Kεφάλαιο 62
Την επόμενη μέρα κατά το μεσημέρι, ο Πέτρος κοιτούσε το καράβι που ξεμάκραινε.
Οι ώρες που είχαν προηγηθεί υπήρξαν έντονα συναισθηματικά φορτισμένες. Ο αποχωρισμός ήταν οδυνηρός. Αγκάλιαζε ξανά και ξανά την Ιωάννα και το μωρό. Του ήταν τόσο δύσκολο να αποδεκτεί ότι τις αποχωριζόταν τόσο σύντομα. Όμως, αυτός το αποφάσισε, και το ήξερε καλά πως ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει για τα δύο πολύτιμα πλάσματα που αγαπούσε περισσότερο στον κόσμο.
Κοιτούσε το καράβι μέχρι που έγινε μια τόση δα κουκκίδα στον ορίζοντα. Όταν πια εξαφανίστηκε εντελώς από τα μάτια του, καβάλησε το άλογό του και πήρε τον δρόμο για την Λευκωσία.
Μέχρι να φτάσει στη Λευκωσία είχε αρκετές ώρες για να καταστρώσει το σχέδιο της εκδίκησης του. Η πρώτη δουλειά που έκανε μόλις έφτασε ήταν να πάει στον πύργο της Μαργαρίτας. Τον επιθεώρησε προσεκτικά και τον έκρινε κατάλληλο για τον σκοπό του.
Με κάθε μυστικότητα κανόνισε να αρχίσουν την επόμενη μέρα κιόλας εργασίες τροποποίησης του υπογείου του πύργου σε φυλακές.
Ένιωθε ένα απεριόριστο μίσος για όλους. Τους ιππότες, τους άρχοντες, την Ελεονώρα, τα ίδιά του τα αδέλφια. Τον Ιωάννη για τότε στην Αλεξάνδρεια που δεν τον υποστήριξε στην απόφασή του να κρατήσουν την πόλη. Και τον Ιάκωβο που έμεινε αμέτοχος στο θέμα της Ελεονώρας και του κόμη, ενώ περίμενε να τον υποστηρίξει.
Ένιωθε προδομένος. Όλοι τους προσπάθησαν να τον ξεγελάσουν στο θέμα της μοιχείας της Ελεονώρας. Πίστευαν, δηλαδή, πως το είχαν καταφέρει να του ρίξουν στάχτη στα μάτια. Μέχρι και οι γυναίκες των αδελφών του, αυτές οι χαζοβιόλες, είχαν το θράσος να τον κοροϊδέψουν κατάμουτρα.
Δεν θα ησύχαζε αν δεν έπαιρνε εκδίκηση. Το σχέδιο του ήταν απλό και σατανικό. Όταν οι φυλακές θα ήταν έτοιμες, θα τους παρέσυρε όλους στον πύργο με πρόσκληση τους σε φαγοπότι, και την κατάλληλη στιγμή φρουροί θα εμφανίζονταν από παντού. Θα τους συλλάμβαναν και θα τους οδηγούσαν κάτω στις φυλακές.
Οι μέρες περνούσαν και οι εργασίες προχωρούσαν. Σχεδόν κάθε μέρα πήγαινε και έλεγχε την πρόοδο των εργασιών δίδοντας τις κατάλληλες οδηγίες όπου έκρινε πως έπρεπε.
Ανυπομονούσε να τελειώσει με όλο αυτό ώστε να ήταν ελεύθερος να φύγει.
Την Ελεονώρα την απέφευγε όσο πιο πολύ μπορούσε. Κοιμόταν σε ξεχωριστή κάμαρα από αυτήν. Αλλά και η Ελεονώρα έβρισκε συνεχώς προφάσεις για να λείπει από το παλάτι όσο πιο συχνά γινόταν. Μέχρι και το κυνήγι άρχισε με τις ακόλουθές της για να έχει δικαιολογία και να φεύγει.
Λίγες μέρες μετά, η Ελεονώρα επέστρεψε στο παλάτι έξαλλη από θυμό. Πήγε και βρήκε τον Πέτρο.
«Έχεις εσύ ανάμειξη σε αυτό;» του πέταξε εξοργισμένη. Το προσωπό της ήταν ολοκόκκινο και τα μάτια της ήταν σκοτεινά από το θυμό.
Ο Πέτρος την κοίταξε αδιάφορα. «Σε τι ακριβώς αναφέρεσαι;»
«Πριν από λίγο έμαθα ότι η Ιωάννα το έσκασε από το μαναστήρι. Την βοήθησες εσύ;»
«Γιατί να το κάνω;»
«Τι γιατί; Επειδή είναι η αγαπητικιά σου» τσίριξε και άρχισε να πετάει κάτω ό,τι έβρισκε μπροστά της. «Και τώρα πού την πήγες; Πού την έκρυψες;» συνέχισε να ορύεται.
«Σταμάτα να φωνάζεις» ύψωσε ο Πέτρος τη φωνή του. «Ηρέμησε και θα σου πω».
Η Ελεονώρα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ορίστε ηρέμησα. Ακούω» είπε ανυπόμονα.
«Λοιπόν, η αλήθεια είναι ότι όταν έμαθα που είναι, πήγα και την επισκέφθηκα. Αλλά με έδιωξε. Μου ξεκαθάρισε πως δε θέλει καμιά σχέση μαζί μου μετά απ'όσα τράβηξε και έχασε το μωρό της. Μου φάνηκε πως βρισκόταν στα όρια της τρέλας. Μου είπε και άλλα πολλά αλλά δεν τα συγκράτησα. Με έδιωξε. Έτσι και εγώ δεν ξανασχολήθηκα μαζί της. Και αν όντως τρελένεται, τί να την κάνω μια τρελή; Μόνη της θα το έσκασε. Ένας Θεός ξέρει που να βρίσκεται τώρα. Αν είναι ακόμα ζωντανή. Μπορεί και να έπεσε από κανένα γκρεμό. Ούτε που με νοιάζει».
Πήρε ένα τόσο πιστευτά αδιάφορο ύφος που η Ελεονώρα τον πίστεψε.
«Έχεις δίκιο. Δεν σε έχω για ευσπλαχνικό. Σιγά μην φρόντιζες εσύ μια τρελή. Μόνο ο εαυτός σου σε νοιάζει. Σε σιχαίνομαι» του πέταξε και έφυγε τρεχάτη.
«Εγώ να δεις πόσο σε σιχαίνομαι βρόμα» ψιθύρισε ο Πέτρος με μάτια που άστραφταν από μίσος. «Αλλά κοντεύει και η σειρά σου. Και σένα, και όλων σας».
Η Ελεονώρα για να της φύγει κάθε ιδέα έψαξε ολόκληρο το παλάτι, αλλά, πουθενά δεν βρήκε κάποιο ίχνος της Ιωάννας. Ο απεσταλμένος της επέστρεψε από το σπίτι της Ιωάννας και τη διαβεβαίωσε πως δε βρισκόταν εκεί, και πως το σπίτι τού φάνηκε ακατοίκητο εδώ και καιρό. Έστειλε τη Θεανώ στη χωριάτα να μάθει για το παιδί, και η χαιρεκακία της ευαρεστήθηκε όταν έμαθε πως αρρώστησε βαριά και πέθανε.
«Καλύτερα έτσι και πολύ κακώς που δεν το έκανα από την αρχή. Θα ζω με μια έγνοια λιγότερη. Ο Πέτρος βρίσκεται σχεδόν συνέχεια στο παλάτι, οπότε αλήθεια μου είπε» σκέφτηκε ικανοποιημένη.
Μόνο τότε ηρέμησε εντελώς. Μετάνιωσε και για τα σκληρά λόγια που του είπε. Δεν τον σιχαινόταν. Ακόμη τον αγαπούσε με πάθος, άσχετα με τη σχέση που είχε δημιουργήσει με τον κόμη λόγω της ανυπόφορης μοναξιάς του κορμιού της. Ποτέ δεν έπαψε να τον αγαπά. Απλώς είχε τυφλωθεί από τη ζήλια και τον εγωισμό της. Αποφάσισε να τον ξανακερδίσει. Ειδικά τώρα που δεν υπήρχε πια η Ιωάννα.
Σταμάτησε το κυνήγι και έμενε περισσότερο στο παλάτι. Έδιωξε και τον κόμη, που οργισμένος έφυγε από το παλάτι και δεν ξαναφάνηκε. Ακούστηκε πως εγκατέλειψε το νησί. Όταν το άκουσε αυτό ο Πέτρος εκνευρίστηκε που δεν πρόλαβε να τον εκδικηθεί, αλλά το ξεπέρασε γρήγορα. Είχε τόσα άλλα να τον απασχολούν.
Πρόσεξε ότι η Ελεονώρα άρχισε να τον προσεγγίζει και δεν την αποπήρε. Μια χαρά τον βόλευε κιόλας. Πίστεψε πως αν της έδειχνε έστω και λίγο πως ανταποκρίνεται, κανείς δεν θα υποψιαζόταν το σχέδιο που έστηνε εις βάρος όλων...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top