο που ζούσε. Δεν τον ξέχασε ποτέ. Δεν μίλησε σε γι' αυτόν σε κανέναν. Ήταν το μυστικό της και το φύλαγε στο βάθος της καρδιάς της σαν πολύτιμο φυλαχτό. Τις νύχτες τον σκεφτόταν και αναρωτιόταν πώς να ήταν τώρα η όψη του μετά από τόσα χρόνια και πάντα κατέληγε στην ίδια άποψη, πως σίγουρα θα ήταν όμορφος όπως τότε. Ήταν πολύτιμη βοηθός για την Αλίκη, το δεξί της χέρι. Στο παλάτι της φέρθηκαν καλά. Την αγκάλιασαν άσχετα με το ποια ήταν ή τι ήταν. Η Σοφία το εκτίμησε, το αναγνώρισε, την άγγιξε μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής της και η καρδιά της κλείδωσε εκεί, ανταποδίδοντας την αγάπη που της είχαν δείξει. Βρήκε το απάγκιο που αναζητούσε η ψυχή της και καταστάλαξε. Κανείς άλλος δεν είχε μπορέσει μέχρι σήμερα να ξεκλειδώσει την καρδιά της για να μπει, μέχρι που αντίκρυσε το κορίτσι στο κάρο με τα τεράστια εκείνα μάτια που την κοιτούσαν ορθάνοικτα και θλιμμένα. Κάμφθηκαν οι αντιστάσεις της, έλιωσε η κλειδαριά της καρδιά της, άνοιξε και η αγάπη όρμησε μέσα πριν προλάβει καν να αντιδράσει, πριν προλάβει καν να ανοιγοκλείσει τα μάτια της. Ένιωσε το στήθος της να φουσκώνει και εντελώς παρορμητικά πήρε το κορίτσι από το χέρι και το οδήγησε στην αγκαλιά της.
«Καλώς όρισες σπίτι σου κοριτσάκι μου. Εγώ είμαι η Σοφία. Εγώ είμαι αυτή που θα σε φροντίζει και θα σε αγαπά από εδώ και πέρα» της ψιθύρισε γλυκά.
Η Σαλώμη ένιωσε την αγάπη που την περιέβαλε και αποδέχτηκε την αγκαλιά που της προσφέρθηκε τόσο απροσδόκητα, τόσο άδολα και ανιδιοτελώς.
«Εγώ είμαι η Σαλώμη».
«Το ξέρω. Πάμε να σε κάνω ένα ωραίο μπάνιο και να φορέσεις καθαρά ρούχα».
Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο δωμάτιό της.
Έφερε την μεγάλη λεκάνη, τη γέμισε με αχνιστό νερό, τόσο όσο να κάνει το λουτρό χαλαρωτικό και απολαυστικό.
Της έβγαλε προσεκτικά τα κουρέλια που μετά βίας κάλυπταν το σώμα της και τα πέταξε στη φωτιά που άναβε δυνατή στο τζάκι γεμίζοντας το μικρό δωμάτιο με θαλπωρή.
Αν και στην αρχή η Σαλώμη ντρεπόταν για τη γύμνια της, σιγά σιγά το ξεπέρασε και άρχισε να αφήνεται και να απολαμβάνει τις περιποιήσεις της Σοφίας. Της έτριψε καλά το κορμί με ένα μαλακό σφουγγάρι εμποτισμένο με μυρωδάτο σαπούνι. Της έλουσε τα μαλλιά πέντε φορές, τόσες χρειάστηκαν για να φύγει η βρωμιά. Άλλαξε το ολόμαυρο νερό τρεις φορές. Τέλος έβαλε λίγο αλάτι στο δείκτη του χεριού της και της έτριψε τα δόντια μέχρι που αυτά έλαμψαν ολόλευκα.
Όταν τελείωσε η κοπιώδης διαδικασία, η κοπέλα έλαμπε από καθαριότητα και πάστρα, σαν παλιό ασημικό που το γυαλίζουν μετά από καιρό.
«Πω πω, Σαλώμη, τι όμορφη που είσαι καρδιά μου! Είσαι μια υπέροχη οπτασία το ξέρεις;» είπε η Σοφία με θαυμασμό.
Η Σαλώμη απλά χαμογέλασε ευχαριστημένη από τα λόγια που άκουγε. Ποτέ κανείς δεν της είχε μιλήσει έτσι. Δεν το ήξερε ότι ήταν όμορφη μέχρι τώρα που αυτή η απλοϊκή γυναίκα που έστεκε αντίκρυ της την κοιτούσε με τόσο θαυμασμό και που ένιωσε πως τα λόγια που της είχε μόλις πει τα εννοούσε πραγματικά όταν τα ξεστόμισε.
Της έδωσε να φορέσει ρούχα δικά της που τα είχε από καιρό, από όταν ήταν και η ίδια κοπέλα. Τα φύλαγε προσεκτικά και με αγάπη γιατί κουβαλούσαν τόσες και τόσες αναμνήσεις. Με την ίδια αγάπη τα ξέθαψε και τα φόρεσε στη Σαλώμη.
«Είναι παλιά αλλά τουλάχιστον είναι καθαρά και γερά, χωρίς τρύπες» υπερασπίστηκε άτονα τον εαυτό της η Σοφία. Ντρεπόταν και στεναχωριόταν που δεν είχε κάτι καλύτερο να της δώσει να φορέσει. Η Σαλώμη το κατάλαβε.
«Αχ, Σοφία μου, μην λυπάσαι για μένα. Είναι υπέροχα τα ρούχα και μυρίζουν τόσο ωραία!».
«Λεβάντα, διατηρεί τα ρούχα σαν καινούρια!». Κοιτάχτηκαν και γέλασαν.
«Έλα, πάμε» και την τράβηξε απαλά από το χέρι.
«Πού;».
«Στη βασίλισσα. Σε περιμένει».
Η Σαλώμη αφέθηκε στο απαλό τράβηγμα και άφησε τη Σοφία να την οδηγήσει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top