Κεφάλαιο 12




«Σε παρακαλώ Αλίκη μου» προσπαθούσε να την καλοπιάσει ο Ούγος.

«Όχι! Είπα όχι και τέλος! Δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη όσο και αν επιμένεις».

«Γιατί; Γιατί να είσαι πάντα τόσο πεισματάρα και ξεροκέφαλη; Γιατί δεν καταλαβαίνεις πως εκεί θα είστε ασφαλής; Τουλάχιστον σκέψου τα παιδιά μας. Κάντο γι' αυτά. Σε παρακαλώ». Την κοίταζε τόσο παρακλητικά και συνάμα τόσο γλυκά με τα μαύρα του μάτια που η Αλίκη υπέκυψε στα παρακάλια. Επίσης σκέφτηκε και τα παιδιά της.

          Η αλήθεια ήταν ότι τα είχε ξεχάσει όση ώρα τσακωνόταν με τον άντρα της και ένιωσε τρομερές τύψεις και ενοχές. Τελικά δεν άντεξε άλλο τη μεταξύ τους λογομαχία και έπεσε καταβεβλημένη στην αγκαλιά του με λυγμούς. Πόσο όμορφη και καταπραϋντική ήταν αυτή η αγκαλιά! Και πάντα έτοιμη να την δεχτεί στη ζεστασιά της. Πουθενά στον κόσμο δεν υπήρχε πιο παρήγορο και ασφαλές μέρος από αυτό.

        «Ξέρω ότι συμπεριφέρομαι ανάρμοστα. Μια βασίλισσα πρέπει πάντα να υπακούει το βασιλιά της, όμως καλέ μου δεν το αντέχω ότι θα φύγω και θα σε αφήσω εδώ μόνο σου. Ήθελα να είμαι μαζί σου. Ήθελα να το περάσουμε μαζί όλο αυτό. Έχεις όμως δίκαιο, πρέπει να προστατέψουμε τα παιδιά μας. Έλα και εσύ μαζί μας! Σε παρακαλώ. Δεν αντέχω στη σκέψη να σε χάσω» και όλο σφιγγόταν πάνω του.

Την κράτησε σφικτά. « Αλίκη μου! Σ' αγαπώ και το ξέρεις, αλλά αυτό που μου ζητάς δεν γίνεται. Πρέπει να μείνω εδώ να βοηθήσω. Θέλω να μείνω. Είναι ο λαός μου...Ο λαός μας. Πρέπει να τον βοηθήσουμε, έχουμε χρέος να τον βοηθήσουμε. Δεν θέλω να είμαι ο βασιλιάς που δείλιασε και το έσκασε εγκαταλείποντας όλους τους υπόλοιπους στην τύχη τους. Ξέρω ότι δεν μπορώ να κάνω και πολλά αλλά τουλάχιστον θα προσπαθήσω. Θα μείνω εδώ και θα προσπαθήσω να βρω λύσεις και θα αφοσιωθώ καλύτερα σε αυτό τώρα που ξέρω ότι εσείς θα είστε κάπου ασφαλείς. Όσο για μένα θα προσέχω μην ανησυχείς. Σύμφωνοι;».

            «Σύμφωνοι». Χαμογέλασε η Αλίκη και ο Ούγος την αγκάλιασε.

«Σ' ευχαριστώ Αλίκη μου. Με κάνεις τόσο ευτυχισμένο» και στην φωνή του άκουγε καθαρά την ευτυχία του και την καθαρή ανακούφιση του.

«Να έρθει και η Σοφία μαζί;» τον παρακάλεσε.

«Ξέρω ότι θα σου άρεσε, αλλά προς το παρόν προτιμώ όχι».

«Εντάξει, έχω εμπιστοσύνη στην κρίση σου και για να το λες κάτι θα ξέρεις παραπάνω. Πότε πρέπει να φύγουμε;».

«Αύριο κιόλας, πολύ νωρίς το πρωί».

«Και πού θα πάμε;».

«Στο κάστρο του Άγιου Ιλαρίωνα. Είναι μακριά, απομονωμένα και καθ' όλα ασφαλές. Θα είστε μια χαρά εκεί. Ήδη κανόνισα για προμήθειες. Θα βρείτε ό,τι έχετε ανάγκη τουλάχιστον για δύο μήνες. Εύχομαι να μην χρειαστεί να μείνετε περισσότερο, αλλά, αν περάσουν οι δύο μήνες και χρειαστεί να μείνετε περισσότερο τότε θα στείλω κάποιον με προμήθειες. Θα τον δασκαλέψω να σας χτυπήσει ρυθμικά την πόρτα και θα είναι το σινιάλο. Έτσι δεν θα έχετε καμιά αμφιβολία για το ποιος σας χτυπά» και λέγοντας τα αυτά κτύπησε ρυθμικά το χέρι του σε ξύλο για να το ακούσει η Αλίκη και να το αναγνωρίσει αν τελικά χρειαζόταν. «Εντάξει, το κατάλαβες; Θα το θυμάσαι;».

          «Ναι, θα το θυμάμαι» του χαμογέλασε.

«Ωραία. Έχω και κάτι άλλο να σου πω και πρέπει να με ακούσεις με προσοχή» την κοίταξε σοβαρά.

«Φυσικά».

«Λοιπόν. Ξέρω ότι δεν αντέχεις σε μικρούς και στενούς χώρους αλλά είναι ανάγκη να τα καταφέρεις».

Η Αλίκη έχασε το χρώμα της. «Τι ακριβώς εννοείς;». Η φωνή της έτρεμε.

«Εννοώ ότι θα φύγετε υπογείως. Στο εκκλησάκι εδώ στο παλάτι υπάρχει μια καταπακτή άριστα καμουφλαρισμένη. Από εκεί θα φύγετε και θα οδηγηθείτε έξω από την πόλη σε μέρος ασφαλές. Κανείς δεν πρόκειται να σας πάρει είδηση, αλλά για κάθε ενδεχόμενο θα υπάρχει εκεί ένας ιππότης που θα σας περιμένει». Βλέποντας την ανησυχία στα μάτια της την καθησύχασε. «Εννοείται ότι θα έχετε συνοδεία σε όλη την υπόγεια διαδρομή. Έχω ήδη μιλήσει με πολύ  έμπιστους ιππότες οι οποίοι είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν ευχαρίστως και να πράξουν καταλλήλως για οτιδήποτε προκύψει».

«Σαν τι δηλαδή μπορεί να προκύψει;» ρώτησε φανερά ταραγμένη.

«Μην ανησυχείς, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, απλώς μερίμνησα για όλες τις πιθανότητες. Είναι κακό που θέλω την πλήρη προστασία σας;».

«Όχι, φυσικά και όχι. Αντιθέτως μάλιστα».

«Μετά θα συνεχίσετε με τα πόδια. Θέλω να κρύβεστε όποτε θεωρείτε ότι πρέπει. Καλύτερα εκτός από εμάς και τους ιππότες, να μην ξέρει κανείς άλλος για την μεταφορά σας εκτός παλατιού. Είναι καλύτερα έτσι, για την ασφάλειά σας».

«Πολύ καλά, λοιπόν, αύριο φεύγουμε. Πάω να ενημερώσω τα παιδιά. Μπορούν να πάρουν μαζί προσωπικά τους πράγματα αν θέλουν;».

«Μπορούν. Αλλά να μην είναι πολύ βαριά για να είναι εύκολη η μεταφορά τους».

«Εντάξει, πάω». Κίνησε άκεφη και προβληματισμένη για το δωμάτιο των παιδιών. Καθώς έφευγε, ο Ούγος την τράβηξε πάνω του απρόσμενα και την φίλησε με πάθος και απόγνωση. Η Αλίκη ανταπέδωσε το ίδιο θερμά.

            Όταν έφτασε στο δωμάτιο των παιδιών, τα βρήκε να συνομιλούν ευδιάθετα. Τους εξήγησε ακριβώς τι συνέβαινε, δεν τους έκρυψε τίποτα. Ήθελε να γνωρίζουν. Τα παιδιά την άκουγαν τώρα με προσοχή.

«Εγώ θα μείνω εδώ με τον πατέρα μας» είπε γενναία αμέσως ο Πέτρος.

«Αυτό ούτε που να το σκέφτεσαι Πέτρο, θα έρθεις μαζί μας» του απάντησε η μητέρα του αυστηρά.

«Επιμένω. Θα μείνω εδώ να βοηθήσω τον μπαμπά. Είμαι δεκαεννιά χρονών και πιστεύω πως μπορώ να βοηθήσω» είπε με πείσμα.

Η Αλίκη έπιασε το μέτωπό της καταβεβλημένη. Και σωματικά και ψυχολογικά.

«Και εγώ το ίδιο είπα στον πατέρα σας, αλλά, με διαβεβαίωσε ότι δεν χρειάζεται οποιαδήποτε βοήθεια και ότι θα είναι πιο ήσυχος και προσηλωμένος στο έργο του αν ξέρει ότι είμαστε κάπου ασφαλείς. Για αυτό σε παρακαλώ Πέτρο, μην κάνεις τα πράγματα πιο δύσκολα. Σε παρακαλώ να δεχτείς την επιθυμία του πατέρα σου».

Ο Πέτρος τελικά υπάκουσε για το χατίρι του πατέρα του και δεν επέμεινε περισσότερο. Ούτε ο Ιωάννης πρόλαβε να εκφράσει την επιθυμία του να μείνει κι αυτός με τον αδερφό του. «Μπορείτε να πάρετε μαζί σας ό,τι θέλετε με την προϋπόθεση να μην είναι πολύ βαριά γιατί θα μας δυσκολεύουν στην πορεία μας. Εντάξει;» συνέχισε να τους λέει η Αλίκη.

«Ναι, μαμά» είπαν τα μικρότερα παιδιά. Ο Πέτρος συμφώνησε με ένα νεύμα του κεφαλιού του.

«Ωραία. Κοιμηθείτε τώρα γιατί αύριο θα ξεκινήσουμε πολύ πρωί. Θα έρθω να σας ξυπνήσω εγώ. Καληνύχτα».

«Καληνύχτα, μητέρα». Τα φίλησε και έφυγε.

Το βράδυ που πέρασε με τον άντρα της ήταν συγκλονιστικό. Ξεπέρασε τους φόβους και το άγχος της για τη μέρα που θα ξημέρωνε και του δόθηκε ολοκληρωτικά όπως ποτέ άλλοτε. Έγιναν ένα ξανά και ξανά, λες και ήταν το τελευταίο τους βράδυ μαζί. Αυτό ήταν κάτι που ούτε σαν σκέψη δεν άντεχαν.

        Είχε ξημερώσει εδώ και μισή ώρα. Αν και είχαν κοιμηθεί ελάχιστα ξύπνησαν πολύ πρωί όπως το είχαν συμφωνήσει. Ετοιμάστηκαν και πήγαν για τα παιδιά. Με δυσκολία ξύπνησαν τα κακόμοιρα. Πήραν τα πράγματά τους και κατευθύνθηκαν προς το εκκλησάκι. Μετακίνησαν το τραπέζι, σήκωσαν το κόκκινο χαλί και μπροστά στα μάτια τους φάνηκε η καταπακτή. Η Αλίκη ένιωσε ρίγος να την διαπερνά. «Είναι πολύ σκοτεινά» παρατήρησε.

«Μην ανησυχείς και μερίμνησα για όλα. Όταν κατεβείτε θα ανάψετε τα λυχνάρια που θα σας δώσουν οι ιππότες» απάντησε ο Ούγος.

Η οικογένεια αγκαλιάστηκε σφικτά με την παράφορη επιθυμία να το επαναλάβουν στο μέλλον χωρίς την απουσία κανενός. Φιλήθηκαν στοργικά. Έπρεπε να βιαστούν. Πρώτα κατέβηκε ένας από τους ιππότες και αφού άναψε ένα λυχνάρι κάλεσε και τους υπόλοιπους. Ακολούθησαν τα παιδιά και μετά οι υπόλοιποι ιππότες. Ο Ούγος κράτησε την Αλίκη για να την αποχαιρετήσει ιδιαιτέρως. Φιλήθηκαν παράφορα για αρκετή ώρα. Χώρισαν απρόθυμα και η Αλίκη έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Δεν ήθελε να δει ο Ούγος τα δάκρυα απελπισίας στα μάτια της. Κατέβηκε με τη βοήθεια μιας ξύλινης σκάλας που είχε αρχίσει να σαπίζει από την υγρασία. Αμέσως ένιωσε τη διαφορά της θερμοκρασίας. Ένας από τους ιππότες της έβαλε στα χέρια ένα λυχνάρι. Ένιωσε καλύτερα και ευγνώμων. Προχωρούσαν με προσοχή. Η Αλίκη πήγε κοντά στα παιδιά της, ήθελε να είναι δίπλα τους. Προχωρούσαν... Προχωρούσαν...Ατέλειωτο της φαινόταν. Είχε την εντύπωση ότι βρίσκονταν εκεί κάτω για χρόνια αλλά αν είχε ρολόι θα έβλεπε ότι δεν είχε περάσει ούτε μία ώρα.

          Μετά από αρκετή ώρα και προς μεγάλη ανακούφιση της Αλίκης είχαν επιτέλους φτάσει. Ο ιππότης που ήταν μπροστά άνοιξε την καταπακτή και ο ιππότης που τους περίμενε εκεί τους βοήθησε να βγουν έξω. Όποιος έβγαινε έβαζε αμέσως στο πρόσωπό του πανί εμποτισμένο σε κρασί όπως τους  είχε συμβουλεύσει ο γιατρός του παλατιού. Αν και ήταν κάπως άβολα με το πανί να σκεπάζει τη μύτη και το στόμα τους εντούτοις η Αλίκη το προτιμούσε από το υπόγειο βασανιστήριο. Περπατούσαν χωρίς σταματημό και με κάθε επιφύλαξη, μέχρι που δεν άντεχαν άλλο και κάθισαν σε κάτι θάμνους για να ξεκουραστούν και να φάνε κάτι. «Αργούμε μαμά; Δεν μπορώ άλλο κουράστηκα». Ήταν η φωνή της κόρης της. «Δεν ξέρω, Εχίβη μου. Ελπίζω πως όχι. Περίμενε να ρωτήσω κανέναν από τους ιππότες που ξέρουν». Μετά από λίγο επέστρεψε πάλι στην κόρη της. «Όχι, καλή μου δεν αργούμε. Σε λίγο φτάνουμε».

«Ωραία» χαμογέλασε η κοπέλα ικανοποιημένη. «Άρχισε να γίνεται ολόκληρη γυναίκα. Έκλεισε πια τα δεκατρία» σκεφτόταν η Αλίκη. «Όταν τελειώσει όλος αυτός ο εφιάλτης θα παντρευτεί και θα μου φύγει η κορούλα μου».

          «Συγγνώμη, βασίλισσα μου, αλλά πρέπει να ξεκινήσουμε για να μην μας βρει το βράδυ» είπε ένας από τους ιππότες.

«Ναι, ναι, φυσικά, δεν είναι ανάγκη να ζητάτε συγγνώμη αγαπητέ μου. Ξεκινάμε. Άντε παιδιά σηκωθείτε! Πρέπει να συνεχίσουμε πριν μας πιάσει το σκοτάδι».  Σηκώθηκαν με κόπο και συνέχισαν το δρόμο τους. Ήταν τόσο, μα τόσο εξουθενωμένοι!

           Απασχολημένοι με τα δικά τους δεν άκουσαν τις φωνές που τους πλησίαζαν. Οι ξένοι δεν έδειξαν να τους έχουν αντιληφθεί αλλά αν δεν λάμβαναν τα μέτρα τους σύντομα,  δε θα αργούσε να συμβεί.

Και ενώ η Αλίκη με τα παιδιά προχωρούσαν ανυποψίαστοι, ένοιωσαν ξαφνικά κάποια χέρια να τους αρπάζουν και να τους σέρνουν μέχρι τους θάμνους που βρίσκονταν εκεί κοντά. «Σσσσς...Κάποιοι είναι εδώ κοντά, ελπίζω να μην μας είδαν. Κρύψτε όλο το πρόσωπό σας! Δεν πρέπει να καταλάβουν ποιοι είστε. Τα παιδιά είναι μια χαρά. Είναι στους παραδίπλα θάμνους μαζί με ιππότες. Έπρεπε να γίνει έτσι για πιο γρήγορα αποτελέσματα και πιο αθόρυβα. Πραγματικά λυπάμαι για την ταλαιπωρία αλλά είναι για την ασφάλειά σας. Εσάς και των παιδιών». Και πριν προλάβει η Αλίκη να απαντήσει, ακούστηκε ένα αχ. «Αυτή ήταν η φωνή του Πιέτρου! Πάω να δω. Εσείς μείνετε εδώ καλά κρυμμένοι».

«Εντάξει».

         Τέσσερα βήματα πιο πέρα κάποιοι είχαν ακούσει. «Ε, ακούσατε ότι άκουσα και εγώ; Λες και κάποιοι είναι κρυμμένοι στους θάμνους. Γιατί άραγε; Πάμε να δούμε;».

«Χα, χα! Φυσικά και θα πάμε. Και πού ξέρετε; Ίσως έχουν και τίποτα καλούδια απάνω τους». Πλησίαζαν τους θάμνους τρίβοντας τα χέρια τους από ευχαρίστηση. Κάτι κακομοίρηδες ήταν που είχαν εγκαταλείψει τις οικογένειές τους τώρα που τους είχαν περισσότερο ανάγκη από ποτέ και επιδιώκοντας να ζήσουν μακριά από μολυσμένους ανθρώπους λημέριαζαν στη φύση. Ήταν φυσιογνωμίες κακοζώητες με κουρελιασμένα ρούχα, βρώμικα κορμιά και μυρωδιά αηδιαστική από την απλυσιά. Δεν υπήρξαν κακοί προηγουμένως, απλά οι κακουχίες τους είχαν αλλάξει προς το χειρότερο. Οι τρομερές ελλείψεις τους μετέτρεψαν σε λιμασμένα ζώα χωρίς συνείδηση. Πλησίαζαν στους θάμνους όλο και περισσότερο, όλο και πιο απειλητικά, με τις χειρότερες προθέσεις κατά νου, όταν αίφνης εμφανίστηκαν μπροστά τους οι ιππότες με προτεταμένα τα σπαθιά τους και τα πανωφόρια τους, φτιαγμένα από πλεχτή αλυσίδα, κουδούνισαν απειλητικά γι' αυτούς...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top