Κεφάλαιο 1




Κύπρος, Λευκωσία

17 Απριλίου 1324, Ημέρα της Στέψης


Η πομπή που ξεκίνησε από τα βασιλικά ανάκτορα αποτελείτο από τους αξιωματούχους και τους ευγενείς του βασιλείου. Προορισμός της ήταν ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφιάς, όπου και θα στέφονταν νέοι βασιλείς της Κύπρου ο Ούγος ντε Λουζινιάν και η σύζυγός του Αλίκη ντ' Ιμπελέν. Μελλοντικοί βασιλείς και πομπή πορεύονταν πεζοί για το ναό. Αν και ήταν κάπως μακρινή η απόσταση που έπρεπε να διανύσουν και υπήρξαν εύλογες ανησυχίες για τον καιρό, εντούτοις ο καιρός ήταν με το μέρος τους αφού η άνοιξη είχε μπει για τα καλά και το γαλανό του ουρανού δε νόθευε ούτε ένα σύννεφο. Ο ήλιος ακτινοβολούσε με όλη του τη δύναμη, η οποία είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο αισθητή με την πάροδο των ημερών και με την επικείμενη άφιξη του καλοκαιριού.

Έφτασαν στον Πεδιαίο ποταμό που χώριζε την πόλη της Λευκωσίας σε δύο τμήματα, τη βόρεια και τη νότια. Διάβηκαν ένα από τα ξύλινα γεφύρια που ένωναν τα δύο τμήματα και συνέχισαν την πορεία τους προς τη βόρεια πλευρά της πόλης. Απαλό αεράκι τους δρόσιζε και συνάμα τους εύφραινε με τις μεθυστικές μυρωδιές που παρέσερνε στο διάβα του από τους ανθισμένους τριανταφυλλώνες που βρίσκονταν βορειοδυτικά της πόλης και έσμιγαν σε τρελό χορό με την ευωδιά που προερχόταν από τους ολάνθιστους κήπους των σπιτιών που συναντούσαν στη διαδρομή τους προς τον ιερό ναό. Προχωρούσαν χαμογελαστοί και λαμπεροί. Η ζωή τούς είχε φερθεί γενναιόδωρα και να που τώρα όδευαν για να χρηστούν με το ανώτατο αξίωμα της ανθρωπότητας. Ένιωθαν πως σήμερα θα μπορούσαν να αγγίξουν για λίγο το Θεό αν και ήξεραν πως αυτό είναι ακατόρθωτο.

Προχωρούσαν ασφυκτικά γεμάτοι από όνειρα και ολόδροσα νιάτα, αστραφτεροί μέσα στα πολυτελή ρούχα τους. Ο Ούγος φορούσε γαλάζιο λινό πουκάμισο, μπλε περισκελίδα και στα πόδια τα ολοκαίνουρια δερμάτινα μποτάκια του. Η Αλίκη ήταν αποστράπτουσα μέσα στο ολομέταξο γαλάζιο φόρεμά της που εφάρμοζε στο πάνω μέρος του κορμιού της, και από τη μέση και κάτω φάρδαινε και έπεφτε σαν χείμαρρος μέχρι κάτω. Τα μανίκια ήταν στενά μέχρι τους αγκώνες και μετά πλάταιναν απότομα δημιουργώντας μύτη που λίγο ήθελε για να αγγίξει χάμω. Ένοιωθε να τη χαιδεύει απαλά και η αίσθησή του ήταν τόσο δροσερή που ανάκοπτε τη ζέστη. Η μόνη δυσφορία που αντιμετώπιζε ήταν τα πολλά κοσμήματα που ήταν αναγκασμένη να φοράει και την βάραιναν τόσο. Χίλιες φορές προτιμούσε να πάει χωρίς αυτά αλλά δυστυχώς αυτό ήταν ανεπίτρεπτο. Ήταν κάτι που έπρεπε να αντέξει. Ευτυχώς που είχε μεριμνήσει να μαζέψει πάνω τα μακριά μαύρα σαν το έβενο μαλλιά της. Χωρίς να τα νιώθει σαν βαριά κάπα στην πλάτη της η δυσφορία της μειωνόταν σημαντικά.

Όταν επιτέλους πλησίασαν αρκετά και ο ναός έκανε την εμφάνισή του, είχαν ήδη ιδρώσει και αναψοκοκκινήσει και έτσι δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν το αίσθημα ανακούφισης που ένιωσαν στη θέα του. Ο ναός, ένα πραγματικό κόσμημα της πόλης, έλαμπε ολόκληρος. Είχε κατασκευαστεί εξ΄ολοκλήρου από πωρόλιθο της Κερύνειας και είχε μήκος εξήντα έξι μέτρα και ύψος είκοσι ένα μέτρα. Η ανέγερσή του είχε αρχίσει πολύ πριν την επικείμενη βασιλεία του Ούγου. Είχε περάσει ένας αιώνας και ακόμα δεν είχε ολοκληρωθεί. Σήμερα και σε αναμονή της στέψης, έστεκε αγέρωχος, επιβλητικός και σε όλο του το μεγαλείο.

Όταν η πομπή πλησίασε αρκετά, βγήκε από το ναό λιτανεία για να την προϋπαντήσει και να τη συνοδεύσει μέχρι την είσοδο. Μπήκαν στο ναό με δέος αλλά και με ευχαρίστηση που επιτέλους καλύφθηκαν από το ζεστό βλέμμα του ήλιου. Μέσα τους περίμεναν οι ιεράρχες, οι βαρόνοι και ο Αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας Ιωάννης ντελ Κόντε, ο οποίος θα εκτελούσε την τελετή στέψης. Πήρε επίσημο ύφος και είπε: «Καλώς ορίσατε. Όλοι ξέρουμε το σκοπό της σύναξής μας εδώ σήμερα και γι' αυτό δε θα σας κουράσω με περιττά λόγια, οπότε η τελετή αρχίζει αμέσως. Παρακαλώ, Ούγο και Αλίκη, γονατίστε μπροστά μου». Το ζεύγος υπάκουσε, ο Αρχιεπίσκοπος άρχισε να διαβάζει τις καθορισμένες ευχές. Όταν τελείωσε ζήτησε από τον Ούγο να τοποθετήσει τα χέρια του στο Ιερό Ευαγγέλιο που κρατούσε για τον όρκο που θα έπαιρνε ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Ο Ούγος ακούμπησε ευλαβικά τα χέρια του και άρχισε να λέει: «Εγώ ο Ούγος ντε Λουζινιάν ο τέταρτος, που με τη βούληση του Θεού πρόκειται να στεφθώ βασιλιάς της Κύπρου, υπόσχομαι σε εσένα σεβασμιώτατε Αρχιεπίσκοπε της Κύπρου καθώς και στους διαδόχους σου, ενώπιον του παντοδύναμου Θεού και όλου του εκκλησιάσματος, των ιεραρχών και των βαρόνων μου που παρευρίσκονται εδώ, ότι εγώ από αυτή την ημέρα και στο εξής θα είμαι ο πιστός υποστηρικτής σας και ο προστάτης σας έναντι όλων των εν ζωή ατόμων στο βασίλειο της Κύπρου. Υπόσχομαι ότι θα διαφυλάξω και θα διατηρήσω ακέραια τα προνόμια και την περιουσία της Λατινικής Εκκλησίας της Κύπρου, τα οποία είτε αποκτήθηκαν από προκατόχους μου, είτε θα δοθούν νόμιμα στο μέλλον κατά την περίοδο της δικής μου βασιλείας. Υπόσχομαι ότι θα σέβομαι τη δικαιοσύνη καθώς και τους νόμους που παρεμβάλλονται σε αυτή αποδεχόμενος τις προβλεπόμενες ποινές για το κάθε αδίκημα που θα διαπράττεται. Επίσης διαβεβαιώνω ότι θα σεβαστώ το παλαιό άσυλο της Εκκλησίας, τους νόμους του Θεού, θα υπερασπίζομαι και θα προστατεύω τους κληρικούς και θα τους διατηρώ στις θέσεις τους. Τέλος υπόσχομαι ότι θα προασπίζομαι και θα αποδίδω δικαιοσύνη στις χήρες και στα ορφανά και θα επιδιώκω τη δικαιοσύνη και τη νομιμότητα για ολόκληρο το Χριστιανικό πληθυσμό του Κυπριακού βασιλείου».

Όταν τελείωσε με τον όρκο του ο Ούγος, ο Αρχιεπίσκοπος απευθύνθηκε στην Αλίκη: «Αλίκη, άκουσες τον όρκο του Ούγου;». «Ναι σεβασμιώτατε, τον άκουσα». «Συμφωνείς τότε και ορκίζεσαι ότι θα τα πράξεις; Αν ναι τότε τοποθέτησε τα χέρια σου στο Ιερό Ευαγγέλιο και ορκίσου ενώπιον Θεού και ανθρώπων». Η Αλίκη ακούμπησε τα χέρια της στο Ιερό Ευαγγέλιο και ορκίστηκε. Μετά ο Αρχιεπίσκοπος τους πήρε από το χέρι και είπε: «Σας υπόσχομαι ότι θα βοηθήσω στη διαφύλαξη και υπεράσπιση του στέμματος που θα τοποθετηθεί στην κεφαλή σας νόμιμα και θα προστατεύεται από το αξίωμα μου». Με τα λόγια αυτά και την επικύρωσή τους ως αληθή και εκ βάθους καρδίας ειπωμένα, έσκυψε και τους ασπάστηκε στο στόμα.

Μετά, απευθυνόμενος στους πολίτες του νησιού που συσσωρεύονταν ολοένα και είχαν κατακλύσει το ναό για να παρακολουθήσουν τη στέψη και απαρτίζονταν από μαγίστρους, ιππότες, λιζίους και πλούσιους αστούς, τους ρώτησε: «Είναι ο Ούγος ντε Λουζινιάν και η Αλίκη ντ' Ιμπελέν νόμιμοι διάδοχοι του θρόνου της Κύπρου;». Σύσσωμος ο λαός ξέσπασε σε κραυγές: «Ναι, ζήτω οι βασιλείς!». Ολάκερος ο ναός σείστηκε από την τρανταχτή απάντηση. Αυτή ήταν και η αποδοχή τους. Ο Ούγος και η Αλίκη ήταν οι νέοι βασιλείς της Κύπρου.

Άρχισαν αμέσως να ψέλνονται διάφορες υμνωδίες και όταν τελείωσαν ο Αρχιεπίσκοπος άρχισε να λέει διάφορες προσευχές πάνω από τα κεφάλια του ακόμα γονατισμένου ζεύγους.

Στο τέλος των προσευχών ανασηκώθηκαν και πάλι όρθιοι και πήγαν και κάθησαν στα βασιλικά καθίσματα. Ακολούθησε λειτουργία. Πριν την ανάγνωση του Ευαγγελίου δύο ιεράρχες οδήγησαν τον Ούγο και την Αλίκη στην Αγία Τράπεζα όπου ο αρχιεπίσκοπος τους έχρισε με αγιασμένο λάδι λέγοντας τους τα εξής λόγια: «Σας χρίω με αυτό το αγιασμένο λάδι, το μύρο. Ας κυλά στο κεφάλι σας και ας φτάσει μέχρι το βάθος της καρδιάς σας και ας γίνετε με το θέλημα του Θεού άξιοι υποσχέσεων». Ευλόγησε τα δακτυλίδια τα οποία συμβόλιζαν τη βασιλική εξουσία και τα τοποθέτησε στα δάκτυλά τους λέγοντάς: «Δεχθείτε αυτά τα δακτυλίδια ως σύμβολο αγίας πίστεως και ισχύος του βασιλείου. Είθε να σας δίνει δύναμη να αντιμετωπίζετε τους εχθρούς, να καταστρέφετε τις αιρέσεις και τέλος να ενώνετε τους υπηκόους σας». Στη συνέχεια, περιέζωσε τον Ούγο με το σπαθί, σύμβολο της δικαιοσύνης, με το οποίο θα υπερασπιζόταν πλέον τον εαυτό του, την Αγία Εκκλησία και το βασίλειο από τους εχθρούς και του είπε: «Ούγο, δέξου αυτό το σπαθί που παραδίδεται σε εσένα με τη Θεία Ευλογία. Με τη βοήθεια αυτού είθε να κατορθώσεις έχοντας και τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, να προστατεύεσαι και να εκδιώκεις όλους σου τους εχθρούς και όλους τους αντιπάλους της Αγίας του Θεού Εκκλησίας. Και είθε να κατορθώσεις να υπερασπίζεσαι το ανατεθέν σε εσένα βασίλειο και να προστατεύεις τις στρατιωτικές δυνάμεις του Κυρίου με τη βοήθεια του ανίκητου θριαμβευτή Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».

Ύστερα τους τοποθέτησε στο κεφάλι τους από ένα στέμμα, σύμβολο της αξιοπρέπειας, και συνέχισε: «Είθε ο Κύριος να σας στέψει με κορώνα δόξας και δικαιοσύνης, τιμής και έργου γενναίου». Στη συνέχεια, τους παρέδωσε το σκήπτρο που συμβόλιζε τη βασιλική εξουσία και τη χρυσή σφαίρα, σύμβολο της γης του βασιλείου, λέγοντάς τους τα ακολούθως: «Σηκωθείτε και κρατάτε δυνατά από τώρα και στο εξής το κράτος που μεταβιβάζεται σε εσάς βάσει του νόμου κληρονομικότητας». Ζητωκραυγές ακούστηκαν από το πλήθος. «Να ζει ο βασιλιάς και η βασίλισσα με κάθε ευημερία!».

Οι επίσημα πλέον βασιλείς της Κύπρου ασπάστηκαν όλους τους ιεράρχες και έπειτα κάθησαν στους θρόνους τους οποίους ευλόγησε προηγουμένως ο Αρχιεπίσκοπος. Στο Θείο Μυστήριο που ακολούθησε ο βασιλιάς και η βασίλισσα έβγαλαν το στέμμα τους εκφράζοντας έτσι το σεβασμό τους προς το Βασιλέα των Ουρανών. Μετά το τέλος του Θείου Μυστηρίου μετάλαβαν μπροστά στην Αγία Τράπεζα και έλαβαν από τα χέρια του Αρχιεπισκόπου τα Άχραντα Μυστήρια και το ευλογημένο βασιλικό λάβαρο, σύμβολο του θριάμβου. Αυτό σήμανε και το τέλος της τελετής.

Η επιστροφή πίσω στα ανάκτορα ήταν πιο ευχάριστη και ξεκούραστη για το βασιλικό ζεύγος που έφιππο πλέον, σε άλογα που τους περίμεναν έξω από το ναό, προχωρούσε στο δρόμο που τους άνοιγε, παραμερίζοντας το πλήθος που δεν είχε διαλυθεί ακόμα ο ανώτατος διοικητής του στρατού, ο κοντοσταύλης. Για συνοδεία τους είχαν τους ευγενείς, τους αξιωματούχους και τους βαρόνους που αγόγγυστα τους ακολουθούσαν πεζοί. Πίσω στο παλάτι τους περίμενε μεγάλο φαγοπότι για να γιορτάσουν τη σπουδαία και ξεχωριστή μέρα των νέων βασιλέων της Κύπρου.

Μπαίνοντας στο παλάτι τους υποδέχτηκε ο μεγάλος κήπος ολάνθιστος και μυρωδάτος. Στο κέντρο του υπήρχε μια μαρμάρινη κρήνη με γάργαρο κρυστάλινο νερό. Περιμετρικά του κήπου ήταν διαμορφωμένα και όμορφα κατανεμημένα τα βασιλικά διαμερίσματα και η μεγάλη αίθουσα στην οποία θα γινόταν το γλέντι. Ήταν όλα διακοσμημένα με κολόνες περίτεχνα στολισμένες με αριστοτεχνικές τοιχογραφίες.

Μπήκαν στη μεγάλη αίθουσα όπου τους περίμενε το τραπέζι αφειδώς στρωμένο με όλα τα καλά του Θεού. Τοποθετημένα σε ξύλινες πλάκες υπήρχαν όλων των ειδών τα ψητά: το ξακουστό άγριο πρόβατο, που το βρίσκει κανείς στα βουνά και λέγεται ότι δεν υπάρχει πουθενά αλλού παρά μόνο στην Κύπρο, αρνί, ορτύκια, πάπιες, συνοδευόμενα πάντα με ψωμί, μέλι, τυρί, φρούτα, ξηρούς καρπούς και φυσικά κρασί, κόκκινο, βαρύ και γλυκό, τόσο παχύρευστο που αν τολμούσε να το πιει κανείς σκέτο σε μέρες τρομερής ζέστης υπήρχε πιθανότητα να κάψει τα σωθικά του. Γι' αυτό ήταν μάλλον αναγκαίο να αραιώνεται με νερό, έτσι, για κάθε ποτήρι κρασί προσέθεταν τέσσερα ποτήρια νερό. Οι γαργαλιστικές μυρωδιές από τα φαγητά κατέκλυσαν το χώρο και τις μύτες τους. Μετά από τόσες ώρες η πείνα τους είχε θερίσει. Για μια στιγμή κοίταξαν λαίμαργα τα υπέροχα φαγητά που τους περίμεναν αχνιστά, αλλά για τη διατήρηση των τύπων ευγενείας κανένας δεν το έδειξε. Υιοθέτησαν δήθεν αδιάφορο ύφος μαζεύοντας με τρόπο τα σάλια που τους έτρεχαν.

Οι βασιλείς θα έτρωγαν το πρώτο τους γεύμα με το στέμμα στο κεφάλι. Κάθησαν πρώτοι στο τραπέζι και ο Ούγος κάλεσε με ένα νεύμα και τους υπόλοιπους να καθήσουν. Ήπιε χαμογελαστός λίγο από το κρασί του και άρχισε να λέει: «Αγαπητοί μου, είναι μεγάλη μου χαρά που σας έχω εδώ σήμερα. Θα ήθελα να σας εκφράσω τις ευχαριστίες μου για την παρουσία και τη υποστήριξή σας σήμερα στην τελετή. Μου ήταν όλα πολύτιμα και φυσικά ευπρόσδεκτα. Εν συνεχεία εύχομαι τα τόσο εξαίσια και λαχταριστά εδέσματα που μας περιμένουν να είναι τόσο εύγευστα όσο θελκτικά είναι στην όψη, αλλά αυτό θα το μάθουμε μόνο εφόσον τα δοκιμάσουμε. Μετά το γεύμα θα σας ανακοινώσω την απόφασή μου για το θέμα που είμαι σίγουρος πως σας απασχολεί, αν και προβάλλετε κάθε δυνατή προσπάθεια να το κρύψετε».

Ο Ούγος βλέποντας το αίσθημα δυσαρέσκειας να εξαπλώνεται στους φιλοξενούμενούς του, πρόσθεσε με πιο ζεστή και φιλική φωνή: «Σας παρακαλώ, δεν το είπα για να σας θίξω ούτε για να σας προσβάλω. Τουναντίον, καταλαβαίνω την αδημονία σας και θα την παρατείνω μόνο μέχρι το τέλος του γεύματος». Τα λόγια αυτά επανέφεραν την καλή διάθεση και το προηγούμενο κέφι στους φιλοξενούμενους, που και αυτοί με τη σειρά τους ήπιαν κρασί και ευχήθηκαν για την ευημερία των βασιλέων.

Το φαγοπότι άρχισε με περισσή όρεξη. Όταν απόφαγαν, περίμεναν και χορτάτοι πια τον βασιλιά να μιλήσει. Η αγωνία τους είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της. Ο Ούγος δεν άργησε να ικανοποιήσει την ανάγκη τους και με σκωπτικότητα είπε: «Λοιπόν, πρώτα θα ήθελα να πω ότι τελικά όντως τα φαγητά ήταν τόσο ωραία όσο και η εμφάνιση τους». Όλοι συμφώνησαν και γέλασαν εύθυμα. «Στη συνέχεια θέλω να ευχαριστήσω τον Ιωάννη ντε Μορφόν τον κοντόσταυλο που σήμερα εκτέλεσε άψογα τα καθήκοντα του, χωρίς ωστόσο να ξέρει αν θα τα έχει και αύριο». «Βασιλιά μου», πήρε το λόγο ο Ιωάννης, «το καθήκον είναι πάνω απ'όλα και δεν το έκανα για να με επαινέσετε. Είναι ευχαρίστησή μου να υπηρετώ το βασίλειο και αν το θελήσετε και εσάς». Ο Ούγος ικανοποιημένος από τα λόγια του Ιωάννη ξαναπήρε το λόγο: «Λοιπόν, όλοι ξέρετε ότι το αξίωμα που κατέχει κάποιος ισχύει είτε μέχρι το τέλος της ζωής του, είτε μέχρι το θάνατο του εκάστοτε βασιλιά. Οπότε, αφού ο προκάτοχος μου Ερρίκος ο Β΄απεβίωσε και ανέλαβα εγώ πλέον τα ηνία του βασιλείου, έχω δικαίωμα αν θέλω να σας απαλλάξω από τα αξιώματά σας και να τα παραχωρήσω σε ανθρώπους της επιλογής μου. Παρ' όλα αυτά αποφάσισα να μην το κάνω. Επιθυμώ να κρατήσετε τα αξιώματα σας ως έχουν. Από το πρόσφατο παρελθόν γνωρίζω ότι επιδείξατε απαράμιλλη πίστη και αφοσίωση και ευελπιστώ και αναμένω ότι θα κάνετε το ίδιο και για το νέο σας βασιλέα».

Επευφημίες ακούστηκαν από όλους. Από ότι φαίνεται κανένας δεν ήταν παραπονεμένος με την απόφαση. Μάλιστα κάποιος αστειευόμενος είπε: «Πάντως βασιλιά μου παρά τα είκοσιτέσσερα μόνο χρόνια σας έχετε σοφία ώριμου άνδρα». Όλοι γέλασαν. Η ευχάριστη και ανάλαφρη ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε επέτρεπε κάθε είδους πειράγματα και καλαμπούρια, έστω και αν αυτά απευθύνονταν και στον ίδιο το βασιλιά που δεν έδειξε να ενοχλήθηκε καθόλου, αντιθέτως το διασκέδασε και αυτός. «Ας σοβαρευτούμε λίγο!» φώναξε για να ακουστεί ο Μπωλιάν Μαλκαρνί, «και ακούστε με». Στην αίθουσα επικράτησε σιγή. «Σας ευχαριστώ» είπε χαμογελώντας. «Λοιπόν, αφού τα αξιώματα παρέμειναν στους κατόχους τους εγώ εξακολουθώ να είμαι ο τζαμπερλάνος του βασιλείου και ένα από τα καθήκοντα μου είναι ο όρκος που πρέπει να πάρουμε προς τους βασιλείς μας. Θα επαναλάβετε αυτό που θα πω. Ορκιζόμαστε στα Άγια του Θεού Ευαγγέλια να προστατεύουμε και να τιμούμε το βασιλιά και τη βασίλισσα μας και από δω και πέρα θα είμαστε πιστοί τους ακόλουθοι και πάντα έτοιμοι για να εκτελούμε τις διαταγές τους όποιες και αν είναι αυτές και με όποιο κόστος, ακόμα και με αυτό της ίδιας της ζωής μας». Όλοι με το χέρι στο μέρος της καρδιάς επανέλαβαν τον όρκο και όταν τελείωσαν τους μίλησε ο βασιλιάς: «Εύχομαι τον όρκο που πήρατε να τον τηρήσετε στο έπακρο και είμαι σίγουρος γι'αυτό γιατί διακρίνω στα μάτια σας την ειλικρίνεια των συναισθημάτων σας προς το καθήκον σας αλλά και σε εμένα. Και βασίζομαι σ'αυτό γιατί άκουσα να λένε πως τα μάτια μας είναι ο καθρέφτης της ψυχής μας. Προσδοκώ λοιπόν σε μια αγαστή συνεργασία μεταξύ μας για το καλό και την ευημερία του βασιλείου μας. Επίσης οφείλω να σας προειδοποιήσω πως εάν κάποιος από εσάς προδώσει τελικά την εμπιστοσύνη μου θα είμαι σκληρός και αμείλικτος μαζί του. Θα τον περιμένει βαριά τιμωρία. Όπως επίσης θα είμαι γενναιόδωρος με όποιον θα προασπίζεται και θα τιμά εμένα και το βασίλειο. Μπορείτε να πηγαίνετε». «Πριν φύγουμε βασιλιά μου, μίλησε ο Ιωάννης ντε Μορφόν, επέτρεψέ μας να σε βεβαιώσουμε πως ό,τι ειπώθηκε στον όρκο μας ήταν από τα βάθη της καρδιάς μας και ότι εννοούσαμε κάθε λέξη». «Πραγματικά το εύχομαι Ιωάννη, όμως ο χρόνος θα δείξει...».

Μετά τα τελευταία αυτά λόγια υποκλίθηκαν με αβρότητα στους βασιλείς και αναχώρησαν για τα σπίτια τους ικανοποιημένοι με την έκβαση της μέρας. Από σήμερα μια νέα ένδοξη και λαμπερή εποχή άρχιζε για το βασίλειο της Κύπρου και τους κατόχους της, δηλαδή την βασιλική οικογένεια, τους αξιωματικούς και τους ευγενείς που τους περιέβαλλαν.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top